Οι γάμοι του Διγενή
Στίχοι: Γλυκερία Μπασδέκη
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Τον αδελφό η αδελφή κι αυτός την αδελφή του
Ένας τον άλλον να κρατά κι οι δυο μαζί να πέφτουν
Απ'της ταράτσας την κορφή στης πυλωτής τον κάμπο
Κι οι δυο μαζί στο οριό κενό, τρυφεροτζακισμένοι
''Για μια τιμή στο κούτελο αξίζει μέγας κρότος!''
Ν’ αφανιστούν τα σώματα, να λάμψει η γενιά τους
Να μάθουν οι επόμενοι, να δουν οι τωρινοί τους
Πως στη φαμίλια δε χωρούν ξένες βουλές η πράξες

Μπροστά πηγαίνει ο κύρης τους, πίσω η δόλια μάνα
Και παραπίσω απολωλά τα έρημα βλαστάρια
Κόρη ξανθιά η άτακτη, κόρη σουρτουκεμένη
Γιός κυπαρίσσι αψηλό που τζάκισε τη μέση
Που φόρεσε τα παρδαλά, πύρωσε τα κλαράκια
Κι ήρθε Λαμπρή, προχού Λαμπρή, στους πανωμαχαλάδες

Όμορφα τέκνα, ζωηρά, τιγράκια στα κλουβιά τους
Που βρήκαν το τρανό κλειδί κι είπαν να ξεφαντώσουν
Δεν τ'άφησαν, τα τσάκωσαν, στην άλυσο τα δένουν
Βάνουν τον κόσμο δικαστή, το σόι μαρτυραίους
Κι η απόφαση η πατρική αφανισμό προστάζει
''Να πέσουνε να γκρεμιστουν να γίνουν μάτσο κρέας
Που κύρη παρακούσανε η γλέντια εγλεντήσαν''

Μαζεύτηκε η γειτονιά, μαζεύτηκε κι η ρούγα
Αργόσχολοι, περαστικοί η καναδυο παπάδες
Έραιναν για τα κρίματα φαρμάκι από οχέντρα
Και για το παραστράτημα χιτώνες από νέφτι
Για τα κορμιά που γλέντησαν σαρανταπέντε βίτσες
Για τα νυχτοφιλήματα τσουκνίδες στη μασχάλη
Να μαραθούνε τα κορμιά, να πικροτσακιστουνε
Να μάθουν τα μικρά κλαριά να πριονίζουν ρίζα.

Στέκεται ο πρωτότοκος στο κούτσουρο του δρόμου
Φτύνουνε μια, φτύνουνε δυο, στην τρίτη παρτονκάτω
Κι η αδελφή ζαλίστηκε, ξεσχίστην η καρδιά της
Πιάνουν οι μαύροι δήμιοι, την σέρνουν στην ταράτσα
''πέσε μωρή, πέσε ξανθή τα κρίματα να πλύνεις
κι απ'τα σπασμένα κόκαλα ο κύρης σου να γιάνει''

Πιάνουνε η τον αδελφό η τον εξεβρακώνουν
''μήπως ζαλίστηκες καλέ, μην έπαθες αντράλα ;
-Φέρτε ταχιά τα βύσσινα ! φέρτε τα μπεργαμόντα!
Για μήπως ελιμπίστηκες κανένα συκαλάκι ; `'
Χλευάζουνε η εγελούν οι ανομοσταυρωτήδες

Κι απ'τα πολλά τα χάχανα η τη βοή του κόζμου
Tαράχτηκαν τα σύμπαντα, ταράχτηκαν τα Θεία
Κι ο Διγενής ταράχτηκεν περσότερο απ'όλους
Κι απ'την πολλή αναταραχή ο Διγενής σηκώθη
Σπάει τα εξαπτέρυγα, σπάει τη μαύρη πέτρα
Σπάει τα εικονίσματα η τρέχει να προλάβει
Γιατί έχει πόδια σίδερο η την καρδιά βελούδο
Να δίνει κλώτσο στο κακό, κόρφο στα πονεμένα

Σαν τον εβλέπει η ξανθή πηδάει τα σκαλοπάτια
Και πέφτει’ πα στη σέλα του τη μαργαριταρένια.
Σαν τον εβλέπει ο μορφονιός το κούτσουρο κλωτσάει
Και μ'έναν πήδο κάθεται κι αυτός στην παρασέλα.
Σαν τον εβλέπει ο κύρης τους σκάει απ'το κακό του
Κι απ'τη χολή του πνίγηκε πάνω η κάτω ρούγα.
Και μόνο η μάνα εσώθηκε να πει την ιστορία
Να την εμάθουν τα πουλιά η τ'αγαθά θερία
Να την εμάθει η Παναγιά τον Πλάστη να μαλώσει
Μην ξαναφήσει άδικο η άσπλαχνο πατέρα
Ν'αλυσοδέσει τις ψυχές που έσπειρε καλλιά του
Να μην εξαναπειραχτουν αδέλφια η ξαδέλφια
Που πεθυμήσαν το φιλί η το'δωσαν στο τζάμπα

Κι ο Διγενής εγύρισεν φουσάτος η φλογάτος
Τα μνήματα εχάλασεν κι άλλο δεν μπήκε μέσα
Εφτιάχνει κλίνη εύμορφη για τα έρμα τ'αδελφάκια
Που παρολίγο να γενούν της μαυρηγής πεσκέσι
Εστρώνει με μαλάματα τη νυφική παστάδα
Δεξιά βάνει την αδελφή, ζερβά τον αδελφό της
Και στην καριόλα ανάμεσα ξαπλώνει το σπαθί του

Χαιδεύτηκαν, φιλήθηκαν, ταΐστηκαν στο στόμα,
Και χορτασμό δεν βρίσκανε οι τρεις ανδρειωμένοι
Κι όταν πήγε ξημέρωμα, όταν ο ήλιος φάνει
Ο Διγενής σηκώθηκε προσκύνησε το στρώμα
Κι έβγανε τα στεφανικά του γάμου απ'το θηκάρι

Κι ο Διγενής παντρεύτηκεν, κι ο Διγενής παντρεύτη
Παίρνει την κόρη άντρα του, τον νιο για θυγατέρα
Παίρνει τον νιο για Πούλια του, την κόρη Αυγερινό του
Κι απ’ το βυζί τους άνθισεν η γης η μαραμένη


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('118435') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211