Ιστορίες της υπαίθρου
Ι. Πώς φτάσαμε ως εδώ
Κάποτε, μεγάλη αγέλη λύκων φωτίστηκε απ’ το σοφό της γέροντα
και είδε,
τις ρίζες της βαθιά μες στο ξημέρωμα του χρόνου να’ χουν κοινά,
πολλά κοινά μ’ αυτές του ανθρώπου...
‘Πολιτισμό, γιατί δεν έχουμε πολιτισμό εμείς;’, ούρλιαξαν
χειρονομώντας, βρίζοντας, την Ιστορία, τον Δαρβίνο, τη μάνα τους
και το πατέρα τους (με την ευρύτερη έννοια)...
‘Είναι απαράδεκτο’ (έλεγαν, και ξεχείλιζαν από θυμό) εμείς να σκοτωνόμαστε με τη ζέστη, με το κρύο, μες στη νύχτα, για όλα
τ’ άθλια σκελετωμένα αυτά θηράματα, και τα σκυλιά να είναι αραχτά
μες τα μαντριά με τα τετράπαχα αρνάκια’.
Κι έστειλαν μια ενδεκαμελή επιτροπή στο μέγα συνδικάτο των βοσκών
για να προσφέρουν προστασία δωρεάν...
‘Τι τα θέλετε αυτά τα τεμπελόσκυλα (θα ’λεγαν) που τρώνε τον αγλέορα;
Μ’ εμάς θα είστε ασφαλείς, με λίγη μόνο, με ελάχιστη αξιοπρεπή τροφή
(να μη γυρνάμε σαν την άδικη κατάρα στα βουνά και στα λαγκάδια,
να πιάσουμε και κάνα δράμι λίπος πάνω μας)...
Θα δείτε, θα είναι άριστη η συνεργασία μας!
Κι έτσι έφτασε αυτή η μέρα έξω απ’ το μαντρί...
ΙΙ. Το μαντρί
Οι λύκοι γελούσαν.
Τους άκουγαν σιωπηλοί οι βοσκοί.
Μετά όμως, κάτι είπαν, άρχισαν να γελούν κι αυτοί,
και τα σκυλιά, τα δέντρα, οι πέτρες, όλοι γελούσαν.
Τα πρόβατα έδειχναν έναν εκνευρισμό, μια αμηχανία.
| Αχτίδες του ήλιου
καθώς με το αεράκι παιχνιδίζετε
στο πράσινο της φλαμουριάς
κάτω από το μπαλκόνι μου
μικρές απλές
πολύτιμες στιγμές
σκόρπιες εδώ κι εκεί
ευχαριστώ
για το γαλάζιο και το κόκκινο
για το άγγιγμα
το φως
για ένα βιβλίο μια μουσική
και μερικές γουλιές καφέ
για τα γυμνά μου πέλματα στο χώμα
ευχαριστώ που μου θυμίζετε
πόσο κοινό και καθημερινό
είναι στ’ αλήθεια το ανεκτίμητο
μικρές απλές
πολύτιμες στιγμές
φωτεινά ίχνη ενός άγνωστου θεού.
|