Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Το όνειρο του Μαχμούντ
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130257 Τραγούδια, 269338 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Το όνειρο του Μαχμούντ
 Τρία παιδιά αφήνουν τα πάντα πίσω στην εξωτική πατρίδα τους και σαλπάρουν για μια καλύτερη ζωή. Τι τους επιφυλάσσει η μοίρα;
 
Τα μολυβένια νήματα της καταιγίδας πότιζαν με φαρμάκι τις ψυχές των τριών ταλαιπωρημένων παιδιών. Στοιβαγμένοι σ’ ένα ξύλινο κασόνι παρακαλούσαν τον Αλλάχ να τους γλιτώσει από τα μανιασμένα κύματα. Τούτη τη δύσκολη στιγμή είχαν ανάγκη τη βοήθειά του… Το μικρό ταχυκίνητο σκάφος τραμπαλιζόταν επικίνδυνα, παραδομένο στα ξυράφια του υδάτινου εφιάλτη.
«Βοήθα Αλλάχ! Βοήθα να σωθούμε!» ικέτευε ο μικρός αιγύπτιος, ενώ τα σαγόνια του κροτάλιζαν στους ρυθμούς ενός παλιού θρηνητικού τραγουδιού της εξωτικής πατρίδας του.
Κι όσο πιο μεγάλο γινόταν το ανελέητο μαστίγωμα των κυμάτων τόσο πιο βαθιά φώλιαζε ο τρόμος στα φυλλοκάρδια τους.
«Θα τα καταφέρουμε Κεμάλ, θα τα καταφέρουμε! Ο Αλλάχ είναι μαζί μας! Όπου να ’ναι κοντεύουμε στη στεριά!» ψέλλισε ο Μαχμούντ, ο μεγαλύτερος αδελφός του προσπαθώντας να του δώσει θάρρος.
Ο φίλος τους Αχμέτ, ένα κάτισχνο, φιλάσθενο παιδί είχε κλείσει τα μάτια και με κόπο διατηρούσε τις αισθήσεις του. Μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο, νηστικοί και δίχως δυνάμεις, συντηρούνταν στη ζωή με την ελπίδα ότι σε λίγα λεπτά τα βάσανά τους θα τελείωναν, φτάνοντας σε κάποιο ερημικό μέρος του ακριτικού νησιού της Λήμνου, που θα αποτελούσε και τον βατήρα για το επόμενο μεγάλο άλμα της ζωής τους.
Το ένα παιδί έδινε κουράγιο στο άλλο, έχοντας παράλληλα τις αισθήσεις τους σε επιφυλακή, προσπαθώντας ν’ αρπάξουν κάποιον ήχο που θα στερέωνε ακόμη πιο γερά την ελπίδα στην πονεμένη τους ψυχή. Μάταια όμως. Ο αγέρας σφύριζε δαιμονισμένα πνίγοντας τις οιμωγές τους και τρύπωνε από τις τεράστιες χαραγματιές του σάπιου κασονιού κεντώντας με παγωμένα χάδια τα βασανισμένα κορμιά τους.

* * *

Είχαν πάρει τη μεγάλη απόφαση ύστερα από μια εξαντλητική μέρα δουλειάς στο πολύβουο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Καθισμένοι σ’ ένα ξύλινο παγκάκι σε μια σκοτεινή γωνιά της αποβάθρας, παρακολουθούσαν αμίλητοι τη βύθιση του φωτεινού δίσκου στο βάθος του ορίζοντα. Βλέποντας τον ήλιο ν’ ανακουφίζεται από τ’ ολοήμερο ταξίδι του, είχαν αρχίσει ήδη να νοιώθουν καλύτερα από τον πόνο που συνέθλιβε τους στραπατσαρισμένους ώμους τους. Τα τελευταία χρόνια της εφηβείας τους τα πέρναγαν κουβαλώντας ολημερίς στις παιδικές τους πλάτες τεράστια φορτία με εμπορεύματα που κατέφθαναν στο λιμάνι από κάθε μεριά του κόσμου.
Τα δύο τελευταία χρόνια μια σκέψη τριβέλιζε καθημερινά το μυαλό του Μαχμούντ. Κάθε φορά που χανόταν η τελευταία ανταύγεια του ήλιου και η νύχτα σκέπαζε με το χρυσοκέντητο πέπλο της την πλάση, σήκωνε το κεφάλι ψηλά κι έψαχνε να βρει τον πολικό αστέρα. Του είχε δείξει πως να τον εντοπίζει ένας θείος του ψαράς. Αναζητούσε τους δύο αστερισμούς της άρκτου που κρέμονταν σαν διαμαντένια περιδέραια πάνω στο στέρνο του νυχτερινού ουρανού. Έτσι, με οδηγό τα δύο από τα επτά λαμπρά άστρα της μεγάλης άρκτου ακολουθούσε μια νοητή ευθεία κι έπεφτε πάνω στο αστέρι που σημαδεύει τον Βορρά. Τότε ήξερε πως σ’ εκείνη την κατεύθυνση και λίγο πιο δυτικά βρισκόταν μια χώρα που κάποτε σ’ αλλοτινούς καιρούς σκόρπιζε το φως στην οικουμένη, η Ελλάδα, που μαζί με τη χώρα του καταύγαζαν στην απέραντη ερημιά του κόσμου. Του μπήκε λοιπόν η ιδέα να εγκαταλείψει την Αίγυπτο και τη ζωή του αχθοφόρου, να πάει σ’ αυτό το μυθικό τόπο και ν’ αναζητήσει μια καλύτερη ζωή. Οι μέρες περνούσαν κι εκείνος έψαχνε να βρει τον τρόπο που θα κατάφερνε να περάσει στην αντικρινή στεριά της ελπίδας. Τη σκέψη του δεν άργησε να την εκμυστηρευτεί στον μικρότερο αδελφό του αλλά και στον Αχμέτ, τον καλύτερό τους φίλο. Στην προοπτική μιας καλύτερης ζωής γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους, τα πρόσωπά τους έλαμψαν κι όλοι μαζί άρχισαν να σκέφτονται το μεγάλο εγχείρημα. Έτρεξαν, ρώτησαν, έψαξαν… Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο δρόμος του ονείρου δύσβατος μα ήταν αποφασισμένοι. Συγκέντρωσαν χρήματα, αποχαιρέτησαν με πόνο αλλά συνάμα και χαρά, γονείς, αδέλφια, συγγενείς και φίλους και ξεκίνησαν για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι.
Διένυσαν τεράστιες αποστάσεις, άλλοτε με τα πόδια, άλλοτε με καμήλες και κάρα και κάποιες φορές με σαραβαλιασμένα λεωφορεία. Οι κίνδυνοι αμέτρητοι, οι δυσκολίες ανυπέρβλητες… Όμως είχαν πεισμώσει! Πίστευαν στις δυνάμεις τους, στο σφρίγος των νιάτων τους, ήξεραν ότι θα τα καταφέρουν… Το πείσμα τους και η αλληλοϋποστήριξη τους έσωσαν, όταν σε κάποια στιγμή του ταξιδιού, ένας Σύρος τους εγκατέλειψε στην άκρη της αχόρταγης αραβικής ερήμου, που ζητούσε να τους κρατήσει αιώνια στην άσπλαχνη αγκαλιά της. Έσφιξαν τα δόντια, ατσάλωσαν την ψυχή τους και στο τέλος κατάκοποι, εξουθενωμένοι, μα οπωσδήποτε χαρούμενοι, τα κατάφεραν.
Αρκετές μέρες αργότερα, με χίλια δυο βάσανα και πόνους κι αφού είχαν λειώσει τα πόδια τους στον ποδαρόδρομο, έφτασαν επιτέλους στα παράλια της Μικράς Ασίας. Όμως εκεί αντιμετώπισαν κι άλλο μεγάλο πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια του τεράστιου ταξιδιού τους είχαν ξοδέψει τα περισσότερα χρήματά τους κι αυτά που είχαν απομείνει δεν επαρκούσαν για να καλύψουν το ταξίδι μέχρι τη Λήμνο. Άρχισαν να σκέφτονται με ποιο τρόπο θα έβρισκαν τα χρήματα που χρειαζόντουσαν για να περάσουν απέναντι. Δεν είχαν και πολλές επιλογές. Τα χρονικά περιθώρια είχαν στενέψει και η παραμονή τους εκεί εγκυμονούσε θανάσιμους κινδύνους.
Το άλλο πρωί βρήκαν τον άνθρωπό τους, ένα θηριώδη πενηντάρη Αιγύπτιο που το πρόσωπό του ήταν σημαδεμένο από δυο αποκρουστικές ουλές. Του διηγήθηκαν την περιπέτειά τους και του εξήγησαν ότι τα λεφτά τους δεν έφταναν για να πληρώσουν τα ναύλα. Εκείνος τους είπε ότι ήταν αναγκαίο να συνεννοηθεί με τον άνθρωπο που θα τους περνούσε απέναντι και την απάντηση θα την είχαν το απόγευμα. Ύστερ’ απ’ αυτό, κατέβηκαν στο λιμάνι και το βλέμμα τους ακολουθούσε τα βήματα των ταξιδιωτών αλλά και την κίνηση των πλοίων. Μερικές ώρες αργότερα που συναντήθηκαν με τον συμπατριώτη τους, πληροφορήθηκαν ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, κι ότι θα έπρεπε να δουλέψουν λίγες εβδομάδες στο λιμάνι για να συμπληρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για να μπορέσουν να πετύχουν το στόχο τους.
Τις επόμενες μέρες πέρασαν με πολύ αγωνία. Ο Αιγύπτιος τους βρήκε ένα παράπηγμα πλάι σ’ ένα σκουπιδότοπο, όπου θα μπορούσαν να μείνουν όσο καιρό θα χρειαζόταν, έχοντας παράλληλα διαρκώς στο μυαλό τους ότι έπρεπε ν’ αποφεύγουν την αστυνομία, η οποία τον τελευταίο καιρό είχε πυκνώσει τις περιπολίες της. Η πάλη με τα γιγαντιαία φορτία ήταν γι’ άλλη μια φορά σκληρή, όμως τώρα ήξεραν ότι η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Και πράγματι έπειτα από πενήντα ημέρες βρισκόντουσαν στριμωγμένοι μέσα σ’ ένα κιβώτιο γεμάτο πατάτες. Το μετασκευασμένο ψαράδικο επιτέλους είχε πάρει την ρότα του και όδευε προς το όνειρό τους!

* * *

Το μπουρίνι μαινόταν με αμείωτη ένταση κι ένα αδιαπέραστο μαύρο πέπλο είχε καλύψει τον ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη. Τα τρία παιδιά κουρνιασμένα στην ξύλινη ειρκτή συνέχιζαν τις προσευχές τους, ενώ από το τσουχτερό κρύο είχαν περονιάσει τα κόκαλά τους.
Ξαφνικά το σάπιο καπάκι του κασονιού άνοιξε απότομα, στέλνοντάς τους κάποιες ελπίδες, αφού για μια στιγμή νόμιζαν ότι έφτασε η ώρα της ελευθερίας. Όμως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ένας μαυριδερός γεροδεμένος Τούρκος άρπαξε βίαια τον Μαχμούντ, τον τράβηξε έξω και ξεστομίζοντας βρισιές τον πέταξε στα παγωμένα νερά. Οι άλλοι δυο δουλέμποροι του έκαναν νόημα να συντομεύει διότι μόλις εκείνη τη στιγμή είχαν πληροφορηθεί ότι ένα ταχύπλοο του λιμενικού των ελληνικών ακτών ακολουθούσε την πορεία τους. Ο Τούρκος τότε με γρήγορες κινήσεις πέταξε και τ’ άλλα δυο παιδιά στην αφρισμένη θάλασσα, ενώ το σκάφος με μεγάλη ταχύτητα εξαφανίστηκε κατά τη μεριά των Μικρασιατικών παραλίων.
Ο Μαχμούντ σαν βγήκε στην επιφάνεια της θάλασσας προσπάθησε να διακρίνει τους συντρόφους του, αφού ήταν βέβαιος ότι είχαν την ίδια τύχη. Του κάκου όμως. Η περιορισμένη ορατότητα και τ’ αγριεμένα κύματα τον εμπόδιζαν να δει οτιδήποτε. Τώρα όμως το πιο επιτακτικό ήταν να παλέψει για τη ζωή του. Έβγαλε τα παπούτσια κι άρχισε να κολυμπά, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρει τον αδελφό και το φίλο του. Ο αγώνας που έδινε ο έφηβος με τα κύματα και το διαβολικό καιρό ήταν τιτάνιος. Αλλά στην πάλη αυτή βρήκε δυο συμμάχους. Ο ένας ήταν το ρεύμα που ευτυχώς γι’ αυτόν ήταν ευνοϊκό και ο άλλος ήταν ο επιβλητικός όγκος των βράχων του νησιού, που είχε καταφέρει να εντοπίσει μέσα στη σκοτεινιά.
«Δεν πρέπει ν’ απέχουν πάνω από τριακόσια μέτρα!», σκέφτηκε προσπαθώντας να υπολογίσει την απόσταση.
Αυτή η διαπίστωση άναψε τη φλόγα στα καμίνια της καρδιάς του. Η μάχη έγινε ακόμη πιο συγκλονιστική. Τα μέτρα που τον χώριζαν από τη ζωή και την ελευθερία ολοένα και λιγόστευαν. Το κορμί του ήταν ολότελα παγωμένο, κι από ένα σημείο κι ύστερα, κολυμπούσε τελείως μηχανικά. Αυτή την εντολή επιβίωσης είχε δώσει ο εγκέφαλος στο σώμα του και κείνο την ακολουθούσε ευλαβικά.
Τα κύματα έπαιζαν μαζί του… Τη μια τον ανέβαζαν στις κορυφές τους δίνοντάς του ελπίδες για ζωή και την άλλη του τις έπαιρναν βυθίζοντάς τον στους θαλασσινούς λειμώνες του παγερού θανάτου.
Η ψυχή του όμως είχε θεριέψει κι απάλυνε τους πόνους που κόντευαν να τον εξοντώσουν. Κάθε φορά που έβγαζε το κεφάλι έξω από το νερό για ν’ αναπνεύσει έψαχνε με αγωνία να εντοπίσει τους συντρόφους του. Μάταια. Δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να πιστέψει ότι το όνειρό τους είχε χαθεί στα βαθυγάλαζα νερά του Αιγαίου, απ’ ανθρώπους που θεωρούν ότι η ζωή μπροστά στο κέρδος έχει μηδενική αξία.
Σιγά σιγά ήρθαν οι παραισθήσεις… Άρχισε να νοιώθει ότι δεν ήταν μόνος σε τούτη τη θαλασσοχαλασιά! «Είδε» ένα δελφίνι να τον πλησιάζει - σαν εκείνα των παραμυθιών που του διάβαζε όταν ήταν μικρός η μάνα του - να τον παίρνει στη ράχη του και να τον οδηγεί στην ακτή. Τώρα πια πίστευε ότι θα σωθεί. Κι έτσι ενέτεινε την προσπάθειά του.

* * *

Η θάλασσα είχε γαληνέψει, ο αγέρας είχε κοπάσει και τα μαύρα σύννεφα είχαν εγκαταλείψει τον ουρανό. Ο ήλιος όρθωσε το ανάστημά του επάνω από τους απότομους γκρεμούς της Λήμνου κι έστειλε θερμές αχτίδες ν’ αγκαλιάσουν το μουσκεμένο κορμί του Μαχμούντ. Πέρασε ώρα μέχρι να καταφέρει ν’ ανοίξει τα βλέφαρά του. Σιγά σιγά μπόρεσε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Γύρω ερημιά κι αυτός μόνος, παγωμένος, νηστικός, αδύναμος, τσακισμένος από την κούραση. Όμως ήταν ζωντανός! Σήκωσε το βλέμμα ψηλά και αναφώνησε : «Αλλάχ σ’ ευχαριστώ!»
Στη σκέψη του ήρθαν ο Κεμάλ και ο Αχμέτ. Τι να είχαν απογίνει; Να είχαν άραγε γλυτώσει; Έπρεπε να τους αναζητήσει. Η θέληση της ψυχής του υπερνίκησε εκείνης του κορμιού του κι έτσι κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του. Με τρεμάμενα πόδια βάδιζε ανάμεσα στα βράχια με την ελπίδα να τους βρει ζωντανούς, όταν ξαφνικά διέκρινε έναν όγκο να επιπλέει στη θάλασσα.
Οι σφυγμοί της καρδιάς του επιταχύνθηκαν κι άνοιξε όσο μπορούσε το βήμα του. Μόλις πλησίασε αρκετά κατάλαβε… Μπήκε στο νερό και με πολύ κόπο κατάφερε να βγάλει έξω το άψυχο σώμα του Αχμέτ. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του ενώ άφατος πόνος και οδύνη δηλητηρίασαν την πονεμένη του καρδιά. Έσυρε το πτώμα στην παραλία και το στερέωσε ανάμεσα σε δυο βράχους. Δεν ήθελε να χάσει καθόλου χρόνο. Όλες του οι ελπίδες περιορίστηκαν στο να μπορέσει να βρει τον αδελφό του. Συνέχισε να προχωρά κατά μήκος της ακτής και η ματιά του ερευνούσε στεριά και θάλασσα. Τίποτα! Κανένα ίχνος ζωής! Απελπίστηκε. Δεν άντεχε άλλο και κάθισε να ξαποστάσει. Όμως δεν τον χωρούσε ο τόπος κι ύστερα από λίγο σηκώθηκε. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να συνεχίσει να ψάχνει προς την αντίθετη πλευρά, μια και στο σημείο που είχε φτάσει ήταν αδύνατο να προχωρήσει άλλο. Πελώρια κι απειλητικά βράχια κρέμονταν από ψηλά μπαίνοντας μέσα στη θάλασσα. Τούτο το μαρτύριο ήταν αβάσταχτο για τον Μαχμούντ. Κάθε του βήμα στη νεκρική ακρογιαλιά και μια καινούργια πληγή στην ψυχή του. Προσπέρασε το πτώμα του φίλου του και δεν άργησε να φτάσει στο σημείο που για πρώτη φορά το κορμί του άγγιξε το νησί. Στάθηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα, πήρε μια βαθιά ανάσα και κίνησε ξανά, με το άγχος να αυλακώνει σαν υνί το πρόσωπό του.
Το βλέμμα του χτένιζε προσεκτικά σπιθαμή προς σπιθαμή τον γιαλό προσπαθώντας να τον βρει. Ένα ξαφνικό φτερούγισμα πουλιών του τράβηξε την προσοχή. Και τότε, πάνω σ’ έναν τραχύ ασβεστολιθικό ογκόλιθο ξεχώρισε το ακίνητο σώμα.
«Κεμάλ, Κεμάλ!» κι ο αντίλαλος της φωνής του τράνταξε τα θεμέλια των βράχων.
Τα χείλη του ήταν μελανιασμένα, το παγωμένο σώμα του είχε κολλήσει σαν βεντούζα πάνω στο βράχο και τα χέρια του τον είχαν γαντζώσει με μια απίστευτη λαβή, αρπάζοντας την ίδια τη ζωή. Ο Μαχμούντ έσκυψε ν’ αφουγκραστεί ίσως κάποιο ενθαρρυντικό σημάδι. Και πράγματι ένοιωσε ν’ ανασταίνεται κι αυτός, όταν άκουσε τον πρώτο γλυκό ήχο που σήμανε η καρδιά του αγαπημένου του αδελφού.
«Ζεις, αδελφέ μου, ζεις!» είπε τραυλίζοντας από χαρά παίρνοντάς τον αγκαλιά.
Ευχαριστώντας για μια ακόμη φορά τον Αλλάχ προσπάθησε να τον συνεφέρει, ενώ βλέποντας τα όρνια να κάνουν κύκλους πάνω από τη σορό του Αχμέτ, ήξερε ότι έπρεπε να βιαστεί για ν’ αποδώσει το τελευταίο χρέος στο φίλο τους.
Ο φλοίσβος διέκοψε διακριτικά τη μαγική σκηνή, στέλνοντας τα ψιθυρίσματά του στην αγνή κι αμόλυντη άμμο. Έσβησε τις μνήμες του παρελθόντος και γέμισε σιγά σιγά με πνοή αισιοδοξίας τα λευκόχρυσα πανιά της σχεδίας της ζωής, που μόλις είχε αρχίσει ν’ αρμενίζει για καινούργια πέλαγα…



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 13
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Κοινωνικά & Πολιτικά
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Στο Σύμπαν όλα είναι ΕΝΩΜ-ΕΝΑ!
 
Άγγελος Αραβαντινός
08-05-2010 @ 06:56
Την καλησπέρα μου και καλό Σαββατοκύριακο!!
ΟΔΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ...
08-05-2010 @ 06:59
Καλό Σ/Κ!!!!Εχει ζεστή μέρα....οτι πρέπει για μπάνιο!!!
elpidakwstopoulou
08-05-2010 @ 10:08
Φοβερό !!! εκτός από το θέμα που ηταν πραγματικά επίκαιρο και υπέροχο... η γραφή σου καταπληκτική ..
η περιγραφή των ηρώων σου απίστευτη και κρατάς τον αναγνώστη σε ενδιαφέρον , διαβαζοντάς το με κομμένη την ανάσα ....
πανέμορφο Χρήστο !!!
καλό Σαββατοκύριακο !!!
kapnosa-v-ainigma
08-05-2010 @ 10:15
::love.:: ::love.:: ::love.::
Δέσποινα1971
08-05-2010 @ 13:18
καλό απόγευμα!!!!

::up.:: ::up.:: ::up.::
Helene52
08-05-2010 @ 13:26
Καταπληκτικό !!!!!!!!!
::up.:: ::theos.:: ::up.::
Celestia
09-05-2010 @ 15:47
Συγκλονιστικο!
Με καθηλωσε!!!!!

::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Ναταλία...
10-05-2010 @ 00:12
Η γραφή σου καταπληκή ::yes.:: ::theos.::
Ελένη Σ.
12-05-2010 @ 00:25
Σ’ ευχαριστώ που ήρθες στη σελίδα μου Χρήστο, μου έδωσες την ευκαιρία να επισκεφτώ και τη δική σου σελίδα και να διαβάσω δύο από τα διηγήματά σου. Χάρηκα πολύ που το έκανα. Γράφεις όμορφα, πολύ όμορφα. Ηχηρές είναι οι εικόνες που διέπουν το γραπτό σου, όμορφος ο λόγος σου και ωραία τα θέματά σου. Θα ξαναπεράσω, σίγουρα!
Άγγελος Αραβαντινός
13-05-2010 @ 15:43
Σας ευχαριστώ πολύ για το πέρασμα...
ASTROFEGGIA
14-05-2010 @ 00:28
Άγγελε , γράφεις πραγματικά πολύ ωραία !
Από την αρχή μέχρι το τέλος , κρατάς του αναγνώστη το ενδιαφέρον αμείωτο , χωρίς να τον κουρασείς καθόλου .
Όσο για το θέμα ... πολύ συγκινητικό !
Rannia . k
14-05-2010 @ 08:46
Καταπληκτικό!!!
Την καλησπέρα μου!!!
::theos.:: ::yes.:: ::theos.::
Thomai Pavlidou
18-05-2010 @ 07:35
Ξερεις εκανα αυτο που κανω οταν αγοραζω ενα καινουριο βιβλιο..εκανα καφεδακι αναψα τσιγαρο κ αρχιζα να διαβαζω το
δηιγημα σου..Σ ευχαριστω πολυ ειναι υπεροχο!!

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο