Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ομηρου Οδυσσεια(ραψωδια Γ!)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130570 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ομηρου Οδυσσεια(ραψωδια Γ!)
 Ραψωδία Α!(καταχώρηση 31/07/2009)...Ραψωδ.Β! (καταχώρηση 21/11/2009)
 
ΡΑΨΩΔΙΑ Γ!

Καθώς ο ήλιος άφηνε της λίμνης τ’ άγιο σώμα,
ν’ απλώσει στην χαλκόφωτη ουράνια ανηφόρα
το φως, σε ανθρώπους, σε θεούς, στο καρποφόρο χώμα,
φτάσαν στην ομορφόχτιστη γη, του Νηλέα χώρα

κι ήταν η ώρα που ο λαός συνάχτηκε να δώσει
στον Σείστη σφάγια,στην ακτή, και στους γιαλούς τους μαύρους.
Ηταν εννιά χωρίσματα. Νομάτοι πεντακόσοι
σε κάθε χώρισμα μαζί, μ’ εννιά καθένα, ταύρους.

Τα σπλάγχνα είχαν φαγωθεί, καιγόνταν τα μηριά τους,
κι έμπαιναν ίσια στην ακτή με το γοργό καράβι, 10
αφου πατήσαν στη στεριά μαζέψαν τα πανιά τους
μπροστά η θεά και πίσω ο νιος που τρέχει να προλάβει.

Κι η λιοπερίχυτη θεά τις συμβουλές αρχίζει:
«Τηλέμαχε άσε τις ντροπές, αν έτσι έχεις μάθει
είναι ο σκοπός του ταξιδιού, κι έτσι ο καιρός ορίζει
να βρεις που θάφτηκε ο γονιός, είτε τι έχει πάθει.

Γι αυτό θα πας στον Νέστορα να τονε συναντήσεις
να μάθουμε, σαν τι βουλές φυσά του νου το αγέρι,
την πάσα αλήθεια να σου πει, γι αυτό να τον ξορκίσεις,
με σύνεση θα σου απαντά, το ψέμα δεν το ξέρει». 20

Κι έτσι απαντά ο γνωστικός Τηλέμαχος με σκέψη:
«Μέντορα δύσκολο πολύ να μπω σε τέτοια δίνη,
το μέτρημα στα λόγια μου, δεν έχει αγναντέψει
κι είναι βαρύ στον νιότερο, τον γέρο ν’ ανακρίνει».

Τότε η γαλαζόματη θεά του απαντάει:
«Λόγια Τηλέμαχε στο νου, οι σκέψεις σου θα φέρουν,
κι άλλα, οι θεοί θα σου τα πουν. Κι ούτε κανείς νογάει
πως ήρθες κι έφτασες εδώ, χωρίς αυτοί να ξέρουν».

Έτσι η Παλλάδα απαντά με την στοργή του φίλου
βαδίζοντας γοργά-γοργά, και πίσω αυτός ερχόταν 30
μέχρι να συναντήσουνε τους κάτοικους της Πύλου,
στον Νέστορα να ’ρθουν κοντά, που με τους γιους καθόταν

κι ενώ τραπέζια στρώνανε με κρέατα γεμάτα
μα κι άλλα κόβαν, στη φωτιά, να βάλουν να σουβλίσουν
ως είδαν ξένους να ’ρχονται απ την μεγάλη στράτα
ευγενικά τους δέχτηκαν κοντά τους να καθίσουν

Και πρώτος, ο Πεισίστρατος απ’ όλους τους, τους παίρνει
από το χέρι στοργικά να πάνε αγάλι-αγάλι
και στο τραπέζι του κοντά τους νιοφερμένους φέρνει
πάνω στις μαλακές προβιές να κάτσουν, στο ακρογιάλι. 40


Δίπλα με τον πατέρα του και με τον Θρασυμίδη
τ’ αδέρφι του, δυό μερτικά των σπλάγχνων τους προσφέρει,
και σε μια κούπα κέρασε, με ολόχρυσο στολίδι
γλυκό κρασί, απλώνοντας στην Αθηνά το χέρι,

την κόρη του ασπιδόφραχτου του Δία, και της λέει:
«Ξένε δεήσου πρώτα εσύ στον μέγα Ποσειδώνα
αφού θυσίας άνεμος σας έτυχε να πνέει
κι αν ευχηθείς στη χάρη του και στάξεις τη σταγόνα,

στον σύντροφο δώσ’ το κρασί να στάξει να το δούμε,
λάτρης μου μοιάζει των θεών, που τους πιστεύει αιώνια. 50
Ανάγκη εμείς τους έχουμε στον κόσμο αυτό που ζούμε.
Μα επειδή είναι μικρός, ίδιος μ’ εμέ στα χρόνια

γι αυτό το χρυσοπότηρο σε σένα θα το δώσω».
Έτσι της είπε ο γνωστικός, ο ομορφογιός του κύρη
κι η Αθηνά ξαφνιάστηκε, μα χάρηκε ως τόσο
που εκείνης πρώτα έδωσε το ακριβό ποτήρι

κι αρχίζει την παράκληση στον μέγα Ποσειδώνα:
«Της πλάσης μέγα Σαλευτή, άκουσε τις δεήσεις
μην αρνηθείς τις προσευχές, στου κόσμου τον αγώνα.
Στον Νέστορα, και στα παιδιά, δόξα να τους χαρίσεις 60

και στους Πυλιώτες, τάξε τους, που έτυχε και είδα,
πολλά να περιμένουνε απ’ τη θυσία ήδη.
Και τον Τηλέμαχο κι εμέ, βόηθα μας ,στην πατρίδα
να φτάσουμε ύστερα απ’ αυτό το σκόπιμο ταξίδι».

Έτσι τελειώνει η Αθηνά τη δέησή της μόνη
δίνοντας στου Οδυσσέα το γιο, την κούπα με δυό χέρια,
το ίδιο κι ο Τηλέμαχος την δέηση τελειώνει.
Κι αφού απ’ τις σούβλες βγήκανε ψητά τα ψαχνομέρια

σε μερτικά , τα φάγανε μαζί με άλλα ελέη.
Τελειώσαν, πίνοντας κρασί, που τις καρδιές ευφραίνει, 70
κι ο αλογοθρόφος Νέστορας σηκώνεται και λέει:
«Τώρα είν’ όμορφη στιγμή να σας ρωτήσω ξένοι

χορτάτοι όπως είσαστε, να μου αποκριθείτε.
Ποιοι είστε και γυρίζετε στα πελαγίσια αλώνια
τύχη σας στέλνει ή δουλειές, στις θάλασσες να βγείτε
ή σαν τους κλέφτες ’δω κι εκεί γυρίζετε για χρόνια

στα ξένα , φέρνοντας κακά με απάνθρωπη σκληράδα».
Μα ο γνωστικός Τηλέμαχος, σηκώθηκε με θάρρος
που η θεά του έβαλε, στα στήθεια, η Παλλάδα
και για τον κύρη του ρωτά, αν πρόφθασε ο χάρος 80

να τονε πάρει, κι άφθαστη η δόξα του να μένει
«Νέστορα γιε των Αχαιών και του Νηλέα καμάρι
θα μάθεις που ’θε ερχόμαστε, κι από ποια χώρα ξένη.
Δική μας είναι η δουλειά, γι αυτήν έχω μπαρκάρει

κι από την Ιθάκη ήρθαμε που ’χει το Νηό για όρος
και για τον κύρη που αγαπώ ρωτάω με λατρεία.
Ο Οδυσσέας ο τρανός που να ’ναι οδοιπόρος
γιατί μαζί κουρσέψατε το ανάκτορο στην Τροία.

Της Τροίας κάποιοι ήρωες μαθαίνουμε, ωσότου
πίσω γυρίσουν, χάθηκαν από στυγνό μαχαίρι. 90
Μα ο γιος του Κρόνου δεν μιλά γι αυτόν ή τον χαμό του
κι ούτε κανένας να μας πει αν χάθηκε δεν ξέρει,

αν χέρι εχθρών τον έκοψε σε μιας στεριάς την άκρη
ή ο αφροκύμματος γιαλός τον έκαμε κομμάτια.
Γι αυτό προσπέφτω Νέστορα στα πόδια σου με δάκρυ
να πεις αν είδες τον χαμό με τα δικά σου μάτια

ή παραδέρνει άκουσες σε άγρια ξεροβόρια.
Που σαν κι αυτόν άλλος κανείς δεν μπήκε σε παγίδες.
Δεν θέλω να μ’ ευσπλαγχνιστείς, δεν θέλω παρηγόρια
πες την αλήθεια Νέστορα, γυμνή όπως την είδες . 100

Αν ο Οδυσσέας έκανε κάτι που δεν γνωρίζω,
τον λόγο είπε τον καλό ή τέλεψε δουλειά σου
στην Τροία, που οι Αχαιοί παιδεύτηκαν ,σε ορκίζω
για χάρη μου, αληθινή, να είναι η λαλιά σου».».........

Κι έτσι απάντησε η φωνή του γέρο-αλογοτρόφη:
«Πάθια πολλά μου θύμισες γιε, κι η μελαγχολία
με πιάνει , με όσα οι Αχαιοί, οι ατρόμητοι συντρόφοι
πάθαν εκεί σαν βγαίναμε με τα γοργά τα πλοία

για να κουρσέψουμε αυτούς, ο Αχιλλέας πρώτος,
να αλωθεί του Πρίαμου το κάστρο που ήταν τότες 110
αρχοντικό, ψηλόχτιστο, μα έτυχε ο λώτος
να αντικρύσουμε νεκρούς τους πρώτους μας στρατιώτες

Αίαντας ο πολεμιστής, με τον γοργό Αχιλλέα,
ο Πάτροκλος,ο ισόθεος, που είχε σοφία τόση
ο γιος μου ο Αντίλοχος που ’χε καρδιά δρομέα
κι ήταν τεχνίτης στο σπαθί και άφθαστος στην γνώση

χάθηκε ο αγαπημένος μου, ατρόμητος στην μάχη.
Χιλιάδες πάθαμε δεινά, κανείς πώς να τ’ αντέξει.
Μα πως μπορεί ανθρώπου νους, μες στο μυαλό του να’χει;
χρόνους να τα διηγηθεί, θα ήθελε πέντε-έξι 120

των Αχαιών τα πάθια αυτά, του μαύρου τους του άστρου,
μα θα ’φευγες προτού στα πουν, κούραση θα’χες τόση.
Με πονηριές παλεύαμε το πάρσιμο του κάστρου
εννιά χρονιές, μα του Διός αλλιώς ήταν η γνώση.

Στην πονηριά και στο μυαλό, στης τέχνης τη συνήθεια,
τον Οδυσσέα, στον στρατό κανένας μας δεν φτάνει.
Αυτός ήταν ο κύρης σου, αν είσαι γιος του αλήθεια,
κι ένας μεγάλος θαυμασμός σαν σε κοιτώ με πιάνει

γιατί με σύνεση πολύ αυτά που ’χες να στάξεις
τα είπες , έστω κι αν παιδιών λέξεις, δεν έχουν ρώμη. 130
Ο Οδυσσέας μα κι εγώ, σε όλες τις συνάξεις
και στην βουλή, μας τύχαινε ίδια να ’χουμε γνώμη

μιά γνώμη ,μία θέληση, προ πάντων μία κρίση,
ποιο θα ’ταν συμφερότερο στων Αχαιών τη φάρα.
Κι όταν το κάστρο είχαμε του Πρίαμου κερδίσει
και μες στα πλοία μπήκαμε, σαν θεϊκή κατάρα

τα φοβερά μπήκαν στον νου, στου Δία το κεφάλι,
για τούτη την επιστροφή της ποθητής της μέρας,
άλλωστε όλοι είχαν νου ; Μα ήταν και τούτο πάλι,
που ήρθε κι ο αναπάντεχος θυμός της θυγατέρας 140

του αήττητου του κύρη της, κόρη γαλανομάτα
που στου Ατρέα τα παιδιά διχόνοια είχε σκορπίσει.
Κι αυτοί, βουλή καλέσανε , που άνομα εκράτα
τους Αχαιούς,σαν πήγαινε ο ήλιος για την δύση

κι ήρθαν αυτοί, μα είχανε απ’ το κρασί μεθύσει,
κι οι δυό Ατρείδες προσπαθούν με λόγια να εξηγήσουν
Ξεκίνησε ο Μενέλαος να τους παρακινήσει
ν’ ανέβουν στα καράβια τους και πίσω να γυρίσουν,

του Αγαμέμνονα αυτό του φέρνει αγριάδα
που δεν του άρεσε ο στρατός ακόμα να επιστρέψει 150
θέλοντας πλούσιες τελετές να κάνει στην Παλλάδα
που ίσως της σβήσουν τον θυμό και μήπως ημερέψει.

Άνοα σκέφτηκε , οι θεοί ποτέ αυτό δεν πράξαν,
το μένος τους τόσο γοργά, να το φυσήξει αγέρι.
Έτσι εκείνοι με βρισιές και λόγια που ανταλάξαν
τους Αχαιούς τους γρήγορους χωρίσαν σε δυό μέρη

ανταριασμένους. Κι η νυχτιά στη σκέψη τους θα βάλλει
πως, ο καθένας απ’ τους δυό τον άλλονε θα βλάψει
γιατί απ’ του Δία το μυαλό μια συμφορά μεγάλη
περνούσε. Κι όταν η αυγή το φως της πάει ν’ανάψει 160

μισοί πήραν τα ταίρια τους, τα ζώα, στο καράβι
κι ο άλλος ο μισός στρατός, προς τη στεριά γυρίζει
δίπλα στον Αγαμέμνονα την θέση του να λάβει.
Μπήκαμε στα καράβια μας κι ο στόλος πεταρίζει

κι ήταν γαλήνια η θάλασσα μ’ ενός θεού βοήθεια.
Θυσία μόλις φτάσαμε στης Τένεδου τα μέρη
κάναμε, κι είχε ο πόθος μας φωλιάσει μες στα στήθεια
μα ο Δίας αντιστέκονταν το γυρισμό να φέρει

και έστειλε ο αγνόθωρος άλλη διχόνοια πάλι.
Στα πλοία μπήκαν τα ψηλά όσοι είχαν μετανιώσει, 170
με τον Δυσσέα τον σοφό τραβήξαν στ’ ακρογιάλι
να βρουν τον Αγαμέμνονα, ξανά χαρά να νοιώσει.........

Μα εγώ με πλοία τράβηξα, μ’ εκείνους που πειστήκαν
μαζί μου να ’ρθουν, έβλεπα της μοίρας μας τ’ αγιάζι.
Με του Τυδέα πίσω μου τον γόνο, στοιχηθήκαν
και του Μενέλαου οι πιστοί, που η θάλασσα τους βγάζει

στην Λέσβο να μας συναντούν ,τον χρόνο να μετράμε,
αν την πετρόσπαρτη ψηλά, την πιάσουμε την Χίο,
προς τα Ψαρά, κι αριστερά την έχουμε όπως πάμε,
ή την διαβούμε χαμηλά, στο κάτω της στοιχείο 180

στου Μίμα το ανεμόδαρτο κοντά, το ακρωτήρι.
Και στον θεό που κάναμε την δέηση το βράδυ,
δεκτή την κάνει κι απαντά: το κάθε τρεχαντήρι
να ταξιδέψει έχοντας την Εύβοια σημάδι

και τα μεγάλα μας δεινά στο τέλος τους να φτάσουν.
Άνεμος πρίμος βόηθησε, κι όχι αυτός που αλύχτα,
τον ψαρογέμιστο γιαλό τα πλοία να περάσουν
να φτάσουμε στην Γεραιστό, να βγάλουμε την νύχτα,

κι εκεί για χάρη του θεού, του Ποσειδώνα, ήδη
χιλιάδες βόδια σφάχτηκαν , που είχαμε πλάϊ φίλο. 190
Στο Άργος, την τέταρτη βραδιά, οι ναύτες του Διομήδη
τα ισομήκη πλοία τους αράξαν. Και στην Πύλο

έφτασα εγώ με άπαυτο ,ευνοϊκό αγέρι
όπως ο Δίας το ’στελνε απ’ την αρχή με χάρη .
Έτσι κατάφερα να ’ρθώ, μα ο νους μου πώς να ξέρει
του χάρου ποιοι ξεφύγανε, και πόσους έχει πάρει;

κι αυτά που στο παλάτι μου ακούμε καθισμένοι
θα σου τα πω ολοκάθαρα , αλήθεια, εγώ μόνος.
Ακούω φτάσανε καλά οι δορατοπλισμένοι
οι Μυρμιδόνες σπίτι τους που του Αχιλλέα ο γόνος 200

καλά τους πήγε, κι άριστα από τον Φιλοχτήτη
του Ποίμαντα, έφτασαν τον γιο, συντρόφοι πρίμα-πρίμα,
κι ο Ιδομενέας έμαθα τους γύρισε στο σπίτι,
που όσοι στη μάχη γλίτωσαν, γλιτώσαν και στο κύμα.

Μα ακούσατε από μακριά, για του Ατρέα τον γόνο
πως αρχικά την γλίτωσε, και με θανάτου βέλος
πως ο κακούργος Αίγισθος τον κλάδεψε, με φόνο.
Κι αυτός όμως πανάκριβα το πλήρωσε στο τέλος.

Αχ! πόσο στα στερνά καλό, κανείς είναι ν’ αφήνει
απόγονο, περίλαμπρο, τρανό , και παλικάρι 210
σαν κείνον που τον Αίγισθο σ’ εκδίκησης καμίνι
τον έκαψε. Και είσαι εσύ, ψηλός γεμάτος χάρη

γίνε ο ακαταμάχητος που εκδίκηση θα πάρει».
Κι ο συνετός Τηλέμαχος με λόγια, του γνωρίζει:
«Νέστορα, του Νηλέα γιε των Αχαιών καμάρι
εκείνος εκδικήθηκε, κι η φήμη του αρχίζει

τραγούδι να ’ναι στον ντουνιά, με αξιοσύνη , ώστε
τρανός να γίνει. Άμποτες και οι θεοί κι οι μοίρες
που εμένα τώρα κυνηγούν, όταν τους λέω δώστε
δύναμη, να μ’ ευσπλαγχνιστουν, να κόψω τους μνηστήρες. 220

Για μένα και τον κύρη μου, η στοχασιά δεν πάει
προς το καλό, απ’ τους θεούς. Μα υπομονή ας γίνει».
Κι ο αλογοτρόφης Νέστορας έτσι του απαντάει:
«Γιε μου, ακούω τα λόγια σου, κι έχει στην μνήμη μείνει

αυτά που λεν: στο πατρικό ,μνηστήρες να ’χουν πέσει
ξεκοκαλίζοντας το βιος τη μάνα σου ζητώντας.
Τ’ αντέχεις όμως όλα αυτά ή έχει μπει στη μέση
θεός, και σέρνεται ο λαός, αυτόν ακολουθώντας;

Ποιος ξέρει αν δεν αναφτεί του γδικιωμού η δάδα
αν με όλους ή μονάχος του ,προς την πατρίδα γείρει. 230
Μακάρι να σε αγαπά και σένα η Παλλάδα
όπως στην Τροία φάνηκε πως αγαπά τον κύρη

τότε που οι δόλιοι Αχαιοί γεμίσαν με πικράδα.
Μα από θεό σε άνθρωπο αδυναμία τόση
δεν ξαναείδα σαν κι αυτή που του ’χε η Παλλάδα.
Αν και για σένα ήτανε γιε μου η αγάπη, όση


σ’ εκείνονε σταλάχτηκε, για γάμο θα μιλούσαν;».
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντηση του δίνει:
«Τα λόγια γέρο μου αυτά στο νου μου αν περνούσαν
ψηλά θα με ανέβαζαν, μα αδύνατον να γίνει 240

και να το θέλαν οι θεοί, ελπίδα εγώ δεν έχω».
Κι η γαλανόματη απαντά με την οργή στο στόμα:
«Τηλέμαχε άπρεπα μιλάς, μα εγώ καλά κατέχω,
πως άμα θέλουν οι θεοί κι αλάργα τους ακόμα

τον άνθρωπο τον σώζουνε. Και θα ’θελα να ζήσω
με εμπόδια τον γυρισμό στη όμορφη πατρίδα,
παρά να μ’ εύρει ο θάνατος στο σπίτι σαν γυρίσω
όπως τον Αγαμέμνονα που μ’ αιχμηρή λεπίδα

ο Αίγισθος τον έκοψε μαζί με την κυρά του,
με απάτη. Μα ούτε κι οι θεοί πίσω μπορούν να πάνε, 250
την ώρα, που ’ρχεται ο βραχνάς του αμίλητου θανάτου
για τον θνητό, κι ας τύχαινε, με πάθος ν’ αγαπάνε.......

Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος έτσι θα απαντήσει:
«Τα λόγια τούτα Μέντορα, προτού η φωτιά ανάψει,
καλύτερα ν ’αφήσουμε, αυτός δεν θα γυρίσει
η μοίρα κι οι ουράνιοι τον έχουνε ξεγράψει.

Μα έρώτηση στον Νέστορα που ’χουμε τώρα αντάμα
θα κάνω, κι είναι πάνσοφος, λέει όποιος τον γνωρίζει,
κι ότι βασίλεψε τρανά σε τρεις γενιές συνάμα,
κι ομοιόθεος του φαίνεται όποιος τον αντικρίζει. 260....


Νέστορα του Νηλέα γιε, ιστόρησε στ’ αλήθεια,
του Ατρέα ο Αγαμέμνονας, ο βασιλιάς πως χάθη;
που ήταν ο Μενέλαος; πως στου Αίγισθου τα στήθεια
να στείλει μπήκε, ανώτερο, στου σκοταδιού τα βάθη;

Στα ξένα θα ροβόλαγε, στο Άργος πριν γυρίσει
κι αυτός γκαρδιώθη ξαφνικά και του ’κοψε το νήμα».
Κι ο αλογοτρόφος Νέστορας έτσι θα του απαντήσει
«Με ευχαρίστηση όλα αυτά θα σου τα πω σαν ποίημα.

Φαντάσου μόνος, αν σκεφτείς με τόλμη και με αντρεία,
αν ζωντανό τον Αίγισθο τον πρόφθαινε ακόμα, 270
ο ήρωας Μενέλαος γυρνώντας απ’ την Τροία,
χώμα δεν θα βρισκότανε να σκέπαζε το σώμα

σκύλοι θα του ξεσκίζανε τις σάρκες του και όρνια
έξω απ’ την πόλη, κατά γης σερνόμενος σαν λέσι,
και ούτε κόρη Αχαιών θα ένοιωθε συμπόνοια
γι αυτό το ανοσιούργημα που σκέφτη να τελέσει.

Ενώ λοιπόν τραβιόμαστε στης Τροίας τ’ άγια μέρη
αυτός στου αλογότροφου του Άργους μες στο πούσι
του Αγαμέμνονα γλυκά ,ξελόγιαζε το ταίρι.
Μα η Κλυταιμνήστρα στην αρχή δεν ήθελε ν’ ακούσει 280

ούτε της μπήκε στο μυαλό μια τέτοια ατιμία.
Κι έναν τρανό τραγουδιστή κοντά της είχε βάλει
με οδηγίες πού έδωσε πριν φύγει για την Τροία
του Ατρέα ο γιος, να ’χει το νου σ’αυτής το προσκεφάλι

Όμως κι αυτή δεν άντεξε στην πίεση την τόση
κι έστειλε τον τραγουδιστή σ’έρημο ξερονήσι
με λαίμαργα όρνια, σ’ερημιά, να τονε θανατώσει
καθώς τα λόγια του Αίγισθου την είχανε λυγίσει

κι αυτός με βόδια ,τους θεούς, θυσίες τους χαρίζει,
στολίδια και μαλάματα και άφθονο χρυσάφι, 290
αφού δουλειά τελείωσε χωρίς να το ελπίζει.
Όταν λοιπόν αφήσαμε της Τροίας τα εδάφη,

εγώ και του Ατρέα ο γιος, λάμνοντας μονιασμένοι
σαν φτάσαμε στο Σούνιο, στων Αθηνών τη μύτη,
με σαϊτιά χτυπώντας τον δηλητηριασμένη
ο Φοίβος, του Μενέλαου χτυπά τον κυβερνήτη

που το τιμόνι κράταγε και πέταε το καράβι,
τον Φρόντη του Ονήτορα, που άλλος δεν τον πιάνει
όταν φουρτούνα στο γιαλό το πέλαγος ανάβει.
Έμεινε εκεί, στον σύντροφο μνημόσυνο να κάνει 300

κι ας βιάζονταν, στο θάψιμο, τιμές να του προσφέρει.
Στον αψηλόκορφο Μαλιά σαν φτάσανε τα πλοία
γλιστρώντας στον μουντό γιαλό βοηθούμενα απ’ τ’ αγέρι
πικρό τονε περίμενε μαντάτο απ’ τον Δία

που με άνεμους, το πέλαγος το έκανε αστρίτη
με κύμματα σαν τα βουνά οι θάλασσες γεμάτες
και τα καράβια σκόρπισαν, μισά βγήκαν στην Κρήτη,
κει στου Γιαρδάνου τη μεριά, που μένουν Κυδωνιάτες.

Εκεί μια πέτρα γλιστερή, στου πέλαου το ζεφύρι
στην άκρια της Γόρτυνας, ορθώνει το κορμί της. 310
Εκεί ο νοτιάς απ’ τη Φαιστό, απ’ το ζερβό ακρωτήρι,
τη θάλασσα λυσσομανά, μα κόβει την ορμή της

η πέτρα τούτη η ορθή. Εκεί τα πλοία φτάσαν
κι οι ναύτες βγήκαν στη στεριά με κόπο και με ζόρι.
Όμως τα πλοία χάθηκαν, τα κύματα τα σπάσαν
και πέντε μόνο γλύτωσαν που ’χανε μαύρη πλώρη

όμως κι αυτά στην Αίγυπτο τα πέταξε το κύμα.
Σε ξένους βρέθη , αλλόγλωσσους, και βάλθη να συνάξει
χρυσάφι μες στ’ αμπάρια τους, και θησαυρούς και χρήμα.
Τότε βουλήθη ο Αίγισθος το φονικό να πράξει 320

κι έσφαξε του Ατρέα το γιο, και στη υποταγή του
μπήκε η Μυκήνα έκτοτε για εφτά χρονιές γεμάτες
Τον άλλο χρόνο έφτασε πνιγμένος στην οργή του
ο Ορέστης που στων Αθηνών βρισκότανε τις στράτες

Κι αφού σκοτώνει τον φονιά του ξακουστού πατέρα
τραπέζι πλούσιο νεκρικό σ’ Αργείτες ετοιμάζει
για τον κακούργο Αίγισθο, την δολερή μητέρα.
Κι ανήμερα ο Μενέλαος στο Άργος πλησιάζει

με τα καράβια ολόγιομα χρυσαφικά και πλούτη.
Κι εσέ στις μαύρες ξενιτιές, μην τρέχουν τα μυαλά σου 330
τα κτήματά σου αφήνοντας, θα σου τα φάνε τούτοι
που είναι ξεδιάντροποι, το βιος και τα καλά σου

θα τα μοιράσουν κι άκαρπο θα είναι το ταξίδι.
Ωστόσο στου Μενέλαου να φτάσεις την πατρίδα,
δεν πέρασε πολύς καιρός που ’χει γυρίσει ήδη
από στεριές, που για να δει, κανείς δεν έχει ελπίδα

όποιον τον σύρει ο άνεμος σε τέτοιους μαύρους τόπους
που κι ένα χρόνο τα πουλιά θέλουν στο πέταμά τους
γιατί είναι η διάβα δύσκολη. Με τους δικούς σου ανθρώπους
κίνα με το καράβι σου, για να βρεθείς κοντά τους. 340

Μα αν θες απ’ τη στεριά να πας με άλογα και μ’ αμάξι
στην πλούσια Λακεδαίμονα, γιος μου θα σ’ οδηγήσει.
Πες στον ξανθό Μενέλαο, αλήθεια να σου στάξει
ξόρκιστον , είναι συνετός, σοφά θα σου μιλήσει».

Καθώς τα λόγια τέλειωνε, ο ήλιος πάει και γέρνει
στο κάτω το παλάτι του σκοτάδι για ν’ απλώσει
κι η γαλανόματη Αθηνά γυρίζει και του κραίνει:
«Γέροντα οι κουβέντες σου, σοφία έχουν τόση

αλλά τις γλώσσες των σφαχτών κόψτε, κεράστε τώρα
στον Ποσειδώνα να σταχτούν, στους αθανάτους στάλες, 350
και να κινήσουμε νωρίς, του ύπνου είναι ώρα,
ο κόσμος έχει μπερδευτεί στης νύχτας τις διχάλες

κι εμείς ας μην καθόμαστε στο θεϊκό το γεύμα».
Αυτά είπε και υπάκουσαν, έτσι κι αυτοί νομίζαν.
Κι οι κήρυκες ρίχναν νερό, στα χέρια μ’ ένα νεύμα
για να πλυθούν και με κρασί, ποτήρια οι νιοί γεμίζαν

στάζανε στάλες, και μ’ ευχές περνούσαν τη βραδιά τους.
Τις γλώσσες ρίξαν στη φωτιά, ολόρθοι στην ισιάδα
κι αφού ήπιανε γλυκό κρασί να ευφρανθεί η καρδιά τους
ο θεϊκός Τηλέμαχος κι η Αθηνά η Παλλάδα 360

κινήσανε για το βαθύ το πλοίο να γυρίσουν.
Μα ο Νέστορας με φιλικές κουβέντες τους κρατάει:
«Ο Δίας είθε, κι οι θεοί, ποτέ να μην αφήσουν
δικός μου ξένος άστοχα στο πλοίο του να πάει

σαν να ’μουνα θεόφτωχος, στης γης το μεσοστράτι
και ένα κλινοσκέπασμα δεν είχα , ούτε φλοκάτες
για να κοιμάται ήρεμα στο μαλακό κρεβάτι.
Μα εγώ, κουβέρτες μαλακές και με μαλλί γεμάτες

έχω, για να ξεκουραστεί του Οδυσσέα τ’ αγόρι
αντί να πάει να κοιμηθεί στου πλοίου τα σανίδια. 370
Όσο θα ζω, και στα παιδιά, θα πω, και θα ’ναι όροι:
για όσους ξένους έρχονται, ζεστά να ’χουν στρωσίδια».

Κι η γαλανόματη θεά έτσι του απαντάει:
«Γέροντα, ο Τηλέμαχος ν’ ακούσει τη φωνή σας
μονάχος στο καράβι του δεν θα ’πρεπε να πάει.
Ας μείνει στο παλάτι σου να κοιμηθεί μαζί σας.

Όμως εγώ θ’ αποσυρθώ στο γρήγορο καράβι
Τα νέα τούτα να τους πω, να διώξω όλο το βάρος,
μεγάλος είμαι, κι οι χρονιές με έχουνε προλάβει
κι αυτοί είναι όλοι νιούτσικοι, και πρέπει να ’χουν θάρρος 380

νέοι σαν τον Τηλέμαχο, και ήρθανε σαν φίλοι.
Εγώ στου πλοίου μια γωνιά το σώμα μου θα βάλω
και το πρωϊ θα πεταχτώ στων Καύκωνων την πύλη
να πληρωθώ ένα παλιό χρωστούμενο μεγάλο

κι εσύ, αφού ο Τηλέμαχος σπίτι σου έχει φτάσει
με οδηγό ένα σου γιο, και μ’ όμορφη αμαξάδα
με τα πιο γρήγορα άλογα στείλτονε να προφτάσει».
Είπε και σαν φτερό αετού εχάθηκε η Παλλάδα.

Ξαφνιάστηκαν, κι ο γέροντας φάνηκε να σαστίζει
και στον Τηλέμαχο γυρνά κρατώντας του το χέρι: 390
«Δειλός δεν είσαι στη θωριά, σε βλέπω πως σου αξίζει
βοηθούς σου να ’χεις τους θεούς, μες της ζωής το αγέρι

κι αυτός απ’ τους Ολύμπιους θεούς, δεν θα ’ταν άλλος
από την τριτογέννητη τ’ ουράνιου του Δία
την δοξασμένη Αθηνά. Κι ήταν πολύς ο σάλος,
που στον πατέρα σου έδειχνε την εύνοια, στην Τροία.

Περίλαμπρη, για χάρη σου, θυσία εγώ θα τάξω
για την υγειά στο σόϊ μου, για το καλό του θρόνου
και τώρα πλατυκούτελη, δαμάλα θα σου σφάξω
μ’ επίχρυσα τα κέρατα, αμέρωτη, ενός χρόνου » 400

τ’ άκουσε όλα η Αθηνά, αυτά που ’χε δεήσει.
Κι ο αλογοτρόφης Νέστορας την κεφαλή εκράτη,
στον δρόμο της επιστροφής, τους γιους να οδηγήσει
και τους γαμπρούς, να φτάσουνε στο αρχοντικό παλάτι,

σαν έφτασαν στο ξακουστό ,πανέμορφο παλάτι
και ξάπλωσε άλλος στα θρονιά και άλλος στο πεζούλι
ο γέροντας, από παλιό δεκάχρονο κανάτι
το σκέπασμά του που έβγαλε , τραβώντας το, μια δούλη

κέρναγε όμορφο κρασί, και μεσ’ απ’ το ποτήρι
που γέμισε, έσταζε κρασί και πέρναγε η βραδιά τους, 410
στην κόρη την περίτρανη του ασπιδοφόρου κύρη
του Δία, κι αφού ήπιανε όσο ήθελε η καρδιά τους

στην κλίνη του οδηγήθηκε καθένας να ξαπλώσει.
Και διατάζει ο Νέστορας την πιο καλή φλοκάτη
να δώσουν στον Τηλέμαχο, άσχημα να μη νοιώσει
κι όμορφο δώμα στην αυλή με τορνευτό κρεβάτι

δίπλα στον φιλοπόλεμο Πεισίστρατο το γιο του
που ήταν ακόμα άγαμος κι ανύπαντρος καρτέρει,
κι αυτός για ύπνο τράβηξε στο δώμα το δικό του
που το κρεβάτι του ’στρωσε το αγαπημένο ταίρι . 420

Σαν έπιασε η νυχτόθρεφτη αυγούλα να ροδίσει
ο αλογοτρόφης Νέστορας αγουροξυπνημένος
σηκώθη και προχώρησε για λίγο να καθίσει
στον βράχο μπρος στην πόρτα του που ’ταν ασβεστωμένος

κει που ο Νηλέας κάθονταν τα πιο παλιά τα χρόνια
ισόθεος με ουράνιους στην γνώση και στην ρήση
κι όταν ο χάρος του ’στειλε του θάνατου τα χιόνια
ο γιος την ίδια τη γωνιά διάλεγε ν’ ακουμπήσει

φύλακας να ειν’ των Αχαιών ο Νέστορας ο γέρος.
Κει που καθόταν ήρεμος ο γέρο αλογολάτης 430
αρχίζουν να εμφανίζονται απ’ το δικό τους μέρος,
ο Θρασυμήδης ο Άρητος ο Εχέφρος και ο Στράτης

φτάνει μετά την είσοδο του ισόθεου Περσέα,
κι ο έκτος ο Πεισίστρατος ο πολεμοθρεμένος
φέραν και τον θεόμορφο τον γιο του Οδυσσέα
κι ο αλογοτρόφης Νέστορας λέει συγκινημένος

«Παιδιά μου , σαν θυσίασμα, ζητώ απ' τα μεγάλα
στην Αθηνά να κάνουμε, που είχε κοντά μας γείρει.
Ας τρέξει στο κοπάδι μας, ένας σας, μια δαμάλα
να πάρει, κι ένας δούλος μας, κοντά μας να την σύρει . 440

Δεύτερος, στου Τηλέμαχου ας πάει το καράβι
να φέρει τους συντρόφους του, μονάχα δυό ν’ αφήσει.
Τρίτος, τον χρυσοχόο μας Λαέρκη ας παραλάβει
που στου βοδιού τα κέρατα λαμπρό χρυσό θα χύσει,

οι άλλοι μείνετε εδώ, κι ο κόσμος ας αρχίσει
τραπέζι να ετοιμάζουνε στου παλατιού τη σάλα
θρονιά να φέρουν και σκαμνιά, δροσόνερο απ’ τη βρύση»,
κι ως να τελειώσει ο λόγος του έφτασε κι η δαμάλα.

Τους φίλους του Τηλέμαχου, εκεί ο δρόμος βγάζει
απ’ το γοργό πλεούμενο, έτοιμη κι η μοσκίδα, 450
κι ο χρυσοχόος άρχισε τα πάντα να ετοιμάζει
χρυσό, αμόνι, και σφυρί, και λαξευτή τσιμπίδα

τα σύνεργα, να δουλευτεί η αστραφτερή η σκόνη,
κινά η Παλλάδα να δεχτεί το τάμα το μεγάλο
κι ο αλογοτρόφος Νέστορας το χέρι του απλώνει
με τον χρυσό ,τα κέρατα χρώμα να πάρουν άλλο

και να χαρεί το τάμα της η θεϊκή Παλλάδα.
Το ζώο σύραν ως εκεί ο Εχέφρος με τον Στράτη
κρατώντας απ’τα κέρατα την τρυφερή αγελάδα
κι ομορφοσκάλιστο σταμνί ο Άρητος εκράτει 460

στο ’να του χέρι, στο άλλο του, σπυρί από κριθάρι
σ’ ένα πανέρι, κι άφοβος στο κεντρικό το μέρος
ο Θρασυμίδης κράταγε μπαλτά για το σφαχτάρι.
Δίπλα ο Περσέας με σταμνί, κι ο αλογοτρόφος γέρος

νίφτη, και κριθαρόσπυρα στα χέρια του κρατούσε.
Ολόψυχα απ’ την καρδιά στην Αθηνά ευχήθη
και δαμαλότριχες πυκνές μες στη φωτιά πετούσε.
Αφού προσευχηθήκανε , και το κριθάρι εχύθη

ο Θρασυμίδης ζύγωσε, ο γιος ο αντρειωμένος
και το χτυπά στην κεφαλή. Τα νεύρα διαλυθήκαν 470
χάθη η ζωή του σφαχταριού, το χτύπησε με μένος,
νύφες και κόρες, έντρομες επάνω πεταχτήκαν


κι θεϊκή του σύζυγος η Ευρυδίκη ακόμα
που του Κλυμένη ήτανε η πρώτη-πρώτη κόρη.
Κι άλλοι βοηθώντας, το σφαχτό σηκώσαν απ’το χώμα
και το ’σφαξε ο Πεισίστρατος, χωρίς πια να’ χει ζόρι

αφού αυτό ξεψύχισε και στράγγιξε το αίμα
το γδάραν, κόψαν τους μηρούς, φωτιές είχαν ανάψει
με προσοχή τα έκοβαν τα τύλιγαν σαν δέμα
κι ο γέροντας ξανθό κρασί αφού τα είχε κάψει 480

τους έχυνε. Κι οι νιότεροι πεντάσουβλα κρατούσαν.
Φάγαν τα σπλάγχνα κ ύστερα στα χέρια τους κρατώντας
τα μηρομέρια τσάκιζαν στις σούβλες τα περνούσαν
και τα ’ψηναν, στις αιχμηρές τις σούβλες τους γυρνώντας.

Κι η Πολυκάστη ,η όμορφη του γέρου η στερνοκόρη
έλουσε τον Τηλέμαχο , ρίχνοντας λάδι ουράνιο
ρούχα, χλαμύδα έδωσε στο θεϊκό το αγόρι
κι ομοιόθεος πια φάνταζε σαν βγήκε από το μπάνιο

κι ήρθε στον γέρο Νέστορα να κάτσει. Και να φάνε
καθίσανε αφού ψήθηκαν κι από τις σούβλες βγήκαν, 490
χρυσά ποτήρια, αρχόντων γιοί, στην καθησιά τους πάνε
και το φαϊ και το ποτό περίσσια ευφρανθήκαν,

σηκώθη ο γέρο Νέστορας κάτι να πει, κι αρχίζει:
«Τα γρήγορα άτια να ζευτούν σ’ ένα καλό αμάξι
να πάνε τον Τηλέμαχο όπου αυτός ορίζει»
κι εκείνοι υπακούουνε σε αυτά που ’ χε προστάξει.

Τα γρήγορα άτια ζέψανε, κι η βάγια τον ζυγώνει
φαϊ, κρασί ,και πλούσια προσφάγια του πηγαίνει
που οι βασιλιάδες τρέφονται, κι οι θεϊκοί οι γόνοι
κι αμέσως ο Τηλέμαχος στο αμάξι ανεβαίνει, 500

δίπλα του κι ο πολεμιστής Πεισίστρατος, πηδάει
στην άμαξα, για να βαστά γερά το χαλινάρι,
στ’ άλογα δίνει μια βιτσιά, κι η άμαξα πετάει
πίσω το κάστρο αφήνοντας, της Πύλου το καμάρι,

στην χαίτη , τ’ άτια, του κεντριού δεχόντουσαν την μύτη.
Κι ενώ η νύχτα άρχιζε, κι ο ήλιος είχε δύσει
μες στην Φηρή ξεπέζεψαν, στου Διοκλή το σπίτι,
τον γόνο του Ορσίλοχου, που ’χε ο Αλφειός γεννήσει,

κεί διάλεξαν αναπαμό, ο ύπνος να τους στάξει.
Σαν η αυγούλα ρόδισε στης γης το παραθύρι 510
τ’ άλογα ζέψαν τα γοργά και φύγαν με τ’ αμάξι
απ’ το τρανό το ξέφωτο, κι από το αυλοθύρι.

Χτυπούσε τ’ άτια δυνατά κι αυτά γοργά ορμούσαν
στον κάμπο τον σταρόσπαρτο, να μη τους πάρει βράδυ
και το ταξίδι τέλειωσε. Σαν άνεμος πετούσαν
μέχρι που ο ήλιος έδυσε κι έπεφτε το σκοτάδι. 516


ΤΕΛΟΣ Γ! ΡΑΨΩΔΙΑΣ






 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 10
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
stigmi
02-03-2011 @ 16:17
::scare.:: φίλε Ivi είναι απίστευτο!!!
Θα επανέλθω να το ξαναδιαβάσω ::778.::
apelsini
02-03-2011 @ 16:36
ΣΎΓΧΡΟΝΟΣ ΟΜΗΡΟΣ!!!!!!!!!!!! ::up.::
Kostis Zorbas
02-03-2011 @ 17:01

Είσαι απίστευτος!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Συγχαρητήρια!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ΛΥΔΙΑ_Θ
02-03-2011 @ 17:05
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ::theos.::
φλοισβος
02-03-2011 @ 17:41
Την γνώμη μου για σένα την ξέρεις..... ::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ΚατεριναΘεωνα
02-03-2011 @ 19:34
ο ivikos !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Kostas Houston
02-03-2011 @ 22:02
Θανάση αυτό που κάνεις είναι τόσο μα τόσο απίστευτο. Και πάλι τα σέβη μου. Βρες εκδοτικό οίκο όπως σου έχω πει!!!!
galanidoy
02-03-2011 @ 22:28
Υ Π Ο Κ Λ Ι Ν Ο Μ Α Ι .....!!!!!!

Ανεβαζεις πολυ τον πηχυ..

Διαβασα ...αποσπασματικά ....γιατι δεν εχω χρονο ...αλλα καταλαβα...

υποσχομαι να το ξαναδιαβασω....
monajia
03-03-2011 @ 02:21
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
στίχος
03-03-2011 @ 16:17
...περιττά τα όποια σχόλια....για μόνιμη ανάγνωση....και για έκδοση.....!!!!!!!!!!!!

...συγχαρητήρια Θανάση....


::778.::....................... ::778.::......................... ::778.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο