Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Έρως Ανίκατε Χάχαν ( η επανάληψη)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130447 Τραγούδια, 269377 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Έρως Ανίκατε Χάχαν ( η επανάληψη)
 ...επετειακόν;...προφητικόν;...ώρες-ώρες αυτοσοκαίρνομαι, η ρουφιάνα...με τις υγείες μας...
 

Τρία τέταρτα τώρα γυρίζει τα στενά ψάχνοντας να παρκάρει. Τα νεύρα του είναι πια σε οριακό σημείο, καθώς για 253η φορά στρίβει τη γωνία Αγησιλάου και Πάτμου για να κάνει, ως φαίνεται μάταια, άλλη μια προσπάθεια.

- Να χέσω και τα ραντεβού και τις γκόμενες και τα καλά τους, γαμώ την τύχη μου, γαμώ, λέει στο παρμπρίζ του. Τα μάτια του πετούν φλόγες δεξιά αριστερά καθώς τραμπαλίζονται απ’ τη μια άκρη στην άλλη ανιχνεύοντας μέσα στο σκοτάδι μια θέση.

…Τι το ‘θελα, θεέ μου, τι το ‘θελα, το κέρατό μου, συνεχίζει σφίγγοντας το τιμόνι. Του το ‘λεγα, του μαλάκα, του Κώστα, δεν είμαι εγώ για τέτοια, αλλά που ν’ ακούσει αυτός! Μ’ έπρηξε! Έλα και που είναι ωραία κοπέλα και που θα περάσουμε καλά και που έχεις γίνει σαν γεροπαράξενος, νέος άνθρωπος είσαι ακόμα, σα γκόμενα σε κρεβατομουρμούρα, του ‘φαγε τ’ αυτιά και στο τέλος είπε το ναι στο σημερινό μόνο και μόνο για να τον ξεφορτωθεί. Και να τα τώρα τα χαΐρια του! Γύρω - γύρω όλοι στην Αγησιλάου σαν το μαλάκα, κοντεύει ν’ ανοίξει τρύπα τόσες φορές που πέρασε από πάνω. Θα τον σταμπάρει και καμιά γριά για ανώμαλο, έτσι που πάει….

Δεξιά στροφή, Αγησιλάου και Πάτμου ξανά. Τελευταία φορά, σκέφτεται, αν δεν βρω και τώρα τίποτα, την κάνω. Σχεδόν χαιρόταν που δεν είχε ευοδωθεί το σημερινό μίνι προξενιό του φίλου του. Που καταντήσαμε, να μας προξενεύει ποιος; ο Κωστάκης! Που, άμα δεν του πλασάραμε καμία γκομενίτσα παλιά, ακόμα απήδηχτος θά ‘τανε. Και να ‘σου τώρα να μας κουνιέται και να μας κλείνει ραντεβού – ποιανού; - εμένα – ποιος; - ο Κωστάκης! Κόντευε να φτάσει στο τέλος του στενού κι ένιωθε λες και περνούσε τη νοητή γραμμή του τερματισμού, εξαντλημένος από έναν αγώνα δρόμου που δεν είχε καμία πρόθεση να τρέξει. Είχε ιδρώσει απ’ το ζόρι του, τα μαλλιά του ήταν φριχτά ανακατωμένα, είχε καπνίσει μισό πακέτο τσιγάρα και μάλλον βρωμούσε πια.

Θα μπορούσε να σηκώσει τα χέρια και να κραυγάσει τερματίζοντας, μάλλον από εκνευρισμό κι απελπισία παρά από ικανοποίηση, αν δεν ήταν στριμωγμένος στο αμαξάκι. Και πάνω εκεί…τσουπ!…εμφανίστηκε από το πουθενά μια θέση. Ωχ, γαμώτο! Τώρα; Φρενάρισε, άναψε μηχανικά τα αλαρμ κι έμεινε να την κοιτάζει και να την μετράει, σαν το θηρίο μπροστά στην τροφή του πριν ορμήξει. Γύρισε τα μάτια στον καθρέφτη

-Πως είμαι;, ρώτησε το είδωλό του - σκατά είμαι, απάντησε μόνος του. Ξανακοίταξε τη θέση. Ήταν ανάγκη τώρα; Μια χαρά ήταν έτοιμος να φύγει. Να κάνει ότι δεν την είδε; Μπα…δε θα πιάσει! Είσαι ένας χαζός παλιομαλάκας, φώναξε στον αέρα κι άρχισε τις μανούβρες για το παρκάρισμά.

Το αμαξάκι ήταν αυτό που θα ‘λεγε κανείς μετρίου αναστήματος. Θα μπορούσε να έχει καλύτερο, μεγαλύτερο δηλαδή και ακριβότερο. Τα οικονομικά του το επέτρεπαν πια, αλλά λίγο τα αριστερίστικά του κατάλοιπα και κυρίως η αδιαφορία που είχε αναπτύξει τελευταία για όλα τον είχαν αφήσει συντροφιά με τούτο δω, το περίπου - σχεδόν συμπαθητικό. Ο Κώστας του γκρίνιαζε και γι’ αυτό.

-Πάρε ένα αμάξι της προκοπής, ρε, δεν είσαι 25 πια - αμάν αυτό το ξερό σου το κεφάλι!, του ‘λεγε με συνέπεια τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα.

-Μια χαρά μ’ έφερε το αμαξάκι ως εδώ όμως, αντέτεινε δυνατά, τα κωλοστενά σας να δω ποιός θα τ’ αλλάξει...Γύρισε το κλειδί, έριξε μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη, έκανε τη γνωστή γκριμάτσα (κάτι ανάμεσα στο «πώς είσαι έτσι» και «χέστα, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια»), πέρασε μια δυο φορές τα δάχτυλα στα μαλλιά μπας και καταφέρει τίποτα, δεν κατάφερε τίποτα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

Είχε κάνει δυο βήματα, όταν σταμάτησε απότομα. Το κρασί, μουρμούρισε και στράφηκε πάλι προς το αμάξι. Άνοιξε και έσκυψε να πάρει απ’ τη θέση του συνοδηγού τη χαρτοσακούλα με τα 2 μπουκάλια.

-Να τα κάνω για δώρο;, του είχε πει η κοπελίτσα στην κάβα , -Όχι!, της απάντησε καθώς απεχθανόταν τις τυπικούρες και τα στολίδια! Μια χαρά ήταν η χάρτινη σακουλίτσα, σκέφτηκε, και με οικολογικό μήνυμα! Είχε διαλέξει ένα απ’ τα αγαπημένα του σκεπτόμενος, εντελως πονηρά κι εγωιστικά, πως αν η γκόμενα ήταν για τα μπάζα, τουλάχιστον θα είχε φάει καλά – η Φανή, η γυναίκα του Κώστα ήταν εξαιρετική μαγείρισσα – και θα είχε πιεί και καλό κρασί! Τραβήχτηκε πίσω, έκλεισε την πόρτα με δύναμη και πάνω στην μισή περιστροφή του για να πάρει πάλι την Αγησιλάου ανάποδα πια και πεζή, το χέρι με τα κρασιά κάπου κουτούλησε. Κι όπως ασυναίσθητα το κεφάλι ήταν ήδη στην τροχιά της ίδιας κίνησης είδε φευγαλέα την εικόνα μιας κοπέλας να χάνει με έναν μάλλον αφύσικο τρόπο την ισορροπία της και με μια τρομαγμένη φωνή να βγαίνει απ’ το πλάνο.

Στραμμένος τώρα κανονικά προς τη κατεύθυνση του σπιτιού κοίταξε προς στιγμή μπερδεμένος το σκοτάδι μπροστά του. Ρε, μια κοπέλα δεν ήταν μόλις εδώ;, αναρωτήθηκε, για να τού ‘ρθει αυτόματα η πληρωμένη απάντηση, «ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται», κακομοίρη, ε κακομοίρη! Κι εκεί που ήταν έτοιμος να φύγει, ένας ήχος τον έκανε να στρέψει το βλέμμα προς τα κάτω, και την είδε….σωριασμένη στο πεζοδρόμιο, δυο βήματα δίπλα, η μισή σε μια τρύπα που φιλοξενούσε κάτι σαν μαϊντανό, που μάλλον θα γινόταν δέντρο κάποτε (είναι δέντρο ο μαϊντανός;;), κι η άλλη μισή στην πλάκα δίπλα, να προσπαθεί να στηριχτεί βογκώντας στο ανισόπεδο.

Το στόμα του άνοιξε σε ένα τρομαγμένο αχ και σήκωσε το χέρι του ενστικτωδώς να το καλύψει, αφήνοντας στην τύχη της τη σακούλα με τα μπουκάλια του κρασιού που υπακούοντας στους νόμους της βαρύτητας έσκασε ωραιότατα στο πεζοδρόμιο κάνοντάς τα κομμάτια. Κοίταξε σα χαζός μια την κοπέλα, μια τη σακούλα που είχε αρχίσει να νοτίζει απ’ το κρασί που κυλούσε στις πλάκες. Το μύριζε ήδη. Τελικά, όχι μόνο η εικόνα, αλλά κι η οσμή ταξιδεύει ταχύτερα απ’ τον ήχο, σκέφτηκε, γιατί το μπαμ δεν το είχε ακούσει ακόμα.

-Τι κάνεις ρε άνθρωπε…θες να με σκοτώσεις;, άκουσε μια φωνή αγριεμένη μα κοφτή και πονεμένη μαζί.

Σαν να τού ‘ρθε η επιφοίτηση αντιλήφθηκε επιτέλους την εικόνα που είχε μπροστά στα μάτια του και το ρόλο του σ’ αυτή, κι ενώ ένα κοκκίνισμα ήδη περνούσε τη γραμμή των αυτιών και όδευε προς τις ρίζες των μαλλιών του, έκανε δυο βήματα κι έσκυψε προς την ταλαίπωρη κοπέλα.

-Χίλια συγνώμη, καθίστε να σας βοηθήσω, ψέλλισε κι έκανε να την πιάσει απ’ το χέρι και τη μέση για να την τραβήξει, μα αντί για μέση έπιασε κάτι άλλο, πιο στρογγυλό και μαλακό. Γούρλωσε τα μάτια, κοίταξε έντρομος πρώτα το χέρι του κι έπειτα την κοπέλα. Στο πρόσωπό της ήταν ξεκάθαρα ζωγραφισμένη η έκπληξη και η οργή. Τι όμορφή που είσαι, σκέφτηκε και βλέποντας τα μάτια της να ανοίγουν ακόμα περισσότερο κατάλαβε ότι δεν το είχε σκεφτεί μόνο, το είχε πει κιόλας! Άνοιξε το στόμα να πει μια δικαιολογία, ένα συγνώμη, κάτι, ένιωσε κάτι καπνούς να βγαίνουν από τ’ αυτιά του, κατέβασε τα μάτια, κατέβασε επιτέλους και το χέρι και κοιτώντας με επιμέλεια τα κουμπιά του παλτού της την τράβηξε τελικά να μισοσηκωθεί.
-εεε..ναι, ελάτε….εεε...είστε καλά;…χμ…γκλουκ...μμμ..εε…

Δεν ήταν ψηλή, είχε κοντά μαλλιά κι ένα προσωπάκι σαν παιδούλα. Τα μάτια του επέστρεψαν από μόνα τους στο πρόσωπό της, καθώς εκείνη προσπαθούσε να ισορροπήσει, να ισιάξει την μπλούζα της, να ξεκσκονιστεί. Μια γραμμή στο μάγουλό της έκανε το χέρι του να σηκωθεί με ανησυχία και να την αγγίξει. Αίμα; Θεέ μου, σκέφτηκε, τι έκανα, ο ηλίθιος; Για μια ακόμη φορά την ξάφνιασε, μπορεί και να την τρόμαξε γιατί τινάχθηκε απότομα, τραβήχτηκε πίσω και το βλέμμα της έπαιξε ανάμεσα στη νύχτα και σ’ εκείνον.

-Συγνώμη, της είπε σιγά, δεν ήθελα να σε τρομάξω…ούτε να σε χτυπήσω φυσικά, ούτε να….σταμάτησε. Ούτε να σε χουφτώσω ήταν έτοιμος να πει, αλλά το πρόλαβε, πάλι καλά!

-Έχεις χτυπήσει; Πονάς; Κάτσε να δω, ανακατεμένα τά ‘λεγε κι έκανε να την πλησιάσει, αλλά εκείνη πάλι τραβήχτηκε, κι αυτός σταμάτησε αμέσως. Ξεροκατάπιε, κοίταξε τα παπούτσια του, κοίταξε και τα δικά της. Μποτάκια φορούσε, κόκκινα και πόσο της πήγαιναν! Επιτέλους, σοβαρέψου, μάλωσε τον εαυτό του. Είσαι γελοίος πια, δεν το καταλαβαίνεις; Σήκωσε ξανά τα μάτια απελπισμένος και παραδομένος και ψέλλισε μια ακόμα συγνώμη.

-Κοίτα, συνέχισε, πήγαινα εδώ πιο πάνω σε κάτι φίλους, να εκεί στη μονοκατοικία πίσω απ’ την ελιά, και σηκωσε το χέρι του κι έδειξε το σπίτι του Κώστα…Έλα, σε παρακαλώ, πάμε μαζί ως εκεί, να κάτσεις λίγο, να πιεις ένα νερό, να δούμε αν χτύπησες κάπου. Η Φανή, η γυναίκα του φίλου μου, θα σε βοηθήσει σ’ ότι χρειαστεί. Σε παρακαλώ…μη φοβάσαι….

Κάτι στα μάτια της άλλαξε ή ήταν η ιδέα του; Μετά από μια στιγμιαία έκπληξη σαν να φάνηκε μια υποψία χαμόγελου. Της έκανε νόημα με το κεφάλι κι εκείνη για πρώτη φορά του έγνεψε ελαφρά καταφατικά κι έκανε να κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση.

- Να σε βοηθήσω;, τη ρώτησε.

-Έντάξει είμαι, του απάντησε πιο ήρεμα πια. Κι η φωνή της… πόσο γλυκιά μπορεί να είναι μια φωνή; Κούτσαινε λίγο κι έκανε μια γκριμάτσα πόνου, όταν πατούσε το αριστερό της πόδι. Ευτυχώς το σπίτι του Κώστα δεν ήταν μακριά. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να την κρατήσω εδώ το βράδυ, σκέφτηκε. Γαμώτο, είναι κι η άλλη όμως! Γαμώ τα προξενιά σου, ρε Κώστα, τι μπέρδεμα τώρα! Βρίζοντας νοερά το φιλο του άνοιξε την πόρτα της αυλής και της έκανε νόημα να μπει. Εκείνη προχώρησε μπροστά, ανέβηκε τα 3 σκαλιά, σήκωσε το χέρι, πάτησε το κουδούνι και γύρισε προς το μέρος του.

-Έλα Βασίλη, του είπε φυσικά κι εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι λέγοντας « έρχομαι». Είχε κάνει δυο βήματα, όταν σταμάτησε απότομα και την κοίταξε πλήρης απορίας που του χαμογελούσε, ναι του χαμογελούσε κανονικά - μα πως ήξερε το όνομά του; - όταν άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η Φανή.

-Χριστίνα, τι έπαθες παιδί μου, τι συνέβη, ξεκίνησε φοβισμένα και βλέποντάς τον να στέκεται αποσβολωμένος στα 5 βήματα συνέχισε χωρίς ανάσα

- Βασίλη, που ήσουν τόση ώρα;..τι έγινε ρε παιδιά;….Χριστίνα γιατί γελάς;;







 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 6
      Στα αγαπημένα: 2
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

...σκέτη νούμερο...(της μητρός μου)
 
athos.ioannou@gmail.com
14-02-2014 @ 05:22
::up.:: ::up.:: ::up.::
malkon64
14-02-2014 @ 07:22
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ Ν
Amersa K
14-02-2014 @ 07:53
Είδες αγαπημένο μου; Ακόμα και τα βόδια ζευγαρώνουν σήμερα!!!
χαχαχαχαχαααα
(έχω ελπίδες)
::kiss.:: ::kiss.:: ::razz2.::
ΒΥΡΩΝ
14-02-2014 @ 08:16
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
psixopedi
14-02-2014 @ 08:21
παλιός ελληνικός κινηματογράφος,
https://www.youtube.com/watch?v=4-tXatXC5jc
Sofitsa
14-02-2014 @ 09:35
Του κουταλιού γλυκό αγαπημένη!

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο