Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Αυτά που μένουν πίσω…
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130575 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Αυτά που μένουν πίσω…
 
Ένα κρύο ρεύμα ένιωσε να διαπερνά την γέρικη πλάτη της. Τα παλιά πατζούρια ρίγησαν, έτριξαν. Οι ρωγμές στο τοίχο μιλούσαν στο βάθος της ψυχής της. Το σκοτεινό τους άπειρο την φόβιζε. Τις θύμιζε τα χρόνια που πέρασαν και δεν θα έρχονταν ποτέ ξανά. Το χιλιομπαλωμένο πάπλωμα που τους σκέπαζε είδε τη φθορά του χρόνου όσο κι η ομορφιά της. Κούρνιασε βαθιά την γέρικη φιγούρα της στην αγκαλιά του που από τα νιάτα τους ήταν εκεί να την ζεσταίνει. Ήταν ο μόνος που της είχε απομείνει. Το ήξερε βέβαια από τη πρώτη στιγμή, πως όσοι κι αν έρχονταν στη ζωή της, όσο καιρό κι αν έμεναν μόνο αυτός θα έμενε για πάντα. Και αυτό το πάντα ήταν σχετικό. Διότι απλά αν έφευγε ποτέ εκείνος, θα έφευγε κι αυτή. Δεν θα τον άντεχε τέτοιο χαμό.
Ο χρόνος, δεινός εκτελεστής της ομορφιάς, της ευτυχίας, γιατρός του πόνου, μα και δημιουργός του, γλύπτης κακών τεχνών, και μιας στιγμής δημιουργός και θύτης, αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια στο πέρασμά του. Κάποτε το χωριό έσφυζε από ζωή. Όχι πολύ παλιά, οι άνθρωποι που ζουν ακόμα εκεί ξέρουν, θυμούνται. Τα χωράφια μύριζαν ιδρώτα μα και φρεσκάδα. Τα φθαρτά έρεαν άφθονα στα τραπέζια των σπιτιών. Το κουδούνι στο σχολείο του χωριού ηχούσε κάθε πρωί για να καλέσει τα μικρά παιδιά να παιδευτούν να ζυμωθούν και να μεστώσουν. Να λάβουν γνώση, να κατανοήσουν και να απαντήσουν μερικά από τα πολλά τους γιατί. Το τζάκι στα σπίτια τον χειμώνα ζέσταινε την ψυχή τους. Δυνάμωνε και εγκαθίδρυε τον θεσμό της οικογένειας. Ο έρωτας ανθούσε μέσα στη χλόη και μέστωνε όπως τα σταφύλια στις κληματαριές. Τα μικρά μαγαζιά έβγαζαν το ψωμί τους πουλώντας σπιτικά προϊόντα και ρούχα ραμμένα στο χέρι ή εισαγμένα από την χώρα. Στην εκκλησιά την Κυριακή όλο το χωριό μικροί, νέοι, άντρες γυναίκες και ηλικιωμένοι μαζεύονταν να πάρουν τη θεία ευλογία και έπιναν τον καφέ τους μετά στο προαύλιο. Το καφενείο ήταν το στέκι του κάθε άντρα, και οι νέοι ανυπομονούσαν να μεγαλώσουν για να δικαιούνται κι αυτοί μια θέση εκεί.
Τώρα τίποτα. Η απόλυτη σιγή. Η ζεστασιά του σπιτιού όμως, όσο κι αν εξασθένησε υπάρχει. Η φλόγα της αγάπης τους δυνάμωσε μέσα στα χρόνια, δοκιμάστηκε, άντεξε και μεγάλωσε. Η αγκαλιά τους, τα τρυφερά τους συναισθήματα και το γεμάτο κατανόηση και στοργή βλέμμα τους , τους κρατάει γερούς.
«Ησύχασε… κοιμήσου ακόμη λίγο, είναι πολύ νωρίς.»
«Νωρίς για πιο πράγμα; Τι έχουμε να κάνουμε; Τι;», έσκουξε εκείνη κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. « Να προσέχουμε τα εγγόνια μας; Να μαγειρέψουμε για τα παιδιά μας; Να καλλιεργήσουμε το κτήμα μας; Να οργανώσουμε τις δουλειές μας; Να πάμε στο μαγαζάκι μας; Τι να κάνουμε; Φτάνει αρκετά ζήσαμε. Δεν αντέχω πλέον να ζω χωρίς σκοπό, χωρίς τη δυνατότητα να ονειρευτώ. Η μάνα μου έζησε εκατό χρόνια γεμάτα ζωή. Γεμάτα παιδικά γέλια, αγωνίες, ανησυχίες, και ανταμοιβές. Είχε κάτι να κάνει, κι ένιωθε ότι προσφέρει. Ενώ εμείς; Τι προσφέρουμε; Ποίος μας νοιάζεται εμάς; Ποιον θα νοιάξει αν πεθάνουμε;» Τα δάκρυα έτρεχαν καυτά στα ρυτιδιασμένα της μάγουλα. Τα χρόνια χάραξαν το πρόσωπό της και η λύπη της μοναξιάς και απαισιοδοξίας της έβαψε το άλλοτε ροδοκόκκινο χρώμα του προσώπου της με ένα θανάσιμο ωχρό.
« Σταμάτα… σταμάτα να είσαι απόλυτη και πάντοτε απαισιόδοξη! Είμαστε τόσο χρονών άνθρωποι, κάναμε παιδιά, τα σπουδάσαμε, έχουμε εγγόνια. Έχουμε την αγάπη μας, το σπιτάκι μας, τη αυλή μας. Μην είσαι άπληστη. Τα παιδιά όποτε μπορούν έρχονται. Όλο το καλοκαίρι τα μικρά ήταν πάνω. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το ίδιο. Κοιμήσου και θα σηκωθούμε το πρωί να σου ανάψω το φουρνί να κάνουμε ψωμί και ψητό. Να έρθει κι ο Τέλης με την κυρά του, την φιλενάδα σου την Μαρίτσα να φάμε.»
Η γλυκιά αυγούλα, πιστή στο αιώνιο κατευόδιο της νύχτας και καλωσόρισμα του φωτός, άπλωσε το πολύχρωμο πέπλο της στο στερέωμα τ’ ουρανού και τράβηξε σιγά σιγά τον ήλιο, ν’ αναδυθεί από τα βάθη του ορίζοντα, πίσω απ’ τα βουνά. Ο ίδιος ήλιος που φώτιζε το χωριουδάκι αυτό, ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα, φώτιζε και πέρα την πόλη που κρατούσε τα παιδιά και τα εγγόνια της, την χαρά της , μακριά.
«Καλημέρα! Σήκω ν’ ανάψουμε το φουρνί! Σήκω να δεις τι ωραία που είναι η μέρα έξω» της φώναξε ο κυρ- Χρίστος της κυρα-Λένης. « έλα ν‘ ακούσεις τα πουλιά πως κελαηδούν και τα φύλλα πως χορεύουν. Έλα να ποτίσουμε τα λουλούδια και μην σκοτίζεσαι. Κοντεύουν να κλείσουν τα σχολεία, σε δυο βδομάδες τα χωριό θα γεμίσει ζωή. Θα έρθουν και τα δικά μας τα εγγονάκια. Ο Δημήτρης, ο μικρούλης ο Νικόλας, ο Χρίστος, η Ελένη. Θα βρεις πάλι τα κέφια σου.»
« Α ρε Χρίστο μου, και τι θα ‘κανα εγώ χωρίς εσένα…» αναστέναξε, έσπρωξε από πάνω της το παλιό πάπλωμα και μαζεύοντας σιγά, σιγά λίγη σωματική και ψυχική δύναμη σηκώθηκε.
«Ξυπνήστε!!! Γρήγορα! Θα αργήσουμε! Ο πατέρας σας είναι ήδη στο αυτοκίνητο και σας περιμένει! Βιαστείτε!»
«Καλημέρα μαμά!»
«Τι καλημέρα; Άντε γρήγορα, γρήγορα ντυθείτε πλυθείτε και πάρτε το τοστ σας στο χέρι! Δεν προλαβαίνετε.»
Αυτό ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό ξύπνημα κάτω στη πόλη. Έφυγε από το χωριό πολύ παλιά. Ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών. Κατέβηκε με την θεία της στο κεφαλοχώρι για να πάει στο γυμνάσιο και μετά πήγε μόνη της στην Ελλάδα και σπούδασε. Σπούδασε νομικά. Επέστρεψε και βρήκε δουλειά σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο στη πρωτεύουσα. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε, έστρωσε τη ζωή της μακριά από τη μάνα και τον πατέρα της, έκανε παιδιά, άνοιξε δικό της γραφείο με τον άντρα της, απέκτησε πολύ καλό όνομα και σταθερή πελατεία. Μα πάντα, όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν ένιωσε ποτέ την πόλη σπίτι της. Δεν την αγάπησε όσο το χωριό της. Μα πώς να επιστρέψει; Τα παιδιά της τι θα απογίνονταν, τι μέλλον θα είχαν; Όλα εκείνα τα χρόνια που έφαγε σπουδάζοντας μακριά από το σπίτι της, μόνη της θα πήγαιναν χαμένα.
Περίμενε πότε θα έπαιρνε λίγες μέρες άδεια να πάει να δει τους δικούς της. Να δει το χωριό. Μα όσο περνούν τα χρόνια, με τα παιδιά που μεγαλώνουν, που έχουν τα διαβάσματά τους, τις παρέες τους, όλο και πιο αραιά κατάφερνε να πηγαίνει. Αυτό την πλήγωνε πάρα πολύ. Το πιθυμούσε το χωριό.
Και στα παιδιά άρεσε. Όποτε πήγαιναν, στις γιορτές κυρίως όταν ήταν κλειστά τα σχολεία, περνούσαν ωραία. Ήταν κάτι το εξωτικό γι’ αυτά, άμα το σύγκριναν με την πόλη και τους πολλές τις περιορισμούς. Τα καλοκαίρια έμεναν για βδομάδες στο χωριό, κι έπαιζαν ξένοιαστα στους δρόμους με τα άλλα παιδιά, που είχαν πάει κι αυτά στους παππούδες και τις γιαγιάδες τους για να μην είναι μες στα πόδια των εργαζόμενων γονιών τους.
Ζωηρά χρώματα γέμισαν τη δύση. Κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί , και το γαλάζιο τα’ ουρανού να χορεύει κι αυτό με τις ακτίνες που δεν το διαπερνούν πια, απλά αφήνονται, διαχύνονται και χάνονται δίνοντας ένα γλυκό μαβί.
«Πω, πω!!! Μαμά δες! Πήρε φωτιά ο ουρανός» και τα μικρά του σμαραγδένια ματάκια έλαμψαν, αντανακλώντας όλα τα χρώματα τις ίριδος. Τυφλώθηκε η μαμά του κι ένα σφίξιμο στη καρδιά της την λύγισε.
Η ακτή απλωνόταν στα πόδια τους, έτσι όπως την έβλεπαν από το μικρό σπιτάκι της γιαγιάς στο χωριό. Η θάλασσα γαλήνια αντανακλά τη μάχη του ήλιου με τον ουρανό και περιμένει πότε θα κουραστεί ο ήλιος να βουτήξει στα παγωμένα της νερά όπως κάθε σούρουπο.
Σε λίγο τα μεγαλύτερα παιδιά θα επέστρεφαν σπίτι.
«Τι κρίμα που σουρουπώνει τόσο γρήγορα όταν περνάμε ωραία!»
«Όντως, μακάρι να μπορούσαμε να παίζουμε στο δρόμο και στη γειτονιά μας!»
«Ναι! Συνέχεια είμαστε σπίτι, μες στο διαμέρισμα, στη ζέστη και την υγρασία, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά μόνοι μας γιατί τα αυτοκίνητα είναι μιλιούνια, οι δρόμοι πάντα γεμάτοι και οι άγνωστοι αμέτρητοι! Εδώ καλά καλά δεν ξέρουμε τον γείτονα μας που ζούμε στην ίδια πολυκατοικία εδώ και τόσα χρόνια!»
«Γιαγιά, παππού, δεν φαντάζεστε πόσο ανυπομονούμε κάθε φορά να φτάσουν οι διακοπές για να έρθουμε στο χωριό! Εδώ τους ξέρουμε σχεδόν όλους, έχουμε φίλους, τρέχουμε, παίζουμε ελεύθεροι!»
«Αγάπες μου, μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα και να γινόταν να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, όταν οι άνθρωποι ήταν ολιγαρκείς, ζούσαν ευτυχισμένοι, οι οικογένειες ήταν ενωμένες. Όταν το χωριουδάκι έλαμπε, ανθούσε, όταν άκουγες τα βρέφη να κλαίνε και τα παιδιά να φωνάζουν. Το κουδούνι του σχολείου να ηχεί και τα χωράφια να ‘ναι περιποιημένα. Όταν υπήρχε εξέλιξη, ζωή και όραμα… τώρα το μόνο που μας απομένει είναι να περιμένουμε, αχ να περιμένουμε βδομάδες και μήνες, να κλείσουν τα σχολεία να τελειώσουν οι εξετάσεις, να πάρουν άδεια οι γονείς σας, να θέλουν να έρθουν στο χωριό, να χαρεί και μας λίγο η ανούσια πλέον ζωή μας.»
«Μαμά!» αναφώνησε η μεγάλη της κόρη και χώθηκε στην αγκαλιά της. «Μαμά μακάρι να μπορούσα, μακάρι να γινόταν. Μου λείπει το χωριό. Μου λείπει η ζεστή σούπα μπροστά στο τζάκι, τα λουκάνικα που τα βάζαμε εκεί στην άκρη του τζακιού και ψήνονταν. Μου λείπει η θέα της θάλασσας, το κακάρισμα του πετεινού να με ξυπνήσει. Μου λείπουν οι πιο αργοί ρυθμοί, η πιο ξέγνοιαστη ζωή. Μου λείπει η εκκλησία και οι η κυρά Τασία, η γυναίκα του παπά που με μάλωνε. Μου λείπει ο καθαρός αέρας, γεμάτος ιώδιο από την θάλασσα. Αλλά δεν μπορώ να έρθω. Δεν έχει δουλειές, δεν έχει σχολεία. Δεν έχω την δύναμη…»



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Οικογένεια,Κοινωνικά & Πολιτικά
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
monajia
21-12-2010 @ 23:44
::love.:: ::love.:: ::love.::
Γεωργιρένα
22-12-2010 @ 16:58
::love.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο