Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Εξεγέρσεις(ε)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130565 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Εξεγέρσεις(ε)
 




Εξεγερσεις




οι μεγαλες φωτιες
αναβουν με μικρες σπιθες
εαν δεν εχουμε κατι για καψιμο
ας μην παιζουμε με αναπτηρες
μητε να μουρμουριζουμε
συνεχως για εξεγερσεις






Δ. ΣΚΟΥΦΟΣ





 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 6
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Κοινωνικά & Πολιτικά
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

πανω στα ιχνη...... του καιρου
 
Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ
10-12-2014 @ 14:59
καλό απόγευμα........ ::smile.::
smaragdenia
10-12-2014 @ 14:59
ΕΛΑ ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟ ΛΟΓΙΑ!!!!!!!!!

::down.:: ::down.:: ::down.::
Μ.Ελμύρας
10-12-2014 @ 18:43


Ωραίο, κ.Σκούφο!
Καλησπέρα.
ΛΥΔΙΑ_Θ
10-12-2014 @ 19:01
::yes.:: ::yes.:: ::yes.::
Μπούρδας
11-12-2014 @ 02:18
Στις εξεγέρσεις κερδίζουν
όσοι αντέχουν την αλήθεια.
Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ
14-12-2014 @ 22:30
Το μαύρο πρόβατο

16/06/2012


Ένας φίλος, μου θύμισε ένα από τα καλύτερα βιβλία του αείμνηστου Καλβίνο με τίτλο «Λίγο πριν πεις εμπρός» (Φεβρουάριος 1999, εκδόσεις Καστανιώτη).

Πιο επίκαιρο από ποτέ, ξεχώρισα το κεφάλαιο «Το Μαύρο πρόβατο», εξαιρετικά αφιερωμένο...στο πνεύμα, τα πρόσωπα, και τα έργα των ημερών!
Υπήρχε μια χώρα στην οποία ήταν όλοι κλέφτες. Κάθε κάτοικος έβγαινε την νύχτα με αντικλείδια κι ένα φανάρι και πήγαινε να διαρρήξει το σπίτι κάποιου γείτονά του. Επέστρεφε την αυγή φορτωμένος κι έβρισκε το σπίτι του διαρρηγμένο.
Έτσι όλοι ζούσαν με αγάπη σύμπνοια και χωρίς χασούρες, διότι ο ένας έκλεβε τον άλλο, κι ο άλλος έναν άλλο και πάει λέγοντας, μέχρι που ο τελευταίος έκλεβε τον πρώτο. Το εμπόριο σ’ εκείνη τη χώρα γινόταν μόνο με τη μορφή της απάτης, τόσο από την πλευρά αυτού που πουλούσε όσο και από την πλευρά αυτού που αγόραζε. Η κυβέρνηση αποτελούσε μία εγκληματική συμμορία σε βάρος των υπηκόων, και οι υπήκοοι από την μεριά τους φρόντιζαν μόνο πώς θα ξεγελάσουν την κυβέρνηση. Έτσι η ζωή συνεχιζόταν χωρίς προβλήματα, και δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί.
Κάποια στιγμή, δεν είναι γνωστό πώς, βρέθηκε στη χώρα ένας τίμιος άνθρωπος. Τη νύχτα, αντί να βγαίνει με το σάκο και το φανάρι, έμενε στο σπίτι, κάπνιζε και διάβαζε μυθιστορήματα. Έρχονταν οι κλέφτες, έβλεπαν το φως αναμμένο και δεν ανέβαιναν.
Το φαινόμενο όμως αυτό διήρκεσε λίγο. Ύστερα χρειάστηκε να του εξηγήσουν ότι αν ο ίδιος ήθελε να ζει χωρίς να κάνει τίποτα, δεν ήταν αυτός ικανός λόγος να μην αφήνει και τους άλλους να κλέβουν. Κάθε νύχτα που αυτός περνούσε στο σπίτι του, την επόμενη μέρα μια οικογένεια δεν είχε να φάει.
Μπροστά σ’ αυτά τα επιχειρήματα ο τίμιος άνθρωπος δεν μπορούσε να εναντιωθεί. Άρχισε λοιπόν να βγαίνει κι εκείνος τα βράδια και επέστρεφε το πρωί, αλλά δεν πήγαινε να κλέψει. Ήταν τίμιος, δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Πήγαινε μέχρι τη γέφυρα κι έμενε να παρατηρεί το νερό που κυλούσε από κάτω. Επέστρεφε στο σπίτι του και το έβρισκε διαρρηγμένο. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα ο τίμιος βρέθηκε χωρίς χρήματα, χωρίς να έχει τίποτα να φάει, με το σπίτι του άδειο.
Μέχρι εδώ όμως το πράγμα δεν ήταν πολύ σοβαρό, διότι ήταν δική του επιλογή. Το χειρότερο ήταν ότι με αυτή του τη συμπεριφορά προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση, διότι άφηνε να του κλέβουν τα πάντα, ενώ ο ίδιος δεν έκλεβε κανέναν. Έτσι, υπήρχε μονίμως κάποιος που επιστρέφοντας την αυγή στο σπίτι του, έβρισκε το σπίτι του άθικτο. Το σπίτι που κανονικά θα έπρεπε να διαρρήξει εκείνος.
Γεγονός είναι ότι μετά από λίγο καιρό αυτοί που δεν ληστεύονταν, βρέθηκαν να είναι πιο πλούσιοι από τους άλλους και δεν ήθελαν πλέον να κλέβουν. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που έρχονταν να κλέψουν το σπίτι του τίμιου ανθρώπου, το έβρισκαν πάντα άδειο. Έτσι κατάντησαν φτωχοί.
Στο μεταξύ όσοι είχαν γίνει πλούσιοι, απέκτησαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κι αυτοί τη νύχτα στη γέφυρα και να κοιτάνε το νερό που κυλούσε από κάτω. Αυτό μεγάλωσε την αναστάτωση, διότι υπήρξαν πολλοί άλλοι που έγιναν πιο πλούσιοι και πολλοί άλλοι που έγιναν πιο φτωχοί.
Οι πλούσιοι όμως κατάλαβαν ότι αν συνέχιζαν να πηγαίνουν στην γέφυρα την νύχτα, θα γίνονταν μετά από λίγο φτωχοί. Και σκέφτηκαν: «Ας πληρώσουμε τους φτωχούς να πηγαίνουν να κλέβουν για λογαριασμό μας». Ετοιμάστηκαν τα συμβόλαια, κανονίστηκαν οι μισθοί, τα ποσοστά. Φυσικά παρέμεναν πάντα κλέφτες και οι μεν προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τους δε. Αλλά όπως συμβαίνει, οι πλούσιοι γίνονταν όλο και πιο πλούσιοι και οι φτωχοί όλο και πιο φτωχοί.
Υπήρχαν πλούσιοι τόσο πλούσιοι που δεν είχαν πλέον ανάγκη να κλέψουν ή να βάλουν άλλους να κλέψουν για να συνεχίσουν να είναι πλούσιοι. Όμως αν σταματούσαν να κλέβουν, θα γίνονταν φτωχοί, διότι οι φτωχοί τους έκλεβαν. Τότε πλήρωσαν τους πιο φτωχούς για να προστατέψουν την περιουσία τους από τους άλλους φτωχούς, κι έτσι θέσπισαν την αστυνομία κι έκτισαν φυλακές.
Μ’ αυτό τον τρόπο, ήδη μερικά χρόνια μετά την εμφάνιση του τίμιου ανθρώπου δεν γινόταν πλέον κουβέντα για κλέφτες ή θύματα κλοπής, αλλά μόνο για πλούσιους ή για φτωχούς. Παρόλα αυτά εξακολουθούσαν να είναι όλοι κλέφτες. Τίμιος είχε υπάρξει μόνο εκείνος ο τύπος που είχε πεθάνει αμέσως από πείνα.

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο