Ἀθανάσης Διάκος – Άσμα τρίτον
Στίχοι: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Μνήμη του Αγίου και Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου

Λαλούν οι πέρδικες γλυκά κι ο ήλιος στη χαρά του
απλώνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτης
τα παρδαλά τα στήθια τους κι αυτές αναγαλλιάζουν.
Κατάκορφα στον ουρανό πετιέται κι ο πετρίτης

τ’ αϊτού πρωτοπαλίκαρο, να βάψει τα φτερούγια
μες στον αθέρα της αυγής πριν έβγει στην παγάνα.
Πλένουν τα φύλλα στη δροσιά χαρούμενα τα ρείκη,
και στο ελαφρό το φύσημα του αγέρα που διαβαίνει
συναπαντούσε φιλικά με τον ανασασμό του

το θρούμπι την αληφασκιά, το σφελαχτό η μυρτούλα.
Δακρύζουνε τ’ απάρθενα τα χιόνια στο λιοπύρι,
ακούοντ’ οι νεροσυρμές από εγκρεμό σε βράχο
να παραδέρνουνε γοργά, και λες με τη γαργάρα
π’ ανάκραζαν την κλεφτουριά και την αποζητούσαν.

Εκυματίζαν τα σπαρτά, χαρά του ζευγολάτη,
και κάπου κάπου ανάμεσα ξεπρόβαιν’ ένα στάχυ
και έγερν’ εδώ, κι έγερν’ εκεί, το τρυφερό κεφάλι
ωσάν να παραμόνευε να ιδεί κι αυτό το Διάκο.
Κι ωστόσο ανθρώπινη φωνή μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο

που φαίνετ’ ολοζώντανος, καμιά δεν αγρικιέται.
ούτε φλογέρα πιστικού, ούτε χαράς τραγούδι,
ούτ’ αγωγιάτη σάλαγος. Εφαίνετ’ όλη η φύσις
λουλούδι χώρις μυρωδιά, κόρη γλυκιά, πανώρια,
οπού εγεννήθηκε βουβή κι οπού την παραστέκει

η μαυρισμέν’ η μάνα της να ιδεί μην ξεχαράξει
μαζί μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη κι η λαλιά της.

Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω στη Δαμάστα
άλλοι στρωμένοι καταγής, άλλοι το διπλοπόδι,
περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά του
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο αϊ-Γιώργης
με τ’ άγριό του τ’ άλογο κρατώντας καρφωμένο
τ’ άσπλαχνο το κοντάρι του στο διάπλατο λαρύγγι

του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται στο χώμα.
Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψη
κι επάνω της εξέσερνε γοργά το δάχτυλό του,
ποιος επελέκαε τεχνικά τη στουρναρόπετρά του
στο λύκο του καριοφιλιού, ποιος τρίβει τα παφίλια

συγνεφιασμέν’ από νοτιά, και ποιος για να ξεδώσει
εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη.
Κανένας δεν ανάσαινε. Σ’ ένα κοντρί μονάχος
κοιτάζει ο Διάκος σιωπηλός κατά το Λιανοκλάδι.
Έξυπνος κι ονειρεύεται. Από το ριζοβούνι

ανέβηκε κι η καταχνιά, ψιλός αφρός του αγέρα,
και μια στιγμή τον έκρυψε στη δροσερή αγκαλιά της,
λες ότι εκείνην την αυγή λησμονημέν’ αχνάρια
εσμίξαν σ’ ένα σύγνεφο κι ήρθαν από τον Άδη
να μυριστούν το σκοτωμό, να ιδούνε το Θανάση.

Μες στα τριφύλλια τα παχιά σιδέρικη φοράδα,
μαρμάρα, φίδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκει
στρωμένη, ετοιμοπόλεμη. Την είχε πάρει ο Διάκος
χρονιάρικη στα Γιάννινα κι από τ’ αστέρι που `χε
καταμεσής στο μέτωπο την έκραζεν Αστέρω.

Έβραζ’ ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή του
την έφερν’ ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου.
Όλοι προσμένουνε βουβοί... Κανένας πεζοδρόμος
στο ξάγναντο δε φαίνεται... ο Μήτρος, πού `ν’ ο Μήτρος;

Λάμπρος
—Γερο-Διαμάντη, δε μιλείς, δε μας καλημερίζεις;
Όλος ο κόσμος χαίρεται για την ανάστασή μας
και στολισμένος μάς θωρεί. Σε λίγο το σπαθί σου,
που σκούριασε στη θήκη του, θα πιει να ξεδιψάσει,
και συ το ξυπνητήρι μας, συ του βουνού τ’ ορνίθι,
εκλείδωσες τα χείλη σου;... Τι σ’ έπιασε, Διαμάντη;

Διαμάντης
—Σαράντα χρόνια πολεμώ. Απ’ την κορφή στα νύχια
μ’ έγδαρε, μ’ εξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι...
Μ’ έφαγε η γύμνια κι η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια
η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ’ έδειρε το χαλάζι...
Έστρωσα το κρεβάτι μου μες στη μονιά του λύκου...

Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα στα λαγκάδια
έβγαινα κι έβοσκ’ αρπαχτά τα κούφια βελανίδια
που εσέποντο στα χώματα, κι εζούσα μ’ αποφάγια
π’ αφήναν τ’ αγριογούρουνα... Κι όταν τον Αλωνάρη
μου `χαν πιασμένα τα νερά και μ’ έφρυγεν η δίψα —

ακούστε το, μωρές παιδιά— εζύμωνα στα δόντια
κι εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ’ από μολύβι...
Και δε θυμούμαι να `νιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα
οπού με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα
από `ν’ αρμό στον άλλονε κρυφά κρυφά χωνεύει

και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρώνει, Λάμπρε.

Λάμπρος
—Γέροντα, τ’ είναι πὄπαθες!... Ανάθεμα την ώρα
που ο Γούμενος τ’ Αϊ-Γιαννιού από την Αρτοτίνα
το λαμπριάτικο τ’ αρνί θυμήθηκε να στείλει.
Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι
σου εδείξανε την πλάτη του!... Πες μας τι γράφ’ η μοίρα;

Εστρώθηκαν στη χλωροσά τριγύρω στο Διαμάντη
ο Λάμπρος κι οι συντρόφοι του. Άπλωσε ο γερο-κλέφτης
κι επήρε από τη ζωστρα του το φοβερό το χτένι,
το πέρασε δυο τρεις φορές από `να χέρι σ’ άλλο,

με φόβο το ψηλάφισε, το κοίταξε στον ήλιο,
κι ύστερα, σα να ευρέθηκε μεμιάς σε ξένον κόσμο,
σαν να λησμόνησε μεμιάς σκοντάμματα και πάθη,
ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια
και τα παιδιά ακουρμαίνονται. Τους έδειξε μια φλέβα

μες στη διχάλα, κόκκινη... Δεξιά, ζερβιά, μαυρίλες
σαν κυπαρίσσια νεκρικά, κι εδώ κι εκεί λειψάδες
και σκοτεινά κοιλώματα. Τους έδειξε μια σκλήθρα
κι είπε πως ήτανε κεντρί. Κι όταν ο γερο-μάντης
εξάνοιξε στην αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα,

που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια,
του πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη,
βαριά βαριά αναστέναξε κι εκόπηκε η φωνή του...

Λάμπρος
—Διαμάντη, τι σ’ εξάφνισε;...

Διαμάντης
—Οχιά με τον οσκρό της.

Αρχίζει πάλ’ ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του
και μέσ’ από `να σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε
οπού ξεφύτρωνε πουλί που `χε διπλό κεφάλι...
πλατιά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη
βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει
στεφανωμένονε Σταυρό. Ολογυρά του αχτίδες

και ξημερώματα γλυκά και ξαστεριά και λάμψη...
Τ’ απίστευτο το θέαμα γειρτοί, συμπυκνωμένοι,
εκοίταζαν αχόρταγα ο Λάμπρος κι οι συντρόφοι.
Κι ενώ με χίλιες ξέλεξες επνίγανε το μάντη,
ακούσανε που εφρίμαζε συχνά συχνά η Αστέρω

σαν κάτι να `θελε να πει κι εχτύπαε το ποδάρι,
κι όλοι φωνάζουνε μεμιάς: "Ο Μήτρος!... Το ξυφτέρι".

Μήτρος
— Στ’ άρματ', αδέρφια, στ’ άρματα! Κι επλάκωσ’ ο Βριόνης.

Διάκος
— Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;... Από την τραχηλιά σου
ρένε τα αίματα στη γη... Πού σ’ έχουνε βαρέσει;

Μήτρος
—Μ’ άγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδι
κι ο δρόμος τη λαβωματιά μού ξάναψε λιγάκι...
Θανάση, μας εχάλασαν...

Διάκος
—Πάψε... Γερο-Διαμάντη,
δώσ’ μου το μήλι σου να ιδώ... Μην κρένεις... ξεστηθώσου...
Καλά σού την εφύτεψαν... Ο Χάρος από τρίχα...
Ξανθό... Φρυμένη πηγανιά... Ό, τ’ είναι... τώρα πες μου.

Μήτρος
—Θανάση, μας εχάλασαν... Δεν είχε σκάσει ο ήλιος,
που εχύθηκε ο Ομέρπασας... Χτυπάει το Δυοβουνιώτη
και τονε παίρνει στο φτερό... Δεν έπαιξε λεπίδι...

Διάκος
—Θα `χε το νου του στο παιδί... Κι ήτανε τετρακόσοι!...
Είδες εκεί τον Κόκκαλη;

Μήτρος
—Εθόλωσε το φως μου,
μ’ επήρε το παράπονο κι εδάκρυσα... δεν είδα...
Ακούστηκ’ ένα ρυάσιμο από τη Χαλκομάτα,
και ρίχνονται του Πανουργιά... Πρώτη φωτιά κι εσμίξαν.
Εζήλεψα κι εχούμησα... Το ράσο του Δεσπότη

αντάρα, μαύρη θάλασσα... Εκεί κι ο Παπαγιάννης...
Ολόγυρά τους σκοτωμός... αθεμωνιά κουφάρια...
Βόσκει του Γούρα το σπαθί... αστροπελέκι, Χάρος...
Οι λαβωμένοι σφάζονται στο χώμα με το δόντι...
Μας έπνιξε η Αρβανιτιά... Τ’ άλογο του Βριόνη

ανεμοστρόβιλος, οργή... Τα δυο του τα ρουθούνια
ξερνούν αντάρα και καπνό... πλακώνουν κι άλλοι... κι άλλοι...
Λες κι αναβράνε από τη γη... Δριμόχολο, τρομάρα...
Με κράζει ο γερο-Πανουργιάς: "Τρέχα να πεις του Διάκου
που αν είμαι ακόμα ζωντανός δε φταίω γω... το βόλι..."

κι εμούγκριζε σα δράκοντας... Τον άρπαξε ο Μανίκας...
Εκείνος ανδρειεύεται... του πέφτει κι ο Καπλάνης...
οι δυο τους τον ελύγισαν... Φεύγουνε πολεμώντας...
Ριπίζω... μ’ εκυνήγησαν... ματώνομαι... με χάνουν.

Διάκος
—Τον είδες τον Παπαντριά;

Μήτρος
—Με τον Κομνά τον Τράκα
κρατούν του Μουσταφάμπεη.

Διάκος
—Και τον Κιοσέ Μεχμέτη;

Μήτρος
—Τον είχα ιδεί που εμούδιασε. Του μύρισ’ ο Καλύβας
στης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος
είναι βαρύς, θανατερός, κι όποιος περάσει εκείθε
σκοτάδι κι αποκάρωμα. Θα το `μαθε και μένει
να `ρθεί με τον Ομέρπασα.

Διάκος
—Καλώς ν’ ανταμωθούμε...
Δεν είν’ αλήθεια, αδέρφια μου; Εψές στην προσευχή μας
το τάξαμε στον Πλάστη μας... Στη θέση του καθένας...
Νερό, να μη διψάσετε... Κανείς σας δε θα ρίξει
πριν δώσω εγώ την προσταγή. Θέλω μια τέτοια μέρα

να μετρηθούν τα βόλια μου με τόσους σκοτωμένους.
Μη σημαδεύετε ψηλά... Κι αν πέσω, θυμηθείτε,
τ’ άρματα, το κεφάλι μου... Ας τα `χει ο γιος τ’ Ανδρούτσου,
να μη τα πάρει η Αρβανιτιά... Στον κόρφο κρεμασμένο,
όποιος μου ψάξει το κορμί, θα βρει το φυλαχτό μου...

Μου το `χει ρίξει στο λαιμό η μάνα μου τη νύχτα
που εβγήκα κλέφτης στα βουνά... Πάραυτα να το πάτε
στο μοναστήρι τ’ Αϊ-Γιαννιού... Θέλω το δαχτυλίδι,
θέλω να μείνει μαρτυριά στο χέρι το δεξί μου,
να με γνωρίσει ο Ομέρπασας. Εκεί θα βρει γραμμένη

την πίστη μας σ’ ένα Σταυρό, τ’ όνειρο, την ελπίδα
σ’ ένα δικέφαλο πουλί... Του `πε ο Θεός θα γένει...
Σήμερ’ αρχίζει ο κάματος. Ήρθαν τα πρωτοβρόχια,
θα `μεθα μεις η πρωιμιά. Άφαντος ζευγολάτης,
που δε δειλιάζει στη σπορά, κρατεί το χερουλάτη.

Τ’ αλέτρι τρίζει στ’ όργωμα... Ήταν η γη χερσάδα
και το γενί θα μπει βαθιά... Το γήμορο δικό μας...
Ψυχή, παιδιά μου, στ’ άρματα!... Του `πε ο Θεός θα γένει!
Να μη σας λείψει το νερό... Γερο-Διαμάντη, Μήτρε,
σταθείτε σεις εδώ μ’ εμέ... Στη θέση του καθένας.

Εσκόρπισαν ολόγυρα. Ποιος πιάνει ένα θυμάρι
και ποιος κρατεί μια λοιδοριά, τ’ αφορεσμένο δέντρο.
Τα καριοφίλια δείχνουνε μες στα κλαριά το στόμα
σαν άγρυπνες δεντρογαλιές. Εδώθ’ εκείθ’ αστράφτουν
άγρια μάτια φλογερά, ανάμεσα στα φύλλα,

λες κι ήταν θράκια σκεπαστά. Πρώτη πνοή, θ’ ανάψουν.
Ένιωθε κι αναγάλλιαζε τη δύναμή του ο Διάκος.

Μένει μεμιάς ακίνητος. Εσταύρωσε τα χέρια
και κατά την Αγάθωνα το πρόσωπό του στρέφει.
Στο μέτωπό του το πλατύ, που το φωτίζ’ ο ήλιος,
επέρασ’ ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα...
Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδα
στα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύει
σα να `χε πιει την αλοή...
—Αχ! Μήτσε Κοντογιάννη,
στον Άδη που θα κατεβώ, αν μ’ εύρει ο γέροντάς σου

και με ρωτήσει, τι θα πω;... Πως μ’ έν’ αρματολίκι...
Είπε και στέναξε βαριά. Εδιάβηκε η μαυρίλα
κι έρχεται πάλε η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένος
δε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει.

Διάκος
—Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά... δε μας χασομεράνε.
Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο.

Μήτρος
—Έρχετ’ εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη...
Διαμάντη, κοίταξε και συ, σαν και να σταματήσαν.

Διαμάντης
—Χωρίστηκε ο Κιοσέ πασάς... Χτυπάει την Αλαμάνα...
Άστραψ’ η πρώτη τουφεκιά... Χαρά στο καριοφίλι!...
Να μην πεθάνω εδώ με σας, αν δεν είν’ του Καλύβα.
Του `χα γνωρίσει στ’ Άγραφα... Πού `σαι, καημένε Δίπλα,
να ιδείς που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!...
Έψησ', εμαύρισε καρδιές... Θα εδάγκασε κουφάρι...
Το βόλι δεν εδιάβηκε... Γονάτισ’ ένας... πέφτει...
Καλή αρχή... ματώθηκαν... ανάφτει το γεφύρι...
Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!... Διάκε;... καπνός... δε βλέπω.

Διάκος
—Καλύτερα για σένανε. Τους βλέπω εγώ, Διαμάντη.
Στου Βακογιάννη τα πλευρά, στα στήθια του Καλύβα
χτυπάει το κύμα και σκορπά. Τους έζωσε η πλημμύρα
και δε σπαράζουν απεκεί. Τρέχα να πεις του Λάμπρου
να πάει μ’ εξήντα διαλεχτούς... Φτερά... κι η ώρα σφίγγει.
Μήτρε μου! Το μιλιόνι μου... Μας είδανε... Ο δερβίσης
στάθηκ’ εμπρός και ρυάζεται... Κρατεί και δυο κεφάλια!...
Μήτρος
—Εδώθε του Δεσπότη μας, ζερβιά του Παπαγιάννη.

Διάκος
—Δε μου `πες πώς τους έκοψαν!... Να `χομε την ευχή τους...
Κοίταξε, Μήτρε, το σκυλί, για να μας φοβερίσει,
τώρα τα πέταξε στη γη και τα ποδοκυλάει...
Τα πήρε παραμάσχαλα... Επρόβαλ’ ένας άλλος...
Ανέβηκε στο ψήλωμα... διαλαλητής... Τι θέλει;...

Διαλαλητής
—Θανάση Διάκε!... Είσ’ αυτού;...

Διάκος
—Εδώ `μαι... Ποιος με κράζει;

Διαλαλητής
—Ο αφέντης ο Ομέρπασας...

Διάκος
—Στη γη δεν έχω αφέντη.
Κι όθε περάσει ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ... Το ξέρει.

Διαλαλητής
—Δώσε μας διάβα, κι ό,τι πεις, τιμές... και βιο... και χάρες.

Διάκος
—Πόλεμο θέλω... πόλεμο... Ποιος είσαι συ που κρένεις;

Διαλαλητής
—Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε...

Διάκος
—Αφορεσμένος να `σαι,
πόχεις ψυχή στη γλώσσα μας, σ’ αυτόν τον Άγιο Τάφο
να βλαστημήσεις προδοσές... Αφορεσμένος να `σαι...
Κι ο αντίλαλος εφτά φορές από σπηλιές σε βράχους
από βουνά σε λαγκαδιές φαρμάκεψε τ’ αγέρι

μ’ εκείνον τον αφορεσμό. Τα χείλη του Ησαΐα
αραχνιασμένα και βουβά στον ύπνο τους σπαράζουν
και μουρμουρίζουνε βραχνά:—"Αφορεσμένος να `ναι..."
Έφτυσεν αίμα καταγής του Παπαγιάννη η γλώσσα
κι ανταποκρίθηκε κι αυτή: —"Αμήν... αφορεσμένος!"

Εχάθηκε ο διαλαλητής... ανατριχίλα... τρόμος...
Μυρμήγκιαζε η Αρβανιτιά. Τ’ άλογο του Βριόνη
τους διαχωρίζει εδώ κι εκεί και τους δαγκάει την πλάτη.
Σαλάγα τους, Ομέρπασα! Σπρώχνε, βοριά, το κύμα
να φάει την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστείς μια μέρα

να ιδείς τη νεκροθάλασσα το βράχο ν’ αγαπήσει.
Θ’ αγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα
θα χλιμιτίσουν φοβερά, κι ο άνεμος θα πέσει.
Σαλάγα τους, Ομέρπασα! Μάτωνε τη βουκέντρα
να τρέχουν τα καματερά. Θα νά `ρθει εκείν’ η ώρα

που αγριεμένα θα τα ιδείς. Θα ν’ αντιστυλωθούνε,
θα να τινάξουν το ζυγό, θα φύγουν με τ’ αλέτρι
και θα `ρθουνε μουγκρίζοντας στο πρώτο βουκολειό τους.
Σαλάγα τους!... Σαλάγα τους!... Τ’ άλογο πάντ’ αστράφτει
μέσα στη μαύρη συγνεφιά... Εμπρός τα δυο κεφάλια.

Ακούστηκε σα μια βροντή... Στα σωθικά του Διάκου
κρυφά λες κι είχαν σωριαστεί, φαρμακεμένοι πόνοι,
χίλιων χρονών εκδίκησες, στείρες ευχές, ορφάνια,
του βρόχου το λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχεια,
κατάρες, ψυχομάχημα, βάσανα, μοιρολόγια

κι εξέσπασε με μια φωνή το βογκητό του γένους:
"Αδέρφια μου!... Φωτιά!... Φωτιά!...".

Το βόλι του Θανάση
δε θέλει σάρκα ανθρωπινή. Γυρεύει ν’ απαντήσει
τ’ άλογο π’ ανδρειεύεται. Θέλει να πιει τη φλόγα
πόβραζε μες στη φλέβα του και στ’ άγριο πέρασμά του

του χάραξε το λάρυγγα, του θέρισε το σφάχτη,
του ρούφηξε τη λεβεντιά, του σβει την περηφάνια
και μεθυσμένο από χαρά φυσομανάει και φεύγει.
Το άτι αναστυλώθηκε, στερνή παλικαριά του,
τα λάγανά του αιμάτωσαν, λυγάνε οι κλείδωσές του
και ροβολά νεκρό στη γη. Ψυχομαχάει κι ακόμα
κρατεί τ’ αυτιά του τεντωτά...

Μήτρος
—Ομέρπασα Βριόνη,
σου στέλνει χαιρετίσματα του Διάκου το μιλιόνι.

Διάκος
—Μήτρε, τα μετωρίσματα παλικαριά δεν είναι,
όπου είν’ ο Χάρος βασιλιάς... Διαμάντη!... τον δερβίση.

Διαμάντης
—Θανάση, ώς τώρα τρεις φορές τον έβαλα στο μάτι
και δε μου δείχνει μέτωπο. Θα να τον τρώγει το αίμα.

Διάκος
—Νά τος... εξεσκεπάστηκε... Φωτιά... Διαμάντη... ρίξε...

Βογκάει τ’ αρμούτι το παλιό... Ερέκαξε ο δερβίσης,
απλώθηκε τ’ απίστομα κι ακόμα με τα νύχια
κρατεί σφιχτά `πό τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια.

Διαμάντης
—Μήτρε, μην επαράδραμα;

Μήτρος
—Μες στη ραφή, Διαμάντη,
του ξήλωσες τα καύκαλα. Τ’ άνοιξες τρίτο μάτι
για να διαβαίνει θαρρετά, να περβατεί στον Άδη.

Διαμάντης
Μήτρε, μ’ αρέσει να μ’ ακούς... κι εγώ το θάνατό του.

Λυσσομανάει η Αρβανιτιά τριγύρω στο κουφάρι.
Βάφουν το αίμα τα σπαθιά... Παραδαρμός, φοβέρες,
βουβάλια που αγριέψανε... τρώγονται συνατοί τους...
Στέκουν και ξεδιαλέγονται... αθέρας.... ένας κι ένας...
Τα χρόνια τους Πρωτομαγιές... Ότι κι εξεφύτρωναν

της νιότης τα τριαντάφυλλα. Λουλούδια, βλασταράκια,
τα κύλησε η νεροποντή και στον καταποτήρα
τα παρασέρνει ο ποταμός. Παιδιά, τα πήρε η τύφλα
και χύνονται μες στη φωτιά... Του Διάκου τα λιθάρια
με τα λεπίδια πελεκούν να τα ξεθεμελιώσουν.

Αρπάζουνε για ν’ ανεβούν την πέτρα με τα νύχια
κι ότι φανούν τα δάχτυλα, το σίδερο θερίζει.
Τρεις ώρες ανδρειεύονται... Πλακώνει κι ο Βριόνης
σα μαύρη βαρυχειμωνιά... Χαλάζι το μολύβι...
Σκάφτουν το χώμα τ’ άλογα... Σίφουνας, συντελεία...

Χνότο με χνότο πολεμούν... Αδερφωμένο βρέχει
το αίμα τ’ αρβανίτικο τη γη με το δικό μας...
Έχουν την ίδια τη βαφή... Αν σμίγουν πεθαμένα
πώς δε θα σμίξουν ζωντανά;...

Διάκος
—Διαμάντη, τι με θέλεις;
Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω
μου παίρνεις τα πατήματα;...

Διαμάντης
—Θανάση... Με γνωρίζεις...
Δεν παρακάλεσα ποτέ... Κι εμπρός σου... γονατίζω.

Διάκος
—Πες μου, τι θέλεις... γρήγορα...

Διαμάντης
—Αυτό το έρμο χώμα
αν είν’ αλήθεια π’ αγαπάς, Θανάση... γλίτωσέ το...

Διάκος
—Σου φαίνεται να δείλιασα;

Διαμάντης
—Φύγε, Θανάση, φύγε.

Διάκος
—Μη φαρμακεύεις, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.

Διαμάντης
—Δε βλέπεις πόσοι εμείναμε;... Στο Χάνι ο Βακογιάννης
με τον Καλύβα εκλείστηκαν...

Διάκος
—Κι εγώ... χειρότερός τους;

Διαμάντης
—Όχι, Θανάση, μένω εγώ, πὄφαγα το ψωμί μου
και δε μ’ αποζητάει κανείς... Μένει μ’ εμέ κι ο Μήτρος,
εκείνος είναι νιότερος... θα πάρει τ’ όνομά σου
και δε θα σ’ εντροπιάσομε...

Διάκος
—Πώς είπες;... Τ’ όνομά μου;...
Δε θα κοτήσει ο θάνατος, Διαμάντη, να το πάρει,
και σεις θα μου το κλέψετε;

Διαμάντης
—Θανάση, σχώρεσέ μας.

Διάκος
—Εσείς μ’ εμέ, κι εγώ με σας... Συχωρεμένοι να `σθε...

Κι εκεί που ο ανεμοστρόβιλος μουγκρίζει του πολέμου
πηδούν οι λιονταρόψυχοι και κολυμπούν μιαν ώρα
μες στη φωτιά, μες στη σφαγή... Παράδερνε η Αστέρω...

"Όσοι είστε ακόμα ζωντανοί, ελάτε ολόγυρά μου!"
φωνάζει ο Διάκος, κι έρχονται... Δε μένουν παρά δέκα...
Ο ήλιος στέκει για να ιδεί. Κάθε στιγμή που φεύγει
τους έσφιγγε στενά στενά στην αγκαλιά του ο Χάρος.
Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ, μελανιασμένο,
έν’ ακρογιάλι μακρινό, το μάτι του Θανάση
ξανοίγει, που τους έκραζε: —"Παιδιά, στο Μοναστήρι..."

Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτη
π’ ολόγυρά τους έπηξε... Σεισμός το πέρασμά τους.
Τα όρνια αναφτερούγιασαν... Τους κυνηγούν... προφτάνουν
και πλημμυρίζουν την αυλή... Η εκκλησιά στη μέση
παραιτημένη, ολόκλειστη... Ιδρώνει ο τοίχος αίμα...

Τρίζουνε τα κονίσματα... Τα βόλια που ανεμίζουν
εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια
ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά... Λες κι είχε να περάσει
κανένα λείψανο απεκεί...

Διαλαλητής
—Θανάση!... Παραδώσου...
Επέσανε οι συντρόφοι σου... Δε σόμεινε κανένας.

Διάκος
—Θα παραδώσω την ψυχή, τ’ άρματα δεν τα δίνω.
Αν δεν το ξέρεις, μάθε το... Ποιος είσαι;... τη φωνή σου...

Διαλαλητής
—Θανάση, είμ’ ο διαλαλητής...

Διάκος
—Προδότη, αφορεσμένε!...
Μη μου πατείς τα μνήματα... Ακόμα ζεις εμπρός μου;...
Και τη στερνή του πιστολιά, τη ρίχνει αστροπελέκι
και του βουβαίνει την καρδιά... Πέφτουνε τα κοράκια
να τονε φάνε ζωντανόν... Στυλώνει στ’ άγιο Βήμα
την πλάτη ο Διάκος... καρτερεί... Δεν τόμεινε στο χέρι
παρά μια σπιθαμή σπαθί... Τον έχουν στο σημάδι...
Το πρόσωπό του ανάσταση... Εμπρός του αγκαλιασμένα

δύο λείψανα ξαπλωταριά... Ο Μήτρος κι ο Διαμάντης...
δεν τον αφήνουν ούτ’ εκεί... Κανένας δε σιμώνει...
Τ’ ανδρειωμένα κόκαλα συντρίβουν τα μολύβια,
και ο πύργος μένει πάντα ορτός... Το μάτι του άλλος κόσμος...
Τον τουφεκίζουνε μεμιάς... Τ’ αδειάζουνε τη φλέβα

και χίλιοι τον αρπάζουνε... Δεμένο το λιοντάρι
το `χουν στη γη και το πατούν... Του στρίφουνε τα χέρια
πιστάγκωνα με την τριχιά... Προβαίνουνε στον ώμο
οι σχίζες απ’ την κλείδωση... Αίμα ρονιά... μεδούλι...
Κι ενώ τον εμαρτύρευαν κρυφά κρυφά στο στόμα,

απλώνει ο Διάκος και φιλεί το Μήτρο, το Διαμάντη.
Χιλιάδες τονε σέρνουνε. Εμπρός τους λαβωμένη
εμούγκριζε η φοράδα του... Την ανακράζει ο Διάκος
κι αυτή μ’ ένα χλιμίτισμα τον χαιρετάει και πέφτει.
Εστάθηκαν να τονε ιδούν... Τους φαίνεται σαν ψέμα.

Στην Αλαμάνα ο πόλεμος δεν έπαψεν ακόμα,
το Χάνι το `τοιμόρροπο σ’ έναν Κιοσέ Μεχμέτη
δε θέλει να παραδοθεί. Απ’ τη χαρά του ο Διάκος
νιώθει βαθιά στα σωθικά την πρώτη δύναμή του
που αναγεννήθηκε μεμιάς...

Διάκος
—Καλύβα!... Βακογιάννη!...
Δέκα χιλιάδαις με κρατούν... Σχωράτε με, πεθαίνω.
Και δεν επρόφτασε να πει τον ύστερό του λόγο
που `χανε βγει τα δυο θεριά και τα `χε αρπάξει η φλόγα.

Κρύβεται ο ήλιος στα βουνά. Τα πλάγια σκοτιδιάζουν
και μένουν έρμα τα Θερμιά... Νεκρίλα... βουβαμάρα.
Δε σειέται φύλλο στα κλαριά... Κανένα νυχτοπούλι
μοιρολογάει το σκοτωμό και κάπου κάπου οι λύκοι
που ανάμεσό τους γρούζουνε ποιος να πρωτοχορτάσει
με τα πηχτά τα αίματα... Εδώ κι εκεί κουφάρια
και ρογχαλίσματα βαθιά...
Στ’ αγέρι κρεμασμένα,

ωσάν καντήλια τ’ ουρανού, αποβραδίς δυο φώτα
εφάνηκαν στη σκοτεινιά... Κανείς δεν τα `χε ανάψει...
Κι ένας που επέρασε απ’ εκεί, καλόγερος, διαβάτης,
κι είδε το θάμα κι έδραμε, στη λάμψη δυο κεφάλια
ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... το `να του Παπαγιάννη

και τ’ άλλο του Δεσπότη του. Γονατιστός εμπρός τους
έμειν’ ο γέρος κι έκλαψε... Τους έριξε τρισάγιο,
τα φίλησε στο μέτωπο και με το δοκανίκι
έσκαψε λάκκο κι έθαψε τ’ αχώριστα τ’ αδέρφια.
Βλογάει το χώμα τρεις φορές... Έκαμε το σταυρό του
και χάνεται στην ερημιά... Εσβήστηκαν τα φώτα.


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('76532') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211