| ʼκουσα κάποτε από δυο πιωμένους ναυτικούς
Πως είναι όμορφα κανείς να ταξιδεύει νύχτα
Η μαύρη θάλασσα σε πάει σε τόπους μακρινούς
Και πράγματα αλλόκοτα βρίσκεις μέσα στα δίχτυα
Ακόμα άκουσα να λεν για κάποιο ναυαγό
Που κάποτε σε μια βραδιά έχασε το μυαλό του
Νύχτα με πανσέληνο και με καλό καιρό
Σαλπάρισε για τ' ανοιχτά να φτάσει στο χωριό του
Μα είναι η μοίρα φτερωτή Νεράιδα του γιαλού
Που μοναχά ο άνεμος ξέρει να την ορίζει
Ευθύς αμέσως άλλαξε η ρότα του καιρού
Φουρτούνα πέφτει στα νερά κι ο ουρανός μαυρίζει
Έτσι σηκώθηκαν ψηλά κύματα δυνατά
Και τάραξαν τη θάλασσα κι όποιον την ταξιδεύει
Μα ο καπετάνιος ήξερε τη θάλασσα καλά
Και τόσα χρόνια το κακό ήξερε ν' αποφεύγει
Μα αν ο ουρανός τον γέλασε την πρώτη τη φορά
Τη δεύτερη μονάχος του γελάστηκε ο καημένος
Τα κύματα τον ρίξανε στα βράχια δυνατά
Συντρίμμια το καΐκι του κι αυτός μισοπνιγμένος
'κείνη την ώρα μαγική γοργόνα λυγερή
Την αγκαλιά της άνοιξε και μέσα της τον παίρνει
τ΄ ομορφο ξημέρωμα τον βρήκαν στην ακτή
παράξενο μα ζωντανό βαριά να ανασαίνει
μονάχος του συνέχεια από τότε τριγυρνά
στις θάλασσας τα σκοτεινά τα μέρη κάθε βράδυ
άλλοι είπαν πως τον είδανε στο κύμα να μιλά
κι άλλοι λένε πως κρυφά κατέβαινε στο ʼδη
πέρασαν χρόνια χάθηκε κανείς δε ξέρει πως
μα εγώ νομίζω πως εδώ γυρνά στα καφενεία
τους γερασμένους ναυτικούς ακούει γελαστός
να διηγούνται πίνοντας τη δική του ιστορία.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|