Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Το προξενιό
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130443 Τραγούδια, 269371 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Το προξενιό
 
Σουρούπωνε πλέον κι ο Κλεάνθης σκυμμένος ακόμα πάνω στον υπολογιστή δάγκωνε τα χείλη του που είχανε σχεδόν ματώσει. «Αμάν, μπάφιασα μ’ αυτούς τους λογαριασμούς!» φώναξε κι η φωνή του αντήχησε απεγνωσμένα στο δωματιάκι του τελευταίου ορόφου της κρατικής υπηρεσίας στην οποία δούλευε τα τελευταία δέκα χρόνια. Πάνω στο γραφείο του που θύμιζε βομβαρδισμένη περιοχή, διέκρινε κανείς μετά το αρχικό σοκ, μια πανάρχαια οθόνη υπολογιστή, ένα λεκιασμένο από καφέδες πληκτρολόγιο, μια αριθμομηχανή που ’μοιαζε με καβουρντιστήρι, δεκάδες μέτρα κορδέλα με χιλιάδες νούμερα εκτυπωμένα πάνω της, ένα τασάκι τίγκα στα αποτσίγαρα κι έναν τεράστιο χάρακα σαν κι αυτούς που είχανε παλιά οι δάσκαλοι για να δέρνουν τους μαθητές. Θλιβερό περιβάλλον κι ο ίδιος θλιβερότερος!
Είχε κλείσει πριν από δυο μήνες τα σαράντα πέντε κι ήταν ακόμα εργένης. Όχι ότι δεν ήθελε να κάνει οικογένεια, απεναντίας του άρεσαν και τα παιδιά και η σπιτική ζωή. Απλά, δεν έτυχε η κατάλληλη περίπτωση αν και η θεία Λουκία, η μοναδική εν ζωή συγγενής του, τού είχε κάνει άπειρα προξενιά. Την αγαπούσε τη «Λούκι» ο Κλεάνθης και γελούσε πάντα όταν την αποκαλούσε έτσι κι εκείνη διαμαρτύρονταν για την αλλαγή του ονόματός της. Είχε σιχαθεί όμως τις αλλεπάλληλες προσπάθειές της να τον «νοικοκυρέψει» οι οποίες απέβαιναν άκαρπες. Μα δεν γινόταν και αλλιώς! Λες και το σύμπαν ολάκερο είχε συνωμοτήσει, τέτοια ασχήμια συσσωρευμένη εκ μέρους των υποψηφίων νυφών δεν είχε ματαδεί! Τη μοναδική φορά που κάπως του άρεσε μια απ’ αυτές, όταν εκείνη άνοιξε το στόμα της δεν το ξανάκλεισε παρά μόνο στο τέλος της βραδιάς, βομβαρδίζοντας τον Κλεάνθη με κάθε λογής ασυναρτησίες. «Καληνύχτα» κατάφερε να ψελλίσει όταν τέλειωσε επιτέλους το μαρτύριο του κι έτρεξε γρήγορα στο κοντινότερο μπαρ να πιει δυο-τρία απανωτά ποτά για να ξελαμπικάρει απ’ την ακατάσχετη φλυαρία που είχε υποστεί στωικά τις τρεις τελευταίες ώρες. «Αυτό ήταν, τέρμα τα προξενιά!» δήλωνε κάθε φορά στη θεία του χωρίς να καταφέρνει όμως τίποτα. Εκείνη είχε πεισμώσει τόσο που το ’χε βάλει σκοπό της ζωής της να τον παντρέψει σώνει και καλά. Κι εκείνος αφενός δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει, αφετέρου δεν ήθελε να χάσει ούτε δραχμή απ’ την διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία η οποία τον περίμενε στο άμεσο μέλλον, δεδομένου ότι η αξιοσέβαστη γραία «Λούκι» πατούσε αισίως τα ογδόντα δύο. Πότε-πότε τον απειλούσε πως θα άλλαζε τη διαθήκη της, με την οποία τον καθιστούσε γενικό της κληρονόμο, αν δεν έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να παντρευτεί.
Ο Κλεάνθης συνέχιζε να είναι σκυμμένος στον παλαιολιθικό υπολογιστή του, απορροφημένος πλήρως στα λογιστικά του φαντάσματα, ενώ εκείνος λες και του συμπαραστεκόταν στο μαρτύριο, μούγκριζε με μανία ανάλογη των χρόνων που βάραιναν τις δυαδικές του παραστάσεις. Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Κλεάνθης τινάχτηκε λες και τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. «Θα ’ναι η Λούκι και θα με διαολοστείλει που έχω μέρες να την πάρω», σκέφτηκε.
«Λέγετε;»
«Βρε αθεόφοβε, έτσι κάνουν τα καλά ανίψια;» Ήταν πράγματι αυτή.
«Ξέρεις θεία, είχα πολλή δουλειά αυτές τις μέρες και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω. Σε σκεφτόμουν όμως. Και…μα τω Θεώ πριν από λίγο ετοιμαζόμουν να σε πάρω, με πρόλαβες όμως!»
«Άσε αυτές τις μαλαγανιές, τις ξέρω καλά! Και που ’σαι! Βάλε απόψε το καλύτερό σου κουστούμι κι έλα στις εννιά σπίτι μου. Σου ’χω μια νύφη σούπερ!»
«Αποκλείεται!» έκρωξε ο Κλεάνθης, απορώντας κι ο ίδιος με την απόχρωση της φωνής του.
«Αποκλείεται να μην έρθεις! Έχω κάνει τόσες ετοιμασίες, μέχρι και ντολμαδάκια σου έφτιαξα!»
Υπό άλλες συνθήκες θα υπέκυπτε αμέσως και μόνο με το άκουσμα της λέξης “ντολμαδάκια”, αφού ήταν η αδυναμία του και η θεία του-ασυναγώνιστη μαγείρισσα παρά τα χρόνια της- τα έφτιαχνε θεσπέσια. Όμως τώρα ήταν κουρασμένος, άκεφος κι επιπλέον δεν γούσταρε άλλα προξενιά. Νισάφι, αν ήταν γραφτό του να παντρευτεί θα έβρισκε μόνος του γυναίκα!
«Όχι Λούκι, μην επιμένεις, είναι ήδη εφτά παρά τέταρτο, είμαι ακόμα στο γραφείο και είμαι πτώμα».
Η γριά γυναίκα δεν ήταν όμως από ’κείνες που καταθέτουν εύκολα τα όπλα. Αφού ο ανιψιός της δεν ερχόταν με το καλό θα ερχόταν με το ζόρι.
Και εν προκειμένω το ζόρι δεν ήταν κάποιου είδους άμεση απειλή, αλλά το κλάμα! Τι ποιο φυσικό να κλαίει μια γυναίκα; Όταν όμως αυτή είναι ογδόντα δύο χρονών, είναι η μοναδική συγγενής σου, το σταθερό συμπλήρωμα του πενιχρού σου εισοδήματος κι έχει επιπλέον δύο διαμερισματάρες στο Μαρούσι και μια μονοκατοικία στην Κηφισιά, ε τότε υποκύπτεις άνευ όρων!
Έτσι, για την τιμή των όπλων ο Κλεάνθης ρώτησε:
«Τι άλλο έχεις φτιάξει εκτός από ντολμαδάκια;»
Η παμπόνηρη γριά κατάλαβε ότι είχε νικήσει. Συνεχίζοντας να κλαψουρίζει- μην κι ο ανιψιός της τύχει και ξεμαλακώσει- τού απαρίθμησε τα εδέσματα που θα συνόδευαν τα ντολμαδάκια, ικανά να κολάσουν και άγιο ακόμα.
«Και τι σόϊ πράμα είναι αυτή η σούπερ νύφη;» ρώτησε ξεψυχισμένα ο Κλεάνθης.
«Α, η Τζούλια είναι υπέροχη! Τριάντα δύο χρονών, ψηλή, ξανθιά, λεπτή, σκέτη καλλονή!»
«Τις είδαμε και τις άλλες!»
«Μα αφού σου λέω Κλεάνθη μου, είναι θαύμα, θα δεις. Αν δεν σου αρέσει κι αυτή, σου ορκίζομαι δεν πρόκειται να σου ξανακάνω άλλο προξενιό». Η γριά έδινε τα ρέστα της κι ο Κλεάνθης ετοιμαζόταν να υποχωρήσει ολοκληρωτικά:
«Τελευταία φορά. Μου τ’ ορκίζεσαι;»
«Να μην προφτάσω να σε δω γαμπρό αγόρι μου».
«Μακάρι» σκέφτηκε ο Κλεάνθης, όμως απ’ τα χείλια του βγήκαν άλλα:
«Εντάξει, εννιά-εννιάμιση θα είμ’ εκεί.. Α και κάτι τελευταίο ποιοι άλλοι θα είναι; Ξέρεις, μην καρφωθούμε κιόλας!» Πάντα ήθελε να υπάρχουν και άλλοι, ούτως ώστε να ξεφεύγει απ’ το σφίξιμο που του προκαλούσε η αναχρονιστική αυτή διαδικασία. Να υπάρχει τουλάχιστον μια επίφαση ανέμελης κοινωνικής σύναξης κι όχι ένα παραδοσιακό προξενιό σαν αυτά που έβλεπε στις παλιές ελληνικές ταινίες με τη Γεωργία Βασιλειάδου στο ρόλο της καπάτσας προξενήτρας.
«Ου θα είναι ένα κάρο κόσμος. Ο φίλος μου ο γιατρός, η Ευτέρπη, οι γονείς του κοριτσιού κι ο αδελφός της με τη γυναίκα του».
Την Ευτέρπη και το γιατρό τους ήξερε. Η Ευτέρπη, ήταν μια αιωνόβια φίλη της θειας του, θεόκουφη και φανατική θεούσα κι ο γιατρός ήταν ένας ξερακιανός εξηντάρης που προσέτρεχε νυχθημερόν στις κατά φαντασία κρίσεις της Λουκίας, με το αζημίωτο φυσικά! Τους άλλους, δεν θα τον πείραζε και να μη τους γνωρίσει ποτέ.
«Εντάξει Λούκι, φεύγω τώρα για να προλάβω να ετοιμαστώ. Τα λέμε».
Εννιά και τέταρτο ακριβώς, ο Κλεάνθης ήταν έτοιμος να χτυπήσει το εξωτερικό κουδούνι στην έπαυλη της Λουκίας. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα εισερχόταν θριαμβευτικά, μπανιαρισμένος, φρεσκοξυρισμένος και ντυμένος στην τρίχα φορώντας το πανάκριβό του κουστούμι, την ολομέταξη γραβάτα και τ’ ολόχρυσο ρολόϊ, όλα δώρα της θείας του. Τίποτα δεν θύμιζε τον φτωχοντυμένο και κακομοίρη δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος δυο ώρες πριν ήταν τυλιγμένος στις κορδέλες της αριθμομηχανής σα μπακαλιάρος.
Ξαφνικά, κοντοστάθηκε, ξεροκατάπιε, ένας κόμπος του είχε κάτσει στο λαιμό. Τι πήγαινε να κάνει; Γιατί υπέκυπτε πάντα στα τερτίπια της Λουκίας; Για τα λεφτά; Ή μήπως δεν ήθελε πράγματι να παντρευτεί; Αυτό ήταν, φοβόταν τις δεσμεύσεις! Κοίταξε το ρολόϊ του. Εννιά και δεκαέξι. Του φαινόταν σαν ξένο, ήταν η δεύτερη μόλις φορά που το φορούσε στα τρία χρόνια από τότε που του το είχε δωρίσει η Λουκία, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Γύρισε το κεφάλι. Απέναντι υπήρχε ένα πάρκο με δύο παγκάκια, μερικά κυπαρίσσια, κάτι άλλα δέντρα άγνωστά του κι ένα παρτέρι με τριανταφυλλιές. Το ήξερε καλά αυτό το πάρκο, παλιότερα ήταν αλάνα όπου έπαιζε μικρός, κάθε Σαββατοκύριακο που τον έφερνε η μακαρίτισσα η μάνα του στην καλοπαντρεμένη αλλά δυστυχώς άτεκνη αδελφή της. Πόσο είχε στενοχωρηθεί όταν μετατράπηκε από αλάνα σε πάρκο! Μόνο τα κυπαρίσσια έμειναν να του θυμίζουν κάτι απ’ τα παλιά. Τα βήματά του κατευθύνθηκαν προς τα ’κει. «Ας κάτσω κάνα δεκάλεπτο», είπε στον εαυτό του.
Κάθισε στο ένα από τα δύο παγκάκια κι άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε δυνατά τον καπνό. Η κάφτρα του, λαμπίριζε στο μισοσκόταδο σαν πυγολαμπίδα.. Κοίταξε απέναντι. Το σπίτι της Λουκίας ήταν κατάφωτο κι έδειχνε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Κάποτε θα γίνει δικό του. Με τη σκέψη αυτή, ετοιμάστηκε να σηκωθεί. Άραγε θα είχαν έρθει οι άλλοι; Ένα πολυτελές αυτοκίνητο περνούσε εκείνη την ώρα αργά- αργά από μπροστά του. Μπορούσε να διακρίνει τα πρόσωπα των επιβατών. Αυτοί δεν τον έβλεπαν έτσι όπως ήταν καλυμμένος πίσω από ένα θεόρατο κυπαρίσσι μες το μισοσκόταδο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω απ’ το σπίτι της Λουκίας και πέντε επιβάτες βγήκαν από αυτό.
«Αυτοί είναι, ήρθε η νύφη!» Δυο όμορφες, καλοντυμένες κοπέλες που μιλούσαν αναμεταξύ τους απέσπασαν αμέσως την προσοχή του. Η μια καλύτερη απ’ την άλλη. «Ποια άραγε να είναι η δικιά μου;» Το σκηνικό συμπλήρωναν ένας κοντόχοντρος πίθηκος που σκούπιζε τον ιδρώτα με το μανίκι του ρίχνοντας ταυτόχρονα μια τεράστια ροχάλα στο δρόμο, μια ξανθιά με γούνα και τουπέ καθώς και καμιά εξηνταπενταριά δεκαετίες στην πλάτη της κι ένας αδιάφορος νεαρός που φαινόταν από μακριά ότι έκανε αγγαρεία. Σίγουρα θα ήθελε να βρισκόταν κάπου αλλού, ίσως μόνος με την ωραία του γυναικούλα. Το άγριο βλέμμα του πιθήκου όμως, δεν του άφηνε πολλά περιθώρια μιας ενδεχόμενης άρνησης αυτής της τόσο σοβαρής επίσκεψης.
«Θα περιμένω να μπουν και σε πέντε λεπτά θα μπουκάρω κι εγώ». Ξανακοίταξε το χρυσό του ρολόϊ. Εννιά και είκοσι ένα. Αυτή τη φορά του φαινόταν λιγότερο ξένο, ο κόμπος όμως στο λαιμό ξαναεμφανίστηκε. Κοίταξε προς την άλλη είσοδο του πάρκου, εκεί που ακούγονταν βήματα. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα εμφανίστηκε. Φορούσε τζιν και από πάνω μόνο μια θαλασσιά μπλούζα, παρά το κρύο που είχε αρχίσει να πηρουνιάζει. Ήταν νόστιμη, όχι βέβαια σαν τις δυο κοπέλες που είχε δει μόλις πριν λίγο και που η μία προοριζόταν για γυναίκα του, αν της άρεσε, αν του άρεσε εκτός από εμφανισιακά και ψυχικά, αν,….αν! Αναλογιζόμενος πόσα “αν” υπάρχουν για να καταλήξει ένα ζευγάρι στο γάμο, ο Κλεάνθης ανατρίχιασε. Κι αν όλα πάνε καλά και καταλήξουν αισίως στην παντρειά, θα έχει πεθερό εκείνο τον αγροίκο που σκορπάει ροχάλες στο δρόμο και που σίγουρα θα επενέβαινε στη ζωή του; Α, όλα κι όλα, του έφταναν και του περίσσευαν οι επεμβάσεις της Λουκίας, δεν ήθελε κι άλλον κεχαγιά στο κεφάλι του!
Η γυναίκα, πλησίασε και κάθισε στο παγκάκι απέναντί του. Την κοίταξε καλύτερα. Αισθάνθηκε να τον μαγνητίζουν τα τεράστια αμυγδαλωτά της μάτια που φευγαλέα διασταυρώθηκαν με τα δικά του. Σαν κάτι να του θύμιζαν, κάτι από μυρωδιά γιασεμιού, γεύση παγωτού σοκολάτας και κυρίως αθωότητας και ξεγνοιασιάς. Όμως αυτό δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει, έτσι στα καλά καθούμενα! Ο Κλεάνθης αισθάνθηκε αμήχανα. Κι άλλο κλάμα! Θυμήθηκε προηγουμένως το τηλεφωνικό κλάμα της Λουκίας που ήταν και η αιτία του κουβαλήματός του ως εδώ, ντυμένος σα μπρούκλης, υποψήφιος γαμπρός για πολλοστή φορά και καθισμένος τώρα σ’ ένα παγκάκι, να έχει απέναντί του μια γυναίκα με ποιος ξέρει τι είδους ψυχολογικά προβλήματα που σπαράζει στο κλάμα!
Δεν άντεξε και είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε:
«Σας συμβαίνει τίποτα κυρία;»
Καμιά απάντηση.
«Έτσι ντυμένος όπως είμαι, μπορεί να με περάσει και για νταβατζή», σκέφτηκε ο Κλεάνθης.
«Μη φοβάστε, έχω μεγαλώσει σ’ αυτήν εδώ την περιοχή, να…σ’ αυτό εδώ απέναντι το σπίτι» δείχνοντάς της κατά το μέρος της φωτισμένης έπαυλης.
Η γυναίκα τον κοίταξε. Έκπληξη ζωγραφίστηκε απότομα στο κλαμένο της πρόσωπο, το οποίο του φαινόταν όλο και πιο οικείο.
«Τελικά μου αρέσει, …μου αρέσει πολύ!» αισθάνθηκε να του λέει μια φωνή μέσα του.
«Κλεάνθη;»
Τ’ όνομά του! Άκουσε καλά ή είναι μια παραίσθηση; Κοίταξε για μια στιγμή γύρω του λες κι είχανε στοιχειώσει τα κυπαρίσσια και πρόφεραν τ’ όνομά του. Όχι, η φωνή ακούστηκε απ’ το μέρος της γυναίκας.
«Κλεάνθη εσύ;»
Τώρα ήταν βέβαιος. Ψέλλισε ένα «ναι» και περίμενε με αγωνία να μάθει από πού τον ήξερε αυτή η παράξενη γυναίκα.
«Εγώ είμαι,….η Άντα!» είπε η γυναίκα και σηκώθηκε απ’ το παγκάκι της ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια σα να έδειχνε τον εαυτό της λέγοντάς του εδώ είμαι, δε με βλέπεις, δε με θυμάσαι;
Του ξανάρθε τώρα πιο έντονη, πιο φρέσκια η μυρωδιά του γιασεμιού και η γεύση παγωτού σοκολάτας. Θυμήθηκε μέσ’ από τα σύννεφα που χωρίζουνε το μακρινό παρελθόν με το ξάστερο σήμερα, ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που μοσχοβολούσε γιασεμί και κρατούσε ένα χωνάκι παγωτό σοκολάτα. Του είχε προτείνει το χωνάκι κι εκείνος είχε γλύψει λίγο απ’ το παγωτό της, το ίδιο που πιπίλιζε κι εκείνη. Ήταν μαγεία, ήταν κατά κάποιο τρόπο το πρώτο του φιλί. Και να τώρα εδώ μπροστά του, ύστερα από τόσα χρόνια, στο ίδιο σχεδόν σημείο, το ίδιο κορίτσι, η παιδική του φίλη, η Άντα!
Αγκαλιάστηκαν με τη θέρμη και το θάρρος των ανθρώπων που έχουν να ειδωθούν πολλά χρόνια και κάποτε τους ένωσαν ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις. Εκεί που χάνονται οι συμβατικότητες και μιλάει μόνον η καρδιά! Κάθισαν στο παγκάκι και άρχισαν να μιλούν ακατάπαυστα για τη ζωή τους. Έτσι, ο Κλεάνθης έμαθε πως η Άντα είχε περάσει δύσκολα χρόνια, μες στη φτώχεια. Είχε μια κόρη δεκαεννιά χρονών, έναν αποτυχημένο γάμο και μια άθλια δουλειά που μόλις είχε χάσει. Γι’ αυτό κι έκλαιγε προηγουμένως. Σήμερα ο εργοδότης της την είχε απολύσει.
«Πώς θα τα φέρω τώρα βόλτα;» του είχε πει κάποια στιγμή.
«Μην ανησυχείς, θα τα καταφέρεις, ο Θεός είναι μεγάλος!»
«Ποιος Θεός Κλεάνθη μου, δεν υπάρχει Θεός!»
Της έπιασε το χέρι. Εκείνη τον κοίταξε με τα μεγάλα, αμυγδαλωτά της μάτια, έπειτα τα έκλεισε κι έσκυψε προς το μέρος του. Φιλήθηκαν. Μια σοκολατένια γεύση απλώθηκε μέσα του, πλημμύρισε τα σωθικά του και του ξύπνησε πέρα ως πέρα τις κοιμισμένες για χρόνια αισθήσεις. Μονομιάς ξέχασε τη Λουκία, το προξενιό, τα πάντα. Ήταν αυτός κι η Άντα, μόνοι σ’ ολάκερο τον κόσμο, μόνοι στο σκοτεινό πάρκο και φιλιόντουσαν παθιασμένα πάνω σ’ ένα παγκάκι. Τα κορμιά τους άρχισαν να καίγονται από πόθο.
«Σε θέλω!» του ψιθύρισε στ’ αυτί.
«Κι εγώ, πολύ!»
«Πάμε σπίτι μου; Δεν είναι μακριά».
«Πάμε».
Σηκώθηκαν αναμαλλιασμένοι. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του. Ο ξαφνικός θόρυβος του φάνηκε τουλάχιστον σαν συναγερμός.
«Αμάν η Λουκία. Τους ξέχασα τελείως» σκέφτηκε, βλέποντας το νούμερο στο καντράν. Κοίταξε το χρυσό του ρολόϊ, τώρα του φαινόταν εντελώς άγνωστο, θα έλεγε και παράταιρο. Δέκα και μισή. Σκέφτηκε όλους αυτούς που τον περίμεναν, τον σκοπό της επίσκεψής του, να τώρα η Λουκία θα ετοιμάζεται να λιποθυμήσει, ο γιατρός θα τρέχει να της κάνει καμιά ένεση -με το αζημίωτο φυσικά- το κουφάλογο η Ευτέρπη θα της κρατάει το χέρι και θα σιχτιρίζει τον άσωτο ανιψιό, ο πίθηκος θα έχει γίνει κατακόκκινος από την οργή και την τεράστια προσβολή, η γυναίκα του θα του φωνάζει έξαλλη να φύγουν, οι δυο κοπέλες -τουλάχιστον να ήξερε ποια θα ήταν η δικιά του, αλλ’ αυτό δεν θα το μάθει ποτέ- θα συζητούν μεταξύ τους για την ολοκληρωτική του απαξίωση και ο αδιάφορος νεαρός μάλλον θα χαίρεται για το γρήγορο τέλος αυτής της βραδιάς.
«Δεν θ’ απαντήσεις;» τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις η Άντα.
«Όχι» είπε και πέταξε το κινητό ψηλά σ’ ένα κυπαρίσσι.
Την αγκάλιασε σφιχτά κι έφυγαν για το δικό τους ταξίδι που μόλις τώρα άρχιζε.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Διηγήματα
      Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

αυγουστης
 
DETOBON
27-11-2010 @ 00:05

::yes.:: : ::up.::
Καλό Σ/Κ
Ναταλία...
27-11-2010 @ 00:25
Μονομιάς ξέχασε τη Λουκία, το προξενιό, τα πάντα. Ήταν αυτός κι η Άντα, μόνοι σ’ ολάκερο τον κόσμο, μόνοι στο σκοτεινό πάρκο και φιλιόντουσαν παθιασμένα πάνω σ’ ένα παγκάκι. Τα κορμιά τους άρχισαν να καίγονται από πόθο.
«Σε θέλω!» του ψιθύρισε στ’ αυτί.
«Κι εγώ, πολύ!»
«Πάμε σπίτι μου; Δεν είναι μακριά».

Αυγουστή αν σου πω ότι το περίμενα αυτό το τέλος θα το πιστέψεις?

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον ::yes.:: ::theos.:: ::yes.::
estia
27-11-2010 @ 02:21
Δεν θ’ απαντήσεις;» τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις η Άντα.
«Όχι» είπε και πέταξε το κινητό ψηλά σ’ ένα κυπαρίσσι
Αυγουστή Καλημέρα ::smile.::
monajia
27-11-2010 @ 02:28
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ΦΟΒΕΡΟ.......................................

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο