Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Το ανθρωπάκι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130443 Τραγούδια, 269371 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Το ανθρωπάκι
 
«Πάει καιρός που δεν έρχεται ο Ιωάννης στην ταβέρνα μου. Θαρρώ πως δεν θα τον ξαναδούμε σεβασμιότατε» απάντησε ο ταβερνιάρης στον επίσκοπο Αγαθάγγελο κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Εκείνος, κούνησε αργά το κεφάλι κάνοντας μια κίνηση αποστροφής, πιότερο αηδιασμένος απ’ το χνώτο του ταβερνιάρη που βρωμοκοπούσε κρασί παρά απογοητευμένος απ’ την απάντηση που είχε πάρει. Ύστερα έριξε μια ματιά τριγύρω. «Τί μίζερα ανθρωπάρια» συλλογίστηκε, καρφώνοντας το αετίσιο βλέμμα του σ’ ένα κακόμοιρο, κοντοστούπικο και κακομούτσουνο ανθρωπάκι που είχε τολμήσει να τον κοιτάξει κατάματα. Το ανθρωπάκι αμέσως χαμήλωσε το βλέμμα οικτίροντας τον εαυτό του για την παράτολμη και απερίσκεπτή του ενέργεια.
Ο επίσκοπος σηκώθηκε απότομα απ’ την καρέκλα κι οι δυο παρατρεχάμενοί του, ένας κληρικός κι ένας λαϊκός, τον ακολούθησαν σκυφτοί, ξεφυσώντας ανεπαίσθητα σα να δήλωναν μ’ αυτό τον τρόπο τη δυσαρέσκειά τους για το μέρος που τους είχε υποχρεώσει να τον ακολουθήσουν. Έπειτα, άρχισε να ανεβαίνει αργά-αργά τα ξεχαρβαλωμένα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε μια μικρή πόρτα ίσαμε μισό μπόϊ ύψος. Όταν έφτασε στο τελευταίο, κοντοστάθηκε, γύρισε προς τους παρατρεχάμενους και έδειξε με τα μάτια προς τη μεριά του ταβερνιάρη. Ο λαϊκός, τού έβαλε μερικά νομίσματα στη χούφτα. Αμέσως μετά, έσκυψαν, διπλώθηκαν σχεδόν στα δύο κι εξαφανίστηκαν πίσω απ’ το πορτάκι του φτωχικού καπηλειού.
Για λίγα λεπτά προχωρούσαν σιωπηλοί στα βρώμικα και υγρά σοκάκια αυτής της παρακατιανής συνοικίας της Βασιλεύουσας. Ακόμα κι οι Βενετσιάνοι στρατιώτες που τον τελευταίο καιρό είχαν αποθρασυνθεί και φύτρωναν παντού δίχως να φοβούνται τίποτα, την απέφευγαν. Όταν οι δρόμοι φάρδυναν κι έγιναν πιο καθαροί, σημάδι πως έφτασαν σε πιο αριστοκρατική συνοικία, ο λαϊκός επιτέλους μίλησε:
«Εξοχότατε, με όλο το σεβασμό, τι θέλαμε σε ’κείνο το άθλιο μέρος;»
Ο επίσκοπος δεν απάντησε, μόνο σταμάτησε, τον κοίταξε επιτιμητικά με τα αετίσια του μάτια και χτύπησε την επίχρυση ράβδο του δυο φορές στο πλακόστρωτο σα να έλεγε με την πρώτη ότι δε σήκωνε άλλη κουβέντα και με τη δεύτερη «Πάμε!» Οι άλλοι τον ακολούθησαν με τον ανάλογο για το αξίωμα του σεβασμό χωρίς να βγάλουν στο εξής ούτε μια λέξη. «Το σχέδιο μου εξελίσσεται ικανοποιητικά» σκεφτόταν χαμογελώντας ο επίσκοπος. «Έχω πάει σε τόσα μέρη αναζητώντας αυτό το τομάρι τον Ιωάννη, ώστε είναι αδύνατον να μη μου πει κανείς πού στον διάολο βρίσκεται. Είναι σίγουρο ότι σε λίγες μέρες, όλο και κάποιος φουκαράς απ’ το σινάφι του θα μου δώσει πληροφορίες για λίγες ψωροδεκάρες. Αν είναι ακόμα ζωντανός θα του επιφυλάξω την ίδια τύχη μ’ αυτή του άθλιου Μελέτιου». Στη σκέψη και μόνο ότι ίσως να μην ήταν ζωντανός αυτός που έψαχνε, ο επίσκοπος Αγαθάγγελος, ορκισμένος διώκτης των απανταχού «ελληνιζόντων», αναρίγησε.
«Κάνει λίγο ψύχρα απόψε» είπε και στράφηκε μηχανικά στους δύο παρατρεχάμενους, πιο πολύ για να διώξει την άσχημη σκέψη που τον είχε κυριεύσει. Εκείνοι, μη ξέροντας τι να κάνουν ακριβώς, μετά από τέτοια παρατεταμένη περίοδο σιωπής, τσακίστηκαν, ο ένας να τον σκεπάσει με τη μακριά μαύρη μπέρτα του κι ο άλλος να σπεύσει να συμφωνήσει ταπεινά με τον εκλεκτό εκπρόσωπο του Θεού:
«Μάλιστα εξοχότατε, κάνει ψύχρα».
……………………………………………………………………………..
Ο ερχομός του Αγαθάγγελου και της παρέας του ήταν αναπάντεχος. Με το που έφυγαν, ένα σούσουρο ανακούφισης και έκπληξης συνάμα, σκορπίστηκε γύρω-γύρω και φτερούγισε στον ζεστό και αποπνικτικό αέρα της ταβέρνας του Λαγουτάρη.
«Πανάθεμα τους τούς βρωμοπαπάδες!»
«Στο διάολο κι αυτοί κι οι φραγκοπαπάδες και όλοι τους!»
«Μα τι διάολο ζητάγανε εδώ μέσα, μήπως ήταν τίποτα ενωτικοί και θέλαν να πάμε με δαύτους;»
«Αυτοί είναι χειρότεροι απ’ τους καθολικούς. Δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Πρώτα πάνε και τους αναθεματίζουνε και μετά παρακαλάνε για να ενωθούν οι δύο Εκκλησίες».
«Μόνο το στομάχι τους συλλογίζονται όλοι. Και ’μεις πεθαίνουμε της πείνας! Είδατε χρυσαφικό ο επίσκοπος; Μόνο αυτός ο σταυρός που φοράει φτάνει να θρέψει καμιά δεκαριά οικογένειες για ένα χρόνο»
«Είχα να δω παπά εδώ μέσα από την εποχή του συχωρεμένου του παπά-Μελέτη. Άγιος άνθρωπος. Αλλά τι τα θέλεις, πρώτα τον τύφλωσαν και μετά τον γκρέμισαν απ’ τα τείχη. Ήταν λέει φιλέλληνας, απ’ αυτούς που λατρεύουν την αρχαία Ελλάδα. Αν είναι δυνατόν, παπάς και φιλέλληνας, χα χα χα!»
«Κι όμως είναι και παραείναι δυνατόν!» Μια φωνή στεντόρεια ακούστηκε από την άλλη άκρη της ταβέρνας. Μονομιάς σταμάτησαν όλοι. Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε νεκρική σιγή.
«Ποιος είσαι του λόγου σου; Δεν σ’ έχουμε ξαναδεί εδώ πέρα» είπε αυτός που ’χε ξεκινήσει την κουβέντα για τον παπά-Μελέτη.
Ο άντρας που καθόταν στην άκρη της ταβέρνας, σηκώθηκε αργά-αργά. Ήταν πανύψηλος με ρούχα καθαρά και ακριβά, αταίριαστα με των υπόλοιπων θαμώνων. Το ηλιοκαμένο και όμορφο κατά τ’ άλλα πρόσωπο του είχε μια ουλή που ξεκίναγε λίγο πιο κάτω από το αριστερό του φρύδι, διέσχιζε όλο το μάγουλο και κατέληγε στη μέση περίπου του πηγουνιού. Είχε μαύρα, περιποιημένα γένια που κάλυπταν επιμελώς ένα μεγάλο μέρος της ουλής, αν και παρατηρώντας τον από κοντά κάποιος, μπορούσε να τη διακρίνει καθαρά και να νιώσει ένα σχετικό δέος. Τέτοιες ουλές γίνονται είτε από σπαθιά, είτε από τσεκούρια, είτε από μεγάλα φονικά εργαλεία. Το όλο του παρουσιαστικό έδειχνε έναν άντρα που ούτε λίγο ούτε πολύ είχε κάποτε πολεμήσει. Ή τουλάχιστον είχε κάποτε πολύ άγρια μπλεξίματα!
«Είναι δυνατόν να είναι κάποιος παπάς φιλέλληνας», ξαναείπε ο άντρας με την ουλή στο πρόσωπο. Αυτή τη φορά δεν μίλησε κανείς, ούτε αυτός που του είχε απευθύνει τον λόγο. Ήταν φανερό ότι όλοι είχαν εντυπωσιαστεί απ’ το παρουσιαστικό του και τη βροντερή μα γλυκιά φωνή του. «Τί νομίζετε, ότι όλοι οι παπάδες είναι ίδιοι; Εγώ ξέρω κάμποσους παπάδες που αγαπάνε την Ελλάδα και θαυμάζουν αυτά που άφησαν πίσω τους ο Αλέξανδρος, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και πολλοί ακόμη Έλληνες» ξαναείπε ο άντρας.
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί, οι πώς τους είπες; Aριστομέληδες;» τόλμησε να πει το ανθρωπάκι που λίγο πριν είχε κοιτάξει κατάματα τον επίσκοπο Αγαθάγγελο. Ο άντρας με την ουλή τού έριξε μια ματιά τόσο άγρια που εκείνος ζάρωσε για δεύτερη φορά στη θέση του, σκυλομετανιωμένος για την σίγουρη γκάφα του, χαμηλώνοντας τόσο το κεφάλι σα να ήθελε ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.
«Αυτοί ποιοι είναι;» κάγχασε ο άντρας και συνέχισε: «Αυτοί κι άλλοι πολλοί γενναίοι και σοφοί άνθρωποι όπως ο Λεωνίδας, ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής και τόσοι ακόμα είναι η ιστορία μας και ’μεις είμαστε οι απόγονοί τους».
Το σούσουρο άρχισε πάλι, αυτή τη φορά πιο έντονο. Όλοι είχαν ξεχάσει τον Αγαθάγγελο με την παρέα του και είχαν πλέον απορροφηθεί ολοκληρωτικά απ’ αυτήν την καινούργια κουβέντα που ξεκίνησε ο παράξενος, σημαδεμένος θαμώνας. Με λόγια απλά τούς εξήγησε τα κατορθώματα των Ελλήνων, τόσο στον πόλεμο, όσο και στην ειρήνη. Το ανθρωπάκι σήκωσε τα μάτια. Ώστε αυτός ο ίδιος, ο κακομοίρης, ο παρείσακτος, ο δειλός, ήταν απόγονος τόσο μεγάλων αντρών;
Ο παράξενος άντρας τέλειωσε την περιγραφή του χαμογελώντας. Το πρόσωπό του άρχισε να φωτίζεται σα να μπήκε ξαφνικά μια ηλιαχτίδα σ’ αυτό το ταπεινό, σκοτεινό υπόγειο. «Όλοι μας καταγόμαστε απ’ αυτούς τους μεγάλους άντρες κι εγώ κι εσύ κι εσύ… κι εσύ» είπε δείχνοντας το ανθρωπάκι τελευταίο.
«Μα και σένα κάπου σ’ έχω ξαναδεί άρχοντά μου, βέβαια, είσαι φίλος του πατέρα Μελέτιου, άγιος άνθρωπος, θεός σχωρέστον… και του Ιωάννη, ….. που τον έψαχνε αυτός ο τραγόπαπας!» φώναξε απρόσμενα ο ταβερνιάρης. Όμως, τούτη τη φορά το πρόσωπο του άντρα σκοτείνιασε. Ταλαντεύτηκε όρθιος για λίγο γύρω απ’ τον εαυτό του, έβγαλε κάτι σαν αναστεναγμό και άφησε το σώμα του να πέσει βαρύ σαν αμόνι στο μικρό, ξύλινο σκαμνί που καθόταν προηγουμένως. Όλοι τον κοίταζαν με καλοσύνη πλέον, γιατί όλοι ήξεραν τον πατέρα Μελέτιο, τον προστάτη των φτωχών και καταφρονεμένων. Περίμεναν αρκετή ώρα για να ξαναμιλήσει, εκείνος όμως έδειχνε ότι δεν είχε διάθεση γι’ άλλη κουβέντα. Είχε θυμηθεί τον βασανισμένο και αδικοχαμένο φίλο του.
Πρώτος έσπασε τη σιωπή αυτός που πρώτος είχε διαολοστείλει τους παπάδες: «Ε, ταβερνιάρη, φέρε λίγο κρασί στον φίλο μας, η κούπα του έχει αδειάσει».
«Αμέσως» έκανε ο ταβερνιάρης και σε λίγα δευτερόλεπτα έφερε μια κανάτα ξέχειλη και αφού γέμισε την κούπα του άντρα την άφησε πάνω στο τραπέζι του. «Κερασμένο από ’μένα» είπε χαμογελαστά, ενώ ο άντρας τον κοίταξε κουνώντας το κεφάλι σα να του έλεγε ευχαριστώ. Ύστερα, σηκώθηκε πάλι και με ύφος επίσημο ύψωσε την κούπα του με το δεξί χέρι και είπε αρκετά δυνατά, σχεδόν φώναξε:
«Στον πατέρα Μελέτιο».
Όλοι σηκώθηκαν, ύψωσαν τις κούπες τους και ήπιαν στη μνήμη του.
«Στην υγειά σου άρχοντά μου» ευχήθηκε μετά ο ταβερνιάρης.
«Στον Αλέξανδρο, στον Πλάτωνα, στον Αριστομέλη,….στους Έλληνες!» ευχήθηκε ξαφνικά το ανθρωπάκι που είχε σκύψει προηγουμένως δυο φορές το κεφάλι. Όμως, τώρα όλοι το κοίταζαν με θαυμασμό κι εκείνο στεκόταν αγέρωχο και από μια πιθαμή που ήταν έγινε ψηλό, πολύ ψηλό, έφτασε μέχρι το ταβάνι και το ξεπέρασε…



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 8
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Διηγήματα
      Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

αυγουστης
 
ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ
09-07-2010 @ 14:08
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ
09-07-2010 @ 14:20
::yes.:: ::theos.:: ::yes.::
oneiropola
09-07-2010 @ 14:28
«Στον Αλέξανδρο, στον Πλάτωνα, στον Αριστομέλη,….στους Έλληνες!»

::rock.:: ::theos.:: ::theos.::
iraklisv
09-07-2010 @ 16:13
Μπράβο φίλε μου, αν και κάτι μου θυμίζει.
δυο αράδες ακόμη τις ήθελε προς το τέλος

Καλή σου μέρα.
apelsini
09-07-2010 @ 17:26
::up.:: ::up.:: ::up.::
Hercules V
09-07-2010 @ 20:11
Περίεργο πως δεν σε είχα διαβάσει ποτέ!?
Όπως και να έχει είναι θετική έκπληξη.
Να είσαι καλά.

ο iraklisv είμαι εγώ.
diakogiannis
09-07-2010 @ 22:22
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
αυγουστης
10-07-2010 @ 09:29
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! ::hug.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο