Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Η Ζωή χωρίς Εσένα Α' Μερος
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130577 Τραγούδια, 269413 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Η Ζωή χωρίς Εσένα Α' Μερος
 
ΜΕΡΟΣ Α΄

Γκαπ, γκουπ το φτυάρι έπεφτε πάνω στον φρεσκοσκαμμένο λάκο. Ο Φίλιππος καταϊδρωμένος βιαζόταν να τελειώσει. Ο πατέρας, δίπλα του, παρακολουθούσε με αυστηρό βλέμμα και κάθε τόσο του έλεγε: «Πρόσεχε, να γεμίζεις το φτυάρι, όχι έτσι, απρόσεχτε, γρήγορα….».
Εκείνος μετά από κάθε παρόμοια παρατήρηση γινόταν πιο προσεκτικός, γλιστρούσε το φτυάρι από τα χέρια του, αμίλητος, πάντα κάτω από την εξουσία του πατέρα. Όταν τελείωσε, ο πατέρας μάζεψε τα φτυάρια και πήραν κουρασμένοι το δρόμο για το σπίτι. Μπαίνοντας στο φτωχόσπιτο, το τραπέζι με το φαγητό ήταν έτοιμο: φασολάκια και τυρί. Του Φίλιππου δεν του πολυάρεσε αυτό το φαγητό, αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει να κοιμηθεί ήσυχα χωρίς εφιάλτες.
«Γιατί δεν τρως;» ρώτησε ο πατέρας.
«Δεν πεινάω»
«Πότε θα διαβάσεις;»
«Σε λίγο θα διαβάσω και θα κοιμηθώ» μουρμούρισε ο μικρός και κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο «Φιλιππάκη, έλα εδώ», ακούστηκε μακρόσυρτη η φωνή του παππού που καθόταν σε μια άκρη του δωματίου καπνίζοντας «Τι θες παππού;» ρώτησε το παιδί φτάνοντας δίπλα του. «Πώς πέρασες σήμερα; Είσαι καλά;», ρώτησε, καθώς ο μικρός χώθηκε στην αγκαλιά του τρίβοντας τα μάτια του.
Εκείνος τον αγκάλιασε, χάϊδεψε τα μαλλιά του, τον φίλησε και τον άφησε να φύγει χωρίς να πάρει απάντηση. Κατάλαβε. Όταν ο μικρός μπήκε στο άλλο δωμάτιο, ο παππούς γύρισε στο γιο του και είπε: «Το κουράζεις πολύ το παιδί, Κώστα, άστο λίγο να παίξει, δεν είναι για τέτοιες δουλειές».
«Για ποιες δουλειές είναι; Να τεμπελιάζει όλη μέρα; Να μάθει να δουλεύει, έχουμε ανάγκες. Εσύ να μην ανακατεύεσαι, γέρο», είπε απειλητικά. Και κείνος σιώπησε, μέσα του όμως ήταν γεμάτος ανησυχία και πίκρα. Το αγαπούσε αυτό το παιδί, που δεν γνώρισε την αγάπη της μάνας και από μικρό το βάλαν στα βάσανα, που δεν έπαιζε, που δεν χαιρόταν, που αυτή η δουλειά να παραχώνει τους πεθαμένους δεν ήταν δουλειά για ένα τόσο μικρό παιδί, αλλά κανείς δεν τον άκουγε, δεν τολμούσε άλλωστε να υψώσει το ανάστημά του στην εξουσία του γιου του.
Ο μικρός έκλεισε πίσω την πόρτα και έπεσε στο κρεβάτι. Δίπλα η σχολική τσάντα έμεινε κλειστή. Τα μάτια του έκλεισαν, σήμερα ένιωθε κατάκοπος, παράχωσε τρεις, είχε πέσει πολλή δουλειά. Μπροστά στα μάτια του φτερούγιζαν επιθανάτιες εικόνες, αέρινες μορφές, άκαμπτες, ενώ στ’ αφτιά του έφταναν κλάματα και μοιρολόγια. Δύσκολα απόδιωχνε αυτούς τους ήχους και αυτές τις εικόνες. Ο ύπνος ήρθε ευεργετικός να σφραγίσει τα μάτια του.
Εδώ και δύο χρόνια ο δωδεκάχρονος Φίλιππος υποχρεώθηκε να κάνει αυτή τη δουλειά βοηθώντας τον πατέρα του «Έχουμε ανάγκες» έλεγε εκείνος συχνά «τόσα στόματα δεν τα βγάζω πέρα». Ο παππούς και η μικρή του αδερφή, η Ελενίτσα, ήταν όλη κι όλη η οικογένεια. Η μητέρα εδώ και αρκετά χρόνια είχε εγκαταλείψει το σπίτι και τα παιδιά. Ο Φίλιππος δύσκολα έφερνε μπροστά στα μάτια του τη μορφή της. Κρατούσε όμως κρυμμένη μια παλιά φωτογραφία κάτω από το στρώμα, να μη την δει ο πατέρας. Η απουσία της ήταν βασανιστική, κρυφό σαράκι που τον έτρωγε.
Κάποιες φορές όταν ο Φίλιππος έμενε μόνος με τον παππού του, τον ρωτούσε: «Γιατί, παππού, οι άνθρωποι πεθαίνουν; Που πηγαίνουν;» Τότε ο παππούς του έλεγε: «Οι άνθρωποι, Φιλιππάκη, είναι όπως τα λουλούδια, φυτρώνουν, βλασταίνουν, ανθίζουν και πεθαίνουν, έτσι και οι άνθρωποι….Άλλωστε μπορείς να φανταστείς τι θα γίνονταν τόσοι πολλοί άνθρωποι πάνω στη γη; Δεν θα τους χωρούσε!!» «Γιατί, παππού, αφού υπάρχουν στον ουρανό και άλλοι πλανήτες, δεν μπορούν οι άνθρωποι να πάνε εκεί;». Ο παππούς με τις περιορισμένες γνώσεις του, δυσκολευόταν να δώσει τις απαντήσεις που ζητούσε ο μικρός «Τ’ άλλα αστέρια είναι πολύ μακριά, δύσκολο να φτάσουμε εκεί» και για να κόψει την κουβέντα, κατέληγε: «Άντε, πήγαινε τώρα να παίξεις..».
Έτσι, περνούσε ο καιρός για τον Φίλιππο, που δεν πήγαινε καθόλου καλά στο σχολείο. Έμεινε στάσιμος στην πρώτη Γυμνασίου. Στενοχωρέθηκε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτε, αφού δεν διάβαζε, πως θα περνούσε στην άλλη τάξη; Τη μέρα που βγήκαν τ’ αποτελέσματα πέρασε από το σχολείο, πλησίασε μία παρέα παιδιών και τους χαιρέτησε: «Γεια σας!!» είπε. «Γεια σου, νεκροθάφτη!» απάντησαν και άρχισαν να γελάνε δυνατά επαναλαμβάνοντας την ίδια λέξη πολλές φορές «…νεκροθάφτη….νεκροθάφτη….!!!».
Ο Φίλιππος ένιωσε σα να δέχθηκε μια μαχαιριά στο στήθος «Όχι! Ποτέ! Δεν θα γίνω νεκροθάφτης, δεν μπορώ να βλέπω πεθαμένους, δεν αντέχω άλλο!!!....».
Τόβαλε στα πόδια γεμάτος πανικό, πήγε σε μια απόμερη γωνιά και έκλαψε πικρά.
Έτσι, πέρασαν άλλα δύο δύσκολα χρόνια. Στο σχολείο δεν πήγαινε καλά. Πλησίαζε τα δεκαπέντε και ήταν στη Δευτέρα Γυμνασίου. Η ιδέα της φυγής είχε αρχίσει να ριζώνει μέσα του. Συχνά έλεγε στον παππού: «Θα φύγω, δεν μπορώ άλλο». Εκείνος, βέβαια, τον συμβούλευε να κάνει υπομονή και ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν. Αλλά τίποτε δεν άλλαζε. Το μόνο που άλλαζε ήταν ο Φίλιππος. Είχε ψηλώσει, γινόταν άνδρας. Ένιωθε την κοσμογονία που γινόταν στο κορμί και στην ψυχή του. Κοσμογονία συγκλονιστική, νέα αίσθηση της ζωής. Μια αίσθηση κρυφή, απαγορευμένη, λες και η ζωή του ήταν μία απαγόρευση και μία παρανομία. Τίποτε δε χαιρόταν, τίποτε δε ζούσε. Ένιωθε ότι κρεμόταν στο κενό περιτριγυρισμένος από ένα συρματόπλεγμα, εύκολος, ορατός στόχος. Τότε, θύμωνε, του ερχόταν να πέσει να τσακιστεί, αλλά κάτι τον ύψωνε πάλι. Ποιος ξέρει… ίσως αύριο είναι καλύτερα, όπως έλεγε και ο παππούς.
Ένα απόγευμα, καλοκαιράκι, πήγε μία βόλτα στην παραλία της πόλης. Ήταν μία ατέλειωτη παραλία, με βάρκες και καραβάκια ν’ αρμενίζουν και κόσμο να πηγαινοέρχεται στο λιμάνι. Του άρεσε να κάθεται μόνος και ν’ αγναντεύει το πέλαγος. Άφηνε τη φαντασία του ελεύθερη και την ψυχή του ανοικτή. Ονειρευόταν κόσμους νέους, μακρινούς, παραδεισένιους. Ήθελε να ζήσει εκεί, ελεύθερος μακριά από φτυάρια και χώματα, χωρίς περιορισμούς.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε να τρυπώσει σ’ ένα καράβι, να κρυφτεί και να φύγει και όπου έβγαινε. Δεν είχε όμως χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες. Μετά από δύο – τρεις ώρες, που δεν κατάλαβε πότε πέρασαν, γύρισε στο σπίτι. Στην πόρτα τον περίμενε ανήσυχος ο παππούς, πράγμα ασυνήθιστο : «Σε ψάχνει ο πατέρας σου», είπε «που χάθηκες;», και πριν ο Φίλιππος προλάβει να μπει μέσα, τον υποδέχθηκε ο πατέρας του σαν άγρια θάλασσα, με το λουρί στο χέρι «Που γυρίζει βρε τεμπέλαρε; Έχουμε δουλειά, αλήτη και συ γυρίζεις στους δρόμους;» και άρχισε να τον χτυπά αλύπητα όπου έβρισκε. Του χαράκωσε το κορμί, τα πόδια , ενώ εκείνος προσπαθούσε με τα χέρια του να κρύψει το πρόσωπό του βγάζοντας κραυγές πόνου. Ο παππούς που παρακολουθούσε τη σκηνή, έκανε να επέμβει, αλλά η άγρια ματιά του γιου του, τον καθήλωσε.
Ο φίλιππος έφαγε το ξύλο της χρονιάς του. Πόνεσε, έκλαψε, οργίστηκε, έγινε σεισμός μέσα του. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Μάζεψε λίγα πράγματα και λίγα χρήματα που είχε μαζέψει και μόλις οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτισαν το δωμάτιο, έφυγε σαν κλέφτης. Πήρε το πρώτο λεωφορείο για την Αθήνα. Ήξερε ότι η ζωή του θα ήταν δύσκολη. Ήταν όμως ελεύθερος και αποφασισμένος να παλέψει. Όταν το αυτοκίνητο ξεκίνησε, πήρε μία βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε βυθισμένος στο όνειρο της μεγαλούπολης.
Έφτασε στην Αθήνα το μεσημέρι. Έφαγε κάτι και πήρε τον πρώτο μεγάλο δρόμο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Όλη μέρα περπατούσε, όπου έβρισκε παρκάκι, καθόταν και ξεκουραζόταν. Αυτή η μεγάλη πόλη, η Αθήνα, του προκαλούσε περίεργες εντυπώσεις. Άνθρωποι πολλοί, σωστό μελίσσι, πηγαινοέρχονταν αυτοκίνητα, χιλιάδες αυτοκίνητα, μαγαζιά, πολύχρωμα φώτα ήταν εικόνες πρωτόγνωρες και συναρπαστικές.
Κατέβηκε στην Ομόνοια, χάζεψε τα μαγαζιά, περπάτησε, περπάτησε ώρες πολλές, κουράστηκε. Το μυαλό του γύρισε πίσω στην πόλη του, το Βόλο, στον παππού, στην Ελενίτσα. Ήξερε ότι θα τον ψάχνουν. Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις, ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά, ένα κόμπο στον λαιμό, ένα πόνο στο στομάχι.
Έτσι, νύχτωσε. Αποφάσισε να περάσει τη νύχτα σ’ ένα παγκάκι, άλλωστε ήταν καλοκαίρι. Κατάκοπος, όπως ήταν, γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε από κάποιους που τον σκουντούσαν. Ανοίγοντας τα μάτια του αντίκρισε τρία ζευγάρια μάτια που τον κοίταζαν παράξενα, χασκογελούσαν και άπλωναν τα χέρια τους απειλητικά πάνω του «Έλα, σήκω, πάμε να κοιμηθείς σε μαλακό στρώμα, σήκω, τυχεράκια». Δεν καταλάβαινε, τι ακριβώς ήθελαν, δεν τους γνώριζε «Τι θέλετε; Αφήστε με… δεν σας ξέρω..».
«Γρήγορα, θα γνωριστούμε, έλα πάμε», «Που θα πάμε;» ρώτησε φοβισμένος.
Εκείνοι τον σήκωσαν με σπρωξιές, τον έβαλαν σ’ ένα φορτηγάκι πίσω στην καρότσα. Στην ψυχή του φώλιασαν χίλια φίδια, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, ενώ οι δύο άγνωστοι γελούσαν, άπλωναν τα βρωμόχερά τους πάνω του, τον χάϊδευαν στα απόκρυφα μέρη του σώματός του. Εκείνος τραβιόταν, φώναζε, έκλαιγε, ζητούσε απεγνωσμένα να τον αφήσουν. Εκείνοι όμως, δεν άκουγαν τίποτε, τον φώναζαν και τον χτυπούσαν. Κάποια στιγμή του κατέβασαν το παντελόνι του, του έβγαλαν το σώβρακο, τον πέταξαν μπρούμυτα και ο ένας πήδηξε πάνω του, ενώ ο άλλος του κρατούσε το κεφάλι και τα χέρια κλείνοντας του το στόμα. Όταν τελείωσε, τον παρέδωσε στον άλλο και αφού ασέλγησε βίαια πάνω του στην παρθένα σάρκα του, ετοιμαζόταν να αποτελειώσει το άθλιο έργο τους και ο τρίτος, που οδηγούσε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Εκείνη τη στιγμή, πέρασε ένα περιπολικό. Εκείνοι σταμάτησαν να τον χτυπούν. Ο Φίλιππος άρπαξε το παντελόνι του και γυμνός πήδηξε από την καρότσα και τρέχοντας κρύφτηκε σ ένα πυκνό δασάκι που βρέθηκε μπροστά του. Τρέχοντας, ντύθηκε, χώθηκε κάτω από μία πυκνή φυλλωσιά κρατώντας ένα κλαδί στο χέρι που βρέθηκε μπροστά του, τρέμοντας από φόβο «Βγες έξω φιλαράκο» ακούστηκε η φωνή του ενός που τον ακολούθησε, έτοιμος να κατασπαράξει τη λεία του. Τότε ο Φίλιππος επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις του και του κοπάνισε το κλαδί στο κεφάλι. Εκείνος βόγκηξε, ζαλίστηκε, παραπάτησε και έπεσε κάτω. Τότε ο Φίλιππος το έβαλε στα πόδια και απομακρύνθηκε, καθώς οι δύο άλλοι έσκυβαν πάνω στον τραυματισμένο φίλο τους.
Ξημέρωνε. Ο Φίλιππος βγήκε από την κρυψώνα του και προχώρησε έχοντας τ’ αφτιά του και τα μάτια του ανοιχτά. Φοβόταν και έτρεμε. Ήταν ένα σωματικό και ψυχικό ράκος. Ένιωθε σαν ένα κουρέλι στην άσφαλτο, που το ισοπέδωναν…..Προσπαθούσε να συνέλθει, να σκεφτεί, να καταλάβει….Ήταν όμως αδύνατον! Στο μυαλό του είχε ένα κενό. Στην ψυχή του έναν άγριο θυμό! Έσφιγγε τις γροθιές του. Ένιωθε βρώμικος, εξουθενωμένος. Η μόνη του επιθυμία ήταν να λουστεί, να κάνει ένα μπάνιο, να ξεβρομίσει το σώμα του, χωρίς να υποψιάζεται ότι τα σημάδια της ψυχής του δεν θα έσβηναν ποτέ….
Απομακρύνθηκε από το δάσος και περπάτησε πολύ. Όπου έβρισκε βρύση, έσκυβε και έριχνε νερό στο πρόσωπό του. Η μεγαλούπολη ξυπνούσε. Το δικό του ξύπνημα ήταν πικρό. Η εμπειρία της νύχτας σκληρή. Ήταν ένα ζώο λαβωμένο που έπρεπε να επιβιώσει στη ζούγκλα της Αθήνας.
Λίγες μέρες μετά την περιπέτεια, μέρες περιπλάνησης και μοναξιάς, ο Φίλιππος κοιμήθηκε σε απόμερα μέρη, αφού ζητιάνεψε και έκλαψε πολύ, βρήκε καταφύγιο στο βενζινάδικο του κυρ – Ανέστη. Ο κυρ Ανέστης είχε ένα βενζινάδικο λίγο πιο πέρα από το κέντρο της πόλης, λυπήθηκε το ταλαιπωρημένο παιδί, το ορφανό από το Βόλο, έτσι του είχε πει και τον κράτησε. Ο Φίλιππος σκούπιζε, καθάριζε τα τζάμια των αυτοκινήτων και έκανε όποια δουλειά παρουσιαζόταν. Ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές. Το αφεντικό του ήταν ένας φωνακλάς πενηντάρης με καλή καρδιά. Τον συμπάθησε με την πρώτη ματιά και έγινε φίλος του, αν και ο νεαρός δεν ξανοιγόταν εύκολα, δε μιλούσε πολύ. Είχε κλειστεί στον εαυτό του, φοβόταν τους άντρες και το παραμικρό αθώο άγγιγμά τους τον συντάραζε, τραβιόταν και απομακρυνόταν με διάφορες δικαιολογίες.
Τα βράδια που έκλεινε το βενζινάδικο και πήγαινε να κοιμηθεί σε μία αποθήκη που ο κυρ Ανέστης του είχε παραχωρήσει, έκλεινε τα μάτια του και νοσταλγούσε το σπίτι του, τον παππού, την Ελενίτσα…. Ήξερε ότι τους πίκρανε πολύ με τη φυγή του, ότι τον έψαχναν, ήξερε ότι τον αγαπούσαν , αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Η φυγή ήταν πια η μόνη λύση, έτσι ήθελε να πιστεύει.
Μία μέρα ο κυρ – Ανέστης τον πήρε σπίτι του. Έτσι βρέθηκε σ’ ένα φιλόξενο και ζεστό περιβάλλον. Η κυρά – Μαρία, η γυναίκα του, ήταν πολύ ευγενική μαζί του. Ο Φίλιππος ένιωσε για πρώτη φορά ψυχική ζεστασιά και αγάπη. Αυτοί οι άνθρωποι τον αγάπησαν σαν παιδί τους. Ο κυρ – Ανέστης είχε έναν γιο, τον Αντώνη, που η φωτογραφία του δέσποζε μέσα στην ασημένια κορνίζα πάνω στο μπουφέ του σαλονιού. Σπούδαζε πυρηνική φυσική στην Αμερική. Ήταν το καμάρι των γονιών του, ο πατέρας του μιλούσε με περηφάνια γι’ αυτόν. Ο Φίλιππος κάθε φορά που πήγαινε στο σπίτι περιεργαζόταν αυτή τη φωτογραφία. Πυρηνικός επιστήμων, κάτι μυθικό γι’ αυτόν που ούτε το Γυμνάσιο δεν είχε τελειώσει. Αυτόν τον πείραζε πολύ, το κουβαλούσε μέσα του μαζί με τις χαρακιές του πατέρα του. Μνήμες πικρές και βασανιστικές. Θα ήθελε να είχε ένα σφουγγάρι να τα σβήσει όλα. Δε μπορούσε όμως. Το παρελθόν τον σημάδεψε, αλλά δεν ήθελε να καθορίσει και το μέλλον του. Ο Φίλιππος είχε θέληση και πείσμα. Ζήτησε λοιπόν, από το αφεντικό του να φοιτήσει σε νυχτερινό Γυμνάσιο, να πάρει το Απολυτήριο. Εκείνος, χάρηκε και τον βοήθησε.
Έτσι, μετά από δύο χρόνια τελείωσε το Γυμνάσιο και μάλιστα με καλή βαθμολογία. Συνέχισε στο Λύκειο και ετοιμαζόταν για τις Πανελλήνιες εξετάσεις. Στόχος του η Νομική. Τότε γνώρισε την Ελπίδα. Πήγαιναν στο ίδιο Εσπερινό Λύκειο. Ήταν ένα μελαγχολικό κορίτσι με μαύρα μάτια από φτωχή, πολύτεκνη οικογένεια. Ο Φίλιππος ένιωσε το πρώτο δυνατό ερωτικό σκίρτημα. Ταίριαζαν σε όλα. Είχαν τους ίδιους στόχους, ονειρεύονταν μία καλύτερη ζωή. Στους σύντομους νυχτερινούς περιπάτους, πάντα μετά το μάθημα, απολάμβαναν τη λάμψη του φεγγαριού. Την ανατολή του ήλιου ποτέ. Η ανατολή τους έβρισκε χώρια. Εκείνος στο βενζινάδικο και εκείνη στο εργοστάσιο. Κοινά εφηβικά όνειρα και επιθυμίες που τους στήριζαν στον ανηφορικό δρόμο της ζωής. Τη δοκιμασία των Πανελληνίων τη μοιράστηκαν μαζί, αλλά και την επιτυχία. Εκείνη μπήκε στη Φιλοσοφική και εκείνος στη Νομική. Η μέρα των αποτελεσμάτων ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Μεγάλη όμως ήταν και η χαρά του κυρ – Ανέστη και της κυρά – Μαρίας που τον ένιωθαν πια σα δικό τους παιδί. Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας, τους το χρωστούσε.
Εκείνο το καλοκαίρι ο Φίλιππος θα πήγαινε για πρώτη φορά διακοπές. Θα ερχόταν ο γιος του κυρ – Ανέστη με την αρραβωνιαστικιά του από την Αμερική και θα τον έπαιρναν μαζί τους σ’ ένα νησί.
Τους περίμεναν στο αεροδρόμιο. Όταν κατέβηκαν και τελείωσαν οι τυπικοί έλεγχοι, ο Αντώνης έπεσε στην αγκαλιά των γονιών του, βαθιά συγκινημένος μετά από δέκα χρόνια απουσίας. Ένα δάκρυ χαράς κύλησε από τα μάτια της κυρά Μαρίας που δεν χόρταινε να τον φιλάει και να τον αγκαλιάζει και όταν ακόμη τους σύστησε την Έβελιν, την αρραβωνιαστικά του, δεν της πολυέδωσε σημασία, γιατί ήθελε νύφη της μία Ελληνίδα και όχι κάποια ξένη.
Η ξενιτιά είχε αφήσει τα σημάδια της, ο Αντώνης ήταν αδύνατος, με λίγα μαλλιά και γυαλιά, είχε όμως μία αρχοντιά στο βλέμμα και γενικά το στυλ του διανοούμενου. Η Έβελιν μια ξανθιά Αμερικανίδα, με πλούσια μαλλιά, ψηλή, με έντονη θηλυκότητα, ήταν φιλική με όλους και σκορπούσε απλόχερα φιλιά και χαμόγελα. Αυτό έκανε το Φίλιππο να κατεβάζει τα μάτια όποτε συναντιόταν με τα δικά της. Δεν ήξερε γιατί την ντρεπόταν και προσπαθούσε να την αποφύγει.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες χαράς για το σπιτικό του κυρ – Ανέστη που γέμισε από φωνές, γέλια, τους συγγενείς που πηγαινοέρχονταν να δουν τους Αμερικάνους.
Η κυρά – Μαρία μάλιστα, είχε προσλάβει και μία υπηρεσία, τη Βαγγελιώ, για να την βοηθάει στις αυξημένες υποχρεώσεις της. Στο Φίλιππο άρεσε όλη αυτή η χαρούμενη ατμόσφαιρα, περίμενε όμως και τις διακοπές στο νησί, τη Σαντορίνη. Έτσι, μετά από ένα σύντομο ταξίδι έφτασαν στο νησί και κατέλυσαν σ’ ένα καλό ξενοδοχείο στα Φηρά, με θέα προς τη θάλασσα, που δεν τη χόρταινε. Κολυμπούσε ώρες, έκανε ηλιοθεραπεία πάνω στη μαύρη άμμο, ονειρευόταν…. Δε γύριζε πίσω. Το παρελθόν του μάτωνε την ψυχή και το νου. Κάθε φορά που οι πικρές εμπειρίες γίνονταν βασανιστικές μνήμες, τις απόδιωχνε. Έβλεπε όλο μπροστά, μόνο μπροστά, ήθελε να κόψει οριστικά τις γέφυρες με το χθες, αλλά τα σχοινιά άντεχαν, τρόχιζαν την ψυχή του, τον πονούσαν.
Αν και η συντροφιά ήταν ευχάριστη, του άρεσε ν’ απομονώνεται. Άλλωστε, οι Αμερικάνοι φίλοι του, έκαναν πολλές ώρες θαλάσσιο σκι και ξενυχτούσαν στα μπαρ του νησιού.
Ένα βράδυ και ενώ ήταν έτοιμος να ξαπλώσει, χτύπησε η πόρτα του δωματίου. Ήταν η Έβελιν «Μπορείς να μου κάνεις λίγη συντροφιά; Δεν έχω ύπνο απόψε» είπε με σπασμένα Ελληνικά. Πράγματι, μετά από λίγο βρέθηκαν στη μεγάλη ερημική βεράντα του ξενοδοχείου κάτω από ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Δε μιλούσαν. Υπήρχε όμως ανάμεσά τους ένας παράξενος μαγνητισμός που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή εκείνη του έπιασε το χέρι, τον πλησίασε και τον φίλησε με πάθος. Εκείνος δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει. Τον συνεπήρε η μυρωδιά του κορμιού της, το άγγιγμά της, η φλόγα της. Κυλίστηκαν στο πάτωμα ηδονικά, αχόρταγα, πρωτόγνωρα. Ηφαίστειο το πάθος που έχυνε με ορμή τη λάβα του, τους μεθούσε, αλλά και τους έκαιγε.
Όταν σηκώθηκαν, εκείνη μπήκε βιαστικά στο δωμάτιό της. Ο Αντώνης δεν είχε έρθει ακόμη, ενώ ο Φίλιππος μπήκε στο μπάνιο για ένα ντους. Ήθελε να συνέλθει από το απρόβλεπτο συμβάν, να ξεπλύνει το κορμί και την ψυχή του από τον ηδονικό απόηχο της ερωτικής πράξης, να διώξει ενοχές και τύψεις. Τα έβαλε με τον εαυτό του, στάθηκε αδύναμος μπροστά στο σίφουνα του πάθους της, ανήμπορος και άβουλος, υπηρέτης ενός ανεξέλεγκτου πάθους, όχι σύντροφος, αλλά δούλος. Αυτό δεν το άντεχε. Επαναστάτησε η περηφάνια του αρσενικού, του επιβήτορα, που τον ήθελε κυρίαρχο του παιχνιδιού.
Από την άλλη, αυτός αγνώμων, καιροσκόπος, όργανο ερωτικό στα χέρια μίας γυναίκας και μάλιστα ξένης. Ακόμη χειρότερα. Ποτέ πια δε θα ενέδιδε, ποτέ ξανά όσο και αν ο πειρασμός ήταν δίπλα του, άγριο σαρκοφάγο ζώο, έτοιμο να τον κατασπαράξει…..
Τις άλλες μέρες που έμειναν στο νησί, την απέφευγε συστηματικά. Εκείνη το κατάλαβε και παραιτήθηκε από το ερωτικό κυνήγι, άλλωστε είχε ικανοποιήσει το ξέφρενο πάθος της. Έτσι, πέρασαν οι μέρες των διακοπών. Οι Αμερικάνοι ξαναπήραν το αεροπλάνο της επιστροφής με τις ευχές των γονιών, των συγγενών και των φίλων.
Μετά από τρεις μέρες έφτασε η τραγική είδηση. Το αεροπλάνο λόγω καιρικών συνθηκών και λίγο πριν από την προσγείωση στο αεροδρόμιο της Ν. Υόρκης, έπεσε. Το νέο έπεσε σαν κεραυνός. Ξαφνικά, οι άνθρωποι αυτοί πόνεσαν, κύρτωσαν και γέρασαν πρόωρα. Πόνος βαρύς και ασήκωτος ο πρόωρος χαμός του μονάκριβου παιδιού. Το σπίτι βούλιαξε στο πένθος. Ο θάνατος, κορυφαία στιγμή της ζωής, είναι απαρηγόρητος όταν χτυπάει νέους ανθρώπους και πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα. Το πώς άντεξαν οι άνθρωποι αυτοί είναι ένα θαύμα. Ο Θεός, που δεν αφήνει κανέναν, τους έδωσε τη δύναμη ν’ αντέξουν. Ένα μεγάλο μέρος το χρεώθηκε ο Φίλιππος που στάθηκε δίπλα τους, τους στήριξε σαν δικούς του γονείς. Άλλωστε, τους χρωστούσε πολλά. Και κείνοι κρεμάστηκαν πάνω του. Ο κυρ – Ανέστης δεν πήγαινε πια στο βενζινάδικο. Έτσι το ανέλαβε ο Φίλιππος, που μοίραζε τη ζωή του, ανάμεσα σ’ αυτό και στο Πανεπιστήμιο.
Πέρασαν άλλα τέσσερα χρόνια. Ο Φίλιππος τελείωσε τη Νομική. Έμενε πια στο σπίτι του αφεντικού του. Του το είχαν ζητήσει αμέσως μετά το θάνατο του παιδιού τους. Τον αγάπησαν σα δικό τους παιδί και ο πόνος της απώλειας με το χρόνο μαλάκωσε.
Ήταν τέλη του Γενάρη όταν παρουσιάστηκε στην Αυλώνα για να κάνει τη θητεία του. Τότε τον γνώρισα. Στην αρχή ήταν κλειστός, δε ξανοιγόταν εύκολα. Η ανάγκη να μιλήσεις σε κάποιον μέσα στην παραζάλη των πρώτων ημερών της προσαρμογής, ήταν ιδιαίτερα έντονη. Σιγά – σιγά γνωριστήκαμε και μείναμε φίλοι. Μετά τη βασική εκπαίδευση βρεθήκαμε στον Έβρο, στα σύνορα. Μοιραζόμασταν πολλά μαζί μετά τις δύσκολες ώρες σκοπιάς μέσα στο χειμώνα, αλλά και τις ώρες στο καψιμί. Μιλήσαμε πολύ για το παρελθόν, το παρόν που βιώναμε και τα όνειρα για το μέλλον. Αισιόδοξοι και ανυποψίαστοι σχεδιάζαμε το μέλλον μας, και ονειρευόμασταν. Ο Φίλιππος είχε πολλά σχέδια για τη ζωή του. Ήθελε να γίνει Δικαστής. Εγώ θα ακολουθούσα την καριέρα του γιατρού στην πόλη που γεννήθηκα, την Καβάλα. Αγαπούσα την πατρίδα μου, ήθελα να προσφέρω και να βοηθήσω την οικογένειά μου. Ένα Σαββατοκύριακο πήγαμε στην Καβάλα, που την επισκεπτόταν για πρώτη φορά. Του άρεσε πολύ γιατί του θύμιζε το Βόλο. Όταν τον γνώρισα στην αδερφή μου, διέκρινα στα μάτια του μία συγκίνηση. Τον ρώτησα και είπε ότι του θύμισε την αδερφή του, την Ελένη «Έχει τα ίδια μαύρα μάτια» είπε δακρυσμένος. Κάναμε καλή παρέα οι τρεις μας αν και ο Φίλιππος είχε κλειστεί πάλι στον εαυτό του. Δύσκολα ξανοιγόταν. Η ψυχή του έμοιαζε σαν ένα όστρακο καλά κλεισμένο. Άνοιγε τόσο όσο ο ίδιος ήθελε και κλεινόταν πάλι. Αλήθεια, ήταν στιγμές που δεν τον καταλάβαινα «Μυστήριος ο φίλος σου» σχολίασε κάποια στιγμή η αδερφή μου η Λιζέττα «αλλά και ενδιαφέρων» είπε με νόημα.
Ο καιρός περνούσε. Ο Φίλιππος έπαιρνε συχνά γράμματα από την Αθήνα. Ήταν μία όαση ζωής, τότε γινόταν άλλος άνθρωπος, δεν τον αναγνώριζα. Έτσι, περάσαμε τη δύσκολη αλλά αναγκαία φάση της ζωής, το στρατό. Αποκτήσαμε πολλές εμπειρίες, αλλά το σπουδαιότερο ήταν η φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσά μας, μία φιλία ζωής, όπως φάνηκε αργότερα.
Ο Φίλιππος γύρισε στην Αθήνα αρχίζοντας τη δικηγορική του καριέρα. Παντρεύτηκε την Ελπίδα και άρχισε μια καινούργια ζωή με πολλά όνειρα και προοπτική. Τα είχε όλα. Δεν ξεχνούσε όμως την πατρίδα του, το πραγματικό σπιτάκι του στη Ν. Ιωνία. Αυτό ήταν ένα κομμάτι ζωής, καλά φυλαγμένο μέσα του, πολύτιμο κομμάτι ζωής, καλά φυλαγμένο μέσα του, πολύτιμο κειμήλιο πόνου και νοσταλγίας. Η οργή και ο θυμός μεταλλάσσονταν μέσα του, το πρώτο το είχε πολεμήσει ο χρόνος, γιατί πράγματι δεν ένιωθε τον ίδιο θυμό και την ίδια οργή για τα πρόσωπα που τον πλήγωσαν, ιδιαίτερα για τον πατέρα του. Ο χρόνος μαλάκωσε τα συναισθήματά του. Ο θυμός έγινε κατανόηση και η οργή συγκατάβαση και αποδοχή. Η νοσταλγία όμως κάποτε γινόταν βασανιστική, αλλά και η ελπίδα της επιστροφής λυτρωτική.
Εγώ γύρισα στην Καβάλα. Οι δρόμοι μας χώρισαν, διατηρούσαμε όμως μία φιλία, που άξιζε τον κόπο. Ζούσαμε μακριά, νιώθαμε όμως πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Ήξερα πάντα ότι ο φίλος μου ήταν δίπλα μου, αν τον χρειαζόμουν οποιαδήποτε στιγμή. Το ίδιος και εκείνος. Οι αποστάσεις μικραίνουν όταν οι καρδιές των ανθρώπων είναι κοντά και μεγαλώνουν όταν είναι μακριά «Η απόσταση είναι θέμα καρδιάς» έλεγε συχνά και ήταν αλήθεια.

Εν τω μεταξύ, ο Φίλιππος περίμενε το γεγονός της γέννησης του γιου του με ανυπομονησία. Το ίδιο και εγώ που θα γινόμουνα ο νονός του παιδιού. Θελήσαμε έτσι να σφραγίσουμε τη φιλία μας. Ήθελα να γίνω αληθινά ο πνευματικός πατέρας του παιδιού. Τις τελευταίες μέρες ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος. Το κινητό χτυπούσε συνέχεια. Η επικοινωνία μας ήταν καθημερινή.
Ήταν ένα βράδυ του Σεπτέμβρη, όταν ξύπνησα από έναν εφιάλτη. Ποτέ δεν πίστευα στα όνειρα!! Όμως δεν ξέρω γιατί, πετάχτηκα καταϊδρωμένος. Είδα το Φίλιππο να φοράει ένα μαύρο μακρύ παλτό και να κάθεται στην άκρη ενός λασπόδρομου κρατώντας το κεφάλι του στα δύο του χέρια, ενώ γύρω του αστραποβολούσε ο τόπος από τους κεραυνούς. Ξύπνησα τρομαγμένος και έμεινα ξάγρυπνος μέχρι το πρωί καπνίζοντας ασταμάτητα. Με είχαν ζώσει μαύρα φίδια. Πήγα άκεφος στο ιατρείο νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθιζα. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν εκείνος, ένας λυγμός τον εμπόδιζε να μιλήσει «έλα» είπε «σε χρειάζομαι, η Ελπίδα….». Κατάλαβα. Έφυγα με το πρώτο αεροπλάνο. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν οι πιο θλιβερές της ζωής μου. Ο Φίλιππος ήταν ράκος. Το χτύπημα βαρύ. Για πρώτη φορά είχε λυγίσει, μου φάνηκε ότι οι κρόταφοί του είχαν γίνει ξαφνικά, σε λίγες μόνο ώρες γκρίζοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να ξεπεράσει τον πρόωρο χαμό της γυναίκας του. Τότε μου φαινόταν αδύνατο. Έμεινα λίγες μέρες ακόμη στην Αθήνα. Ο μικρός ανυποψίαστος για ό,τι γινόταν γύρω του, προσαρμοζόταν στο φυσικό περιβάλλον, αθώος για τον πόνο που είχε προκαλέσει ο ερχομός του. Ήταν μια νέα ζωή που είχε τίμημα μια άλλη ζωή, τη ζωή της μάνας του. Ο Φίλιππος ήταν εντελώς διαλυμένος. Δεν ήξερε γιατί, δεν μπορούσε να καταλάβει πως γίνεται εκεί που η ζωή ανασταίνεται, φωλιάζει ο θάνατος. Αρνιόταν να πιστέψει ότι η ζωή και ο θάνατος είναι πολύ κοντά, ότι είναι δύο παράλληλοι δρόμοι που τους ενώνει ένα αόρατο, μυστήριο νήμα που αιωρείται πάνω στη ζωή, έτοιμο να την κόψει. Ήταν γεμάτος ενοχές και τύψεις. Θεωρούσε ότι η δική του κακή μοίρα τον χτύπησε ανελέητα. Αναρωτιόταν αν ο πόθος μιας νέας ζωής μπορούσε να είναι τόσο ακριβός με κόστος την ίδια τη ζωή. Πώς να διώξεις τέτοια αναπάντητα ερωτήματα. Ήθελα, αλλά δεν είχα τη δύναμη, δεν ήξερα τι να πω, πώς να τον παρηγορήσω. Φερόταν παράξενα και αλλόκοτα πολλές φορές. Στην αρχή δεν πλησίαζε το παιδί, ασυναίσθητα ένιωθε μία εχθρότητα, που σιγά – σιγά έγινε τρυφερότητα και αγάπη γι’ αυτό το μικρό και ανυπεράσπιστο πλάσμα που άρχισε να γίνεται το κέντρο της γης γι’ αυτόν. Αφοσιώθηκε σ’ αυτό παλεύοντας για το διπλό ρόλο της μάνας και του πατέρα. Έμεινα λίγες μέρες ακόμη μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Το παιδί το ανέλαβε μία καλή γυναίκα, η κυρά – Σοφία, που δεν είχε δικά της παιδιά και παράλληλα φρόντιζε και το σπίτι.
Το σπίτι ήταν ένα παλιό αρχοντικό στην Πλάκα, κληρονομιά των θετών γονιών του. Ο χρόνος κυλούσε, ο Φίλιππος σιγά – σιγά το έπαιρνε απόφαση, μα δεν ξεχνούσε ποτέ. Ήταν αμάθητος για το διπλό ρόλο. Έπρεπε όμως να τα καταφέρει. Η ανάγκη οδηγεί τον άνθρωπο σε απάτητα μονοπάτια που ποτέ άλλοτε δε θα τα ακολουθούσε. Η ανάγκη, αλλά και η αγάπη τον έκανε καλό και αφοσιωμένο πατέρα για το μικρό Άλκη που μεγάλωνε χαρούμενος και ευτυχισμένος μέσα στην αθωότητά του και που όσο ήταν μικρός, δεν είχε καταλάβει την απώλεια της μητέρας του. Ο Φίλιππος φρόντιζε να τα έχει όλα! Όσο μεγάλωνε έμοιαζε όλο και περισσότερο στη μητέρα του. Όταν ο πατέρας του έβλεπε τα δύο λακάκια στα μαγουλάκια του ήταν σα να έβλεπε εκείνη. Του φαινόταν ότι η ψυχή της πετούσε μέσα στο σπίτι, ότι τους έβλεπε, ότι του συμπαραστεκόταν. Αυτή η αίσθηση τον παρηγορούσε και τον τόνωνε. Έτσι, πέρασαν άλλα πέντε χρόνια. Εγώ καμάρωνα για το βαφτιστικό μου. Ήταν ένα ζωηρό και έξυπνο παιδί με μία ασυνήθιστη ωριμότητα. Ήταν αντράκι! Κάναμε μπάνια, βόλτες, κουβεντούλες. Ο μικρός είχε αδυναμία στην αδερφή μου Λιζέττα, αλλά και εκείνη τον λάτρευε, περνούσε μαζί του όλες τις μέρες του καλοκαιριού που τον είχαμε μαζί μας. Και ο χρόνος κυλούσε. Ο Φίλιππος ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του. Από γυναίκες δεν είχε έλλειψη. Ήταν ωραίος και γοητευτικός άνδρας. Μόνο που ήταν σχέσεις μίας νύχτας. Ανόητα κοριτσόπουλα με καλλίγραμμα κορμιά, που τα έδιναν όλα, πάντα με κάποιο σκοπό, προβολή, γνωριμίες, δώρα χωρίς αναστολές και αρχές. Κούκλες άδειες, φτηνές χωρίς προσωπικότητα και αυτοσεβασμό κυλιόνταν εύκολα στα κρεβάτια πετυχημένων ανδρών με αηδιαστική άνεση. Γι’ αυτό τις θεωρούσε ασήμαντες, μιλούσε με περιφρόνηση γι’ αυτές, τις χρησιμοποιούσε και μετά τις ξεχνούσε. Σχέσεις μία χρήσης. Τότε ήταν που ξύπνησε μέσα του το πολιτικό του δαιμόνιο. Όταν μου το πρωτοείπε, προσπάθησα να τον αποτρέψω από την ιδέα αυτή. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Η πολιτική ήταν μία μάγισσα που τον τραβούσε κοντά της, ήταν η Κίρκη των προκλήσεων και της μαγείας του αύριο, ήταν ένα καινούργιο ξύπνημα ονείρων και φιλοδοξιών.
Άρχισε, λοιπόν, σιγά – σιγά να δραστηριοποιείται ενεργά, να μπλέκεται με παράγοντες στο χώρο του Σοσιαλισμού. Συμβούλια, συγκεντρώσεις, ταξίδια κομματικά του έκλεβαν το μεγαλύτερο κομμάτι από τη ζωή του. Ήταν μέρες που δούλευε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ήταν ζήτημα αν κοιμόταν τρεις ή τέσσερις ώρες. Περίμενε τη μεγάλη στιγμή που θα συναντούσε τον Πρόεδρο, όπως το παιδί, το πολυπόθητο δώρο των ονείρων του. Ο αρχηγός ήταν γι’ αυτόν ένας μύθος που τον συνόδευε από τα πολύ νεανικά του χρόνια, με την εικόνα του ανδρώθηκε, τα γοητευτικά κηρύγματα για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη, πρόνοια, αξιοπρέπεια, δημοκρατία τον ακολουθούσαν και είχαν μπει στα χείλη και στην καρδιά του. Πίστευε απόλυτα στην υλοποίησή τους για ένα καλύτερο αύριο, για μία πιο δίκαιη κοινωνία. Η συνάντηση ήταν συγκλονιστική για τον Φίλιππο, ένιωθε ανάκατα συναισθήματα θαυμασμού, δέους, εμπιστοσύνης και αγάπης. Αλλά και εκείνος ικανοποιήθηκε από αυτόν τον ιδεολόγο και ονειροπόλο νέο, και θέλοντας να τον χρησιμοποιήσει, του πρότεινε να βάλει υποψηφιότητα στην Ευρωβουλή. Του είπε όμως «Σκέψου, η πολιτική θέλει να έχεις μεγάλο στομάχι που να μπορεί να τα χωνεύει όλα. Αν το έχεις μπες στη μάχη». Βέβαια, ο Φίλιππος δεν ήθελε να σκεφτεί πολύ. Η πολιτική έγινε ο μεγάλος έρωτάς του, που της δόθηκε με πάθος και αφοσίωση σαν να τον συνεπήρε ένα ορμητικό ποτάμι που τον οδηγούσε αλόγιστα στην πλατιά θάλασσα.
Έτσι, εκλέχθηκε Ευρωβουλευτής και άλλαξε η ζωή του. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στις Βρυξέλλες. Υπερασπιζόταν με πάθος τα Ελληνικά συμφέροντα, μαζί με τους άλλους Έλληνες βουλευτές. Έβλεπε όμως μία καχυποψία, μια ανακολουθία και ασυνέπεια στους ξένους συναδέλφους του. Ενώ μιλούσαν με αγάπη για την Ελλάδα, τον ήλιο, τη θάλασσα, τους ανθρώπους, όταν έφτανε η ώρα των αποφάσεων για τα Ελληνικά συμφέροντα παλινδρομούσαν. Σκέφτονταν πολύ για μικρές αποφάσεις και στα μεγάλα θέματα, ιδιαίτερα τα οικονομικά, δυσκολεύονταν. Έβαζαν πάντα μπροστά τα συμφέροντα των χωρών τους και ξεχνούσαν τη χώρα του φωτός και του πολιτισμού. Αυτό τον εξόργιζε και τότε γινόταν σκληρός. Καυτηρίαζε τη στάση τους με εκρήξεις ολύμπιες. Έβρισκε πολλούς επικριτές και λίγους φίλους. Δημιούργησε πολλά αντιπάθειες. Έβλεπε την αντίδραση στα βλέμματα και στα λόγια τους. Αλλά δεν το έβαζε κάτω, ήταν μαχητής των ιδεών του. Ιδιαίτερα τον πονούσε το θέμα της γλώσσας, της μητέρας όλων των Ευρωπαϊκών γλωσσών που ήθελαν να την εξοβελίσουν με το πρόσχημα της περιορισμένης χρήσης της, λες και η αξία μιας γλώσσας εξαρτάται από το πόσοι την γνωρίζουν και όχι από την ιστορική και πολιτιστική προσφορά στον πολιτισμό.
Και ενώ ο Φίλιππος έδινε τις μάχες του, ο Άλκης μεγάλωνε. Είχε μπει στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας, που υπήρξε ανατρεπτική για τη ζωή του. Άρχισε ν’ απομονώνεται, να αντιδρά παράξενα, αντικοινωνικά και πολλές φορές βίαια. Από την επικοινωνία που είχα μαζί του, άρχισα να διαισθάνομαι κάποια αλλαγή στον Άλκη. Όσο εγώ ήθελα να τον πλησιάσω, εκείνος γινόταν απόμακρος, μου ξεγλιστρούσε, έβλεπα ότι η σκέψη και η ψυχή του ήταν αλλού, μόνο που δεν έπιανα τα σήματά τους. Άρχισα ν’ ανησυχώ. Το είπα στον Φίλιππο, ο οποίος θεώρησε ότι με ένα τηλεφώνημα έλυσε το θέμα. Δεν το πήρε στα σοβαρά, καθώς βούλιαζε μέσα στις δικές του ευθύνες και υποχρεώσεις. Αυτή η αλλαγή του Άλκη δεν άργησε να φανεί και στο σχολείο. Δε διάβαζε, ήταν αφηρημένος, αντιμιλούσε! Ώρες καθόταν μέσα στο βουβό σπίτι, ιδιαίτερα μετά από κάποια αποτυχία του καταφεύγοντας στη φωτογραφία της μάνας του, που φιγουράριζε σε ασημένια κορνίζα. Τώρα πράγματι του έλειπε. Την κοίταζε και ένιωθε μια μυστική επικοινωνία, παράξενη και περίεργη. Του φαινόταν ότι του μιλούσε με τα μαύρα γελαστά μάτια της, ίσως τον οδηγούσε σ’ αυτό η ανάγκη της απουσίας της που έκανε επιτακτική την αίσθηση της παρουσίας της, μιας αόρατης μαγικής παρουσίας που μόνο αυτός μπορούσε να αισθανθεί. Του φαινόταν ότι του μιλούσε και κλείνοντάς του το ένα μάτι του έλεγε: «κουράγιο, Άλκη, έτσι είναι η ζωή, μια καθημερινή μάχη γεμάτη εμπειρίες πικρές και γλυκές, όπως και να είναι όμως, αξίζει να τη ζεις…Μην το βάζεις κάτω, πάλεψε και προχώρα…». Κάτι τέτοιες στιγμές γινόταν άλλος άνθρωπος, αλάφρωνε η ψυχή του και τινάζοντας τα ξανθά μαλλιά του με το δεξί του χέρι, έβγαινε από το καβούκι του για να βρει τους φίλους του. Μόνο που αυτή η ανάταση της ψυχής του δεν είχε διάρκεια. Ήταν εύθραυστη σαν λεπτή πορσελάνη, ραγιζόταν εύκολα και γινόταν κομμάτια. Αρκετές φορές τα βράδια, καθώς προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο διάβασμα, να νικήσει τους φόβους και τις ανασφάλειές του, ξαφνικά φούντωνε, κάτι τον έπνιγε στο λαιμό, τα παρατούσε όλα και πηγαινοερχόταν αμήχανα και νευρικά. Η μοναξιά, που άλλοτε ήταν το προσφιλές καταφύγιό του, γινόταν αφόρητη και ούτε η γεμάτη στοργή τηλεφωνική φωνή του πατέρα του, μπορούσε να τη σπάσει και να τον λυτρώσει απ’ αυτήν.
Δεν ήξερε τι ήθελε και ενώ είχε στόχο να πετύχει στην Ιατρική, ο στόχος αυτός άρχιζε να χλωμιάζει και να γίνεται μακρινός.
Σε ένα από τα συνηθισμένα ταξίδια του ο Φίλιππος γνώρισε τη Μυρσίνη. Ήταν ένα κορίτσι γύρω στα εικοσιπέντε, που σπούδαζε ζωγραφική στο Παρίσι, όπου περνούσε τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Κατά διαστήματα ερχόταν στην Ελλάδα για να δει τους δικούς της, στην Αθήνα. Άρχισε μια φιλία μεταξύ τους, με προοπτική, όπως έλεγε. Σε κάθε επικοινωνία μαζί του, μου μιλούσε με ενθουσιασμό γι’αυτήν παρά για τον Άλκη. Καταλάβαινα το βαθύτερο ενδιαφέρον και ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο καινούργιος μεγάλος έρωτας, πράγμα που άρχισε να με ενοχλεί και να με εκνευρίζει. Μιλούσε πάντα με τη σιγουριά του επιτυχημένου και την αλαζονεία του ακατανίκητου εραστή. Όταν όμως τον ρωτούσα πως πήγαινε η ιστορία έκρυβε έντεχνα τη δυσαρέσκειά του λέγοντας: «Είναι ζήτημα χρόνου». Όλα γι’ αυτόν ήταν ζήτημα χρόνου. Όμως τα πράγματα ανέτρεψαν τις προσδοκίες του και έδειξαν ότι η εξαίρεση παραβιάζει τον κανόνα, ανατρέπει και διαγράφει προοπτικές και πόθους.
Με την ευκαιρία λοιπόν, ενός ιατρικού συνεδρίου, κατέβηκα στην Αθήνα. Ήθελα πολύ να τη γνωρίσω. Είχα ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτήν. Ήταν πράγματι ένας ενδιαφέρον και γοητευτικός άνθρωπος. Είχε κάτι καθαρό στη ματιά της. ο Φίλιππος ήταν πολύ περιποιητικός και διαχυτικός μαζί της. Πρόσεξα ότι όταν ήμασταν οι τρεις μας συζητούσε περισσότερο μαζί μου παρά με τον Φίλιππο. Κοινό ενδιαφέρον η λογοτεχνία και η φιλοσοφία. Αυτό ήταν έξω από τα χωρικά ύδατα του Φίλιππου που ήταν το κυρίαρχο πολιτικό ον της τριάδας. Όμως εμείς δεν νοιαζόμασταν γι’ αυτά. Εμείς ήμαστε εραστές του λόγου και του στοχασμού. Έτσι, πολλές φορές γινόταν ένας πολιτικός μονόλογος, παθιασμένος που δύσκολα διακοπτόταν, λόγος συνεχής, ξύλινος και βαρετός. Εκείνος όμως δεν ήθελε να καταλάβει και οι συναντήσεις αυτές τελικά κατέληγαν ανούσια. Εγώ ήμουν γοητευμένος με την Μυρσίνη, μου φαινόταν ότι ήταν ό,τι πιο ωραίο είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Έπνιγα όμως τα συναισθήματά μου σίγουρος για την επικράτηση του Φίλιππου. Αυτός ήταν άλλωστε πάντα ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, θα ήταν μια άνιση πάλη για την καρδιά της Μυρσίνης που δεν πήρα καν μέρος, ξέροντας από πριν το αποτέλεσμα. Πέρασε αρκετός καιρός. Μέσα μου κρατούσα ζωντανή την εικόνα της. Είχα γίνει κάπως μελαγχολικός και αμίλητος. Μπροστά του ένιωθα ανασφαλής. Αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να τον προδώσω. Η φιλία πάνω από τον έρωτα, όσο και αν με πονούσε αυτό. Στη ζωή είχα μάθει να υποχωρώ, να μην προδίδω αυτό που αγαπούσα. Και τον Φίλιππο τον αγαπούσα. Ήταν φίλος και αδελφός. Δεν θα τον θυσίαζα για κανέναν και για τίποτα. Τους επόμενους μήνες είχαμε περιορισμένη επικοινωνία. Εγώ ήμουν πνιγμένος στα προβλήματα των ασθενών μου. Βλέπεις οι αρρώστιες του κόσμου δεν τελειώνουν ποτέ. Κρατούσα όμως επικοινωνία με τον Άλκη, ο οποίος είχε αρχίσει να μη βγαίνει συχνά στο τηλέφωνο, να μου δίνει αόριστες απαντήσεις, και γενικά να είναι απρόθυμος μαζί μου. Αυτό άρχισε να με ανησυχεί, πίστευα όμως ότι ήταν κάτι παροδικό και ότι περνούσε την εφηβεία του.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι και μπήκε το φθινόπωρο. Ένα απόγευμα, απόβροχο του Σεπτέμβρη, όταν έφυγε και ο τελευταίος ασθενής και ενώ ετοιμαζόμουνα να βγάλω τη λευκή μπλούζα, χτύπησε η πόρτα. Το μυαλό μου πήγε σε κάποιον αργοπορημένο ασθενή. Άνοιξα και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά της. Ήταν εκείνη, η Μυρσίνη ζωντανή και όμορφη. Τάχασα, το μυαλό μου πήγε στο κακό «Τι συμβαίνει; Είσαι καλά; Πώς βρέθηκες εδώ Μυρσίνη;» ψιθύρισα αμήχανος από την ξαφνική παρουσία, τη χαιρέτησα περιμένοντας εναγώνια την απάντησή της «Είμαι καλά», «Ήρθα για σένα» είπα σιγά. Δεν καταλάβαινα «Μήπως συμβαίνει κάτι στον Φίλιππο; Εκείνος σ’ έστειλε;»
«Άσε τον Φίλιππο» είπε κοφτά, «ήρθα για σένα» επανέλαβε τονίζοντας αργά τις λέξεις «για σένα» και με κοίταξε κατάματα. Ταράχτηκα, δεν το πίστευα, αλλά πάλι….δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί……
Κι όμως μπορούσε να συμβεί, συνέβη ήταν το πιο τρελό μου όνειρο, δεν το πίστευα αλλά ήταν αλήθεια. Ήταν εδώ για μένα. Με αγκάλιασε και με φίλησε. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου. Η ευτυχία που δεν περίμενα να λάμπει μέσα στα γαλάζια της μάτια για μένα, να σπαρταρά μέσα στο ζεστό της κορμί, μέσα στα μπράτσα της, που μ’ αγκάλιαζαν σαν τα κλαδιά του δένδρου. Την αγαπούσα, την ήθελα, ήταν δίπλα μου, ήρθε για μένα! Ήταν αλήθεια ένα θαύμα; δώρο Θεού; δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι το σπαρτάρισμα της καρδιάς μου που πήγαινε να σπάσει από χαρά και ευτυχία. Από τότε γίναμε ζευγάρι.
Έμεινε λίγες μέρες μαζί μας. Οι δικοί μου τη δέχθηκαν με συμπάθεια και αγάπη. Η Μυρσίνη άλλωστε ήταν ανοιχτός άνθρωπος. Φαινόταν ειλικρινής και σε κέρδιζε εύκολα. Όταν έφυγε άφησε πίσω της τις καλύ


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 1
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Έρωτας & Αγάπη
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

chrisdom1@hotmail.com
 
heardline
01-12-2014 @ 10:59
Πιστεύεις ότι θα καθίσει κάποιος να διαβάσει τόσο μεγάλο ποίημα;;; δεν νομίζω. Βάλε άλλη φορά ολόκληρο βιβλίο. δεν πας καλά, συγγνώμη για το σχόλιο, αλλά μη με συγχωρείς κι όλας, σωστό είναι............

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο