Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ένα τριαντάφυλλο
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130539 Τραγούδια, 269411 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ένα τριαντάφυλλο
 Ένα ακόμη δικό μου διήγημα! Ελπίζω να σας αρέσει....
 
Ένα τριαντάφυλλο

Η καρδιά της έτρεμε σαν να επρόκειτο να σπάσει. Βρισκόταν ολομόναχη σ’ εκείνον τον σκοτεινό διάδρομο , στον ίδιο διάδρομο που λίγους μήνες πριν είχε γνωρίσει εκείνον. Τα φώτα ήταν σβησμένα στον κάτω όροφο που βρισκόταν εκείνη κι η μέρα είχε αφήσει την τελευταία της πνοή αρκετές ώρες πριν. Η όρασή της ήταν πολύ περιορισμένη. Με τη βοήθεια ενός μικρού φακού προσπαθούσε να κατέβει τις σκάλες . Δυσκολεύτηκε αρκετά στη διαδρομή αλλά τώρα επιτέλους βρισκόταν μπροστά από εκείνη την πόρτα. Την πόρτα απ’ το καμαρίνι του. Την άνοιξε και μπήκε μέσα τόσο αθόρυβα όσο ένα φάντασμα. Δίπλα από την πόρτα υπήρχε ένα τραπεζάκι πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένα ένα μικρό κερί στερεωμένο πάνω σε μία ασημένια βάση κι ένα κουτί σπίρτα . Προφανώς τα χρησιμοποιούσαν σε παραστάσεις. Με τη βοήθεια ενός σπίρτου άναψε το κερί και έτσι φωτίστηκε ένα μέρος του χώρου που βρισκόταν . Τα μάτια της καρφώθηκαν στην ξύλινη καρέκλα όπου κάθονταν εκείνος μερικούς μήνες πριν , στον πάγκο που συνδέονταν με τον τοίχο που ακουμπούσε τα πράγματα και τα χέρια του εκείνος λίγους μήνες πριν. Το καμαρίνι ήταν φωτισμένο με το γέλιο του! Νόμιζε ότι ακόμα μπορούσε να το ακούσει μέσα από τους τοίχους , τις χαραμάδες , μπορούσε να δει το πρόσωπό του μέσα από τους τέσσερις καθρέφτες που διέθετε το καμαρίνι. Ξαφνικά τα όμορφα πράσινα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Πόσο πολύ είχε πιστέψει σ’ εκείνον , πόσο πολύ τον είχε αγαπήσει και πόσο πολύ την είχε πληγώσει… Όταν τον είχε πρωτοδεί της θύμισε τους αγγέλους που συναντά κανείς σε πίνακες διάσημων ζωγράφων . Τόσο ήρεμο πρόσωπο είχε , τόσο γαλήνιο βλέμμα. Όμως καμιά φορά οι άγγελοι δε διστάζουν να κάψουν την ψυχή σου στα βάθη της κολάσεως, έτσι δεν είναι; Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό λευκό τριαντάφυλλο . Το είχε κόψει από την ανθοδέσμη που πριν λίγο της είχαν κάνει δώρο για να τη συγχαρούν για τη βράβευσή της στο διαγωνισμό ποίησης. Το διαγωνισμό που έλαβε χώρα σ’ εκείνο λίγη ώρα πριν. Λίγη ώρα πριν βρισκόταν πάνω στη σκηνή για ν’ απαγγείλει το ποίημά της. Ένα ποίημα που ‘χε γράψει για εκείνον και του το ‘χε στείλει αλλά δεν είχε λάβει απάντηση. Προσπαθούσε να ‘ναι ψύχραιμη . Ένας Θεός ξέρει πως κρατήθηκε να μην ξεσπάσει σε κλάματα καθώς το διάβαζε δυνατά μπροστά σε όλους όσους βρίσκονταν εκείνη τη βραδιά στο δημοτικό εκείνο θέατρο. Κι όταν τελείωσε και το κοινό την χειροκρότησε ήθελε να πέσει να πεθάνει. Ήταν αχάριστη εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελε κανέναν από αυτούς να τη χειροκροτεί . Ήθελε να βρισκόταν εκείνος και μόνο εκείνος στην κεντρική αίθουσα εκείνη τη στιγμή , να την ακούσει , να χειροκροτήσει μονάχα εκείνος για το ποίημα που γράφτηκε για εκείνον και να υποκλιθεί μπροστά στα συναισθήματά της. Αυτή θα ήταν η πιο γλυκιά ηδονή που θα μπορούσε να λάβει μπροστά σ’ αυτό το δύσβατο δρόμο της αγάπης της. Αν την ένιωθε έστω και για λίγο θα μπορούσε να βρει ένα λιμάνι για να παρηγορηθεί μέσα στο ταξίδι αυτό της απελπισίας της. Όμως δε γίνονται θαύματα στις ημέρες μας. Άφησε δειλά το μικρό τριαντάφυλλο στην καρέκλα του και ψιθύρισε « Αντίο» . Έκανε να φύγει . Μα λίγο πριν σβήσει το κερί που λίγο πριν είχε ανάψει γύρισε και κοίταξε πίσω της. Το απόλυτο τίποτα ! Η βαρυχειμωνιά είχε σβήσει το καλοκαίρι απ’ την καρδιά της! Τίποτα πια σ’ εκείνον τον χώρο δεν της φαίνονταν όμορφο. Έσβησε το κερί και βγήκε γρήγορα απ’ το καμαρίνι . Όταν δεν έχεις επιλογές πρέπει να τρέχεις μακριά απ το παρελθόν. Ανέβηκε όσο μπορούσε γρηγορότερα τις σκάλες και σύντομα βρέθηκε στον επάνω όροφο. Προσπάθησε να μη γίνει αντιληπτή από κανέναν απ’ τους παρευρισκόμενους, Πήρε το παλτό , την τσάντα της και την ανθοδέσμη κι έφυγε . Περπατούσε μόνη μέσα στη νύχτα ώσπου είδε ένα γέρο ζητιάνο να προσπαθεί να πουλήσει το κομπολόι του που ήταν φτιαγμένο από κεχριμπάρι για να πάρει κάτι να φάει. Όμως όσοι κι αν πέρασαν από μπροστά του , κανείς δεν του ’δωσε σημασία. Τον πλησίασε δειλά εκείνη. Έβγαλε από το πορτοφόλι της όσα χρήματα είχε και του τα ’δωσε. Εκείνος την κοίταξε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη κι έκανε να της δώσει το κομπολόι. Εκείνη αρνήθηκε και του ’πε «Κράτα το κομπολόι σου παππού και μην επιχειρήσεις να το πουλήσεις ξανά! Σίγουρα σου θυμίζει κάτι που αγαπάς! Είσαι τυχερός που έχεις κάτι να σου θυμίζει αγάπη! Μην το πετάξεις ποτέ σου αυτό το θείο δώρο». Ο γέρος την κοίταξε γεμάτος συμπόνια και κατανόηση αλλά βούρκωσε καθώς την έβλεπε να φεύγει. « Αχ κοριτσάκι μου είσαι πολύ αθώα! Ό,τι πολύ αγαπάς συνήθως σε πληγώνει».



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Μισιρλού
 
αντιφατική...
23-04-2014 @ 20:42
Πολύ όμορφο και συγκινητικό! ::hug.::

"Όταν δεν έχεις επιλογές πρέπει να τρέχεις μακριά απ το παρελθόν"
όσο γι' αυτό, δεν είμαι σίγουρη...

::hug.:: ::kiss.::
Celestia
24-04-2014 @ 00:55
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο