Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: συν Β' Μερος
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130784 Τραγούδια, 269464 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 συν Β' Μερος
 
πριν καλά – καλά τις δει έπεσαν κάτω στο πάτωμα. Έκπληκτος τις σήκωσε και έμεινε άφωνος. Οι φωτογραφίες έδειχναν τη Βάντα στην αγκαλιά κάποιου άνδρα, μισόγυμνη σε ερωτικές στάσεις πολύ τολμηρές και άσεμνες. Έμεινε άναυδος, του έπεσαν από τα χέρια και σκόρπισαν στο πάτωμα. Κάθισε σε μία πολυθρόνα μένοντας κυριολεκτικά εμβρόντητος. Έγειρε πάνω της μέχρι να συνέλθει από το σοκ. Μετά σηκώθηκε, έβαλε ένα ουϊσκι στο ποτήρι και σωριάστηκε στο πάτωμα. Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο, δεν το σήκωσε, δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κανέναν. Έμεινε στην ίδια θέση καπνίζοντας και πίνοντας για πολλή χρόνο. Ξαφνικά, είδε να γκρεμίζονται όλα όσα είχε ονειρευτεί σαν χάρτινος πύργος. Το χειρότερο απ’ όλα η προδοσία, η υποκρισία εκείνης που ήθελε να την κάνει γυναίκα του. Ένιωσε αργή, θυμό, μίσος, όλα έβραζαν μέσα του, ένα κενό, ένα άδειασμα, όλα ένα τίποτα. Αν την είχε μπροστά του δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει, ίσως και να την σκότωνε. Έμεινε εκεί στο πάτωμα, στην ίδια θέση με θυμωμένο το νου, ούτε και ο ίδιος ήξερε πόσο, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Άλκης. Το σαλόνι ήταν σκοτεινό, η ατμόσφαιρα θολή από τον καπνό και ο Φίλιππος γερμένος στον καναπέ. Το παιδί πήγε προς το μέρος του ανήσυχος, τον πλησίασε, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε. Κάτω σκόρπιες οι φωτογραφίες. Τις σήκωσε, τις κοίταξε απορημένος, τις περιεργάστηκε, τον πλησίασε, του πήρε το ποτήρι και είπε : «τους άθλιους, είναι πολύ αισχρό για να είναι αληθινό». Δεν το πίστεψε. Η Βάντα, αδύνατο και όμως οι φωτογραφίες μιλούσαν από μόνες τους «Πατέρα, δεν μπορεί να είναι αλήθεια, η Βάντα σ’ αγαπάει, δε θα το έκανε ποτέ αυτό, δεν το πιστεύω».
«Άσε Άλκη, δεν θέλω ψεύτικες παρηγοριές, δυστυχώς με πρόδωσε, αυτές οι φωτογραφίες αποκαλύπτουν το αληθινό της πρόσωπο. Οι μάσκες έπεσαν. Και την είχα προειδοποιήσει, δεν αντέχω την προδοσία. Εγώ της τα έδωσα όλα και αυτή αποδείχθηκε μία πόρνη, μία πρόστυχη. Άσε με Άλκη, δεν θέλω να ξανακούσω γι’ αυτήν. Τέλος, τελεία και παύλα».
Ο Άλκης ήξερε ότι το εννοούσε γιατί ήξερε πόσο σκληρός και απόλυτος ήταν. Μάζεψε το φάκελο με τις φωτογραφίες, τις πέταξε σ’ ένα συρτάρι και πήγε στο δωμάτιό του. Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα, στο σπίτι σιωπή, νέκρα, στην καρδιά του Φίλιππου τρικυμία μετά την απρόσμενη καταιγίδα. Η βάρκα της ευτυχίας αναποδογυρισμένη να την χτυπούν αδυσώπητα τα κύματα της προδοσίας και του μίσους. Όλα είχαν γίνει συντρίμμια. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπά ασταμάτητα.
Η Βάντα ανησυχούσε. Το μυαλό της πήγε στο κακό. Μήπως κάτι κακό του είχε συμβεί. Προσπάθησε με το κινητό, τίποτε, ήταν κλειστό. Μετά από πολλές προσπάθειες σταμάτησε. Θα επιχειρούσε πάλι το πρωϊ.
Πράγματι, το πρωί, ο Φίλιππος μετά από μία ταραγμένη νύχτα, σήκωσε το τηλέφωνο «Φίλιππε, καλημέρα. Πως είσαι; Από χθες προσπαθώ να σου μιλήσω. Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;», «Κοίτα, μην τολμήσεις να με ξαναπάρεις, δε θέλω να σε ξέρω» και έκλεισε το τηλέφωνο γεμάτος θυμό. Εκείνη πάγωσε. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Ξαναπήρε πολλές φορές, δεν το σήκωνε. Το ίδιο και το κινητό. Άρχισαν να την ζώνουν τα μαύρα φίδια. Κάτι σοβαρό είχε συμβεί, αλλά δεν ήξερε τι….. Μίλησε με τη μητέρα της. Εκείνη ανησύχησε πολύ, αλλά δεν πήγαινε το μυαλό της πουθενά. Οι δύο γυναίκες δεν ήξεραν τι να σκεφτούν, τι να υποθέσουν. Ένα ήταν σίγουρο, ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Τις επόμενες ημέρες σιωπή. Ο Φίλιππος ακύρωσε όλα τα ραντεβού, απομονώθηκε στο σπίτι, δε μιλούσε με κανέναν βυθισμένος στην οργή του, κάπνιζε και έπινε συνέχεια. Ο Άλκης έκανε πολλές προσπάθειες να του μιλήσει μα όλες ήταν μάταιες. Δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε. Τότε μέσα στην αγωνία του, μου τηλεφώνησε πολύ ανήσυχος για τον πατέρα του. Εγώ επικοινώνησα με τη Βάντα, αλλά και εκείνη ήταν στο σκοτάδι, δε γνώριζε τίποτα, τότε πήρα το αεροπλάνο και κατέβηκα στην Αθήνα.
Τον βρήκα σε κακή κατάσταση, ένα σωματικό και ψυχικό ράκος. Μου έδειξε τις φωτογραφίες. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν αδύνατο αυτή να ήταν η Βάντα. Ήταν πράγματι απίστευτο αυτό που έβλεπα στις φωτογραφίες. «Αδύνατον δεν μπορεί να είναι αυτή, Φίλιππε, κάποιο λάθος, κάτι άλλο συμβαίνει», «Κι όμως είναι αλήθεια. Με πρόδωσε. Εγώ τη λάτρεψα και αυτή με πούλησε. Της τα έδωσα όλα. Τη μισώ, τη μισώ, δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτα πια, γι’ αυτήν». Πέταξε τις φωτογραφίες στο καλάθι, εγώ μάζεψα μερικές και δεν ξέρω για ποιο λόγο τις έριξα στην τσάντα μου. Εκείνο το βράδυ το περάσαμε κουβεντιάζοντας. Ο Φίλιππος αν και ήταν δυνατός μετά το σοκ, τον πόνο, το μίσος τον είχε λυγίσει. Δεν ήταν εύκολο ν’ αποδεχθεί το γεγονός αυτό που ανέτρεπε τα πάντα στη ζωή του, ήταν ανάγκη όμως να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα αν και μέσα του τον βασάνιζαν πολλά ερωτηματικά και ένα μεγάλο «ΓΙΑΤΙ». Απομάκρυνε, λοιπόν, από το σπίτι οτιδήποτε του τη θύμιζε και που προκαλούσε πόνο. Έπαψε να μιλάει γι’ αυτήν και προσπαθούσε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του και να την ξεριζώσει απ’ την καρδιά του πέφτοντας με τα μούτρα στη δουλειά, ώστε να μην έχει χρόνο να τη σκέπτεται.
Στη Θεσσαλονίκη η κυρά – Παρθένα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, να πάρει απαντήσεις στις πολλές ερωτήσεις της. Όταν χτύπησε το κουδούνι μας βρήκε μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού. Ο Φίλιππος δεν ήθελε να της μιλήσει, εκείνη επέμενε κι έτσι αναγκάσθηκε να τη δεχθεί «Τι συμβαίνει Φίλιππε; Έχουμε τρελαθεί με τη Βάντα από προχθές, θα μου πεις τι συμβαίνει; Τι είναι αυτά που είπες στο τηλέφωνο; Θέλω να μάθω, πες μου σε παρακαλώ», «Θέλεις αλήθεια να μάθεις; Ορίστε…» και πέταξε μερικές φωτογραφίες. «Αυτή είναι η αγαπημένη σου κόρη. Έτσι, μου ανταπέδωσε την αγάπη και την εμπιστοσύνη που της είχα. Πες της ότι δεν θέλω να την ξέρω και να μη με ξαναενοχλήσει ποτέ».
Η γυναίκα κοίταξε για λίγο της φωτογραφίες και είπε: «Αποκλείεται… αυτή δεν είναι η Βάντα, κάτι άλλο συμβαίνει. Η κόρη μου σε λατρεύει, δε θα το έκανε ποτέ αυτό. Αδύνατον!», «Κι όμως είναι αυτή η ξεδιάντροπη και το απολαμβάνει κιόλας. Είμαι μία πόρνη με αγγελικό πρόσωπο. Δεν θέλω να σας ξέρω». Της άνοιξε την πόρτα και σχεδόν την πέταξε έξω.
Εκείνη αποσβολωμένη, λίγο πριν κλείσει πίσω της την πόρτα του είπε: «Όλο αυτό είναι στημένο. Εγώ ξέρω το παιδί μου. Δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό ποτέ. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο, που πρέπει να μάθεις. Σε λίγους μήνες έρχεται στον κόσμο το παιδί σου. Αυτό ήθελε να σου πει όταν θα σε έβλεπε, αλλά πρόλαβε το κακό. Εκείνη την αρνείσαι εύκολα, μπορείς ν’ αρνηθείς και το παιδί σου, πες μου θέλω μία απάντηση», «Το παιδί αυτό, αν υπάρχει βέβαια και δεν είναι στη φαντασία σου, είναι παιδί του εραστή της, όχι δικό μου. Δεν θέλω να ξανακούσω τίποτε άλλο ποτέ γι’ αυτήν, ούτε για το μπάσταρδό της. Τελειώσαμε!». Η πόρτα έκλεισε πίσω της με θόρυβο και η γυναίκα σωριάστηκε κάτω. Έπιασε το πρόσωπό της και ξέσπασε σε λυγμούς.
Ό,τι έζησε μέχρι τώρα της φάνηκε πολύ μικρό και ασήμαντο μπροστά στην καινούργια συμφορά. Όλη της η ζωή ένας αγώνας για το αύριο. Αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Και τώρα, τι θα γινόταν αυτό το κορίτσι μ’ ένα παιδί χωρίς πατέρα; Ήταν τιμωρία, ήταν δώρο ζωής, δεν ήξερε πώς να το δει, πώς να το αντιμετωπίσει. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Δημήτρης με το σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα, τι θα γινόταν όταν αυτή θα έφευγε απ’ αυτόν τον κόσμο; Κολλημένος πάνω της, όπως το δέρμα στη σάρκα, έβλεπε τη ζωή και τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια. Ήταν ο κόσμος του, χωρίς αυτή τίποτε σκοτάδι… Αγωνία και για τα δύο παιδιά και αυτή ανήμπορη στη νέα τρικυμία. Κι όμως έπρεπε να είναι δυνατή για να μπορέσει να βοηθήσει τούτη τη δύσκολη ώρα. Άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να κλάψει μέχρι να ελαφρώσει η καρδιά της. Προχωρούσε με κουρασμένα βήματα, άγνωστο για πού όταν βρέθηκε μπροστά σ’ ένα παρκάκι. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Το κλάμα δεν ελάφρωσε την ψυχή της που βολόδερνε μη ξέροντας, τι να κάνει. Οι περαστικοί την κοίταξαν περίεργα, κανείς όμως δεν την πλησίασε. Φαίνεται ότι το θέαμα ήταν γνώριμο και ο καθένας κοίταζε τη δουλειά του. Σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα και τότε αντίκρισε ένα λευκό, μικρό εκκλησάκι. Μπήκε μέσα, άναψε ένα κεράκι, γονάτισε στην εικόνα της Παναγιάς, προσευχήθηκε: «Βοήθησέ με, Παναγιά μου, σε Σένα στηρίζομαι. Φώτισε το μυαλό μου, οδήγησε το αστέρι μου στο σωστό. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με, δεν ξέρω τι να κάνω. Δείξε μου το δρόμο και σ’ ακολουθώ. Εσύ ξέρεις κατά τι είναι πόνος και τι απώλεια. Βοήθησέ με και σου υπόσχομαι ότι όταν τα παιδιά μου βρουν το δρόμο τους, θα σου αφιερωθώ. Σε παρακαλώ, Παναγιά μου….». Έμεινε αρκετή ώρα στην ίδια θέση. Ο χρόνος σα να’ χε σταματήσει. Σηκώθηκε, φίλησε την εικόνα, και με βήματα σταθερά βγήκε έξω. Η Παναγιά πάντα ήταν το καταφύγιό της, ήταν η ελπίδα που άρχισε να λαμποφέγγει στην ψυχή της.
Σε μία ώρα ταξίδευε για τη Θεσσαλονίκη. Είχε ηρεμήσει και είχε όλο το χρόνο να σκεφτεί ήρεμα και νηφάλια. Έφτασε ξημερώματα. Μπήκε αθόρυβα στο σπίτι και ξάπλωσε στον καναπέ. Έκλεισε τα μάτια της και ο ύπνος ευεργετικός την πήρε στα δικά του λημέρια, μακριά από τη σκληρή πραγματικότητα που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει απ’ εδώ και πέρα.
Η Βάντα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Την περίμενε. Το πρωί την έπιασε ο ύπνος για λίγο και ξύπνησε από έναν εφιάλτη. Ονειρεύτηκε ότι έπεφτε σ’ έναν γκρεμό. Ξύπνησε ιδρωμένη, σηκώθηκε να πει νερό, όταν την είδε να κοιμάται στον καναπέ. Ο ύπνος της ήταν ταραγμένος, την άφησε, κάθισε δίπλα και περίμενε να ξυπνήσει. Μόλις εκείνη άνοιξε τα μάτια της, ρώτησε τι είχε συμβεί «Δεν έγινε τίποτα, καλή μου, έχει κάτι φωτογραφίες δικές σου με κάποιον, δεν θέλει να σε δει, ούτε ν’ ακούσει για σένα, ούτε για το παιδί θέλει ν’ ακούσει τίποτα, σε έσβησε από το χάρτη της ζωής του. Δε θέλησε να μ’ ακούσει είναι πολύ θυμωμένος και η ψυχή του είναι γεμάτη οργή και μίσος. Ξέχνα τον, δεν σου αξίζει, βγάλτον απ’ το μυαλό και την καρδιά σου, είναι μάταιο. Σε διάγραψε. Δεν το έψαξε καθόλου, είναι πολύ θυμωμένος και απελπισμένος».
«Πως είναι δυνατόν, μ’ αγαπάει, το ξέρω καλά, πως μπορεί να πιστεύει κάτι τέτοιο για μένα; Ξέρει πως τον λατρεύω και ποτέ δεν θα τον πρόδιδα».
«Ο Φίλιππος δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος, όλη η αγάπη του έγινε μίσος, δε θέλει ν’ ακούσει τίποτα. Ξέχνα τον, σου λέω. Από δω και πέρα θα παλέψουμε μόνες μας» «Όχι, μαμά, πρέπει να του μιλήσω, να του εξηγήσω ότι αυτές οι φωτογραφίες είναι πλαστές. Εγώ δε γνώρισα άλλον άνδρα, εκτός απ’ αυτόν, ούτε και θα αγαπήσω άλλο», «Μάταιος κόπος, δε θα σ’ ακούσει. Μην πας, θα πονέσεις πολύ», «Ας πονέσω, πρέπει υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτόν και το παιδί, πως θα ζήσει χωρίς τον πατέρα του; Θα του μιλήσω, πρέπει να μ’ ακούσει». Άδικα η γυναίκα προσπάθησε να την μεταπείσει. Ήταν ανένδοτη, την έπνιγε το δίκιο και η πίκρα. Πόσο λίγο την ήξερε. Δεν το χωρούσε το μυαλό της πως ο Φίλιππος πίστεψε αυτές τις φωτογραφίες.
Την άλλη μέρα κατέβηκε στην Αθήνα. Χτύπησε το κουδούνι. Ο Φίλιππος ήταν πιο ήρεμος, άρχισε σιγά – σιγά να συμβιβάζεται με την πραγματικότητα. Ήταν όμως χλωμός και άϋπνος. Μόλις την είδε φούντωσε «Φύγε, εξαφανίσου, δεν θέλω ν’ ακούσω τις ψευτιές σου, οι φωτογραφίες σε καίνε, φύγε δε θέλω να σε ξέρω».
«Όχι, Φίλιππε, δεν θα φύγω, όλα αυτά είναι ψέματα, οι φωτογραφίες είναι ψεύτικες, εγώ σε λατρεύω, δεν θα το έκανα αυτό ποτέ στον εαυτό μου, δεν μου το επιτρέπει η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός μου. Πίστεψέ με αγάπη μου, πίστεψέ με, σε παρακαλώ».
Το κορίτσι σπάραζε στο κλάμα, εκείνος δεν την άκουγε, επαναλάμβανε μόνο: «Φύγε, φύγε, δεν θέλω να σε βλέπω πια, φύγε».
Όταν εκείνη κατάλαβε ότι όλα είχαν χαθεί, άνοιξε την πόρτα και σωριάστηκε κάτω. Έμεινε εκεί μισολιπόθυμη για αρκετή ώρα. Εκεί την βρήκε ο Άλκης, την ανασήκωσε, σε λίγο άρχισε να συνέρχεται «Πάμε μέσα να συνέλθεις», «Όχι ποτέ, η πόρτα αυτή έκλεισε οριστικά για μένα, είμαι καλά», σηκώθηκε και απομακρύνθηκε με αργά βήματα.
Η κυρά – Παρθένα μόλις την είδε, κατάλαβε, έμαθε τα συμβάντα και αγανακτώντας για την αδικία που έγινε, άρχισε να τον βρίζει: «Τον παλιάνθρωπο, υπάρχει Θεός, κάποια μέρα θα το πληρώσει» Το κορίτσι την διέκοψε: «Πάψε μαμά, δεν θέλω να τον βρίζεις! Έχει και αυτός το δίκιο του», «Τι τον υπερασπίζεσαι; Δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, τον υποστηρίζεις ακόμη;», «Δεν τον υπερασπίζομαι, αλλά αναλογίζομαι τη θέση του, οι φωτογραφίες αυτές, οι πλαστές φωτογραφίες, τον έπεισαν. Εκείνο που με πικραίνει μέχρι τα βάθη της ψυχής μου, είναι ότι δεν κατάλαβε τι ήταν αυτός για μένα, δεν με κατάλαβε ποτέ, δεν ένιωσε ότι ποτέ μα ποτέ δεν θα τον πρόδιδα και μάλιστα τόσο ξεδιάντροπα. Όπως και να’χει δεν θέλω να τον βρίζεις, τον αγαπώ, είναι ο πατέρας του παιδιού μου». Η μάνα κούνησε το κεφάλι γεμάτη θυμό και απορία και έπαψε να μιλάει. Άναψε ένα τσιγάρο «Άκου να δεις….Ν’ αγαπά και να σέβεται έναν άνθρωπο που το αξίζει και αυτός δεν το αξίζει με την πρώτη φουρτούνα εγκατέλειψε το πλοίο στη θάλασσα. Αυτό μου έμαθε η ζωή. Δεν το αξίζεις» είπε αγανακτισμένη.
Δεν ξαναμίλησαν. Έφυγε σε λίγο για το μαγαζί. Η Βάντα πήρε ένα μαξιλάρι, το αγκάλιασε και έμεινε έτσι πολλές ώρες βυθισμένη στις σκέψεις της. Κάποια στιγμή έγειρε και κοιμήθηκε. Έτσι την βρήκε η μάνα της, όταν γύρισε μετά από ώρες. Τη σκέπασε και κάθισε στη βεράντα. Ήταν Αύγουστος και το ολόγιομο φεγγάρι δέσποζε στον ουρανό φωτίζοντας την πλάση. Όταν ήταν μαγικά, η νύχτα υπέροχη, για κείνην όμως κόλαση. Ξημέρωσε στην ίδια θέση ξάγρυπνη και μελαγχολική. Την σήκωσε το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα. Ήταν ο Άλκης, ανησυχούσε για τη Βάντα. Όταν έμαθε ότι είναι καλά «Εγώ δεν πιστεύω τίποτε απ’ όλα αυτά, είναι μία πλεκτάνη, την αγαπάω και θα μείνω φίλος της» και έκλεισε το τηλέφωνο.
Όλες αυτές τις μέρες η γυναίκα μέσα στον πόνο και την αγωνία της, δε σκέφτηκε ποιος μπορούσε να είναι αυτός που τους έκανε τόσο κακό. Τώρα που το μυαλό της άρχισε να δουλεύει πιο καθαρά κινήθηκε και προς αυτή την κατεύθυνση. Ατέλειωτα ερωτήματα τη βασάνιζαν μένοντας αναπάντητα. Δεν πήγαινε πουθενά το μυαλό της, ποιος θα μπορούσε να κρύβει τόσο μίσος ώστε να προκαλέσει τόσο μεγάλο πόνο «Αν τον ήξερα , θα τον έσκιζα τον άτιμο» μουρμούρισε αποφασισμένη για όλα.
Οι επόμενες μέρες ήταν δύσκολες για όλους. Το κορίτσι έπεσε σε κατάθλιψη. Δεν ήθελε να φάει, να βγει έξω, να ντυθεί. Τίποτα, όλα γκρεμίσθηκαν μέσα της, θλίψη και απόγνωση. Η ζωή της ξαφνικά σταμάτησε, εγκλωβίστηκε στην κατάστασή της, δεν ήθελε να δει και να ακούσει κανέναν. Με δυσκολία η μητέρα της της έδινε ένα ποτήρι γάλα και προσπαθούσε να τη συνεφέρει.
«Κορίτσι μου, σύνελθε, η ζωή συνεχίζεται, σκέψου το παιδί που έχει στα σπλάχνα σου», «Το παιδί, ποιο παιδί, μάνα; Δεν είμαι σίγουρη αν το κρατήσω», «Τι λές, παιδί μου; Τα παιδιά είναι δώρο του Θεού, τι είναι αυτά που λες; Το παιδί αυτό θα φέρει τη χαρά και την ευτυχία στη ζωή μας», «Ένα παιδί χωρίς όνομα, χωρίς πατέρα», «Και όνομα έχουμε, και όλοι εμείς θα αντικαταστήσουμε τον πατέρα με την αγάπη και τη στοργή μας, έπειτα δεν ξέρεις πως θα τα φέρει η ζωή….», «Ο πατέρας, μάνα, είναι αναντικατάστατος, άλλος είναι ο ρόλος του. Ένα παιδί για να είναι ευτυχισμένο χρειάζεται τη μάνα και τον πατέρα του. Πώς θα το πετύχουμε αυτό; Τι θα του πω όταν κάποια στιγμή ζητήσει τον πατέρα του;».
«Δεν ξέρω, ξέρω όμως ότι η αγάπη κάνει θαύματα. Αρκεί να μπορείς να τα δεις. Δεν θα μας αφήσει ο Θεός. Θα παλέψουμε. Σε παρακαλώ, αγάπη μου, μην το βάζεις κάτω», «Δεν μπορώ, μάνα, δεν αντέχω», «Θ’ αντέξεις για σένα και για το παιδί σου. Σκέψου θετικά, όλα θα πάνε καλά, θα δεις….».
Η Βάντα ήξερε ότι από δω και πέρα η ζωή της έπαιρνε έναν άλλο δρόμο ανηφορικό και δύσκολο. Όμως είχε δίκιο η μάνα, δεν έπρεπε να το βάλει κάτω. Είχε υποχρέωση να ζήσει και να αγωνισθεί γι’ αυτό το αθώο πλάσμα που σε λίγο θα έβλεπε το φως του ήλιου. Από δω και πέρα τίποτε δε θα ήταν το ίδιο. Μία ανύπαντρη μητέρα συγκέντρωνε πάντα τα βλέμματα και τα σχόλια του κόσμου. Όμως, έπρεπε να το αγνοήσει και να συνεχίσει τη ζωή της.
Στο σπίτι του Φίλιππου, στην Αθήνα, όλα ήταν σιωπηλά. Εκείνος συνέχιζε να πίνει, ο Άλκης ήταν θυμωμένος μαζί του, δεν του μιλούσε και εγώ προσπαθούσα μπαίνοντας ανάμεσά τους να συμβιβάσω τα πράγματα. Επειδή οι σχέσεις τους ήταν σε τεντωμένο σχοινί πρότεινα να μην ξαναγίνει λόγος για το θέμα αυτό, μιας και προκαλούσε ένταση.
«Δεν θέλω να ξανακούσω το όνομά της στο σπίτι μου» είπε κάποια στιγμή ο Φίλιππος απευθυνόμενος απειλητικά προς το γιο του.
«Δεν θα το ξανακούσεις, να ξέρεις όμως ότι εγώ την αγαπάω, δεν πιστεύω τίποτε απ’ αυτά και θα είναι πάντα φίλη μου. Κάποια στιγμή θα το μετανιώσεις πικρά, αλλά θα είναι αργά» είπε χτυπώντας πίσω του την πόρτα


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 1
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

chrisdom1@hotmail.com
 
Μαυρομαντηλού
19-01-2015 @ 16:50
«Ένα παιδί χωρίς όνομα, χωρίς πατέρα»,ΚΑΛΑ ΜΕΓΑΛΗ ΒΛΑΚΕΙΑ ΑΥΤΗ ΛΕΜΕ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΑΝΟΗΣΙΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ;;;;;;;;;
ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΕΡΑ;;;;;;;;;
ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΕΡΑ Ή ΜΑΝΑ , ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΙ !!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΕΧΕΙ ΠΑΤΕΡΑ . ΝΑ ΚΑΝΕΙ DNA ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΤΡΙΨΕΙ ΣΤΗ ΜΟΥΡΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑΚΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΟΧΡΟΝΙΤΙΚΗ!!!!!!!!!!!!!!!ΔΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΜΕ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΣΗΜΕΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
::vlax.:: ::vlax.:: ::vlax.::
ΧΑΖΗ ΑΥΤΗ Η ΒΑΝΤΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!ΚΙ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΠΙΣΩ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο