Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Το φακελάκι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130403 Τραγούδια, 269370 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Το φακελάκι
 
Από μικρό παιδί είχα μιαν ιδιαίτερη σχέση με τα φακελάκια. Όταν ήμουν έξι χρονών και πρωτοπήγα σχολειό, ο παππούς μου μου έδωσε ένα φακελάκι για δώρο.
«Πάρ’ το και ψώνισε ότι θες, ρούχα, παιχνίδια, ότι τραβάει η ψυχή σου».
Έμεινα αποσβολωμένος. Τι θα μπορούσε να ψωνίσει κανείς μ’ ένα απλό φακελάκι; Είχα πέσει έξω. Όταν γυρίσαμε σπίτι, η μάνα μου είπε επιτακτικά:
«Δως μου το φακελάκι!»
« Όχι δεν στο δίνω, είναι δώρο του παππού!»
«Είπα δως το μου αμέσως» σφύριξε στρίβοντάς μου τ’ αυτί.
Το έδωσα. Τι ψυχή έχει ένα βρωμοφακελάκι, εδώ κοντεύει να μου ξεριζώσει τ’ αυτί! Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι δεν έχει αξία το φακελάκι αλλά το περιεχόμενο. Η μάνα μου το άνοιξε τελετουργικά κι έβγαλε από μέσα ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα.
«Χιλιάρικο!» αναφώνησε και μου το έδειξε κραδαίνοντάς το σα να είχε ανακαλύψει έναν ολόκληρο θησαυρό.
«Χιλιάρικο» επανέλαβα μη γνωρίζοντας τι αντιπροσωπεύει αυτό το καφετί χαρτονόμισμα με το κεφάλι του Δία που είχε το μαγικό αριθμό με τα πολλά μηδενικά κι έγραφε “Δραχμαί χίλιαι”.
«Θα το κρατήσω εγώ γιατί είσαι πολύ μικρός για τόσα λεφτά».
«Όχι, είναι δικό μου» διαμαρτυρήθηκα.
«Σκάσε γιατί θα σου στρίψω και τ’ άλλο αυτί!»
«Τότε θέλω να μου πάρεις το τρενάκι!» πρότεινα πάνω στην απελπισία μου, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν αδύνατο. Την προηγούμενη μέρα γυρίζοντας από την σχεδόν καθημερινή μας επίσκεψη στης θείας μου, σταματήσαμε με χίλια παρακάλια για να χαζέψω μια βιτρίνα σ’ ένα μαγαζί παιχνιδιών. Εκεί, είδα το τρενάκι. Πανέμορφο! Όμως η μάνα μου έγινε έξαλλη μόλις είδε την τιμή. Διακόσιες πενήντα δραχμές! Αμέσως μου δήλωσε ευθαρσώς ότι εκείνο το τρενάκι ποτέ δεν θα γινόταν δικό μου λόγω του ότι ήταν πάρα πολλά λεφτά για την αφεντιά μου-καλά θα έκανα να το ξεχάσω αμέσως-πολλά παιδάκια πεθαίνουν στη Μπιάφρα απ’ την πείνα κι εγώ να δοξάζω το Θεό που έχω κάθε μέρα το αυγό μου, το γάλα μου και δυο φορές την εβδομάδα τρώω κρέας.
«Εντάξει, θα στο πάρω το τρενάκι» είπε τώρα ανέλπιστα και καθώς έτριβα το πονεμένο μου αυτί μπας κι είχα κουφαθεί, συνέχισε: «…όμως μη ζητήσεις τίποτε άλλο».
Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα και το επόμενο κιόλας απόγευμα έπαιζα με το τρενάκι που είχε αποκτηθεί με το χιλιάρικο του παππού που ήταν μέσα σ’ εκείνο το μαγικό φακελάκι. Από τότε έγινα φανατικός λάτρης κάθε είδους φακέλου που ερχόταν σπίτι και πάντα τους άνοιγα με δέος, όμως ποτέ δεν έτυχε να ξαναδώ χιλιάρικο μέσα τους, μόνο επιστολές και λογαριασμούς.
Αρκετά χρόνια αργότερα, τριτοετής φοιτητής πια, είχα πιάσει για ένα διάστημα δουλειά σε μια εταιρεία τροφοδοσίας πλοίων. Ήμουν γενικών καθηκόντων, εισπράξεις, παραδόσεις εμπορευμάτων, τρεχάματα σε τελωνεία και λοιπές δημόσιες υπηρεσίες, οδηγός, χαμάλης, τα πάντα. Κάποιο καλοκαιρινό μεσημέρι έτυχε στην εταιρεία μια μεγάλη παραγγελία. Είχε φτάσει αργά κι έπρεπε να διεκπεραιωθεί οπωσδήποτε μες στην ημέρα γιατί την επομένη το καράβι σαλπάριζε. Έλειπαν πολλοί με άδεια κι έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Αφού τέλειωσα όλες τις διατυπώσεις έφτασα και στο τελωνείο, τον τελευταίο σταθμό της γραφειοκρατικής μου Οδύσσειας.
Εκεί, υπήρχε ένας προϊστάμενος, σωστός κέρβερος. Τον έτρεμαν όλοι! Η δουλειά του ήταν αφού κοιτάξει σχολαστικά τα χαρτιά που του πήγαινες-πάντα σου έβρισκε κάποιο λάθος μικρό ή μεγάλο-να πατήσει μια σειρά από σφραγίδες, να βάλει δυο-τρεις τζίφρες με κόκκινο στυλό και μετά να σου δώσει έναν τελωνοφύλακα που θα συνοδέψει τα εμπορεύματα στο πλοίο. Εγώ τον έβλεπα σαν μυθολογικό τέρας, σαν ένα ένστολο εφιάλτη, έτσι που ήταν χοντρός, με κατακόκκινο πρόσωπο, τεράστια, ακανόνιστη μύτη και ματιά που αν έπεφτε πάνω σου, έψαχνες τρύπα για να εξαφανιστείς.
Στο γραφείο του ήταν πλέον ελάχιστοι που περίμεναν για συνοδό, λόγω της προχωρημένης ώρας. Εκείνη τη μέρα ήταν ιδιαίτερα κακόκεφος, τα έβαζε με όλους και όλα. Καθένας που τελείωνε, είχε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Μόλις περνούσαν από μπροστά μου με κοιτούσαν με οίκτο σα να βάδιζα προς τη λαιμητόμο. Κάνα-δυο που δεν είχαν συμπληρώσει σωστά τα χαρτιά τους είχαν εκδιωχθεί κακήν-κακώς, χωρίς να τολμήσουν να βγάλουν κουβέντα.
«Καλημέρα σας» είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα.
«…..» μούγκα στη στρούγκα. Μάλλον δεν κατάλαβε καν την παρουσία μου.
Έβαλα τα χαρτιά κάτω απ’ τη σκιά της μυτάρας του. Χωρίς να σηκώσει κεφάλι, τα κοίταξε με αηδία. Ξαφνικά, τέντωσε τον ταυρίσιο σβέρκο του και βρυχήθηκε:
«Τι μου ήρθες τέτοια ώρα ρε! Πού να βρω συνοδό; Έχουν φύγει όλοι….Έλα ξανά αύριο».
«Μα…αύριο θα έχει φύγει το καράβι» κατάφερα να ψελλίσω.
«Δε με νοιάζει, ας μην ερχόσουν τέτοια ώρα. Κοπάνα την, ακόμα εδώ είσαι;»
Έφυγα σα βρεγμένη γάτα. Πάει κι η παραγγελία, πάει και το καράβι, πάνε όλα! Γύρισα κατευθείαν στο γραφείο. Πήγα στο αφεντικό και του διηγήθηκα τα καθέκαστα. Περίμενα να με βρίσει. Δεν το έκανε. Αντιθέτως, χαμογελώντας, σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε τον προϊστάμενο. Δεν κατάλαβα και πολλά από τη στιχομυθία τους, όμως τον είδα να βγάζει απ’ το συρτάρι ένα λευκό φακελάκι, μετά ν’ ανοίγει το πορτοφόλι του, να παίρνει ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων δραχμών, να το διπλώνει, να το βάζει μέσα στο φακελάκι, τέλος να γλύφει με τη γλώσσα του την κόλλα-αηδίασα ομολογουμένως-και να το κλείνει.
«Ξέρεις τι είναι αυτό;»
«Δυο τρενάκια» σκέφτηκα με μια δόση πικρίας. Κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
«Αυτό θα το δώσεις με τρόπο στον προϊστάμενο. Είναι το εισιτήριό μας για την εκτέλεση της παραγγελίας. Αλλά πρόσεχε κακομοίρη μου… Με τρόπο…μη σε δει κανένας!»
Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. Πήρα το φακελάκι κι έγινα καπνός. Βουρ…για το τελωνείο. Στο δρόμο, το κρατούσα σφιχτά μέσα στην τσέπη του μπουφάν μου.
Μπήκα στο τελωνείο με μια άνεση σαν βασιλιάς στ’ ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Κατευθείαν στο γραφείο του προϊστάμενου. Μόλις με είδε, έσκασε ένα χαμόγελο.
«Βρε καλώς τον».
«Καλώς σας ξαναβρήκα».
Άνοιξε με τρόπο το συρτάρι και μου έκλεισε το μάτι. Μπήκα αμέσως στο ψητό. Έριξα ταχυδακτυλουργικά μέσα το φακελάκι μου. Ίσα-ίσα που πρόλαβα να δω κι άλλα, πολλά φακελάκια.
«Κάτσε εδώ και σ’ ένα λεπτό θα γίνει η δουλειά σου» μου είπε μελιστάλακτα.
Σχημάτισε ένα νούμερο στο καντράν του τηλεφώνου. Τίποτα! Ξεστόμισε κάνα-δυο βρισιές.
«Πού πήγαν τα ζώα! Κανένας κοπρίτης δεν είναι στη θέση του! Δεν πειράζει…θα έρθω εγώ ο ίδιος μαζί σου να συνοδέψω τα εμπορεύματα».
Σε λίγο, έβγαινα νικητής και τροπαιούχος από ’κει έχοντας σχεδόν αλά μπρατσέτα τον προϊστάμενο για συνοδό!
Πέρασαν ακόμα περισσότερα χρόνια. Στο διάστημα αυτό είχα δώσει άπειρα φακελάκια. Σε νοσοκομεία, σε εφορίες, σε νομαρχίες, σε πολεοδομίες, σε παπάδες. Πάντα τα φακελάκια μού άνοιγαν κλειστές πόρτες. Ήταν το πασπαρτού για να κάνω τη δουλειά μου.
«Ξέρετε, δεν γίνεται κύριε!»
Ήξερα! Φακελάκι! Τον είχα σε μεγάλη εκτίμηση το θεσμό. Πάντα είχα μαζί μου λευκά φακελάκια γεμισμένα εκ των προτέρων με διάφορα ποσά, ανάλογα την περίπτωση. Η επιδεξιότητά μου να δίνω φακελάκια όμορφα και διακριτικά, έγινε αντιληπτή από τους φίλους και τους συγγενείς μου. Πολλοί απ’ αυτούς που είχαν πρόβλημα ως προς το ύψος του ποσού και τον τρόπο παράδοσης του φακελακίου ζητούσαν τη βοήθειά μου. Ήμουν ο ειδικός!
Εν τω μεταξύ είχα δώσει εξετάσεις και είχα μπει στο δημόσιο. Xωρίς να το καταλάβω, εκτός από το γκριζάρισμα των μαλλιών μου έπαιρνα και προαγωγές. Είχα κλείσει ήδη εικοσαετία κι είχα γίνει προϊστάμενος σε μια υπηρεσία η οποία είχε καθημερινή επαφή με τους πολίτες. Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, φωνές, παράπονα, όλα τα τετριμμένα σε μια δημόσια υπηρεσία. Μια μέρα ήρθε στο γραφείο μου μια όμορφη, καλοντυμένη κυρία. Προθυμοποιήθηκα αμέσως να την εξυπηρετήσω:
«Παρακαλώ, καθίστε».
Εκείνη με κοίταξε, κάθισε σταυροπόδι-λίγο προκλητικά-και μου εξήγησε το πρόβλημά της. Ήταν πολύ γραφειοκρατικό και δυσεπίλυτο. Πλην όμως, για καλή της τύχη, μόλις την προηγούμενη μέρα είχε πέσει στα χέρια μου μια ερμηνευτική εγκύκλιος του υπουργείου που ταίριαζε γάντι στην περίπτωσή της. Κάλεσα τους συνεργάτες μου να φέρουν διάφορους φακέλους, πήρα κάνα-δυο τηλέφωνα και ως δια μαγείας η κυρία εξυπηρετήθηκε!
Σηκώθηκε να φύγει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα όμορφα χείλη της. Μού έσφιξε το χέρι και ξαφνικά πρωτού γυρίσει την πλάτη της για να πάει στην ευχή του Θεού, άφησε κάτι πάνω στο γραφείο. Έτριψα τα μάτια μου. Φακελάκι! Αυτή τη φορά για μένα! Πήγα να της φωνάξω να γυρίσει πίσω, να πάρει αυτό το καταραμένο φακελάκι, ότι εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς, ότι παρεξήγησε την προθυμία μου να την εξυπηρετήσω, ότι…, ότι…, αλλά η φωνή δεν έβγαινε απ’ το στόμα μου! Η πόρτα του γραφείου έκλεισε, η χαριτωμένη κυρία έφυγε κι εγώ έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάζω το φακελάκι. Σε λίγο η πόρτα χτύπησε.
«Εμπρός» είπα αδύναμα κι απόρησα με την ίδια μου τη φωνή. Πρόλαβα να χώσω το φακελάκι σε κάποιο συρτάρι.
«Κύριε προϊστάμενε έφερα τα υπηρεσιακά για υπογραφή».
«Καλά…έρχεσαι σε πέντε λεπτά;»
«Μα εσείς είστε κίτρινος σαν φλουρί… Τι σας συμβαίνει;»
«Τίποτα παιδί μου, μια μικρή αδιαθεσία, σε πέντε λεπτά θα είμαι εντάξει…»
«Είστε σίγουρος; Θέλετε να σας φέρω κάτι;»
«Όχι ευχαριστώ! Ήδη νιώθω καλύτερα…»
Η πόρτα ξανάκλεισε. Άνοιξα το συρτάρι. Χωρίς να το βγάλω από εκεί, άνοιξα το φακελάκι. Είχε μέσα έξι χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ.
«Μια εγχείρηση κήλης σε δημόσιο νοσοκομείο» σκέφτηκα με πικρό χαμόγελο.
Η μέρα κύλησε, ήρθε η ώρα του σχολάσματος. Δεν κουνιόμουν από την καρέκλα. Ένας-ένας οι υπάλληλοι έφυγαν για τα σπίτια τους. Έμεινα μόνος να χαζεύω το φακελάκι. Βράδιασε. Σηκώθηκα, έσβησα τα φώτα, κλείδωσα κι άρχισα να περπατάω, μη γνωρίζοντας προς τα που. Το φακελάκι ζύγιζε τόνους στην τσέπη μου. Ξάφνου πήρα την απόφαση.
Μόλις που πρόλαβα, μπαίνοντας στο λεωφορείο, να δω τον ζητιάνο της προηγούμενης γωνίας να τρέχει αλλόφρων κρατώντας ένα ανοιχτό φακελάκι στα ροζιασμένα χέρια του κι έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Άνοιξα το παράθυρο κι ανάσανα. Πρώτη φορά, ο βρώμικος αέρας της πόλης μού φάνηκε τόσο καθαρός…



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Διηγήματα
      Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

αυγουστης
 
scarlet1977
06-03-2013 @ 23:45
«Μια εγχείρηση κήλης σε δημόσιο νοσοκομείο» σκέφτηκα με πικρό χαμόγελο.....


....Άνοιξα το παράθυρο κι ανάσανα. Πρώτη φορά, ο βρώμικος αέρας της πόλης μού φάνηκε τόσο καθαρός....

μου άρεσε πολύ ΟΛΟ !
ΛΥΔΙΑ_Θ
06-03-2013 @ 23:46
Δυνατή γραφή......!!!!!!!!!!!!!!!
ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ
07-03-2013 @ 11:14
Μόνο τρακόσια
κοστίζ' η κήλη?
Θα μείνουν άλαλα
γιατρών τα χείλη!
::382.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο