Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Μήδεια(698-τέλος.....ivikos)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130539 Τραγούδια, 269408 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Μήδεια(698-τέλος.....ivikos)
 
ΑΙΓΕΑΣ
Ο έρωτας τον χτύπησε κι εσένα έχει διώξει;

ΜΗΔΕΙΑ
Ποιος έρωτας! που τους δικούς στη πίκρα έχει σπρώξει

ΑΙΓΕΑΣ
Ντροπή του αν τέτοια έκανε μες στης ζωής την πλώρη

ΜΗΔΕΙΑ
Θέλησε να στεφανωθεί του βασιλιά την κόρη

ΑΙΓΕΑΣ
Ποιος του την δίνει; Τέλειωσε, αυτό που σε παιδεύει

ΜΗΔΕΙΑ
Ο Κρέοντας , που για χρονιές στην Κόρινθο αρχοντεύει

ΑΙΓΕΑΣ
Δίκιο έχεις να πικραίνεσαι με τούτη τη μωρία

ΜΗΔΕΙΑ
Χάθηκα! Να ‘ταν μόνο αυτό; Με στέλνει κι εξορία..

ΑΙΓΕΑΣ
Ποιος; Άλλο μέγιστο κακό κυρά μου που σε ορίζει

ΜΗΔΕΙΑ
Ο Κρέοντας. Από εδώ για πάντα μ’ εξορίζει

ΑΙΓΕΑΣ
Μα συμφωνεί ο Ιάσονας; Αυτό κι αν είναι λάθος

ΜΗΔΕΙΑ
Τα χείλη αρνούνται. Μα η ψυχή, όχι δεν λέει με πάθος.
Σε ορκίζω στην γενειάδα σου Αιγέα, και στα πόδια
προσπέφτω να με σπλαχνιστείς, κι αυτό όχι στα λόγια.
Αχ! μη με αφήνεις έρημη, σκληρά αποδιωγμένη
μα δέξου με στην χώρα σου που είμαι ρημαγμένη
και βάλε με στο σπίτι σου να έχω προσκεφάλι
κι είθε να σου χαρίσουνε οι Ουράνιοι, οι μεγάλοι
τέκνα που ψάχνεις , και να βρεις στο τέλος όλο νίκες.
Ούτε νογάς Αιγέα μου, βοήθεια που βρήκες
της ατεκνίας τον καημό, εγώ θα σου τον γιάνω
να σπείρεις γύρω σου παιδιά εγώ, γενιές θα κάνω.
Άριστες ξέρω τεχνικές με βότανα και μάγια.

…ο Αιγέας την σηκώνει όρθια
ΑΙΓΕΑΣ
Πολλά με σπρώχνουνε κυρά στης γνώμης σου τα χνάρια:
Σαν πρώτο-πρώτο ο σεβασμός προς των Θεών το ..ίσο…
κι ύστερα οι γενιές παιδιών που τάζεις να γεννήσω
γιατί είναι αυτό που μ’ έκανε να βγω σε ξένους δρόμους.
Άκουσε πως το βλέπω εγώ, με τους δικούς μου νόμους:
Όταν στην χώρα μου θαρθείς, θα μ’ έχεις σαν προστάτη
όπως το δίκιο το καλεί, κι αυτό δεν είναι απάτη.
Όμως κυρά μου θα στο πω, κι ωμά θα σου το θέσω
για να σε πάρω από δω εγώ δεν θα μπορέσω,
μόνο αν έρθεις σπίτι μου με ενέργειες, μονάχη,
το άσυλο που μου ζητάς η αφεντιά σου θα ‘χει.
Χωρίς δική μου ανάμιξη, φύγε απ’ το παλάτι,
δεν θέλω όσοι με δέχτηκαν, να μου κρατούν ινάτι

ΜΗΔΕΙΑ
Ας γίνουν όλα όπως λες. Κι ούτε θα ήθελα άλλο
παρά αν έπαιρνες γι’ αυτά τον όρκο το μεγάλο

ΑΙΓΕΑΣ
Πίστη δεν δίνεις σε όλα αυτά; Ή βλέπεις δυσκολία;

ΜΗΔΕΙΑ
Πιστεύω! Όμως σκιάζομαι, Κρέοντα, και Πελία.
Κι εσύ με όρκους αν δεθείς, θα ‘βλεπε την οργή σου
αν, να με πάρει ερχότανε κάποιος από τη γη σου.
Αν με τα λόγια μοναχά ετούτο είχες τάξει
κι αυτό με όρκους στους Θεούς δεν είχες κάνει πράξη
θα ήσουνα ευάλωτος, θα ‘γερνες στα δικά τους
εύκολο θα ‘ταν να πειστείς από τον κήρυκά τους.
Φτώχεια έχω εγώ κι είναι αυτοί πλούσιοι βασιλιάδες

ΑΙΓΕΑΣ
Όλα τα νοιάστηκες κυρά, μη βγεις σε άλλους μπελάδες.
Μα αφού το θέλεις, συμφωνώ, κι έτσι όπως θες θα γίνει
έτσι ασφαλίζομαι κι εγώ απ’ των Θεών τη δίνη
όμως κι εσύ μια σιγουριά θα ‘χεις την κάθε ώρα
πες μου λοιπόν σε ποιους Θεούς όρκο να πάρω τώρα

ΜΗΔΕΙΑ
Στης γης το χώμα να ορκιστείς, σε ήλιο καραβοκύρη
που έχει το φως πατέρα του, και ο γονιός μου κύρη,
και στων Θεών το ακέραιο, ομαδικά το γένος.

ΑΙΓΕΑΣ
Πες μου, να κάνω τι λοιπόν; τι όχι; Κι ας το μένος
ΜΗΔΕΙΑ
Να μη με διώξεις απ’ τη γη που θα ‘μαι την δική σου
κι άμα ζητήσουν οι εχθροί, να φύγω απ’ την γη σου
όσο θα ζεις να το αρνηθείς, μην μπεις σε αυτή την πλάνη

ΑΙΓΕΑΣ
Τ’ ορκίζομαι στου Ήλιου το φως, στης γης μας την λεκάνη
και στους Ουράνιους Θεούς ή όπου θες να γνέψω
πως όσα μου είπες θα γενούν, και ούτε θα σαλέψω.

ΜΗΔΕΙΑ
Φτάνει. Κι αν καταπατηθούν, ποια να σε βρούνε πάθη;

ΑΙΓΕΑΣ
Ότι παθαίνει ο άσεβος για τέτοια άθλια λάθη

ΜΗΔΕΙΑ
Πήγαινε τώρα στο καλό, καλά θα καίει η δάδα
κι εγώ στη χώρα σου θα ‘ρθώ με άφθαστη γρηγοράδα,
αφού πρωτύτερα φτιαχτούν της θέλησής μου τα έπη
όσα μελέτησε ο νους, κι όσα να γίνουν πρέπει

….Φεύγει ο Αιγέας και οι ακόλουθοί του

ΧΟΡΟΣ
Της Μαίας ο γιος , ο συνοδός Θεός ας στείλει αγέρι
σύντομα και ανώδυνα σπίτι σου να σε φέρει
κι όσα λαχτάρισες γλυκά μέσα στο νου ν’ απλώσουν
με αίσιο τέλος όμορφα όλα να τελειώσουν.
Γιατί Αιγέα μου έδειξες, και μπήκε στο κεφάλι
πως είσαι άντρας τέλειος με μια καρδιά μεγάλη

ΜΗΔΕΙΑ
Ω Ζευς ! του Δία δίκαιο, του Ήλιου λαμπροσύνη
νίκες καλές θα κάνουμε δεν θέλουμε βιασύνη
στον δρόμο μπήκαμε, οι εχθροί ας έχουν την γραμμή τους
τώρα το δίκιο θα μας βγει, θα βρουν την πληρωμή τους
κι ο άντρας, στην απελπισιά, αντίκρυ μας εφάνη,
για όσα είχα μες στον νου, θεόσταλτο λιμάνι.
Την πρύμνη μας θα δέσουμε στης ζήσης του το άστρο
σαν φτάσουμε στης Αθηνάς την πόλη και το κάστρο.

Και τώρα όσα σκέφτομαι ν’ ακούσεις ετοιμάσου
μα ξέρε το, ότι θα πω, δεν θα ‘βρεις την χαρά σου.
Θα στείλω, τον Ιάσονα να φέρουν, και με νάζι
θα πω: η γνώμη μας εδώ, είναι ίδια και ταιριάζει
και ας με αρνήθη, συμφωνώ , με τούτονε το γάμο.
Μα θα γυρέψω τα παιδιά να μείνουν εδώ χάμω,
όχι πως θέλω ν’ αφεθούν σε τούτα δώ τα όρη,
μα να σκοτώσω ύπουλα του βασιλιά την κόρη,
και θα τα στείλω έχοντας χαρίσματα στα χέρια
στην νύφη να τα δώσουνε, να ‘χουνε λάμψη πλέρια-
μην τα εξορίσουν, και χαθεί γι’ αυτά το παιδομάνι-
πέπλο, ανάρια υφαντό, κι ολόχρυσο στεφάνι,
κι αν πάρει τα χαρίσματα κι αρχίζει να τα βάζει
φριχτό θα ‘ναι το τέλος της, με πόνους θ’ αλαλάζει
ίδια θα πάθει και αυτός που δίπλα της θα σκύψει
γιατί θα έχω φάρμακο το κάνιστρο αλείψει.
Μα αλλάζω λόγια τώρα πια, κι απάντηση θα δώσω
για το έργο που είναι να γενεί, και να το ολοκληρώσω.
Ναι! στα παιδιά θα στάξω εγώ, του θάνατου τη δόση
κι ούτε κανένας θα μπορεί αυτά να τα γλιτώσει.
Κι απ’ του Ιάσονα τη γη, ενώ πληγές θ’ ανοίγω
σαν παιδοκτόνος θα χαθώ, κι από εδώ θα φύγω
για τ’ ανοσιουργήματα που εγώ εδώ θα έχω.
Μα να με κοροϊδεύουνε εχθροί μου δεν το αντέχω.
Άειντε ! τι κέρδος για να ζω, χωρίς να ‘χω πατρίδα
σπίτι και καταφύγιο, για τα στερνά μου ελπίδα.
Λάθεψα όταν άφησα το πατρικό μου σπίτι
πλανεύτηκα από Έλληνα λόγια, κι αυτή την κοίτη
που νέμεται, μ’ ενός Θεού βοήθεια, θα πληρώσει.
Τα τέκνα του πια ζωντανά, δεν θα τα ξανά νοιώσει.
Ούτε απ’ τη νιόνυφη παιδιά γραφτό είναι να κάνει
γιατί με τα φαρμάκια μου αυτή θα ‘χω ξεκάνει.
Να μην νομίσει ανημποριά κανείς πως έχω, όμως,
δειλή δεν ήμουνα ποτέ, μα αντίθετα ο δρόμος,
στους φίλους μ’ έβγαλε καλή, και στους εχθρούς μοιραία,
όποιος αυτό ακολουθεί, η ζήση του είναι ωραία.

ΧΟΡΟΣ
Τις σκέψεις σου φανέρωσες, και λες τον λογισμό σου
κι ενώ με νοιάζει μη πονάς, ζητώντας το καλό σου,
μα και τους νόμους του άνθρωπου, θέλοντας να επιβλέπω,
αυτά τα έργα που μου λες, μην κάνεις, σε αποτρέπω!

ΜΗΔΕΙΑ
Αλλιώς όμως δεν γίνετε, συχώρεση σου δίνω,
γιατί δεν ξέρεις πως πονώ, και τι φαρμάκια πίνω

ΧΟΡΟΣ
Μα τόσο βράζει κόρη μου του μίσους σου η χύτρα
που θα σκοτώσεις μοναχή και την δική σου φύτρα;

ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό είναι, που του Ιάσονα την ζήση του θα κάψει

ΧΟΡΟΣ
Μα δύστυχη, αφανισμό κι εσένα θα σου ανάψει

ΜΗΔΕΙΑ
Ας τελειώνουμε με αυτό, δεν είν’ για λόγια ώρα

…Γυρνά στην παραμάνα:

Και τον Ιάσονα εσύ να φέρεις, φύγε τώρα,
έμπιστη σ’ έχω πάντοτε στην σκέπη τ’ ουρανού μου,
και τσιμουδιά μην ακουστούν αυτά που ‘χω στον νου μου
και της κυράς σου το καλό, αν θες, στον νου πελέκα
ότι ζητώ, αν γεννήθηκες κυρούλα μου γυναίκα!!!

………Η παραμάνα βγαίνει απ’ τη σκηνή

Τελος 4ου ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

ΜΗΔΕΙΑ-4ο Χορικό(824-865)

Των Ερεχθείδων η φυλή
απ’ την παλιά του χρόνου ουλή
ευτυχισμένη μειδιά
Θεών, μακαριστά παιδιά
κι απ’ την αδούλωτη μεριά
δόξας ανάβουνε κεριά
και στον αιθέρα περπατούν
ανάλαφρα ελαφροπετούν
εκεί που εννιά μούσες λιγνές
οι Πιερίδες οι αγνές
ανάστησαν με νου βαθύ
την Αρμονία την ξανθή
κι απ’ τα νερά του Κηφισού
η Κύπριδα, γιαλού μισού
αύρα ρουφά ευωδιαστή
η χώρα της να δροσιστεί.
Και στο λυτό της το μαλλί
στεφάνι τριανταφυλλί
φορά με οσμές ευωδιαστές
με την Σοφία σ’ έρωτες
που τους ζητά να ‘ναι μαζί
στης αρετής το μαγαζί.
Μα η πόλη, πως το θες κυρά,
με τα ποτάμια τα ιερά
ο τόπος που άνεμος φυσά
σένα την παιδοφόνισσα
με φως να σε δεχτεί αλλουνού;
Το χτύπημα βάλε στον νού
ο ήχος του άγρια βαθύς!
Τι φονικό θα φορτωθείς;
Τα γόνατά σου τα φιλώ
μη Θε’ μου σε παρακαλώ
μη τα σκοτώσεις τα παιδιά!
Πες μου που θα ‘βρει η καρδιά
θάρρος να κάνει αποκοτιά;
Και όταν πέσει η ματιά
στο άγιο τους βλέμμα το βαθύ
ποια μοίρα αδάκρυτη θα ‘ρθεί
φόνισσα να σε πει πιστά;
Και τα παιδιά γονατιστά
στην ικεσία την καυτή:
με αίμα το χέρι μη βαφτεί,
δεν θα τον στείλεις τον χαμό
με ακατάμαχητο θυμό

ΤΕΛΟΣ 4ου ΧΟΡΙΚΟΥ

ΜΗΔΕΙΑ(5ο Επεισόδιο στιχ.866-975)

…….Μπαίνει η Παραμάνα με τον Ιάσονα

ΙΑΣΟΝΑΣ
Ήρθα καθώς παρήγγειλες, κι ας έχεις έχθρας γνώμη
για να σε ακούσω. Πες το μου, τι να ζητάς ακόμη;

ΜΗΔΕΙΑ
Ιάσονά μου σου ζητώ συγνώμη να μου δώσεις
τα λόγια που είπα ξέχνα τα. Και των θυμών τις δόσεις
μην τις ξεσυνερίζεσαι, σφάλμα μου, και μεγάλο,
σκέψου τι αγάπη είχαμε ο ένας για τον άλλο.
Στα λογικά μου έφτασα σιγά-σιγά και μόνη
και την καρδιά μου έπιασα με τούτα να θυμώνει:
«Τι θέλω η χαζή εγώ, στης πίκρας την θαμπάδα
και να εχθρεύομαι αυτούς που ζουν με φρονιμάδα;
όπως οι άρχοντες εδώ, κι ο άντρας μου πορεύτη,
που κόρη, για συμφέρον μας, του βασιλιά παντρεύτη,
πασχίζοντας στα τέκνα μου αδέρφια να χαρίσει;
Δεν θα γλιτώσω απ’ την οργή; Τι μ’ έχει κυνηγήσει,
αφού καλόβολα οι Θεοί, με έχουνε προσέξει;
Δίπλα μου έχω τα παιδιά. Και πώς να πω μιά λέξη
αφού ήρθαμε στην προσφυγιά, χωρίς γνωστούς, και μόνοι;
Αυτά έχω βάλει μες στον νου, κι ο λογισμός θυμώνει
γιατί ήμουνα αστόχαστη η πίκρα να με πνίγει
και δίχως να έχω όφελος θυμός να με τυλίγει.
Τώρα λοιπόν παινέματα θα έχεις από μένα
και σε θωρώ πιο γνωστικό, για όλα τα καμωμένα,
και για τον γάμο που έκανες, πίκρες γιατί να ράβω
όλα σωστά ας τα ‘βλεπα, να σου έλεγα και μπράβο,
την νύφη ας έβλεπα γλυκά, κι όχι σαν συμφορά μου
να σας νοιαστώ καλύτερα, και να ‘τανε χαρά μου.
Μα εμείς γυναίκες είμαστε-μην πω καμιά κακία-
Μα εσύ κακός μη γίνεσαι, μη σπέρνεις αδικία,
και στους μωρούς μην απαντάς με των μωρών τα λόγια
σαν χάρη αυτό σου το ζητώ, με λέξεις κι ευχολόγια,
παλιά τα στοχαζόμουνα σε λάθος μονοπάτι
μα τα σωστά όμως είναι αυτά, τα βλέπω με άλλο μάτι

….το βλέμμα της γυρνά προς το σπίτι:

Παιδιά, παιδιά μου γρήγορα το σπίτι παρατάτε
βγείτε έξω, ήρθε ο πατέρας σας, κοντά του εδώ ελάτε ,

……τα παιδιά με τον παιδαγωγό πλησιάζουν

και δώστε του χαιρετισμό μέσα σε αυτή τη δίνη
Με λόγια που κι η μάνα σας ακούτε να του δίνει
την έχθρητα αφήστε τη που φέρνει τον χαμό μας
θ’ αγαπηθούμε στο εξής σβήσαμε τον θυμό μας.
και το δεξί το χέρι του, κρατείστε στην κραιπάλη-
Αλί μου άγρια συμφορά στον νου μου έχω βάλει!
Άραγε είναι της ζωής ατέλειωτα τα χρόνια
κι απλώνετε τα χέρια σας σαν να ‘ναι η ζήση αιώνια;-
Όμως τι δύστυχη είμαι εγώ με την ματιά όλο δάκρυ
και φόβο: αφού τον τσακωμό, τον άφησα στην άκρη
που είχα με τον πατέρα σας, κι ήμουν σε λύπης κόψη
λούζω με λύπης δάκρυα την γερασμένη μου όψη.

ΧΟΡΟΣ
Κι εμένανε το μάτι μου καυτό το δάκρυ χύνει.
Μακάρι αυτή η συμφορά χειρότερη μη γίνει

ΙΑΣΟΝΑΣ
Υμνώ γυναίκα αυτά που λες, υπέροχα δοσμένα
κι ούτε γκρινιάζω για παλιά, ξεχνώ τα περασμένα.
Ξέρω, απ’ τη φύση του πονά το γυναικείο γένος
αν ο άντρας βγαίνει άπιστος, και διπλοπαντρεμένος.
Μα η δική σου η καρδιά τόλμησε να γλυκάνει
προς το καλό. Κάθε κυρά φρόνιμη, έτσι κάνει
…γυρνά στα παιδιά
Κι εσάς παιδιά μου ο γονιός μόνα σας δεν σας έχει
με των Θεών τη δύναμη σίγουρα σας προσέχει
θαρρώ στην γη, στην Κόρινθο, αν μοιραστούν οι ρόλοι
οι πρώτοι με τ’ αδέρφια σας θα είστε μες στην πόλη.
Θεριεύετε όμως. Τα άλλα εγώ και οι Θεοί φροντίζουν.
Άμποτε να σας δω γερά οι εχθροί μη σας φοβίζουν
…ξαναγυρνά στην Μήδεια
Μα εσύ τις κόρες των ματιών, με δάκρυ γιατί βρέχεις
και το λευκό σου μάγουλο στην πέρα άκρη έχεις,
είναι μακριά απ’ την καρδιά ο λόγος ο δικός μου;

ΜΗΔΕΙΑ
Μπα, τα παιδιά μας σκέφτομαι, και τρέχει ο λογισμός μου

ΙΑΣΟΝΑΣ
Κουράγιο κάνε, όλα αυτά εγώ θα τα φροντίσω

ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό θα κάνω, και φρονώ, μ’ εσένα θα τα λύσω.
Μα η γυναίκα είναι δειλή, γι αυτό και δάκρυα χύνω

ΙΑΣΟΝΑΣ
Όμως γιατί , για τα παιδιά, σε βλέπω μες στον θρήνο;

ΜΗΔΕΙΑ
Εγώ τα γέννησα αυτά, τότε που εσύ ευχόσουν
να ζήσουν, και αγωνιώ αν οι Θεοί το δώσουν.
Κι από όσα ήρθες να σου πω μισά τα ‘χεις ακούσει
και τα άλλα μου θα ακουστούν, στου τελειωμού το πούσι.
Αφού το θέλει ο βασιλιάς , έξω από δω να μένω
-ίσως για μένα κάλλιστο, κι άριστα καμωμένο.-
Ούτε να γίνω εμπόδιο του άριστου σου κόπου
κι ούτε έτσι να με βλέπουνε οι άρχοντες του τόπου
πως για τα σπίτια τους εγώ κακό έχω στον νου μου-
κάλλιο να φύγω και να βρω τα μέρη τ’ ουρανού μου,
μα την συμπόνια στα παιδιά, αν θέλεις δείχτη όλη,
και ζήτα απ’ τον Κρέοντα, μη φύγουν απ’ την πόλη

ΙΑΣΟΝΑΣ
Δεν ξέρω αν εισακουστώ, κι η γνώμη μου αν πείσει

ΜΗΔΕΙΑ
Βάλε την νύφη, στον γονιό ετούτο να ζητήσει

ΙΑΣΟΝΑΣ
Άριστα λες! Μπορώ αυτή εύκολα και την πείθω

ΜΗΔΕΙΑ
Μα ναι! αν τούτη κουβαλά των γυναικών τον μύθο.
Μα κι από εμένα στη δουλειά αυτή θα ‘χεις βοήθεια.
Δώρα θα στείλω εγώ σε αυτή που δεν θα βρεις στ’ αλήθεια
αλλού με τέτοια ομορφιά, στου κόσμου την χοάνη
πέπλο αραχνοϋφαντο, κι ολόχρυσο στεφάνι,
θα της τα πάνε τα παιδιά εκεί, χέρι με χέρι.-
Παραδουλεύτρα γρήγορα, τα δώρα να τα φέρει.-
Δεν θα ευτυχήσει μόνο μιά, μυριόλουστη η χαρά της
που εσένα θα έχει ομόκλινο, θ’ ανοίγει τα φτερά της,
στου Ήλιου τις διαδρομές, στους δρόμους του, τους μόνους
που είναι του κύρη μου γονιός, και χάρισε απογόνους
…… η παρακόρη φέρνει το στεφάνι και το πέπλο
……..και η Μήδεια τα δίνει στα παιδιά
στα χέρια σας να πάρετε παιδιά μου τα στολίδια
βρείτε την κόρη του άρχοντα και δώστε τα στην ίδια
δεν είναι ευκαταφρόνητα ότι θα λάβει ετούτη

ΙΑΣΟΝΑΣ
Είσαι τρελή; Τι άδειασες το σπίτι από πλούτη;
Θαρρείς λείπουν στο ανάκτορο, και πέπλα και χρυσάφι;
Βάστα τα, και για μένανε η μοίρα μου δεν γράφει
πως για το χρήμα μοναχά αυτή με λογαριάζει

ΜΗΔΕΙΑ
Σταμάτα. Για τις δωρεές και τους Θεούς τους νοιάζει.
Ποιο κραταιός είναι ο χρυσός και από λόγων ρύγχη,
σύμμαχος νιάτα, κι ο Θεός, μα την βοηθά κι η τύχη.
Κι εγώ μη στείλουν τα παιδιά στην μαύρη εξορία
χρυσάφι δίνω και ψυχή, να ‘χουν καλή πορεία.
Μόνο παιδιά μου μπείτε εσείς στου πλούτου εδώ τα κέντρα
βρείτε την νύφη του γονιού, την νέα μου αφέντρα
παρακαλέστε την να πει στην πόλη της την ίδια
να μείνετε, προσφέροντας ετούτα τα παιγνίδια,
πρέπει να ’ρθούν στα χέρια της αυτά εδώ τα δώρα.
Άντε κι αφού σημάνει πια του τέλους η άγια ώρα
γυρίστε εδώ στην μάνα σας και πείτε στην καημένη
πως γίναν όπως ήθελε, κι όπως τα περιμένει

….Φεύγουν τα παιδιά με την Παραμάνα
και τον Ιάσονα.

ΤΕΛΟΣ 5ου ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

ΜΗΔΕΙΑ 5ο ΧΟΡΙΚΟ(976-1001)

ΧΟΡΟΣ
Καμιά ελπίδα στη βραδιά
ζωή δεν έχουν τα παιδιά.
Να ! πάνε σε σφαγής ακτή,
η ομορφονύφη να δεχτεί
από το πέπλο τελειωμό
κι απ’ το χρυσάφι τον χαμό.
Γύρω από το ξανθό μαλλί
με των χεριών της τη βουλή
θα βάλει μια στολή καυτή
στην χάρη της να πλανευτεί
κι από ενός φέγγους ρημαδιό
θα τα φορέσει και τα δυό
πέπλο, στεφάνι χρυσαφί,
μα θ’ ανταμώσει την ταφή,
κι αντί να νυφοστολιστεί
στου Άδη τη γη θα κυλιστεί.
Δεν θα γλιτώσει η δύστυχη
του Άδη την κακή βροχή
Κι εσύ γαμπρέ, καημού νυχιά,
του βασιλιά κακοτυχιά
χωρίς να θέλει η καρδιά
στέλνεις στον Άδη τα παιδιά
στην νύφη, θάνατο κακό
δόλιε! Τη μοίρα σου αγροικώ.
Πόνος, καημός, στιγμών πικρών,
άστοχη μάνα των μικρών,
που θα ‘βρουν θάνατο κακό
για ένα κρεβάτι νυφικό,
που άντρας αισχρός το ‘χει αρνηθεί
σε άλλο κρεβάτι να βρεθεί!!

ΤΕΛΟΣ 5ου ΧΟΡΙΚΟΥ

ΜΗΔΕΙΑ 6ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ(1002-1250)

….ο παιδαγωγός γυρνά κρατώντας τα παιδιά
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κυρά, τα φέρνω τα παιδιά, χαρίστη η εξορία
τα δώρα πήρε με χαρά η αρχόντισσα κυρία.
Αγαπηθήκαν με τους γιους, και δεν υπήρχε γρίφος.
Όμως γιατί ταράχτηκες; Γιατί αυτό το ύφος
τώρα που είναι θετική, η αλλαγή του δρόμου;

ΜΗΔΕΙΑ
Ωιμέ η τρισκατάρατη! Ωιμέ αλίμονό μου

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γιατί άραγε δεν συμφωνείς με τούτα τα μαντάτα;

ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονό μου η δύστυχη, σε αυτή που βγήκα στράτα

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μαντάτο μήπως σου έφερα, που άσχημα έχει βάρη
νομίζοντας, πως αν στο πω, θα ‘ναι για σένα χάρη;

ΜΗΔΕΙΑ
Έφερες ότι έφερες, δεν φταις σε αυτά τα μάκρη.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μα τι κοιτάζεις χαμηλά, και πνίγεσαι στο δάκρυ;

ΜΗΔΕΙΑ
Ανάγκη το ‘χω, όλα αυτά σκαρώσαμε με πάλη
Θεοί, κι εγώ με το άθλιο κι αγύριστο κεφάλι

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κουράγιο κάνε , οι εχθροί για σένανε μη χαίρουν
θαρθεί η μέρα, τα παιδιά, που πίσω θα σε φέρουν

ΜΗΔΕΙΑ
Μες στα συντρίμμια της ζωής, στον πόνο τον μεγάλο
Κάτω απ’ τη γη, η δόλια εγώ, να δεις κι άλλους θα βάλλω

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν είσαι η πρώτη, που παιδιά χωρίζεται, και χάνει
την ατυχία ο θνητός πρέπει να την προφτάνει

ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό θα κάνω! Μπες εσύ στο σπίτι, είναι ώρα
να τα βοηθήσεις σε ότι αυτά, ανάγκη έχουν τώρα
…φεύγει ο Παιδαγωγός

Αχ τέκνα μου! Αχ τέκνα μου! σπίτι έχετε και δώμα
να μείνετε παντοτινά, όμως για εμένα ακόμα
φωτιά θα καίει ερημιάς, δεν θα έχετε μητέρα,
αφού θα μ’ εύρει προσφυγιάς καημός την άλλη μέρα
προτού εγώ να σας χαρώ, για ενός καημού γινάτι,
νύφες να βρω, να στολιστεί το νυφικό κρεβάτι,
και τις λαμπάδες να κρατώ, στην τελετή του γάμου.
Της δύστυχης! μοίρα κακή, μου πήρε τη χαρά μου
κακώς ανατραφήκατε στης μοναξιάς τους χρόνους
κακώς μοχθούσα εγώ για σας μες στους μεγάλους πόνους
και σκίστηκαν τα σπλάχνα μου για σας πάνω στη γέννα.
Πόσες ελπίδες στήριξα επάνω σας, για μένα
ως τα βαθιά μου γηρατειά να μ’ έχετε στα χέρια
στον θάνατό μου ζηλευτά στολίδια να ‘χω πλέρια.
Μα η αντοχή κλονίστηκε με τούτα τα συμβάντα
δίχως εσάς θα ‘ναι η ζωή, θλιμμένη μια για πάντα.
Και στ’ ακριβά ματάκια σας, η μάνα θα ‘χει σβήσει
θα έχετε κάνει απόδραση παιδιά μου σε άλλη ζήση.
Αλί! Τα μάτια πάνω μου, το βλέμμα σας τι ρίχνει
Τι με κοιτάτε με χαρά κι έχετε γέλιου ίχνη;
Αχ! η καρδιά γυναίκες μου τα πάντα ανατρέπει
το βλέμμα τους το πρόσχαρο, μπροστά της όταν βλέπει.
Δεν έχω θάρρος, σκεφτικά, ξοπίσω μου αφήνω
Τι; Για να βλάψω τον γονιό, την συμφορά απευθύνω
προς τα παιδιά; Και συμφορά διπλή εγώ ετοιμάζω;
Μόνη μου κι όλας; Άκυρο. τη σκέψη τούτη αλλάζω.
Μα τι έπαθα; Περίγελος του κόσμου αυτού θα γίνω
που ατιμώρητους εχθρούς, θα λένε ότι αφήνω;
Δύναμη θέλει. Κιότεψα σε αισθημάτων κοίτη.
Άειντε παιδιά τελειώσαμε! Τραβάτε μες στο σπίτι
…τα παιδιά φεύγουν
Για όποιον αμάρτημα βαρύ, είναι αυτή η θυσία
να μη βρεθεί τριγύρω εδώ, να πει είναι οπτασία.
Το χέρι μου στην πράξη αυτή τρέμουλο πια δεν θα ‘χει
Αχ! αχ! καρδούλα σκέψου το, φύγε απ’ αυτή τη μάχη
Άστα να ζήσουνε αυτά έστω και μακριά σου
πάλι θα είσαι ευτυχής , λίγα τα δάκρυά σου.
μα τους Θεούς εκδίκησης του Άδη. Ω συμφορά μου
εχθροί δεν θα ντροπιάσουνε ποτέ τους τα παιδιά μου.
τέλος εδώ. Την μοίρα αυτή κανείς δεν θ’ ανακόψει
το πέπλο ντύθη η κώμη της στου στεφανιού την κόψη
η κόρη πια του βασιλιά του Κρέοντα αργοσβήνει-
πάντοτε γνώριζα καλά των λόγων μου τη δίνη
μα είναι δρόμους δύσβατους κι απάνθρωπους ν’ ανοίξω
και τούτα σε πιο δύσβατους ακόμα να τα ρίξω
θα χαιρετίσω τα παιδιά στου κόσμου την αλάνα
……..γνέφει στο σπίτι
Τα παιδιά ξαναέρχονται
Δώστε παιδια το χέρι σας για να τα σφίξει η μάνα
………Φιλά τα παιδιά κρατώντας το χέρι τους


Αγαπημένο χέρι μου, αγαπημένα χέίλη
και όσα κρύβει άριστα το παιδικό καντήλι
να ευδαιμονείτε στην αυλή που θα σας πάει ο αγέρας.
Αυτού του κόσμου τα καλά τα πήρε ο πατέρας
Ω τρυφερό μου αγκάλιασμα σάρκας, κι ανάσα μύρου
των τέκνων μου….Πηγαίνετε σε κόσμους άλλου ονείρου
……Τα διώχνει να πάνε σπίτι
Καρδιά δεν έχω και ψυχή, να τα κοιτώ στα βάθη
με κυβερνούν τ’ ανόσια, τα δολερά μου πάθη.
Κι ας νοιώθω πως είναι άθλια η βούληση η κακή μου
είναι πιο πάνω ο θυμός από τη λογική μου,
θυμός που είναι υπεύθυνος για τα μεγάλα λάθη
και που έκανε τον άνθρωπο δεινά να κακοπάθει

ΧΟΡΟΣ
Σε σκέψεις μπήκα εγώ φορές
σε μυθικές αναφορές
και με των λόγων το εκκρεμές
κίνησα τις διαδρομές,
αν και για θήλυ είναι γραφτά
σκέψεις να κάνει για όλα αυτά
μα Μούσα έχουμε κι εμείς
σαν οδηγό διαδρομής,
μα όχι το σύνολο που λες
-μπορεί και μια απ’ τις πολλές-
δίπλα τους να ‘ναι, να σου πουν
τις Μούσες πως τις αγαπούν.
Λοιπόν, απ’ τους θνητούς αυτοί
που δεν έχουν ποτέ κλαφτεί
γιατί δεν γέννησαν παιδιά
έχουν χαρά μες στην καρδιά
στην ευτυχία, πιο εμφανείς
απ’ όσους έγιναν γονείς.
Αμάθητοι είναι οι άκληροι
αν λύπη ή χαρά πληροί
την ευτυχία στην καρδιά.
Μα αφού δεν έχουνε παιδιά
πόνο δεν έχουν πολικό.
Μα όσοι έχουνε στο σπιτικό
το παιδομάνι ν’ αλυχτά
έχουν φροντίδα αναρριχτά.
Όλο το χρόνο προσπαθούν
πως τα παιδιά θα πορευθούν
πως ένα βιός θα μαζευτεί
στη ζήση τούτη τη καυτή,
μα για αγαθούς; Για πονηρούς;
Άγνωστος της ζωής ο ρους.

Και των θνητών πάθος βαθύ
έστω στερνά θα ειπωθεί:
Πες μες στης ζήσης τη σοδειά
πως μεγαλώσαν τα παιδιά
άριστο φαίνεται αυτό.
Μα αν της μοίρας το γραφτό
φέρνει του Άδη ερημιά
με των παιδιών τους τα κορμιά.
Κέρδος μηδέν, και παγωνιά
που αντί να στρώσουνε γενιά
βλέπουν το μαύρο το κακό,
το απαίσιο το φονικό
να τους προσφέρουν οι Θεοί,
στ’ άλλα κακά που ‘χει η ζωή.

ΜΗΔΕΙΑ
Φίλες μου, στο καρτέρι αυτό, εδώ είμαι από ώρα,
να δω εκεί τι έγινε, και τι συμβαίνει τώρα.
Και να! διακρίνω αμυδρά, μου το επιτρέπει ο χώρος
να έρχεται του Ιάσονα ένας μαντατοφόρος
η αλαφιασμένη ανασεμιά, κι η αγριάδα η τόση
δείχνει πως κάτι άσχημο θαρθεί ν’ ανακοινώσει
…….Με γρηγοράδα μπαίνει
……..ένας ακόλουθος του Ιάσονα

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Εσύ, το άθλιο κακό που έκανες μόλις τώρα
φύγε τροχάδη Μήδεια, φύγε απ’ αυτή τη χώρα.
Με αμάξι φύγε απ’ τη στεριά ή με όποιο βρεις καράβι

ΜΗΔΕΙΑ
Γιατί να φύγω, τι έγινε, κι η γλώσσα άθλια ράβει;

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Χάθηκε η πριγκίπισσα , στου χάροντα τ’ αυλάκια
απ’ τα δικά σου, κι ο άρχοντας ο Κρέοντας , φαρμάκια.

ΜΗΔΕΙΑ
Λόγο καλό μου έφερες, και για όλα μου τα έτη,
θα σ’ έχω σαν να ‘σαι δικός, φίλο μου κι ευεργέτη

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Τι λες γυναίκα; Λογική, δεν έχεις πια για μένα
μάλλον ζουρλάθης εντελώς, και τα ‘χεις στα χαμένα.
Ξεκλήρισες του βασιλιά το σπίτι, το ρημάζεις,
το ακούς, κι αντί να φοβηθείς, δείχνεις ν’ αναγαλλιάζεις;

ΜΗΔΕΙΑ
Έχω πολλά για να σου πω σε αυτά να καταλάβεις
λέγε μου κι άλλα πιο πολλά, με λόγια να με ανάβεις.
Πως χάθηκαν; Έχω χαρές, σαν να ‘ναι αστραπές μου,
πως σβήσαν; Πως πεθάνανε; Να το ακούσω πες μου

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Σαν τα παιδιά σου φτάσανε τα δύο αμανάτι,
μαζί με τον πατέρα τους στης νύφης το παλάτι
οι δούλοι αναγαλλιάσαμε, χαρήκαμε στα βάθη
που στενοχώριες είχαμε με τα δικά σου λάθη
και στόμα – στόμα λέγαμε τη λέξη: αγάλι-αγάλι,
ότι με τον Ιάσονα φιλιώσατε και πάλι.
Χαϊδεψε το κεφάλι τους, και τους φιλά το χέρι
και σ’ ένα δώμα τα οδηγεί, στων γυναικών τα μέρη.
Μα η καινούργια ρήγισσα , που πήρε τη σειρά σου
και υπηρετούμε, πριν να μπουν ακόμα τα παιδιά σου
κοίταξε τον Ιάσονα με το άγριο της βλέμμα
τα μάτια κλείνει βλέποντας του πουθενά το ρέμα
καθώς τα βλέπει τα παιδιά να μπαίνουν στο παλάτι
κι ο Ιάσονας της γλύκανε της κόρης το ινάτι
με λόγια , που στο θύμωμα , σαν ίαμα είναι νόσου:
«Τους φίλους μην εχθρεύεσαι, κατάπιε τον θυμό σου
ξέχασε όλο τον θυμό, γύρισε το κεφάλι
και φίλοι σου ας γίνουνε, του άντρα σου οι φίλοι οι άλλοι.
Δέξου τα δώρα τούτα εδώ, και ζήτα από τον κύρη
μην εξορίσει τα παιδιά, κάνε μου το χατίρι».
Σαν τα στολίδια αντίκρισε εκείνη δεν θ’ αντέξει
κι όλα όσα γίνανε κακά, στον άντρα θα τα στέρξει
κι αφού η ομήγυρη παιδιών-πατέρα απομακρύνθη
το πέπλο το αραιόφαντο, με θαλπωρή το εντύθη,
κι ως το στεφάνι φόρεσε, μπρος στον καθρέφτη στέκει
και τα σγουρά της τα μαλλιά κίνησε και τα πλέκει
γελάει μπρος στην άψυχη του ειδώλου της εικόνα
διαβαίνοντας την αχανή, του παλατιού αλώνα,
πατά το πόδι και κοιτά με θάμπωμα τα δώρα ,
το βλέμμα της φιλάρεσκα, στις φτέρνες ρίχνει για ώρα.
Μα από κείνη τη στιγμή, κανείς μην αντικρίζει.
Χρώμα αλλάζει, το κορμί κινάει και λυγίζει
χέρια και πόδια τρέμουνε, χύνονται σαν την άμμο
ώσπου ξαπλώνει στο θρονί, για να μην πέσει χάμω.
Και μία δούλη αντίκρυ της, σκηνές βλέποντας χύμα,
στον Πάνα ή σε άλλο Θεό, λέει πως είναι θύμα.
Μα όταν την είδε να πετά αφρούς από το στόμα
να της γυρνούν τα μάτια της, κίτρινο να ‘χει χρώμα,
έσυρε άγρια φωνή, σαν να ‘ναι θρήνος μοιάζει
και προς του κύρη τη μεριά πάει και αλαλάζει,
προς του γαμπρού τα δώματα πηγαίνει κάποια άλλη
την συμφορά για να τους πουν της νύφης, τη μεγάλη.
Και το παλάτι ολάκερο απ’ τις φωνές της νέας
σειότανε. Κι οι ώρες ήτανε , όσες ένας δρομέας
χρειάζεται με δύναμη και σύνεση να τρέξει
απόσταση ισόποση, πλέθρων, περίπου έξη,
κι ενώ ήταν λιγομίλητη, με ολόκλειστα τα μάτια,
βόγκηξε, κι αντηχήσανε άγρια τα παλάτια.
Γιατί ήτανε διπλό κακό, και μαύρο είχε χάλι.
Απ’ το στεφάνι που ήτανε στημένο στο κεφάλι,
ποτάμι έρρεε η φωτιά , στην φλόγα βουτηγμένο
μα και το πέπλο των παιδιών το αραιοπλεγμένο
τη σάρκα της, της κένταγε, τρελά σφιχτοκλεισμένη.
Πετάγεται από το θρονί στον δρόμο φλογισμένη
σειώντας μαλλιά και κεφαλή, να πέσει το στεφάνι,
μα το χρυσό στην κώμη της, πιο στέρεο τυγχάνει,
κι όσο κουνούσε τα μαλλιά, η φλόγα του θεριεύει.
Στο τέλος πια νικήθηκε, πεσμένη δεν σαλεύει
σε όλους αγνώριστη, εκτός απ’ του γονιού το μάτι.
Ούτε απ’ το σχήμα των ματιών ξεχώριζε πια κάτι
ούτε το μούτρο το όμορφο, το φλογερό της βλέμμα
μα έσταζε απ’ την κορφή του κεφαλιού της το αίμα,
και από τα κόκαλα έσταζαν σάρκες σαν πεύκου δάκρυ,
απ’ τα φαρμάκια δαγκωτές, φριχτές, στης γης την άκρη.
Και ο καθένας την νεκρή φοβότανε ν’ αγγίξει
γιατί η κακή η τύχη της αυτό μας είχε δείξει.
Κι ο Κρέοντας , για τον χαμό μη ξέροντας ακόμα
Μπαίνει στο δώμα, και χυμά με κλάματα στο πτώμα.
Την αγκαλιάζει, την φιλά, κλαμένη λέει φράση:
«Δύστυχη κόρη ποιος Θεός έτσι σ’ έχει χαλάσει;
Κι εμένα τον νεκρόγερο ποιος μ’ έχει ορφανέψει;
Ωϊμέ! Κορούλα δίπλα σου ας είχα ταξιδέψει»
Κι ως τέλειωσε το γόγγυσμα που ‘χε του θρήνου χρώμα
για να σηκώσει προσπαθεί το γερασμένο σώμα.
Μα όπως στης δάφνης, ο κισσός απλώνεται τα κλώνια
έτσι μπερδεύτηκε κι αυτός στου πέπλου τα στημόνια
κι ήτανε κάτι φοβερό η τρομερή τους πάλη
να θέλει ν’ ανασηκωθεί, να μην αφήνει η άλλη
και στον μακάβριο αυτό, σκληρό αγώνα αιμάτου
γέρικες σάρκες έφευγαν από τα κόκαλά του.
Κι απ’ τον αγώνα ανήμπορος, ψυχή θα παραδώσει,
δεν ήταν τόσο δυνατός την ζήση του να σώσει.
Και κείτονταν χωρίς ψυχή, αντάμα ξαπλωμένοι
ο γέροντας ο κύρης της, κι η κόρη η λατρεμένη,.
Να μαύρη μοίρα που είναι εμπρός, κι αξίζει μοιρολόγια
….γυρίζει στην Μήδεια
Όσο για σένα, τι να πω, που να τα βρω τα λόγια
το μέγεθος της συμφοράς, συ θα το δεις μονάχη.
Τα πάθη τα ανθρώπινα τα βλέπω, κι άμα λάχει
τα λέω δίχως να σκιαχτώ κακό ότι με βρίσκει
όταν τα βλέπω γύρω μου, μουντά να ‘ναι σαν ίσκιοι.
Όποιος θνητός, λέει πως σοφά, τα λόγια θα σκορπίσει
αυτός από άλλους πιο πολύ, να δεις θα δυστυχήσει.
Κανείς λοιπόν απ’ τους θνητούς, κανείς δεν θα πετύχει,
μπορεί ανάμεσα σε δυό, ο ένας να έχει τύχη
και να περνά καλύτερα με πλούτη απλωμένα
μα ευτυχισμένο να μη λες, ποτέ σου και κανένα
...ο μαντατοφόρος φεύγει

ΧΟΡΟΣ
Σήμερα στον Ιάσονα, φριχτά ο Θεός μοιράζει
μα δίκαια. Κι εσύ φτωχή, μας έβαλες μαράζι
κόρη του Κρέοντα που πας, για παντρειά στον Άδη
για χάρη του Ιάσονα, και βρίσκεις το σκοτάδι.


ΜΗΔΕΙΑ
Φίλες μου την απόφαση την πήρα κι έχω θάρρος
στα γρήγορα τα τέκνα μου , να τα δεχτεί ο χάρος,
δεν έχω άλλο εμπόδιο, ήρθε η μεγάλη ώρα
να τελειώσω το κακό, να φύγω απ’ τη χώρα.
Κι ούτε η αργοπορία μου θέλω να μεταφέρει
τον θάνατο των τέκνων μου, απ’ του εχθρού το χέρι.
Όπως και να ‘χει, τα ζητά η ανάγκη πεθαμένα
κι αφού δεν γίνεται αλλιώς θα πάνε από μένα,
εγώ θα γίνω φόνισσα γι αυτά που ‘χω γεννήσει.
Άειντε καρδιά μου κίνησε! Έχεις αργοπορήσει
το κρίμα να το πράξουμε όποιο κι αν είν’ το ύφος.
Δόλιο μου χέρι μην αργείς, πιάσε γερά το ξίφος.
Πορέψου δύστυχη ζωή, σε άθλιο δρόμο να ‘σαι
ξέχασε πως τα γέννησες, ούτε να το θυμάσαι,
να ‘ναι για σένα άγνωστοι, μάνα και γιοι συνάμα
έχε την αμνησία σου, κι ύστερα πιασ’ το κλάμα.
Κι αν τους σκοτώσεις ήτανε ν’ αγαπηθούν πλασμένοι
κι εγώ θα είμαι μια ζωή, πάντα δυστυχισμένη

ΤΕΛΟΣ 6ου ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ
ΜΗΔΕΙΑ 6ο ΧΟΡΙΚΟ(1251-1292)

ΧΟΡΟΣ
Ολοφώτεινη του ήλιου αχτίδα,
Γη μου, δείτε μια δόλια παγίδα
γυναικός, κι εμποδείστε το χέρι
που κρατάει του φόνου μαχαίρι
και ζητά με ορμή να το αφήσει
τα δικά της παιδιά να χτυπήσει.
Μη τα δω Ήλιε τούτα σε αγχόνη
της δικής σου γενιάς είναι κλώνοι.
Τι φριχτό! Αίμα Θείο στο αγέρι
να το χύνει θνητός με μαχαίρι.
Αλλά εσύ, φως σταλμένο απ’ τον Δία
στη κακιά αιμοβόρα Ερινύα
βάλε εμπόδια, διώξτη απ’ το σπίτι
κι ας την στείλαν Θεοί μας στην κοίτη.
Μάταιοι πήγαν της μάνας οι κόποι
μάταια ήρθαν στον κόσμο ανθρώποι
πολυαγάπητη, απ’ τις μαινάδες,
που τις πέρασες τις Συμπληγάδες
με φτερά που ‘χες βγάλει στη ράχη
μα εδώ σ’ έκλεισαν άγριοι βράχοι.
Του θυμού, γιατί δόλια η λάμψη,
μες στον νου, την φωτιά να σου ανάψει;
Πως με φόνου ιό προσεβλήθης
την παλιά σου αγάπη αρνήθης;
Φοβερό, για θνητούς, αν με αίμα
νοθευτεί της γενιάς τους το ρέμα.
Κι αν στην φύτρα τους δουν τον φονιά τους
θα ‘ναι τόσα πολλά τα δεινά τους,
θα χτυπά μιας θεότητας χέρι
με τυφλό τιμωρίας μαχαίρι.

ΠΑΙΔΙ(από το εσωτερικό του σπιτιού)
Α!Α!Α!Α!Α!Α!Α!Α!

ΧΟΡΟΣ
Ακούς το σκούξιμο παιδιών; Ακούγεται από αγόρι;
Αλίμονό σου δύστυχη! Αλί σου δόλια κόρη!

ΠΑΙΔΙ
Αλί! Πως απ’ τα χέρια της, μακριά να βγω στον δρόμο;
-Δεν ξέρω αδέρφι μου καλό, χαμένοι πάμε όμως.

…..ο χορός αναποφάσιστα μπροστά
στο σπίτι, μοιάζει ανταριασμένος
ΧΟΡΟΣ
Λέω να μπω με δύναμη, στο σπίτι να ξαμώσω
κι απ’ τη σφαγή την άθλια τα τέκνα να γλιτώσω

ΠΑΙΔΙ
Σώστε μας τώρα! Θα ‘ναι αργά, αν λάβει αυτό υπ’ όψη
είμαστε κιόλας στου σπαθιού την τρομερή την κόψη!

ΧΟΡΟΣ
Δύστυχη , που ‘ χεις καρδιά, σίδερο ή και πέτρα
που πας για φόνο των παιδιών; Μπες στον καημό, και μέτρα
που στης κοιλιάς σου τους καρπούς, στέλνεις του πόνου πούσι.
Μία γυναίκα μοναχά για τέτοιο έχω ακούσει
μία γυναίκα σε καιρούς παλιούς που το χε κάνει,
η Ινώ, που οι Ουράνιοι την είχανε τρελάνει
κι έδιωξε απ’ το σπίτι της η σύζυγος του Δία
σε τόπους αφιλόξενους, σε μακρινά πεδία.
Στα κύματα τότε αυτή, ρίχτηκε, στο νερό τους
με τα παιδιά, προσφέροντας τον άδικο χαμό τους.
Πήδησε μέσα στο νερό, ψηλά από τα βράχια
Και τα παιδιά πήρε μαζί, στου Άδη την μονάχια.
Πιο άθλιο που να βρεθεί; Έτσι που ο κύκλος κλείνει,
ω άθλια της γυναικός, γεμάτη πάθη κλίνη!!

ΜΗΔΕΙΑ 7ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (1293-1419)

…Ο Ιάσονας μπαίνει μέσα με ορμή

ΙΑΣΟΝΑΣ
Γυναίκες που είστε εδώ κοντά, για πέστε μου στην πράξη
είναι κει μέσα η άθλια, που έχει διαπράξει
το φοβερό κακούργημα, το ανόσιο στο παλάτι
ή πήρε δρόμο , χάθηκε, και τώρα είναι φευγάτη;
Κάτω απ’ το χώμα να κρυφτεί, για πάντα κει ν’ αράξει
ή τα φτερά στους ουρανούς, ν’ ανοίξει να πετάξει,
αλλιώς θα δώσει όσα χρωστά στο σπίτι, εδώ και τώρα
που σκότωσε τους βασιλείς, σε τούτη εδώ τη χώρα.
Νομίζει πως θ’ αμνηστευθεί; Πως παύει το μπουγάζι;
Μα δεν με νοιάζει πια γι αυτή, για τα παιδιά με νοιάζει
Απ’ όσους έκανε κακό, κακό αυτή θα λάβει
μα τα παιδιά εκδίκηση, δεν θέλω να προλάβει
μην οι δικοί του βασιλιά , σύρουνε τα ηνία,
να πληρωθεί το φονικό της μάνας με μανία.

ΧΟΡΟΣ
Ιάσονά μου αν ήξερες πάθη που σου έχει αφήσει
τα λόγια τα λυπητερά, δεν θα ‘χες ξεστομίσει

ΙΑΣΟΝΑΣ
Τι τρέχει; Μην αναζητά θάνατο να μου φέρει

ΧΟΡΟΣ
Έχει σκοτώσει τα παιδιά, άθλιο μάνας χέρι

ΙΑΣΟΝΑΣ
Ωιμέ! Γυναίκα άθλια με έχεις αφανίσει!

ΧΟΡΟΣ
Μη τα φροντίζεις τα παιδιά σαν να ‘ναι σε άλλη ζήση

ΙΑΣΟΝΑΣ
Στο σπίτι σκότωσε αυτά; Ή έξω και με τάξη;

ΧΟΡΟΣ
Άνοιξ’ την πόρτα , θα τα βρεις εκεί να τα ‘χει σφάξει

ΙΑΣΟΝΑΣ
Μαντάλια ανοίξτε γρήγορα, κόρες και δούλων φάρες
ανοίξτε πόρτες διάπλατα, και ρίξτε τις αμπάρες
για να την δω τη συμφορά, ποιους έχει θανατώσει
αυτούς που κείτονται νεκροί, κι αυτή που θα πληρώσει.

(….δεν κουνιέται κανείς. Ο Ιάσονας
ορμά στην πόρτα και την τραντάζει.
Ξαφνικά πάνω από το σπίτι, εμφανίζεται
ένα άρμα που το σέρνουνε δράκοντες φτερωτοί
και μέσα του είναι η Μήδεια, κρατώντας τα
πτώματα των δύο παιδιών)

ΜΗΔΕΙΑ
Τις πόρτες τι ταρακουνάς, και θες να τις γκρεμίσεις;
Νεκρούς ζητάς, κι εμένανε θες να με συναντήσεις
που έκανα τούτο το κακό; Όμως δεν σε συμφέρει!
Πες τι με θέλεις γρήγορα, δεν θ’ αγγιχτεί το χέρι
Το αμάξι , ο Ήλιος που ‘χει γιο τον κύρη μου, για να ‘χει
το ‘δωσε. Κι είναι λάφυρο, απ’ των εχθρών τη μάχη

ΙΑΣΟΝΑΣ
Τέρας! Πανάθλια γυναικών, απ’ όλους σιχαμένη
από εμένα, από Θεούς, κι από ανθρώπων γένη
απ’ το σπαθί σου τα παιδιά πεθάνανε κομμένα,
εμένα ξεκληρίζοντας, κι είναι δική σου γέννα.
Παρ’ όλο το κακούργημα σε όλη την υφήλιο
τολμάς τα ξαγναντέματα , με γη, μα και με ήλιο.
Χάσου! Τα έχω τώρα πια εγώ τα λογικά μου
μα τότε που σε άρπαξα, δεν τα ‘χα τα μυαλά μου
απ’ τους δικούς σου άθλια, τη βάρβαρη τη γη σου
σε σπιτικό Ελληνικό, να υφάνεις την οργή σου,
γη και πατέρα πρόδωσες , που σ’ έχει υποστηρίξει.
Μα οι Θεοί, την μάνητα επάνω μου έχουν ρίξει
που σκότωσες απαίσια, στο σπίτι σου το αδέρφι
για να διαβείς με την Αργώ, της θάλασσας τα νέφη.
Αυτά έτσι ξεκίνησαν, κι αφού ήρθες σε γάμο
μ’ εμένα, κι έκανες παιδιά, τα σκόρπισες στην άμμο,
για το στεφάνι, ή αν θες, για άλλη παλλακίδα,.
Πράξη που δεν θα έκανε, ποτέ μιαν Ελληνίδα,
καλύτερη σε είχα δει, για τότε έτσι εφάνη
συγγένεψα στο πλάϊ σου, και σου έβαλα στεφάνι
λέαινα είσαι, μ’ έκαψες, σαν τα ξερά τα φύλλα,
στη αγριάδα ολόϊδια, στην Τυρρηνίδα σκύλλα.
Μα για να πληγωθείς εσύ, βρισιές δεν φτάνουν δάσος
κακούργα, δολοφόνισσα, χάσου, που ‘χεις και θράσος.
Κι εγώ ας κλάψω γοερά τη μαύρη μου τη μοίρα
που παντρειά δεν θα χαρώ, ούτε αυτή που πήρα,
ούτε στα τέκνα θα μιλώ που δεν έχω χορτάσει
που γέννησα κι ανάθρεψα, γιατί τα έχω χάσει.

ΜΗΔΕΙΑ
Σε όσα λες, αντίλογο, θα ‘χα, χωρίς πλεκτάνη
ο Δίας αν δεν γνώριζε αυτά που μου χεις κάνει
και όσα γεύτηκες καλά, από δικής μου δράσης.
Μα το στεφάνι μου γραφτό, δεν ήταν να ντροπιάσεις
να ‘μαι περίγελός σου εγώ, να χαίρεσαι τη ζήση
κι ούτε η βασίλισσα γραφτό ήτανε για να ζήσει.
Κι αυτός που νύφη σου έδωσε ο Κρέοντας ως τώρα
πώς να ‘μενε ατιμώρητος, που μ’ έδιωξε απ’ τη χώρα.
Λέγε με εσύ και λέαινα, δίχως καμιά ελπίδα
και Σκύλλα, κάτοικο χρονιές, εδώ στην Τυρρηνίδα.
Μα όπως μου άναψες φωτιές, κι εγώ σε έχω κάψει

ΙΑΣΟΝΑΣ
Το μερτικό το ‘χεις κι εσύ, σε αυτά που χεις ανάψει

ΜΗΔΕΙΑ
Καλώς, αν μένα παίγνιο η γνώμη σου δεν θα ‘χει

ΙΑΣΟΝΑΣ
Τέκνα μου, άθλια, κακή, σας έχει μάνα λάχει

ΜΗΔΕΙΑ
Η τρέλα του πατέρα σας έσυρε το μαχαίρι

ΙΑΣΟΝΑΣ
Όμως αυτά δεν σφάχτηκαν απ’ το δικό μου χέρι

ΜΗΔΕΙΑ
Για τις βρισιές, και το άθλιο, το νέο σου στεφάνι

ΙΑΣΟΝΑΣ
Για ένα κρεβάτι άθλια εσύ τα ‘χεις πεθάνει

ΜΗΔΕΙΑ
Για μιά γυναίκα, λίγο αυτό το έχεις; Θε’ μου μίλα

ΙΑΣΟΝΑΣ
Αν η άλλη είναι φρόνιμη. Εσύ είσαι όμως σκύλα

ΜΗΔΕΙΑ
Αυτά δεν ζούνε! Σε πονά! Τα μέσα σου πενθούνε!

ΙΑΣΟΝΑΣ
Ζούνε αυτά! Τον φόνο τους θα τον εκδικηθούνε

ΜΗΔΕΙΑ
Γνωρίζουν οι Ουράνιοι γι αυτή τη πυρκαγιά σου

ΙΑΣΟΝΑΣ
Όπως επίσης ξέρουνε τη δολερή καρδιά σου

ΜΗΔΕΙΑ
Εχθρέψου με! Λοιπόν, γι’ αυτό, δεν θέλω άλλα λόγια

ΙΑΣΟΝΑΣ
Ίδια κι εγώ! Ας πορευτώ σε άλλα δρομολόγια



ΜΗΔΕΙΑ
Λέγε μου! εκεί θέλω κι εγώ να πορευτώ συνάμα

ΙΑΣΟΝΑΣ
Ας τα εδώ για να θαφτούν, και να πνιγώ στο κλάμα

ΜΗΔΕΙΑ
Όχι! Από μένα θα θαφτούν, αυτά ορίζει η μοίρα
κει στης Ακραίας τον ναό, που προσκυνούν την Ήρα
μην πάει κάποιος μου εχθρός, εκεί και προσπαθήσει
τους τάφους των δυό βλασταριών, άθλια να συλήσει.
Κι εδώ, στου Σίσυφου τη γη, γιορτή καθιερώνω
μήπως και έρθει κάθαρση, στον άνομο τον φόνο.
Εγώ θα φιλοξενηθώ, στην γη του Ερεχθέα
στον γόνο του Πανδίονα, στην χώρα του Αιγέα.
Μα εσύ θα πας σαν λείψανο, και το ‘χα στα όνειρά μου
να δεις το τέλος το πικρό, του παρ’ ολίγο γάμου.

ΙΑΣΟΝΑΣ
Ω! που να στείλει το κακό, Δίκη, και Ερινύα!

ΜΗΔΕΙΑ
Μα κι ο Θεός, που ψευδορκείς, θα σ’ έχει μιά μανία

ΙΑΣΟΝΑΣ
Αλίμονό σου φόνισσα, κακούργα, σιχαμένη.

ΜΗΔΕΙΑ
Στο σπίτι! Άειντε στην κυρά! Ταφή σε περιμένει!

ΙΑΣΟΝΑΣ
Πηγαίνω δίχως τα παιδιά, μα έρημος, και μόνος

ΜΗΔΕΙΑ
Κι ακόμα είσαι στην αρχή. Γερνάς, θαρθεί κι ο πόνος

ΙΑΣΟΝΑΣ
Αγαπημένα μου παιδιά, στου Άδη την αλάνα….

ΜΗΔΕΙΑ
Όχι από σένα τούτα δα! Μονάχα απ’ τη μάνα

ΙΑΣΟΝΑΣ
Κι απ’ την αγάπη την πολλή, σφαγής έστειλες λάμψη!!

ΜΗΔΕΙΑ
Τα ‘σφαξα! Η πράξη μου αυτή, εσένανε να κάψει

ΙΑΣΟΝΑΣ
Αλίμονό μου ο δύστυχος, τα χείλη ν’ ακουμπήσω
επάνω στα χειλάκια τους, να τα νεκροφιλήσω



ΜΗΔΕΙΑ
Τώρα τα θες, μα τα ‘διωχνες πιο πριν σε ξένα αυλάκια

ΙΑΣΟΝΑΣ
Για το Θεό σου, άσε με ν’ αγγίξω τα κορμάκια

ΜΗΔΕΙΑ
Δεν γίνετε! Ο λόγος σου, στην άκρη, κει θα μένει

(…εξαφανίζετει το φτερωτό άρμα)

ΙΑΣΟΝΑΣ
Δία! Το ακούς το τι τραβώ από τη σιχαμένη
τη λέαινα, την φόνισσα, που έπρεπε να την πνίξω.
Μα αν τα παιδιά μου δεν μπορώ στον θάνατο ν’ αγγίξω,
επικαλούμαι τους Θεούς στα ουράνια που κατέχω.
Μα και τους άλλους δαίμονες, για μάρτυρες τους έχω
πως αφού μου τα σκότωσες, στην πίκρα μου ν’ ανάψω
δεν επιτρέπεις ν’ αγγιχτούν, και ούτε να τα θάψω,
που είθε μαζί σου μ’ έρωτα να μην είχα σπαρμένα,
παρά από σένα να τα δω, να κείτονται σφαγμένα

(…………..βαδίζει προς την έξοδο σιγά-σιγά
Το ίδιο κάνει και ο χορός)

ΧΟΡΟΣ
Δίας στον Όλυμπο κρατά
πολλά από τα μπορετά
το αδύνατο οι Θεοί φορούν.
Πίστη στο απίστευτο μπορούν
άπιαστα κάνουν οι Ουρανοί.
Τα ίδια κι εδώ έχουν γενεί!!

ΤΕΛΟΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ















 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 5
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
φλοισβος
23-04-2012 @ 11:43
Είσαι μοναδικός και ανεπανάληπτος!
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
monajia
23-04-2012 @ 12:54
ΜΠΡΑΒΟ.................................

::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
elsa98
23-04-2012 @ 13:17
Σ Υ Γ Χ Α Ρ Η Τ Η Ρ Ι Α !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

::theos.:: ::theos.:: ::theos.::


την καλησπέρα μου
ierapostolos
23-04-2012 @ 19:21
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
pithanos
23-04-2012 @ 22:58
η Μήδεια, συμπάθειά μου (..μάγισσα νέα κι όμορφη) , πιθανότατα κι ένα πραγματικό πρόσωπο στα πανάρχαια βάθη της μυθολογίας, αδικημένη
α) για τον φόνο του αδερφού της (άλλη μια κωδικοποιημένη υπόθεση αλλά ..ψάξε γύρευε. Εδώ δε ξέρουμε για τον.. Βελουχιώτη) )
β) που πάνω εκεί πάτησε ο Ευριπίδης και την .. ''αμαύρωσε αιωνίως'' με το συγκλονιστικό του μύθο. (που να το φανταζόταν κι ότι θα σκάβαμε.. άσε που μπορεί ο άνθρωπος να έγραφε για το χόμπυ του, σαν τον iviko)

............. ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ .................

Συγχαρητήρια ivikos!!!!! ότι και να πω λίγο,
διάβασα τώρα όλο το υπόλοιπο που είχα μείνει
μη μπορώντας να.. σταματήσω, πέρναγα σημεία και σημεία απίστευτων νοημάτων που διέκρινα το ύφος, το σκεπτικό, τα χρώματα και τη λογική σου..
κι είχα χρόνια να νιώσω (από παιδί στο σινεμά, σε παραγωγές που δεν ξαναγυρίζονται ..)
αυτή την θλίψη μέσα μου φτάνοντας στο..
.........ΤΕΛΟΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
::up.:: ::up.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο