Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: το παλληκάρι που γεννήθηκε απο το ροδάκινο
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130535 Τραγούδια, 269403 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 το παλληκάρι που γεννήθηκε απο το ροδάκινο
 δέν υπάρχει ούτε νήπιο στην ιαπωνία που να μήν ξέρει αυτό το παραμύθι. Μομο=ροδάκινο, ταροο=παλληκάρι, στήριγμα του σπιτιού.
 
[font=Sylfaen][color=navy]κάποτε απο ένα χωριό έξω σε μικρό ένα σπιτάκι ένας γέρος και μιά γριά ζούσαν. Κάθε πρωί ο γέρος ξύλα για να κόψει στο δάσος πήγαινε, η γριά του νοικοκυριού τις δουλειές για να κάνει στο σπίτι καθόταν.
Καί οι δύο εργατικοί άνθρωποι ήταν, αγαπημένα ζούσαν. Όμως την καρδιά που τους έκαιγε μεγάλο έναν καημό είχαν. Παιδιά δέν είχαν, στα γεράματατους ολομόναχοι ζούσαν.
η γριά του σπιτιού τη σκάλα και την αυλή καθώς σκούπιζε συχνά «εδώ ένα αγοράκι ή ένα κοριτσάκι άν έπαιζε τί ωραία που θα ήταν» σκεφτόταν. Ο γέρος απ’ το δάσος κουρασμένος όταν γύριζε μεγάλο ένα δεμάτι ξύλα ξεφορτώνοντας κι αυτός έτσι σκεφτόταν: «ένα αγοράκι άν είχαμε, τώρα που γυρίζω να με υποδεχτεί και να με αγκαλιάσει χαρούμενο θα ερχόταν».
Έτσι και οι δυότους μ’ αυτό το όνειρο ζούσαν. Όμως το όφελος ποιο; παιδιά δέν είχαν, η ουσία αυτή ήταν, η ζωήτους άδεια και μονότονη κυλούσε.
Ένα πρωί όπως πάντα η γριά του γέρου το κολατσιό ετοίμασε, ύστερα τα λερωμένα ρούχα πήρε, να τα πλύνει για το ποτάμι τράβηξε. Τα ρούχα έτριβε ξαναέτριβε, ώσπου η μέσητης πιάστηκε.
Λίγο να ξαποστάσω άς κάτσω σκέφτηκε, στην ακροποταμιά σε μιά πέτρα κάθισε. Εκεί που συλλογισμένη καθόταν και του ποταμού τα καθαρά νερά να τρέχουν κοιτούσε, το μάτιτης σάν παράξενο κάτι να πήρε.
Κατάπληκτη, μπά, στο ποτάμι που πλέει αυτό τί να είναι, αναρωτήθηκε, καλύτερα για να δεί σηκώθηκε.
Προς την όχθη αργά έπλεε μεγάλο κόκκινο ένα φρούτο. Ροδάκινο είναι ή τα μάτιαμου με γελάν; Μεγάλο παραείναι, άλλωστε ακόμα η εποχήτους δέν είναι, σκέφθηκε, γρήγορα ένα κλαρί αρπάζοντας το φρούτο προς τα έξω τράβηξε. Ναί, ροδάκινο ήταν, απ’ το άρωματου η μοσκοβολιά ζάλη της έφερε! Η γριά δέν άντεξε, να το δαγκώνει άρχισε. Μωρε τί νόστιμο που είναι, μουρμούρισε.
Το ροδάκινο γλυκό, μαλακό, στη γλώσσα έλιωνε· η γριά όλο το έφαγε, το κατευχαριστήθηκε. όμως ύστερα τον άντρατης θυμήθηκε.
Άχ, καλά δέν έκανα. Όλο το έφαγα, ούτε μιά μπουκιά δεν του φύλαξα. Στο δάσος βαριά δουλειά μετά τόσο ωραίο ένα φρούτο θα του άρεσε! Λυπημένη «ασυγχώρητη είμαι, τελείως τον ξέχασα» σκεφτόταν. Όμως τί να το κάνεις; Ροδάκινο πιά δέν υπήρχε.
το ποτάμι άλλο ένα να μού ’φερνε μακάρι, ολόκληρο για τον γέρο θα το φύλαγα, συλλογίστηκε.
Έτσι, τα ρούχα παράτησε, το ποτάμι να κοιτάζει βάλθηκε. Και νά, απο λίγο μετά, τα νερά άλλο ένα ροδάκινο φέρνουν. Απο το πρώτο πιό όμορφο, ακόμα πιό μεγάλο. Μοσχομυρίζοντας απο μακριά σε ζαλίζει. Η γριά καιρό δέν χάνει, «να μή μου φύγει» λέει, κιόλας το φουστάνιτης έχοντας σηκώσει στο νερό μέσα μέχρι τα γόνατα είναι.
Με ένα κλαρί, το ροδάκινο κατα τη μεριάτης τραβάει. Απ’ τη μεγάλη προσπάθεια παραλίγο ολόκληρη μές τα νερά να πέσει. Τελικά καταχαρούμενη στα χέριατης το παίρνει.
«Μωρε ετούτο απ’ το δικόμου χίλιες φορές καλύτερο είναι… πώς μοσχοβολάει! ο γέρος μόλις το δεί θα τα χάσει!»
Στα γρήγορα τη μπουγάδα στο καλάθι βάζει, απο πάνω το φρούτο, για το σπίτι τρεχάτη φεύγει. Το ροδάκινο παίρνει, απ’ την πόρτα απέναντι σε έναν δίσκο το βάζει, ο γέρος με το που θα μπεί να το δεί. Έπειτα το βραδινό φαγητό ετοιμάζει. Ο γέρος όταν γύρισε, να σουρουπώνει είχε αρχίσει. Στην αυλή βαρύ ένα δεμάτι ξύλα ξεφόρτωσε, τα παπούτσιατου έβγαλε, στο σπίτι μπήκε.
«Μπά, έτσι που μοσχοβολάει τί είναι» ρωτάει. «Σάν ροδάκινο μου φαίνεται, αλλα τόσο πρώιμο;»
Η γριά «και όμως είναι!» χαμογελάει «και πού το βρήκα με το νούσου βάλε! στο ποτάμι». Και κάθισε για το φρούτο όλη την ιστορία του διηγήθηκε. Για το πρώτο ροδάκινο να του πεί λησμόνησε, αλλα δέν πειράζει.
Ο γέρος «μωρε τί λαχταριστό φρούτο» λέγοντας τα σάλιατου τρέχουν. Ένα μαχαίρι πιάσε να το κόψω να το μοιραστούμε…»
Όμως, κι άλλο παράξενο: το ροδάκινο δέν κόβεται. Το μαχαίρι τρόχισαν, αλλα πάλι τίποτα!
ο γέρος: μιά στιγμούλα κάτσε ώς το γείτονα να πεταχτώ ένα πριόνι να φέρω, λέει, τρεχάτος φεύγει.
Στου γείτονα το σπίτο όσο να φτάσει τί να του γυρέψει πήγαινε λησμόνησε.
Την πόρτατου ενώ χτυπάει «τί ήθελα, τί ήθελα…» αναρωτιέται, «ά, ναί, το θυμήθηκα, δυό κούπες αχνιστό ρύζι». στον γείτονα «αύριο κι όλας θα σας το επιστρέψουμε» λέει, στο σπίτιτου γυρίζει. όμως μόλις μπήκε το ροδάκινο αντικρίζοντας την γκάφατου κατάλαβε.
Η ευχή να πάρει, τί ξεχασιάρης που είμαι, για πριόνι πήγα, αχνιστό ρύζι έφερα. Τί να κάνω; Θα ξαναπάω. Μυαλό όποιος δέν έχει, πόδια έχει.
Όμως, τα λόγιατου πρίν αποσώσει, δυνατό ένα «κράκ» ακούστηκε, τί ήταν ξέρετε; (καλά το καταλάβατε) το ροδάκινο! Απο μόνοτου στα δύο σκίστηκε. Και αυτό τίποτα δεν ήταν! Απο μέσα τί βγήκε ξέρετε; Μικρό ένα παιδί! Ναί, όμορφο ένα αγοράκι. Που γελαστό τους είπε: «Γειάσας! Ο Μομόταροο είμαι, το που απο το ροδάκινο βγήκε αγοράκι».
Ο γέρος και η γριά άλαλοι μείναν. Πάλι και τούτο τί ήταν! Μπάς και ονειρεύονται; Μα όχι, αλήθεια είναι! Όμορφο ένα αγοράκι, χαρούμενο τους κοιτάζει. Όταν συνέρχονται, απο τη χαράτους σάν τρελοί κάνουν. Τραγούδι φτιάχνουν, στο χορό το ρίχνουν:
«απο ροδακινιάς τρανό καρπό : μικρό ένα αγόρι βγήκε
Μομόταροο το λέμε απο τον ου:ρανό χαρά μας βρήκε»
Και δώσ’ του στο μικρό χάδια και κανακέματα!
Η γιαγιά στοργικά «Μομόταροομου, μήπως να φάς κάτι θέλεις» τον ρωτάει. Το παιδί «Ναί, παχιά μιά σούπα θα ήθελα» απαντάει.
Απο τότε κάθε μέρα η γιαγιά στον κανακάρητης με ψάρια, με σίκαλη και άλλα δημητριακά κάτι νόστιμες θρεπτικές σούπες έφτιαχνε… και ο μικρός Μομόταροο όλο και μεγάλωνε. Στην αρχή απο την κούπα έτρωγε, έπειτα απο το wok (ασιατικό σκεύος), στο τέλος απο τη ζυμώστρα έτρωγε. Ώσπου το γέρικο ζευγάρι να το καλοκαταλάβει, το παιδί άντρας έγινε. Μέχρι εκει πάνω ένα παλληκάρι, που όλοι το καμαρώνανε. Μαλλιά μαύρα στο μέτωπο ριχτά, μάτια σάν αστέρια λαμπερά είχε, στα χέριατου ακόμα και μεγάλο ένα βράχο να σηκώσει μπορούσε, τόσο γεροδεμένος ήταν. Ο γέρος και η γριά τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή σωστά τον είχαν αναθρέψει. Ο Μομόταροο ευγενικό και σεμνό παιδί ήταν, όλοι οι συγχωριανοί τον αγαπούσαν, οτι τα δύο γεροντάκια τόσο άξιον έναν βοηθό απόκτησαν: οι γείτονες χαίρονταν.
Οι μέρες ήσυχα κυλούσαν. Ο Μομόταροο στο δάσος δούλευε, ξύλα έκοβε, στην πλάτητου τα φόρτωνε, στην αυλή τα άφηνε. Έτσι και εκείνο το βράδυ έγινε. Ύστερα καί οι τρείς ευχαριστημένοι στο τραπέζι για να φάνε κάθισαν. Εκεί που τρώγαν, ο Μομόταροο τα hashi (ξυλάκια) άφησε και τους είπε:
«Τόσα πολλά σας χρωστάω! Για εμένα για ό,τι κάνατε πώς να σας ευχαριστήσω δέν ξέρω. Όμως, κάτι να σας πώ θέλω και μή μου κακιώσετε. Αυτή η ζωή για εμένα δέν κάνει. Ξύλα να κόβω, στην αγορά να τα πουλάω, πιά βαρέθηκα. Αυτό τίποτα δέν μου λέει. Εγώ άλλο κάτι, σπουδαίο κάτι να κάνω, στους ανθρώπους να προσφέρω θέλω».
Ο γέρος ανησύχησε: «παιδίμου, και τί να κάνεις σκέφτεσαι;»
- «στων διαβόλων το νησί θα πάω, τα κακά πνεύματα θα εξολοθρεύσω. Γιαγιά, με καινούρια μιά ζώνη ένα παντελόνι φέρεμου σε παρακαλώ. Αρκετό με δημητριακά φαγητό μαγείρεψε, και kibidango (σάν λουκουμάδες ένα είδος, όχι τόσο γλυκά, όχι τηγανητά, με κύριο συστατικό σπόρους κεχριού που σιγοβράζονται, έπειτα ψήνονται και επικαλύπτονται με αλεύρι σόγιας), σε όλη τη χώρα που υπάρχουν τα πιό νόστιμα, φτιάξεμου…»
Η γιαγιά τα κλάματα έβαλε. «Μομόταροο, αγάπημου, εμείς πιά γέροι είμαστε, στον κόσμο απο εσένα άλλον δέν έχουμε. Κανένα κακό άν πάθεις τί θα απογίνουμε; Των διαβόλων το νησί φόβος και τρόμος είναι. Όποιος πήγε, πίσω ζωντανός δέν ξαναγύρισε. Καρδούλαμου, αυτήν την ιδέα απο το μυαλόσου βγάλε!»
Η γιαγιά και άλλα είπε, έκλαψε, παρακάλεσε, γκρίνιαξε, αλλα μάταια. Ο Μομόταροο απόφαση το είχε πάρει. Τότε τον λόγο ο παππούς πήρε, με λυπημένη φωνή είπε: «Αγαπημένομου παιδί, η γιαγιά δίκιο έχει. Οι διαβόλοι άγριοι και εκδικητικοί είναι. Κανέναν δέν λυπούνται. Που θα σου πώ: αυτό ποτέ σε κανέναν δέν το έχω πεί – και να μήν το σκέφτομαι προτιμώ. Όμως αφού τέτοια απόφαση πήρες, να σου το πώ πρέπει. που σήμερα «των διαβόλων το νησί» το λένε, η γιαγιά και εγώ παλιά σε εκείνο το μέρος ζούσαμε. Με καρπερά χωράφια, με κυνήγι γεμάτα δάση όμορφος ένας τόπος ήταν. Εκει πέρα οι κάτοικοι ευτυχισμένοι ζούσαν, μέχρι που οι διαβόλοι ήρθαν. Τίποτα όρθιο δέν άφησαν. Τους ανθρώπους φάγαν, τις σοδειές καταστρέψαν. Ακόμα και τα άγρια θηρία τρόμαξαν και απο τα δάση φύγαν. Κι εμείς απο θαύμα γλυτώσαμε. Απο εκεί κακήν κακώς φύγαμε και εδώ σε τούτα τα φιλόξενα μέρη ήρθαμε. Γι’ αυτό σου λέω, στων διαβόλων το νησί μήν πάς. Στους ανθρώπους χρήσιμος και απο εδώ να φανείς μπορείς».
Όμως ο Μομόταροο γνώμη δέν άλλαξε. μάλιστα που οι δικοίτου πόσο είχαν υποφέρει έμαθε τώρα μέσατου η εκδίκηση φούντωσε, τίποτα δέν τον σταματούσε. Και το γέρικο ζευγάρι, τί να έκαναν, υποχώρησαν.
Έτσι η γιαγιά τη ζώνη και το παντελόνι του ετοίμασε, και το παλληκάριτης που της ζήτησε τα φαγητά ώσπου να μαγειρέψει, ο παππούς απο μιά κασέλα παλιό χαλασμένο ένα τσουκάλι και απο το καλύτερο ατσάλι καλοφτιαγμένο όμορφο ένα σπαθί έβγαλε. «Παιδίμου, αυτά, το τσουκάλι και το σπαθί, απο την πατρίδα όταν ξερριζωθήκαμε να σώσουμε που μπορέσαμε τα μόνα πράγματα είναι. Των προγόνωνμου το σπαθί πάρε, με τα κακά πνεύματα που θα δώσεις μάχη, αυτό στη μάχη θα σε βοηθήσει…». Μετά ο γέρος απο το τσουκάλι το καπάκι έβγαλε και συνέχισε: «κι αυτό το καπάκι χρήσιμο θα σου φανεί. Πάνωτου ζωγραφισμένος: των διαβόλων το νησί που δείχνει ο χάρτης είναι. Καλά μελέτησέτον και δέν θα χαθείς. Νά, εδώ μιά μεγάλη πεδιάδα, καταμεσίςτης μαύρη μιά πέτρα θα βρείς. Απο την πέτρα κάτω μιά τρύπα είναι, εκεί ένα σκοινί υπάρχει. Στων διαβόλων το νησί στη βάσητους για να φτάσεις εκεί μέσα να χωθείς πρέπει»
Ο Μομόταροο τον παππού ευχαρίστησε, στη μέση το σπαθί ζώστηκε, με της γιαγιάς (της χώρας τα πιό νόστιμα) τα φαγητά το δισάκι πήρε, και το καπάκι πήρε, και ετοιμάστηκε. Το γέρικο ζευγάρι αποχαιρέτησε και ξεκίνησε. Αυτοί «καλή τύχη» του έλεγαν, δακρυσμένοι ώς του χωριού την άκρη τον συνόδεψαν. Εκεί μείναν και βουρκωμένοι τον κοιτούσαν ώσπου το παλληκάρι στον ορίζοντα χάθηκε.
και νάτος ο Μομόταροο ξυπόλητος περπατά, την εξυπνάδατου και την παλληκαριάτου να δείξει η ώρα οτι ήρθε χαρά γεμάτος σκέφτεται.
Μιά μέρα σε ενός χωριού το έμπα άσπρος ένας σκύλος την κουβέντα του έπιασε. «Καλημέρα Μομόταροο, για πού με το καλό το έβαλες;» - «στων διαβόλων το νησί να τους ξεκάνω πάω» - «και, στο δισάκισου μέσα τί καλά έχεις;» - «διάφορα φαγητά. και, η γιαγιά που μου μαγείρεψε, σε όλη τη χώρα τα πιό νόστιμα kibidango» - «να δοκιμάσω ένα kibidango μου δίνεις;» - «και γιατί όχι; όμως, βοηθόςμου θα γίνεις». Ο σκύλος «μετα χαράς!» συμφώνησε. Το kibidango έφαγε, μαζί ξεκίνησαν. Δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν, σε ένα δάσος φτάνουν, εκεί έναν φασιανό συναντάνε, ευγενικά τους χαιρέτησε. «Καλή μέρασας, ποιοι είστε και για πού τραβάτε;» - «ο Μομόταροο, το που απο το ροδάκινο βγήκε παλληκάρι είμαι. Απο εδώ ο σύντροφόςμου, ο σκύλος Shiro. τα κακά πνεύματα να ξεκάνουμε στων διαβόλων το νησί πάμε. – «και, στο δισάκισου μέσα τί έχεις;» - «απο δημητριακά φαγητά, και μάλιστα στη χώρα τα πιό νόστιμα kibidango» - ο φασιανός «ένα kibidango και σε μένα δώσε» τον παρακάλεσε. – «ευχαρίστως, αλλα στη συντροφιάμας και εσύ θα έρθεις».
Ο φασιανός αντίρρηση δέν είχε. της χώρας τα πιό νόστιμα kibidango, απο αυτά ένα και αυτός έφαγε, και έτσι η παρέα μεγάλωσε.
Οι τρείς, δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν, ώσπου μιά μαϊμού συναντάνε. Σε ενός δέντρου το κλαρί σκαρφαλωμένη η μαϊμού «πού πάτε» φωνάζει.
«εγώ, που απο το ροδάκινο βγήκε παλληκάρι, ο Μομόταροο είμαι, απο εδώ οι φίλοιμου Shiro ο σκύλος και ο φασιανός. Τους διαβόλους να σκοτώσουμε πάμε». – «και, στο δισάκισου τί έχεις;» - «απο δημητριακά φαγητά, και της χώρας τα πιό νόστιμα kibidango» - «τέτοιο νόστιμο ένα kibidango να φάω πώς θα ήθελα! έναν να δοκιμάσω μου δίνεις;» - «και βέβαια. Αλλα μαζίμας και εσύ θα έρθεις».
Έτσι η μαϊμού της συντροφιάς το τέταρτο μέλος έγινε.
Ο Μομόταροο «τώρα πιά πολλοί γίναμε» είπε. «Για να μήν μπερδευόμαστε και για να μή μαλώνουμε, του καθενός τα καθήκοντα να πούμε πρέπει. Εγώ ο στρατηγός θα είμαι, εσύ Shiro σκύλε ο υπασπιστήςμου θα είσαι, και εσείς οι δύο απλοί στρατιώτες θα είστε».
Όλοι συμφώνησαν. Ύστερα, κουρασμένοι καθώς ήταν, απο ένα δέντρο κάτω κάθισαν και ο καθένας απο ένα kibidango έφαγαν. Πράγματι, τί νόστιμα kibidango, και πόσο δυναμωτικά! Έτσι αφού ξαπόστασαν την άλλη μέρα πάλι το δρόμοτους πήραν.
Τώρα σε ένα πυκνό, σκοτεινό δάσος έχουν μπεί. Όλη μέρα εκεί μέσα περπατάνε. Κατακουρασμένοι, κάποια στιγμή απο το δάσος βγήκαν, σε μιά πέτρες γεμάτη πεδιάδα μπήκαν. Τα μάτιασου πέτρες να δούν! Λίγη πρασινάδα πουθενά. Ο Μομόταροο το καπάκι έβγαλε, τον χάρτη κοίταξε, είπε:
«ο παππούς που μου είπε στην πεδιάδα να είμαστε πρέπει. Στη μέση μαύρη μιά πέτρα έχει λέει, όμως στις τόσες πέτρες μέσα πού να την βρείς; Εγώ λέω, πρώτα να φάμε, να δυναμώσουμε, και μετά ο φασιανός να πετάξει να τη βρεί και ύστερα εκεί να μας οδηγήσει».
Και έτσι έκαναν. Ένα απόσκιο πιάσαν, απο της γιαγιάς τα υπέροχα kibidango φάγαν, δυνάμωσαν, και ξεκίνησαν. Μπροστά ο φασιανός πετώντας πήγαινε, ξοπίσω οι υπόλοιποι. ώρες περπατούσαν. Ο ήλιος κατακέφαλα χτύπαγε, σκιά πουθενά δεν έβρισκαν. Ο φασιανός, η πέτρα απο τα μάτιατου για να μή ξεφύγει, χαμηλοπετούσε. Ο σκύλος με τη γλώσσα έξω κρεμασμένη λαχανιασμένος έτρεχε. Όσο για τη μαϊμού, εδώ και κάμποση ώρα ζαλισμένη παραπατούσε και να περπατήσει για να μπορέσει οι άλλοι βοήθεια να δώσουν έπρεπε. Ο Μομόταροο στον ιδρώτα μούσκεμα ήταν, στο κεφάλι δεμένο ένα μαντίλι έχοντας. Πιά στου δρόμουτους το τέρμα να φτάσουν με τί λαχτάρα προσδοκούσε!
Κατα το απόγευμα, μακριά πέρα, στου ορίζοντα το βάθος, το μάτιτους μαύρο έναν βράχο πήρε. Στα πόδια φτερά βάλαν, και σε λίγο νάτοι, στου μαύρου βράχου τη σκιά να ξεκουράζονται.
Ο Μομόταροο «φτάσαμε… αυτό ήταν…» λέει. «Απο αυτήν την πέτρα κάτω μιά τρύπα είναι, και ένα σκοινί. Στων διαβόλων το νησί απο εδώ θα μπούμε. Αλλα πρώτα με της χώρας τα πιό νόστιμα, της γιαγιάς τα kibidango, ας δυναμώσουμε».
Και αφού καλά χόρτασαν, όλοι μαζί την πέτρα σήκωσαν. Πράγματι απο κάτω μιά τρύπα είχε. Απο το σκοινί πιάστηκαν και κατέβαιναν. Μπροστά η μαϊμού, μετά στο δισάκι μέσα τον σκύλο έχοντας ο Μομόταροο, τελευταίος ο φασιανός. Κι αυτό τί πυκνό σκοτάδι ήτανε! Και το σκοινί πουθενά να μήν τελειώνει! Επιτέλους, κάποια στιγμή σε χώμα πάτησαν. Στων διαβόλων το νησί είχαν φτάσει. Μπροστάτους πανύψηλος ένας τοίχος ήταν, απο μέσα κάτι τσιριχτές φωνές, κάτι άγριες στριγγλιές ακούγονταν· οι διάβολοι ήταν. Ο Μομόταροο και οι σύντροφοίτου για τη μεγάλη μάχη ετοιμάστηκαν. Η μαϊμού την πόρτα χτύπησε.
«που τολμάει και την πόρταμας χτυπάει αυτός ποιός είναι;» μιά αγριοφωνάρα ακούστηκε, και την ίδια στιγμή οι τέσσερις σύντροφοι απο ένα τσούρμο κόκκινους διαβόλους κυκλωμένοι βρέθηκαν.
Το παλληκάρι με θάρρος: «εγώ ο Μομόταροο, το που απο το ροδάκινο γεννήθηκε αγόρι είμαι. Τους διαβόλους για να εξοντώσω ήρθα» φώναξε.
Και το σπαθίτου τραβώντας γύρωτου να χτυπάει άρχισε. Οι φίλοιτου στο έργοτου βοηθούσαν. Ο φασιανός τους διαβόλους στα μάτια τσιμπούσε, ο Shiro σκύλος τα πόδια τους δάγκωνε. Οι διαβόλοι τα χρειαστήκαν και όπου φύγει φύγει. Η δέ μαϊμού με κάτι φοβερά άλματα στο κυνήγι τους πήρε και όποιον έφτανε κομματάκια τον έσκιζε.
Λίγοι κόκκινοι διάβολοι αφού πρόλαβαν και στο φρούριο μπήκαν να γλυτώσουν κατάφεραν. Εκει μέσα, στου φρουρίου τη μεγάλη σάλα, οι μεγάλοι πράσινοι διάβολοι τρικούβερτο γλέντι είχαν στήσει. Στα στρώματα ξαπλωμένοι, με τον αρχηγότους τον με τα σκοτεινά μάτια μαύρο διάβολο στη μέση, στο φαγοπότι το είχαν ρίξει. Ανθρώπους τρώγανε, τα κόκκαλα απο’ δώ κι απο ’κεί πετούσαν. Και απο το πολύ το (δημητριακών) κρασί που είχαν πιεί στο μεθύσι τύφλα όπως ήταν, απ’ τη φασαρία και τη μάχη τίποτα δέν κατάλαβαν. Όταν στην αίθουσα κατατρομαγμένοι οι κόκκινοι διάβολοι ήρθαν, ο αρχηγόςτους τί του λέγανε να καταλάβει δέν μπορούσε.
Ένας κόκκινος διάβολος κλαψουρίζοντας «κάποιος Μομόταροο με το στρατότου στο κάστρομας μπήκε, να μας εξοντώσει θέλει» του εξήγησε.
Τότε ο αρχηγός τί είχε συμβεί να καταλαβαίνει άρχισε και να γκαρίζει άρχισε:
«χά, χα, χα! που με έκανες και γέλασα μπράβο! Τόσο πολύ να γελάσω καιρό είχα! Αυτός ο ηλίθιος πού είναι; Κι αυτός στην ώρα πάνω ήρθε, γιά εδώ φέρτετον! Απο το φαΐ μετά ένα γλυκό, ό,τι πρέπει είναι!», και οι υπόλοιποι ουρλιάζαν και απο τα γέλια τις κοιλιέςτους βαστούσαν.
Τότε μιά δυνατή φωνή ακούστηκε:
«Εδώ είμαι».
Στην πόρτα με τους τρείς συντρόφουςτου ο νεαρός ήρωας στεκόταν. Με ακόμη πιό θαρραλέα φωνή συνέχισε:
«εγώ ο Μομόταροο, το που απο το ροδάκινο γεννήθηκε αγόρι είμαι. Με καλό φαγητό και νόστιμες σούπες μεγάλωσα. Για όλους τους ανθρώπους που σκοτώσατε να εκδικηθώ και να σας εξολοθρεύσω με τους συντρόφουςμου σήμερα εδώ ήρθα. Η παρέαμου και εγώ, που σε όλη τη χώρα νοστιμότερα δέν υπάρχουν απο της γιαγιάς τα kibidango φάγαμε, και τώρα με δέκα χιλιάδες ανθρώπους να παλέψουμε τη δύναμη έχουμε. Άν σας βαστάει, να πολεμήσουμε ελάτε!»
Αυτά τα λόγια ακούγοντας οι διάβολοι απο το φόβοτους να τρέμουν άρχισαν. Γονατιστοί, το παλληκάρι να τους συγχωρέσει παρακαλούσαν. Απο τον τόποτους να έφευγε αρκούσε, πλούσια δώρα του έταξαν.
(Μεταξύτους: «πρώτα να φύγουν, και μετά τα δώραμας ξαναπαίρνουμε» σιγομουρμούριζαν).
Όμως στον Μομόταροο τέτοια κόλπα δέν περνούσανε. Το σπαθίτου τράβηξε, να τους χτυπάει άρχισε. Κι ετούτη πάρε κι εκείνη πάρε. Οι διάβολοι κατα διαόλου πήγαν. Και κανένας άν ξέφευγε, ή ο σκύλος τον έπνιγε, ή ο φασιανός τα μάτια τού’ βγαζε, ή η μαϊμού μπροστάτης ό,τι εύρισκε στο κεφάλι του πέταγε. Μεγάλη μιά μάχη ήταν, του Μομόταροο η γενναία παρέα τους κακούς διαβόλους δὶέλυσε. Απο του Μομόταροο το φοβερό σπαθί ούτε αυτός ο αρχιδιάβολος δέν ξέφυγε. Έτσι, οι νικητές, κουρασμένοι αλλα ευτυχισμένοι, στο κάστρο που βρήκαν τους θησαυρούς πήραν, σε ένα αμάξι τους φόρτωσαν και του γυρισμού τον δρόμο πήραν.
Πρίν να φύγουν, το καταμένο οχυρό κατέκαψαν. Πιά τα κακά πνεύματα να θυμίζει τίποτα δέν έπρεπε.
Ένα πρωί, οι δυό γέροι όπου ζούσαν στο χωριό, περίεργη μιά παρέα εμφανίστηκε. Ένας σκύλος και ένας φασιανός φορτωμένο ένα αμάξι τραβούσαν, μιά μαϊμού το αμάξι έσπρωχνε, δίπλα χαρούμενο ένα όμορφο παλληκάρι βάδιζε.
οι γείτονες κατάπληκτοι «Μα αυτός, ο Μομόταροο είναι!» φώναξαν, τη χαρμόσυνη είδηση στον παππού και στη γιαγιά να πούν έτρεξαν.
Το μικρό σπίτι πάλι η χαρά και τα γέλια πλημμύρισαν. Το γέρικο ζευγάρι, τον λεβέντητους να καμαρώνουν και απο τη μεγάλη νίκητου τις ιστορίες να ακούνε δέν χόρταιναν. Το μεγάλο νέο παντού μαθεύτηκε. Και στου πρίγκιπα τα αυτιά έφτασε, ο οποίος του Μομόταροο τη μεγάλη προσφορά μαθαίνοντας, της περιοχής διοικητή τον διόρισε. Πολύς καιρός δέν πέρασε, και ο Μομόταροο ένα κορίτσι βρήκε. Μα τί κορίτσι! Στη χώρα ομορφότερο δέν υπήρχε. Παντρεύτηκαν, με τον παππού και τη γιαγιά μαζί ευτυχισμένοι ζούσαν.
όσο για του Μομόταροο τους τρείς πιστούς φίλους, τον σκύλο, τον φασιανό και τη μαϊμού – κάθε τόσο επίσκεψη έρχονται, τα λένε, και τα παλιά θυμούνται. Ύστερα όλοι μαζί στο τραπέζι κάθονται, άλλη μιά φορά της γιαγιάς τα περίφημα kibidango να δοκιμάσουν, που σάν αυτά νόστιμα σε όλη τη χώρα δέν υπάρχουν.


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Παραμύθια
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

το καλό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι καλό· το κακό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι κακό.
 
monajia
25-02-2011 @ 07:19
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΟΥ................... ::hug.:: ::hug.:: ::hug.::
kapnosa-v-ainigma
25-02-2011 @ 10:28
::love.:: γεια σου Ανουγια!!!! ωραιο και διδακτικο το παραμυθι σου!
TAS
25-02-2011 @ 14:02
::oh.:: . .
anuya
26-02-2011 @ 01:53
όπως σας είπα δέν είναι δικόμου αλλα δικήμου η διατύπωση.

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο