Τρεις μούλες
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Στη Δαμασκό μια νύχτα αγρύπνιας
μου φάνηκε το πέρασμα της Ούμ Χαράμ
της βαθυσέβαστης γενιάς του Προφήτη.
Άκουγα πέταλα σαν αργυρά δηνάρια
κι εκείνη λες και διάβαινε λόφους αλάτι
κατά τη Λάρνακα, στη μούλα της καβάλα.
Περίμενα μέσα σε δροσερά κλωνάρια
δαγκώνοντας τον καρπό της μυρτιάς∙
τα μάτια μου τ’ αγκύλωνε μια ασπράδα
ίσως τ’ αλάτι ίσως το φάσμα της. Και τότε
στους θάμνους ένας ψίθυρος:
«Εδώ ήταν
που γλίστρησε το ζό μου. Τούτη η πέτρα
μου τσάκισε το διάφωτον αυχένα
κι έδωσα την ψυχή μου νικηφόρα.
Απ’ τη βουλή του θεού ήμουν γεμάτη∙
μια μούλα δε σηκώνει τέτοιο βάρος∙
μην το ξεχνάς και μην την αδικήσεις».

Είπε κι εχάθη. Ωστόσο ακόμη και τώρα
η μούλα της ολοένα βόσκει στο μυαλό μου,
καθώς και η άλλη όπου σταμάτησε η καρδιά της
όταν την ξεφόρτωσαν απ’ τα δυο κιβούρια,
τους δυο αδελφούς τους αδικοσφαγμένους
απ’ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη.

Μα η πιο τρανή, πώς να την πω; Στον τόπο
που όσοι έζησαν πιο χαμηλά από τα καστέλια
λησμονήθηκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου,
αυτή αρμενίζει ακόμη στα φτερά της φήμης∙
το ξακουσμένο ζωντανό της ρήγαινας Λινόρας.
Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια,
στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνια,
στο γλάκι της τραντά τα στήθια εκείνα
γεμάτα σαν τα ρόδια φονικό.
Κι όταν Ναπολιτάνοι Γενοβέζοι και Λομπάρδοι
φέραν απάνω στο βασιλικό τραπέζι
σ’ ένα ασημένιο δίσκο, ματωμένο
του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο
και ξέκαμαν τον ελεεινόν Ιωάννη∙
λογιάζω πως χιχίνισε τη νύχτα εκείνη,
έξω από την απάθεια της φυλής της,
καθώς ουρλιάζει το σκυλί,
διπλοεντέλινη, χρυσοκάπουλη, στο στάβλο,
η μούλα Μαργαρίτα.


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('74053') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211