Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Σκόρπια φύλλα ημερολογίου
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130389 Τραγούδια, 269368 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Σκόρπια φύλλα ημερολογίου
 






ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ

Το πήρα απόφαση, όταν τη συναντήσω θα της πω όλη την αλήθεια για τη ζωή μου, και… αν διστάσω και δεν μπορέσω, τότε θα της στείλω τη γραπτή εξομολόγησή μου:

«Αγαπούλα μου, θέλω να σου μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια και την μέχρι σήμερα ζωή μου για να ξέρεις ποιος είμαι και να διαπιστώσεις πόσα κοινά στοιχεία έχουμε. Δεν ντρέπομαι για τίποτα, μερικές φορές λυπάμαι που δεν ξέρω πως είναι να έχεις οικογένεια και αθώα παιδικά χρόνια, αλλά αυτά ανήκουν στο όνειρο.
Η ιστορία μου ξεκίνησε όταν στον πόλεμο αδέσποτη σφαίρα σκότωσε τη μάνα μου, ήταν δασκάλα μουσικής. Μέναμε στην Κυψέλη. Όλοι την εκτιμούσαν. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός. Δεν τον θυμάμαι, ξεθώριασε η εικόνα του. Μοναδική πατρική παρουσία ένα γράμμα του που έστελνε δύο -τρεις φορές το χρόνο με δολάρια.
Το τελευταίο γράμμα ήρθε δύο μέρες πριν το ΟΧΙ στις 26 Οκτωβρίου 1940, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Μετά σιγή. Δεν έμαθα τι απόγινε. Αμέσως μετά ακολούθησε ο πόλεμος και η αδέσποτη σφαίρα που έγραφε επάνω Μερόπη, το όνομα της λατρεμένης μάνας μου.
Έμεινα μόνος και ήμουνα μόνο... δώδεκα χρόνων. Συγγενείς δεν υπήρχαν. Στο σχολείο και στη γειτονιά όλοι με αγαπούσαν. Εκείνη μου έλεγε: «Ποία άλλη μάνα έχει τόσο πανέμορφο ψιλό αγόρι, μελαχρινό με γκρίζα μάτια και κορμί σμιλευμένο για μοντέλο αθλητή; Ποία άλλη είναι τόσο περήφανη για το σπλάχνο της που πάντα σε όλα είναι πρώτος;.».
Ύστερα… πείνα, πόνος, δυστυχία. Κοιμόμουνα όλη τη μέρα. Ήταν ένας τρόπος να ξεχνώ την πείνα μου. Το σούρουπο έβγαινα με δειλά βήματα και ανάμεσα από τα κυψελιώτικα δρομάκια πήγαινα, μακριά από τη γειτονιά μου, κάτω από την Μαυρομματαίων, να ζητιανέψω... Δεν ήθελα να με βλέπουν στη γειτονιά. Από τότε μου κόλλησαν το παρατσούκλι ο "Αθώρητος".

Ένα βράδυ στο πάρκο του Άρεως, συνάντησα τον κυρ Κώστα ή μάλλον ο κυρ Κώστας με συνάντησε όταν εξαντλημένος καθόμουν σ΄ ένα παγκάκι με τα μάτια κλειστά και το χεράκι απλωμένο. Ο κυρ Κώστας κάθισε δίπλα μου, μου έβαλε στο χέρι μια δραχμούλα. Τον ευχαρίστησα.
Ο κυρ Κώστας, θα ήταν καμιά πενηνταριά χρονών, μετρίου αναστήματος προς το κοντό στρουμπουλός, μου φέρθηκε πολύ καλά. Μου μίλησε σαν πατέρας, με χάιδεψε όπως η μάνα μου και με πήγε σ΄ ένα κουτούκι στο Πολύγωνο.
Είχα πάνω από χρόνο να φάω αληθινό φαγητό με λάδι και ψωμί. Δεν θυμάται τι έφαγα. Ίσως φασολάδα. Πόσο αγάπησα τον κυρ Κώστα όταν μου είπε, «...να πάρε και το δικό μου πιάτο, εγώ δεν πεινάω». Ήπιαμε και κρασί. Πρώτη φορά δοκίμαζα κρασί, ήταν ρετσίνα. Τι όμορφα που είναι σαν είσαι χορτάτος. Αυθόρμητα έσκυψα και του φίλησα τα χέρια. «Άντε, άστα αυτά, πάμε να φύγουμε», μου είπε εκείνος.
Βγήκαμε στο δρόμο σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι. Έκανε ψύχρα. Μετά δυο βήματα κάνω εμετό. Τα έβγαλα όλα. Από τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα. Τόσο κρασί, τόσο φαΐ χαμένο...
Ο κυρ Κώστας με παρηγόρησε, μου πρότεινε να με πάει σπίτι μου. Του εξήγησα ότι έχασα τη μάνα μου, ότι δεν έχω κανένα δικό μου και δεν έχω σπίτι. Με χάιδεψε, μου σήκωσε το πηγούνι και μου υποσχέθηκε ότι αυτά τα τεράστια γκρίζα μάτια δεν θα ξανακλάψουν ποτέ. «Έλα σπίτι μου, θα σου φτιάξω φασκόμηλο. Έχω και παξιμάδες, που μου έστειλαν από το χωριό». Τι καταπληκτικός άνθρωπος ο κυρ Κώστας! Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα στην αγκαλιά του…

Έμεινα κοντά του μέχρι που πέθανε. Δεν ξέρω αν τελικά τον αγάπησα ή απλώς με βόλευε η ζωή που εκείνος μου χάραζε. Το σίγουρο είναι ότι υπάκουα σε ό,τι, πάντα με ευγενικό τρόπο, μου έλεγε. Μου προσέφερε τα πάντα αφειδώς. «Άλλαξε η ζωή μου Μάκη από τότε που σε γνώρισα, απόκτησα προορισμό, κάνω όνειρα για σένα.
Εσύ μικρέ μου, με νοικοκύρεψες, με γλίτωσες από τους αλήτες που μ΄ εκμεταλλεύονταν».
τέτοια μου έλεγε ανάμεσα σε χάδια και φιλιά. Με τον κυρ Κώστα έμαθα γράμματα, τρόπους, αγγλικά και λίγα γαλλικά. Ακόμη μου έμαθε να παίζω φυσαρμόνικα και το έκανα με μεγάλη επιτυχία, σε αυτό συνετέλεσαν οι γνώσεις του πιάνου που είχα από τη μάνα μου. Το μόνο που απόλυτα αρνήθηκα ήταν να μάθω γερμανικά...

Ζούσαμε αρμονικά παρ΄ όλο που πολλές φορές αντιδρούσα, όπως όταν μου επέβαλε να τρώω με μαχαίρι και με πιρούνι μέχρι και τα φρούτα. Τελικά είχε δίκιο, πάντα είχε δίκιο. Ήθελε να με κάνει «ένα έξοχο άντρα», έλεγε. Πόσες μέρες παιδεύτηκε να με μάθει να κινούμαι κομψά με ευγένεια.
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ δικτυώθηκα και γνώρισα όλα τα στέκια από Ομόνοια ως το Σύνταγμα. Αγάπησα τη νύχτα. Έγινα ένα με αυτή. Δεν είχα αναστολές. Γλένταγα. Γευόμουν τη ζωή και τον έρωτα όπου και όπως τον έβρισκα.
Μόνο στη Φωκίωνος Νέγρη δεν πάταγα το πόδι μου. Εκεί, ήταν πάντα η ζωντανή εικόνα της μάνας μου και οι γλυκές έξοδοι μας.

Έμαθα να βγάζω λεφτά εύκολα από τη μόνη δουλειά που ήξερα να κάνω και μάλιστα πολύ καλά. Με τον κυρ Κώστα έκανα “αποκλειστική παρέα” μόνο τα Σαββατοκύριακα και... πάντα μακριά από τη Φωκίωνος. Τα άλλα βράδια ήταν δικά μου. Ξεκίναγα από το σπίτι του κυρ Κώστα, βιαστικός να προλάβω το τελευταίο τραμ, μπανιαρισμένος, παρφουμαρισμένος με τα μεταξωτά πουκάμισα μου, το μαύρο πανταλόνι, το απαραίτητο μπριγιόλ. «Πάω για ανθράκευση», τoυ έλεγα. Δεν δεχόμουν λεφτά από τον κυρ Κώστα, αρκετά είχε ξοδέψει για εμένα.
Κάθε βράδυ έφθανα στην Ομόνοια, εκεί σύχναζε η πελατεία μου, είτε αυτή ήσαν Γερμανοί, Έλληνες ή όποια άλλη εθνικότητα είχαν.
Μετά, με την τσέπη γεμάτη λεφτά ανέβαινα τη Σόλωνος, έφθανα στο Σύνταγμα για να καταλήξω στα ψηλά σκαμνιά της Κοπακαμπάνα, του Τζίμη ή της Αρζεντίνα. Γινόμουν άλλος άνθρωπος, ήμουνα ευτυχισμένος. Εκεί καθόμουν μ΄ ένα ποτό στο χέρι και χανόμουνα στου νου τις συμπληγάδες. Δεν έκανα τίποτα. Απλά υπήρχα. Εγώ, η νύχτα, το ποτό και οι γυναίκες.

Όταν ο κυρ Κώστας πέθανε, πλήρης ημερών, ήταν πάνω από ογδόντα χρόνων, βρέθηκα με ικανή περιουσία. Με είχε αγαπήσει βαθιά ο συχωρεμένος και με άφησε μοναδικό του κληρονόμο. Έτσι βρέθηκα ιδιοκτήτης ενός αρχοντικού στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, μιας μπουΐκ και μιας αξιοσέβαστης κατάθεσης στην Τράπεζα. Έχω δηλαδή και προίκα… »

Μίρκα μου, αν μετά από αυτή την εξομολόγησή μου, εξακολουθείς να θέλεις να προχωρήσει η σχέση μας, σκέψου και πέστο μου ή τηλεφώνησέ μου. Θα περιμένω με αγωνία…

΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 0
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αναμνήσεις & Βιώματα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Να κυνηγάς τα όνειρα σου !!!
 

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο