Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Νίκος Ζώρης: Εξαίσιοι στίχοι παλιών ποιητών
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130460 Τραγούδια, 269384 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Νίκος Ζώρης: Εξαίσιοι στίχοι παλιών ποιητών
 Εξαίσιοι στίχοι παλιών ποιητών (Οι ποιητές αναφέρονται κατ’ αλφαβητική σειρά)
 

Βαλαωρίτης Αριστοτέλης

Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου.

Του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.



Βάρναλης Κώστας

Αχ που ’σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

Αχ έλα, θύμηση παλιά, και πες μου συ ποιος είμαι!

Παλιέ μου πόνε, μ’ άλλον νιό να σε κατασιγάσω!
Δεν είν’ οι πόνοι που πονώ κι η πείνα που με κόβει
εσάς φοβάμαι της νυχτός μεγαλωμένοι φόβοι!

Ω, πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής!

«Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;» Κανένα στόμα
δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα!

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα
προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα!



Βρεττάκος Νικηφόρος

Ήθελα, πριν μες στ’ άπειρο σιωπήσω,
στο αιώνιο φως δυό στίχων να σε κλείσω.

Στάλα τη στάλα γούβωσε η θλίψη την ύπαρξή μου.



Γρυπάρης Γιάννης

Σκιών σκιές οι ανάμνησες.



Δροσίνης Γεώργιος

Το πιο μεγάλο απόκρυφο μιας άρρωστης καρδιάς.

Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστυλώματα δεμένο
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.

Μόνο στο παράθυρο της θύμησης
βγαίνεις ίδια και παντοτινή.

Πόσες φορές γλυκά μιλούν
τα χείλη κι ας μη λένε
πόσες φορές πικρά θρηνούν
τα μάτια κι ας μην κλαίνε.

Δε νήστεψε μια μέρα το φιλί!

Βαθειά τη νύχτα, τα μεσάνυχτα
με τ’ ανοιχτά φτερά του ονείρου,
πετά η ψυχή μου, σκλάβα ελεύθερη,
στους μυστικούς κόσμους του Απείρου.



Ελύτης Οδυσσέας

Έξω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου.

Δέθηκα σ’ ένα κόμπο λύπης.

Αλαφροπερνά ένα κύμα.

Η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα.

Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει.

Βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά.

Το κορμί του σιωπηλό ναυάγιο της αυγής.

Μικρό πουλί ακελάηδιστο.

Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται.

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι.

Μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο.

Ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο.



Εφταλιώτης Αργύρης

Με χίλια αστέρια ο ουρανός κι εγώ χωρίς αστέρι!



Καβάφης Κωνσταντίνος

Τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις.

Τα έργα σου που απέτυχαν,
τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες,
μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα.

Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δε θα ’βγαινες στο δρόμο.

Όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη.

Κάτω απ’ τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.

Εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων.
Τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

Είν’ υψηλή το βλέπω, πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα.

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπιν, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον,
ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς, μην την εξευτελίζεις
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία.

Κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,
τα ’νιωσαν πια τα βήματα των Ερινύων.



Καββαδίας Νίκος

Κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή, κρυφή πληγή μού εγίνη.

Είχα μια άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη.

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου, που τρέμει, θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.



Καρυωτάκης Κώστας

Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί.

Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ.

Στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες.

Για τη ζωή σου μου ’λεγες,
για το χαμό της νιότης,
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της.

Γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας.

Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιάν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

Στης Μοίρας τα δυό τυφλά χέρια.

Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας.

Τα λόγια μου θα ’χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς
ένας επέθαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.

Ώρα γλυκιά. Ξαπλώνει ωραία δομένη
η Αθήνα στον Απρίλη σαν εταίρα
Είναι ηδονές τα μύρα στον αιθέρα,
και τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει.



Κρυστάλλης Κώστας

Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο χείλι.

Πού ’ν της αγάπης οι ματιές;

Πού να τον πω τον πόνο μου, πώς να τον απορίξω;
να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
να τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ’ αγριοπούλια.

Καθημερνή μου κι ακριβή να τα ’χω συντροφιά μου.

Θέλω κρεμάμενα νερά, δεξιά ζερβά να βλέπω.

Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου λίγο,
και δωσ’ μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου.

Να με κοιμίζει με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους.

Εμάς το γλυκοχάραμα να πρωτοχαιρετίζει.

Να ’ρχεται με του φεγγαριού τ’ απόσκια στην αυλή μου.



Λαπαθιώτης Ναπολέων

Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου. Τίποτ’ άλλο.

Των δειλινών αργοί καημοί.

Κι όλα τ’ άκουγα να λεν, μ’ έναν τρόπο πλάνο,
πως τ’ αγάπησα και δεν
πρέπει να πεθάνω.



Λασκαράτος Ανδρέας

Σ’ αγαπάω πολύ, γιατί μου μοιάζεις!

Τάφτιασ’ ο Διάολος, κι είναι διαολεμένα!

Ο Διάολος μετατρεμένος εις σε φίδι,
της επήγε μια μέρα το αντικλείδι.



Μαβίλης Λορέντσος

Πόσες φορές με την ψυχή μου σ’ είδα.



Μαλακάσης Μιλτιάδης

Του χινοπώρου τ’ άγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.

Αλυσοδέθηκε όλη μου η ζωή.

Άνοιγεν η φωνή σου, στο τρίτο κρασοπότηρο,
πουλιά του Παραδείσου.

Σαν σ’ υπνοφαντασιά.



Μαρκοράς Γεράσιμος

Η μαύρη νύχτα τίποτα μ’ εσέ κοινό δεν έχει.

Για μας τι λέει της Μοίρας το βιβλίο!



Νιρβάνας Παύλος

Από τα όργια της νυχτός λιπόθυμη η Σελήνη.



Ουράνης Κώστας

Γυναίκες που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο.

Απ’ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.

Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.

Θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Κι αυτή θα ’ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει…

Πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν το δρόμο
κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά…

Μ’ έναν άγνωστο που μ’ άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν.

Τ’ Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο.



Παλαμάς Κωστής

Του κόσμου αποδιωγμένη.

Τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

Η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.

Καπνιστής με τον καπνό να πλέκω δαχτυλιδάκια γαλανά.

Για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

Ποιος είναι αυτός και πώς τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;



Παπαντωνίου Ζαχαρίας

Στην πόρτα μου άλλος δε χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.



Παράσχος Αχιλλέας

Οίμοι, δι’ όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος,
μίαν στιγμήν με έρωτα και μόνοι αιωνίως!

Κι εγώ ηγάπησα ποτέ κι εγώ αντηγαπήθην,
αλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.



Πολέμης Ιωάννης

Κρυφοφιλιούνται τ’ άστρα.
Σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι.



Πολυδούρη Μαρία

Θ’ ανοίγει μες στη γλάστρα μου δειλά ένα ρόδο, μια ζωούλα.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν με την ψυχή στο βλέμμα.

Τίποτε εδώ δε με πλανεύει, τίποτε εκεί δε μ’ οδηγάει,
η σκέψη μου όλο και στενεύει, ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Στου νου μας τη χρυσόβεργη ανέμη,
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής μου.

Σαν κείνους που ο θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.

Είναι η στιγμή! Τη θέλω όλη δική μου.

Φτάνει η απάτη μιας ζωής.



Πορφύρας Λάμπρος

Η χειμωνιάτικη τα χάιδευε αντηλιά.

Κι απ’ τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ’ αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι…

Πλάι μας στήθη ερωτιάρικα, κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί,
φως πέρα ως πέρα.

Κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία,
έβγαινε, Θε μου, κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.

Αν έρθει η μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις.



Ρίτσος Γιάννης

Ανθέ της ερημιάς μου.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα.

Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.

Λυγμό-λυγμό, τις δένω μοιρολόι.

Κι ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου.

Τις άσπρες αυλές της Κυριακής.
Η σκέψη μου μάδησε τα τελευταία της άνθη.

Μέσα τους γυρνούν αδέσποτες οι σκιές του παρελθόντος.

Σου ’χα τάξει να ρίξω τον ήλιο στην ποδιά σου.

Ω, αυτές οι δύσεις που αμφιβάλλουν το ίδιο
και για τη νύχτα και για την ημέρα.



Σεφέρης Γιώργος

Κοιτάζοντας ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά.

Πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους,
όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απέμειναν.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Άδειο θηκάρι τζίτζικα σε κούφιο δέντρο.

Κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα
σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά.

Χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος.

Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…

Την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός.

Μέσα στα βάθη του καιρού, χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…

Είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές.

Του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.



Σικελιανός Άγγελος

Άδειασε όλη η καρδιά της απ’ το κλάμα.

Μη μαντεύοντας ακόμα του πόνου του το μάκρος.

Μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος.



Σολωμός Διονύσιος

Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Όσα εδώσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν.

Την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου.

Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει.

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

Εκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου.

Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη.

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.

Τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε.

Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος!



Σουρής Γεώργιος

Μούρη αγρία και ζαρωμένη, χλομή και κρύα σαν πεθαμένη.

Ψυχή μου, τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.



Σούτσος Παναγιώτης

Μάτια δυό έχει μεγάλα, ζυμωμένα με το γάλα.



Χατζίνης Γιάννης

Άπλωνα σ’ εσέ με πάθος τα τρεμάμενά μου χέρια
κι ύψωνα τα δυό μου μάτια δεητικά στους ουρανούς.



Χατζόπουλος Κωνσταντίνος

Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ’ ό,τι ρωτάς;

Ολόγυρα στη νιότη σου τόσα όνειρά μου είδα σβησμένα.

Κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει,
πάντα κάπου κρυφή μια χαρά την προσμένει.





Νίκος Ζώρης (πρώην τραπεζικό στέλεχος - συγγραφέας - λογοτέχνης - μουσικός)






 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
ALIROS
12-05-2012 @ 19:34
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ierapostolos
12-05-2012 @ 21:07
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο