Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Η ασπίδα της Αθηνάς
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130447 Τραγούδια, 269375 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Η ασπίδα της Αθηνάς
 
Κάποτε ήμουν όμορφη. Εκθαμβωτική! Με βλέπανε και με θαυμάζανε γενιές ολόκληρες. Για πολλούς αιώνες ήμουν ένα κόσμημα μέσα στην Ακρόπολη. Τώρα πια δεν είμαι. Με βυθισμένες αναμνήσεις απ’ τα παλιά, ένδοξα χρόνια, κείτομαι στα βάθη της θάλασσας, στο αμπάρι μιας γαλέρας. Ναυάγιο μέσα σε ναυάγιο. Μόνο το παγερό βλέμμα των ψαριών αντικρίζω πλέον. Και τα μόνα χαμόγελα που εισπράττω είναι αυτά των κοραλλιών.

Γεννήθηκα το 438 π.Χ. στην Αθήνα, από τα χέρια του Φειδία. Τα μαγικά εκείνα χέρια έδωσαν πνοή στο φίλντισι και στο χρυσάφι και μ’ έκαναν αυτό που ήμουν στην πραγματικότητα. Ένα θαυμάσιο άγαλμα. Λέω «ήμουν» κι όχι «είμαι» γιατί τώρα είμαι ένα τίποτα. Ο μοναδικός λόγος ύπαρξης ενός αγάλματος είναι για να το βλέπουν και να το θαυμάζουν οι άνθρωποι. Ενώ εγώ δεν είμαι παρά ένα θλιβερό κομμάτι του παρελθόντος, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, γυμνό, πεντακόσια μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Έχει να με δει άνθρωπος πάνω από χίλια εξακόσια χρόνια. Αν ο Φειδίας ήταν κατά κάποιο τρόπο η μάνα μου, ο πατέρας μου δεν είναι άλλος από τον Δία, τον πατέρα των θεών, απ’ το κεφάλι του οποίου βγήκε η θεά που κάποτε συμβόλιζα. Η Αθηνά!

Το πώς βρέθηκα εδώ, είναι μεγάλη ιστορία. Αφού μου αφαίρεσαν τον χιτώνα και την περικεφαλαία για να τα μετατρέψουν σε χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κοσμήματα, άρχισαν να με τεμαχίζουν. Ήμουν ένα μεγάλο και βαρύ άγαλμα. Δώδεκα μέτρα ύψος, διόλου ευκαταφρόνητο. Έτσι, μου έκοψαν τα πόδια, μου έκοψαν το ένα χέρι στο οποίο κρατούσα την αγαπημένη μου Νίκη και κατόπιν το άλλο με το οποίο κρατούσα την λατρεμένη μου ασπίδα. Ήταν κάτι περισσότερο από παιδιά μου, ήταν η ίδια μου η υπόσταση και τα ’χασα και τα δύο. Τη Νίκη την κομμάτιασαν αμέσως μπροστά στα μάτια μου μερικοί μαυροφορεμένοι άνθρωποι με λευκές κουκούλες. Οι ίδιοι έσυραν βάναυσα και την ασπίδα μου, ουρλιάζοντας σαν λύκοι. Είμαι σίγουρη ότι την κομμάτιασαν κι αυτήν.

Πόσο πονάω όταν σκέφτομαι τον ακρωτηριασμό μου! Ποτέ δεν κατάλαβα τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Απ’ τη μια σε θαυμάζουν, σε περιποιούνται και σε προσκυνούν κι απ’ την άλλη σου φέρονται τόσο απαίσια. Έτσι λοιπόν, ότι απέμεινε απ’ το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, ένα αγνώριστο κουφάρι, το φόρτωσαν σ’ ένα καράβι ξεκινώντας για κάποιον άγνωστό μου προορισμό. Στα μισά της διαδρομής κι ενώ έκλαιγα συνέχεια, προσευχήθηκα στον πατέρα μου να μη μ’ αφήσει άλλο σε τέτοιο χάλι, να με λυτρώσει αμέσως εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα να μ’ αντικρίσει ανθρώπου μάτι, ποτέ πια. Τότε συνέβη κάτι παράξενο. Ενώ η θάλασσα ήταν γαλήνια, εντελώς ξαφνικά αγρίεψε τόσο, ώστε το καράβι πήγαινε πέρα-δώθε σαν καρυδότσουφλο. Νερά άρχισαν να μπαίνουν από παντού κι ώσπου να καταλάβω τί γινόταν, αυτό άρχισε να βυθίζεται. Σε λίγο, πυκνό σκοτάδι τύλιξε τα μάτια μου κι όταν αργότερα συνήθισα να βλέπω μέσα απ’ αυτό κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο βυθό. Καλύτερα! Από ’κει και πέρα μόνο ο χρόνος θα μ’ έβλεπε και καθώς θα περνούσαν οι αιώνες θα γινόμουν ένα όλο και πιο μικρό κομμάτι απ’ αυτόν, μέχρι να χαθώ ολότελα στη σκιά του. Κάποτε γελούσα, κάποτε στεκόμουν όρθια, υπερήφανη και ατένιζα τον ορίζοντα σα μια πραγματική θεά, κάποτε υπήρχα. Τώρα είμαι ξαπλωμένη, γυμνή, ακρωτηριασμένη, νηπενθής. Δεν περιμένω τίποτα, είμαι εκτεθειμένη στα πλοκάμια της ανυπαρξίας, στα βέλη της απόλυτης λήθης, χωρίς καν την ασπίδα μου κι εξακολουθώ να πονάω όπως τότε!

……………………………………………………………………………..

Το ψαροκάϊκο του Κωστή, είχε απαγγειάσει από την προηγούμενη βραδιά σ’ έναν κολπίσκο της βραχονησίδας. Ήταν μια παράξενη βραχονησίδα που αν την έβλεπες από ψηλά θα έλεγες ότι μοιάζει με κεραυνό. Μακρόστενη, με διαδοχικές γωνίες που σχημάτιζαν πολλούς κολπίσκους, φάνταζε ιδανικό μέρος για να κρυφτεί κάποιος από φυσικούς εχθρούς. Το εμβαδόν της δεν ήταν μεγαλύτερο από δέκα στρέμματα. Αυτή τη βραχονησίδα διάλεξε ο Κωστής, στη μέση του πουθενά μέχρι να τον βρει το χάραμα οπότε και θα σηκώσει τα δίχτυα του. «Μένει ακόμα μισή ωρίτσα» σκέφτηκε κι άναψε το καμινέτο για να φτιάξει καφέ.

Ξαφνικά, άκουσε κάποιον θόρυβο να έρχεται από μακριά. «Θα’ ναι πάλι το λιμενικό» μουρμούρισε κι άρχισε να ψάχνει για τα χαρτιά του. Μόλις τα βρήκε, πήρε τα κιάλια και τα έστρεψε προς τα ’κει απ’ όπου ακουγόταν ο θόρυβος. Μια θαλαμηγός πλησίαζε προς το μέρος του, με τις μηχανές στο φουλ. «Στο διάολο» φώναξε ο Κωστής, τραβώντας απότομα το μπρίκι με το μισοχυμένο καφέ απ’ το καμινέτο. Ποιοι ήταν αυτοί που έρχονταν να του ταράξουν την ιεροτελεστία του επικείμενου ψαρέματός του;

Προσπάθησε να διακρίνει τα πρόσωπα αυτών που βρίσκονταν στη θαλαμηγό, μάταια όμως. Δεν έβλεπε κανέναν! Όπως ήταν αγκυροβολημένος στον κολπίσκο, δύσκολα θα εντόπιζε κάποιος περαστικός το ψαροκάϊκό του. Μ’ αυτή τη σκέψη, ο Κωστής ηρέμησε κάπως κι άρχισε να σκέφτεται πιο ήρεμα. «Θα’ ναι τίποτα τουρίστες που ίσως θέλουν να κολυμπήσουν. Αν με δουν μπορεί και να φύγουν, αλλά και να μείνουν το ίδιο μου κάνει, αρκεί να μην πάνε προς τα δίχτυα μου». Έστρεψε τα κιάλια προς τη σημαδούρα που είχε ρίξει για να προσδιορίσει το μέρος που ήταν τα δίχτυα του, καμιά διακοσαριά μέτρα από το αριστερό του χέρι, την είδε στη θέση της κι αναθάρρεψε. «Σε λίγο θα τα μαζέψω και θα ’ναι γεμάτα. Το είδα στο βυθόμετρο, έχει ψάρια εκεί κάτω και μόνο εγώ το γνωρίζω».

Έστρεψε ξανά τα κιάλια στο σκάφος που πλησίαζε. Όλο το κατάστρωμα ήταν κατειλημμένο από κάτι μεγάλο, σκεπασμένο με λινάτσες και δεμένο με σχοινιά. «Τι να κουβαλάνε άραγε; Μπας κι είναι τίποτα λαθρέμποροι;» Αυτό το «κάτι» άρχισε ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα τον Κωστή που εστίασε καλύτερα, διαπιστώνοντας ότι το σχήμα του ήταν σχεδόν στρογγυλό.

Εν τω μεταξύ, η θαλαμηγός έφτασε στη βραχονησίδα, αλλά χάθηκε απ’ το οπτικό του πεδίο. Είχε προσεγγίσει την άλλη μεριά της. Τον έτρωγε η περιέργεια, αν οι παρείσακτοι θα μείνουν εκεί ή θα συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ακόμα, δεν ήξερε αν γνώριζαν την παρουσία του ή είχε περάσει εντελώς απαρατήρητος. Περίμενε κάνα-δυο λεπτά και μόλις διαπίστωσε ότι δεν τον προσπέρασαν, αποφάσισε να δει τί γίνεται. Σύρθηκε μαλακά-μαλακά μέσα στο νερό, κολύμπησε λίγο και βγήκε στη βραχώδη ακτή. Ανέβηκε ένα λοφάκι κι από ’κει καλά κρυμμένος κοίταξε κάτω. Όλα φαίνονταν πλέον πολύ καθαρά. Η θαλαμηγός, το τεράστιο φορτίο της και…αυτό που είδε τον κατατρόμαξε. Όπλα, τρεις άντρες οπλισμένοι σαν αστακοί με αυτόματα και πιστόλια! Οι άντρες μίλαγαν δυνατά, μάλλον τσακώνονταν, σε μια γλώσσα όμως άγνωστη στον Κωστή.

Ένας καινούργιος θόρυβος έφτανε τώρα στ’ αυτιά του. Ένα ελικόπτερο φάνηκε στον ορίζοντα, πλησιάζοντας και εφορμώντας σαν αρπακτικό. «Τη βάψαμε. Τώρα θα με δουν!» Το ελικόπτερο όμως δε νοιαζόταν για τον Κωστή. Άλλος ήταν ο στόχος του, η θαλαμηγός Πυροβολισμοί άρχισαν να πέφτουν- από και προς- το ελικόπτερο. Διέκρινε καθαρά τους δύο επιβάτες του. Ο ένας ήταν ο χειριστής κι ο άλλος μ’ ένα οπλοπολυβόλο γάζωνε ανελέητα τη θαλαμηγό. Οι επιβάτες της αιφνιδιάστηκαν μεν, όμως απάντησαν αμέσως στα πυρά. Ο Κωστής έκλεισε τα μάτια. Δεν πίστευε στην ξαφνική τροπή που είχε πάρει το μοναχικό του ψάρεμα. Όταν τα ξανάνοιξε, η θαλαμηγός είχε ήδη ξεκινήσει κι είχε προχωρήσει καμιά πενηνταριά μέτρα. Οι τρεις άντρες, ήταν ξαπλωμένοι πάνω στο άγνωστο φορτίο τους μες τα αίματα και το ελικόπτερο εξακολουθούσε να τη σφυροκοπάει δίχως οίκτο.

Ένας τέταρτος άντρας ξεπήδησε απ’ τα σπλάχνα της θαλαμηγού κι άρχισε να πυροβολεί μ’ ένα αυτόματο προς το ελικόπτερο. Ο Κωστής είδε τα τζάμια του πιλοτηρίου να θρυμματίζονται και τους δύο επιβάτες να γέρνουν μπροστά. Το οπλοπολυβόλο όμως συνέχιζε να βρυχάται. Σκοτώθηκε και ο τέταρτος άντρας. Ξαφνικά, το ελικόπτερο έκανε δυο-τρεις απότομες στροφές σαν λαβωμένο πουλί κι έπεσε με ορμή στη θάλασσα. Ο Κωστής νόμιζε πως ονειρευόταν. Τέτοιες σκηνές έβλεπε μόνο στην τηλεόραση ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του και τώρα, όλ’ αυτά να γίνονται μπροστά στα μάτια του! Λίγο πιο ’κει η θαλαμηγός ακολουθούσε μια τρελή πορεία, πότε δεξιά, πότε αριστερά, ώσπου κάποτε σταμάτησε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, σήκωσε την άγκυρα και ξεκίνησε με το σκάφος του για το σημείο εκείνο. Μόλις έφτασε, διαπίστωσε ότι η θαλαμηγός έμπαζε από παντού νερά. Πήδηξε μέσα, αφήνοντας το σκάφος του έρμαιο της θάλασσας. «Δεν θ’ αργήσω, μια ματιά θα ρίξω μόνο» είπε σαν να έδινε κάποια υπόσχεση προς το σκάφος του ή και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε παρατραβήξει η ιστορία. Μόνο που τον έκαιγε η περιέργεια για το πολύτιμο φορτίο της θαλαμηγού χάριν του οποίου είχαν σκοτωθεί έξι άνθρωποι. Πήγε γρήγορα προς το φορτίο κι άρχισε να κόβει τα σκοινιά με το σουγιά του. Ύστερα τράβηξε τις λινάτσες και…έμεινε στήλη άλατος. Μια τεράστια, χρυσή ασπίδα με διάμετρο ίσαμε τριών ανθρώπων ήταν εκεί, μπροστά του. Ανάγλυφες παραστάσεις την κοσμούσαν απ’ άκρη σ’ άκρη. «Θησαυρός!» φώναξε πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει ότι η θαλαμηγός βούλιαζε.

Ήταν ήδη μέσα στο νερό όταν κατάλαβε ότι πήγαινε προς τα κάτω. Είχε πιαστεί από κάπου και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί παρ’ όλες του τις προσπάθειες. «Ήρθε το τέλος μου!» σκέφτηκε, εξαντλώντας το τελευταίο απόθεμα οξυγόνου στα πνευμόνια του. Ξαφνικά, ένα δυνατό χέρι τον έπιασε από τους ώμους και άρχισε να τον τραβά στην επιφάνεια. Χέρι σωτήριο, ένα θεϊκό χέρι. Σα να του φάνηκε για μια στιγμή πως είδε ένα απαίσιο, τεράστιο πλάσμα, δίχως άκρα, μόνο με σώμα και κεφάλι, να βγάζει ξαφνικά χέρια, ν’ αρπάζει με το ένα την ασπίδα και με το άλλο τον ίδιο και να μεταμορφώνεται σ’ ένα υπερήφανο, εκθαμβωτικό άγαλμα που παρόμοιο δεν είχε δει πουθενά. Όταν έφτασε στην επιφάνεια, το άγαλμα τού χαμογέλασε σα να τον ευχαριστούσε και χάθηκε για πάντα στα βάθη της θάλασσας. Δεν ήταν όμως σίγουρος, αν το είχε δει στην πραγματικότητα ή στον ύπνο του, αφού τον βρήκαν δυο μέρες μετά, πάνω στο ακυβέρνητο σκάφος του να έχει πέσει σε λήθαργο. Αργότερα, όταν συνήλθε, παρά τις επίμονες ερωτήσεις του λιμενάρχη αν είδε τί μετέφεραν οι επιβάτες της βυθισμένης θαλαμηγού, αυτός απαντούσε για πολλοστή φορά: «Δεν είδα τίποτα». Έτσι κι αλλιώς η ασπίδα είχε επιστρέψει εκεί που πραγματικά ανήκε.


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Διηγήματα
      Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες,Φαντασίας
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

αυγουστης
 
kantadoros
18-02-2014 @ 09:22
μετὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη
αἰγίδ' ἔχουσ' ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτην τε,
τῆς ἑκατὸν θύσανοι παγχρύσεοι ἠερέθονται,
πάντες ἐϋπλεκέες, ἑκατόμβοιος δὲ ἕκαστος·
::smile.::
Ναταλία...
18-02-2014 @ 10:06
Αυγουστή με μάγεψε το γραπτό σου !!!!!!!!!!!!!!!! ::yes.:: ::theos.:: ::theos.::
**Ηώς**
18-02-2014 @ 17:33
εξαιρετικό κείμενο ,ενδιαφέρον και επίκαιρο!

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/image?img=Perseus:image:1987.03.0011

http://users.sch.gr/makritid/_____1.html

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%AF%CE%B4%CE%B1&sin=all
ΚΟΥΡΕΛΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ
18-02-2014 @ 19:23

*
Κάποτε ήμουν όμορφη. Εκθαμβωτική! Με βλέπανε και με θαυμάζανε γενιές ολόκληρες ...
.
Με την Ηως ...
καλησπέρα !!! ... ::wink.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο