Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: χαλασμένες πυξίδες.(μέρος Α)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130648 Τραγούδια, 269439 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 χαλασμένες πυξίδες.(μέρος Α)
 το δέυτερο πεζό μετά το ΄΄ Κατρίν¨΄ απο το ανέκδοτο βιβλίο 3 αυτοτελών ιστοριών '' ιστορίες του κόσμου''
 
Πρωί. 7:30, παρασκευή.
Σήμερα συμπληρώνει τα 81 του χρόνια. Τα κουρασμένα του βήματα σέρνονται ανήμπορα προς το μπάνιο. Προσπαθεί να ξεχάσει τη μέρα, προσπαθεί να κουρνιάσει τη θλίψη του στο στιμμένο μυαλό ενός 81χρονού, όμως δεν μπορεί.., όχι αυτός!!! Όχι σήμερα...
Ο καφές σιγοβράζει στο τσιγκινο μπρίκι και για στιγμές, τα άδεια απο χρόνια μάτια , μοιάζουν να ξεκουράζονται στο ανυπόμονο χτύπημα των δακτύλων του στο τραπέζι..
81 χρόνια κι όμως βιάζεται να αφήσει πίσω του τις στιγμές που περνούν, λες και έχει πολλές ακόμα..
Σε λίγο θα πάρει πάλι το γνωστό δρόμο, το δρόμο που τον συντροφεύει εδώ και πολλά χρόνια.
Σπίτι- αναμνήσεις, και πάλι πίσω...
Ο καφές περιμένει πια περήφανος , γεμάτος ατμό στο παλιό τραπεζάκι, και το βιβλίο στα χέρια του, διαλαλεί περήφανα κι αυτό την πρώτη του σελίδα.

Αυτός κι ο Μάριος , τα πίνανε τα σάββατα στα ροκάδικα μπαράκια της πλατείας.
Χρόνια φίλοι και συγκάτοικοι. Αχώριστοι απο το πρώτο έτος στη σχολή. Κουβαλούσαν θαρρείς την ίδια τρέλα.Αυθεντικοί γυναικάδες που σκορπούσαν το χρόνο τους ανάμεσα στην ηδονή την κουλτούρα και τη μπάλα.
Εκεί.. σε ένα βρώμικο τριαράκι στην κυψέλη, φοιτητικό και άχρωμο..
Καρμική σχέση φοιτηταριού σε ένα κάρμα που περιορίζονταν σε ξύδια, γκόμενες και ολυμπιακό
και ενίοτε λίγη ποίηση.
Κι έτσι μεγάλωναν στην κατάντια τους, σέρνωντας την ξεπεσμένη εφηβεία τους στα όρια της ζωής εκείνης της ανέμελης που μετρούσε αντίστροφα μέχρι τις πρώτες ευθύνες.
Είχαν καιρο γι αυτά. Αργούσε ακόμα ο καιρός. Για την ώρα η σχολή και περίοδος αυτή της αγνωμοσύνης τους προστάτευε απο τα καθημερινά εκείνα βάσανα που μας κάνουν να ξυπνάμε τα πρωινά με τα μάτια πρησμένα απο τους υπολογισμούς και το άγχος.
Τα όνειρα πλάγιαζαν νωρις, και κάθε σάββατο μέσα σε εκείνα τα ροκάδικα , ο ανίερος αυθορμητισμός του ρηχού και του χαβαλέ τρυγούσε τις αξημέρωτες νύχτες.
Τόσο μα τόσο έντονα..., τόσο μα τόσο μονότονα , που πριν καν το καταλάβουν είχαν γίνει κομμάτια του ίδιου ανθρώπου που απλά άλλαζε πρόσωπο και έκφραση , κάθε φορά που κοιτούσαν τον καθρέπτη

Τα βιβλία πια τον κουράζουν γρήγορα. Οι εμπειρίες της μεγάλης ζωης του τον έμαθαν να μαντεύει τα .. προσεχώς!!! Κι αν καμια φορά η πλοκή τον ξαφνιάζει, εκείνος την τιμωρει , στέλνοντας την στα πίσω κελιά του γέρικου μυαλού του.!!
Ο καφές τελείωσε και έξω άρχισε να ψιχαλίζει. Θαμπώνουν τα τζάμια απο τα χνώτα του και μόνο τότε θυμάται οτι όσο κι αν κοιτάζει απο το παράθυρο, δεν περιμένει πια κανέναν.
Φοράει το χοντρό γκρί παλτό του και με αργά και διστακτικά βήματα χάνεται στους γεμάτους ζωή χειμωνιάτικους δρόμους της πόλης. Μιας πόλης που σιγά σιγά σαν αχόρταγο θεριό , καταπίνει βήμα βήμα τη σιλουέτα του.

Ηταν ένα απο τα σάββατα εκείνα και το ροκάδικο -χαμαμ θαρρεις απ΄τον καπνό-
λύκνιζε τους θαμμώνες του στους ρυθμούς των Roling Stones. Καμια πενηνυαριά μαλλιάδες κοιτούσαν αριστερά δεξιά να βρουν το γυναικείο βλέμμα που θα τους έκανε ενδιαφέρουσα την βραδυά τους, την παρουσία εκείνη που θα τους έκανε να φουσκώνουν γελοία σαν πετεινοί.
Κι εκεί την είδε να κρατάει μια μπύρα και να ψάχνει απεγνωσμένα ένα γνώριμο πρόσωπο,
μια παρέα έστω γνωστή για να πιαστει. Ηταν πανέμορφη...
Τα κατάμαυρα μαλλιά της , το λάγνο της βλέμμα, το εξστασιασμένο τσιγάρο που τραγουδούσε τον καπνό του πάνω στα σαρκώδη καμπυλωτά της χείλη.
Της έγνεψε.. δεν ήξερε γιατί,- ίσως μια ανώτερη δύναμη είχε αποφασίσει γι αυτον-.
κι εκείνη, λες και αιωρούνταν μέσα στους καπνούς, μπηκε στην παρέα του, μπήκε στη ζωή του.
Την έλεγαν Δανάη!!
-Χαίρω πολύ Χάρης
-Χαίρω πολύ Μάριος...
Οχι , όχι δεν του την σύστησε ποτέ... Ηταν απλά το άλλο πρόσωπο του ίδιου ανθρώπου.
Ηταν ο έρωτας έτσι οπως γεννήθηκε στα μάτια του Μάριου.
Κι ο Μάριος που πρώτη φορά ένιωσε πως ήταν μόνος μαζί της σε ολόκληρο τον κόσμο, θαρρείς πως πέρασε ατην άλλη μεριά του καθρέπτη, σε ένα παράλληλο σύμπαν , μιας κι αυτο δεν θα μπορούσε πλεον να χωρέσει και τους δυό τους.
Δεν 'ειχε πια σημασία ποιος θα ζούσε και ποιός θα καθρεπτίζονταν. Η ίδια ιστορία με άλλες λέξειςκαι μαζί οι ίδιες λέξεις σε άλλες ιστορίες...

Ο δρόμος του τον έφερε και σήμερα στο ίδιο μέρος. Εκεί που όλοι οι γέροι άνθρωποι αναζητούν λίγες στιγμές παλλιών καλών συγκινήσεων.
Ισα ίσα να σκυρτάει η καρδιά τους χωρίς τον φόβο του νέου , του απρόβλεπτου και να τους θυμίζει μια παλιά μελαγχολία οτι ακόμα έχουν λίγες γραμμές στο βιβλίο της ζωής. Κι ένα βιβλίο , όσο όμορφο κι αν είναι, πρέπει να πει την τελευταια του κουβέντα, αλλιώς θα ναι σαν να μην διαβάστηκε ποτέ.
Λίγα λουλόυδια κρατάει στο χέρι του, και περπατάει ανάμεσα στους λευκούς σταυρούς.
Κι η βροχή αρχίζει να δυναμώνει. μα όσο κι αν τον προστατέυει η μεγάλη μαυρη ομπρέλα, η ψυχή.. εκεί στην 81 στροφή της στάζει τα απόνερα μιας παλιας αλλα όχι και ξεχασμένης βουβής θλίψης. (συνεχίζεται....)


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αναμνήσεις & Βιώματα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

...κι ακόμα φέγγουν τα θαμπά φώτα της πόλης που μας κράτησε στα χέρια της
 
monajia
21-03-2011 @ 02:50
ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ..........
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Ναταλία...
21-03-2011 @ 06:06
Θα περιμένω την συνέχεια ::yes.:: ::up.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο