Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Καρπουζόφλουδα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
129955 Τραγούδια, 269270 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Καρπουζόφλουδα
 
2018


Καρπουζόφλουδα


Πάνω σε μιά φλούδα από καρπούζι γύριζα τον κόσμο κι έφτυνα τα κουκούτσα μου
με στόμφο-σε κάθε κακοτράχαλη ακτή-...κι ύστερα ξανά απ'την αρχή μάζευα τις
όποιες ξεβρασμένες λέξεις...κι έκανα τις ίδιες σκέψεις,μασώντας τα κεράσα μου
απολαυστικά,πεπόνια διαλεγμένα,ζουμερά,στάζοντας αρωματικά ζουμιά πάνω
στο τιμόνι κι όπως στο μανίκι σκουπιζόμουν βιαστικά,μαζεύονταν θαλασσοπούλια
θορυβώδη,λόγια πάλι-αμέτρητα-σαν αχηβάδες και κοχύλια σ'απόμερο ακρογιάλι
και...τότε εγώ έσκυβα και τα κόλλαγα στ'αυτί μου,να ακούσω τη φωνή μιάς θάλασ-
σας μεγάλης.


Πόσο μ'ευφραίνουν τα ταξίδια μου!Πάνω στη σκούνα καρπουζόφλουδα,αρμένιζα
καιρό και μέτραγα της καρδιάς τα πέλαγα,φαιδρή μου ζήση,πόσο να μπορώ;Χαμό-
γελο ζεστό,μεσούρανα τον ήλιο τον καυτό αντίκριζα και σφούγγιζα απ'τα βλέφαρα
σταγόνες αφρισμένες ιδρώτα και γιαλό με χέρια σαν γυαλόχαρτα απ'τ'αλάτια,πό-
σο ήλιο ν'αντέξεις κρατώντας βλέμμα ευθύ στα μάτια;



Κρέμαγα σκουλαρίκια-δεξί κι αριστερό-από δυό ολόδροσα κεράσα,δαγκώνοντας
στη χούφτα μου τον πιό γλυκό καρπό-νεκταρίνια και γιαρμάδες-και μές στην αβά-
σταχτη αλμύρα,έγλειφα τα διψασμένα χείλια,με το τιμόνι στεριωμένο στ'αλλο ηλιο-
καμένο μπράτσο,μπροστά τραβώντας-ρότα-βαθιά στο γαλανό.Αλκυονίδες μέρες
της ψυχής,από Οκτώβρη πάλι θά'ρθει πυκνή η βροχή...κι έφτυνα βρίζοντας μέσα
στην τρέλα μου...μα ύστερα ταχιά...ξανά αναδιδόταν η οσμή-καλοκαιρινή-γλυκιά
και ξέχναγα τα πάθια και τα βάσανα.


Έθρεφα μέσα μου τζιτζίκια,που πέταγαν ψηλά κι έφταναν τα λευκά πανιά
και στ'άλμπουρα στήνανε ατέλειωτα τραγούδια,ρώγες σταφύλια,απ'τα δά-
χτυλα γλιστρούσαν στην καρπουζόφλουδα,που κλυδωνιζόμουν απ'το κύμα
του πελάγου-γερό σκαρί-απάνω της άτσαλα τα πατούσα με φτέρνα σκληρή
κι ολοταχώς στης πεθυμιάς μου την ακτή,μύρωνε στ'αμπάρι θαλασσινή δρο-
σιά κι ήλιος ζεστός μεσούρανα-ντάλα-με χτύπαγε στο κεφάλι...ίδρωνε βαριά
η τιμονιέρα κι απορούσε,πόση λάβρα-φωτιά,ξέσκεπος να μπορεί κανείς πιά,
κοιτάζοντας με βλέμμα σταθερά ίσια,στα μάτια;Κι αδημονώντας όλο ρωτούσε
:-Αργεί ακόμα καπετάνιο η ακτή;


...Μα εγώ της απαντούσα σιγοτραγουδώντας με χαρά κρυφή-σαν μυστικό
που άργησε να μαθευτεί-:-Πόσο μ'ευφραίνουν τα ταξίδια μου απά στη σκούνα
μου!Κι άπλωνα την πατούσα μου γερά,...στα κόκκινα,...της πράσινης της φλού-
δας μου,φτύνοντας τα κουκούτσα μου,σαν οπλοπολυβόλο από το στόμα και
βρίζοντας σαν λιμενεργάτης,που ξεκίνησε το μόχθο του πολύ νωρίς,ακόμα πριν
το πρώτο φως,το χάραμα να φέξει,μέσα στα κόπια και σ(τη) φούρκα του.


...Κι ύστερα ευθύς,πάλι άλλαζα διάθεση-άλλαζα τρόπους-σαν έμπειρος σκουνιέρης
που κάνει ζάφτι όλα τα νερά,καπετάνιος γελαστός,πού'ρχεται απ'τα μακρινά,από
ξενιτιά,φωνάζοντας δυνατά στον εαυτό μου ν'ακουστώ:-Ρίξε την άγκυρα μωρέ,στε-
ριά μπροστά!-...Νόμισα-.


Πάνω σε μιά καρπουζόφλουδα όλο τον κόσμο γύρισα,σε κάθε κακοτράχαλη ακτή
και μιά ζωή-πολλές-σαν άλλο πρόσωπο.Πόσους καπεταναίους και πόσους λιμε-
νεργάτες στοίβαξα στην ψυχή,σαν συμπεριφορές,σαν νά'μουν άλλο πρόσωπο...κι
όμως όχι!Μέσα μου μάζευα τις όποιες ξεβρασμένες σκέψεις-τρόπους κι έφτιαχνα
καινούριες λέξεις...(έτσι)...νόμισα-ανεμοσκορπίσματα-ανεμομαζώματα-δαγκώνοντας
στη χούφτα μου,ολόγλυκο γιαρμά,τον πιό γλυκό απ'όλους,πλέοντας σε γαλανό
βαθιά.


Ίδρωνε τρίζοντας η τιμονιέρα κι απορούσε,ρωτώντας κουρασμένα απ'τη ρότα,της
μέρας:-Πόσο ακόμα μπάρμπα,να αράξουμε λίγο και μείς'κεί πέρα-στης πεθυμιάς
μας την ακτή-;...Και'γώ της απαντούσα τότε εμπαιχτικά,τραγουδιστά με κέφι ζωηρό
-σαν μυστικό πού'χε μαθευτεί από καιρό-:-Πόσο μ'ευφραίνουν τα τραγούδια μου απά
στη σκούνα μου!Γλείφοντας την αλμύρα από τα χείλια μου,φτύνοντας μές στην τσα-
ντίλα μου-σαν νά'χα δαιμονικό στην κούτρα μου-και συνεχίζοντας άγαρμπα (σ)τον
ίδιο το ρυθμό:-Από το φθινοπώρι,πυκνή η βροχή και μέσα στο καταχείμωνο στραβά
θα γέρνει η βάρκα μου,καυμένο μου σκαρί,πόσο να μπορεί;


...Μα γρήγορα πάλι αναδυόταν ξελογιάστρα η ευωδιά- θαλασσινή μου αύρα -πλέο
ντας η σκούνα σε γαλανό καμβά.Μέσα μου έθρεφα τζιτζίκια...μοσχοβολούσαν καλο-
καίρι.Αλκυονίδες μέρες της ψυχής που πέταγαν ψηλά κι έφταναν τα ορθάνοιχτα,ολό-
λευκα πανιά,στ'άλμπουρα στήνανε τραγούδι και χορό-κάνανε χάζι-με δρασκελιά με-
τέωρη στον ουρανό και 'γώ κράταγα στο χέρι δαμάσκηνο γλυκό,πού'σταζε μέλι και
τότε έκανα ξανά την ίδια σκέψη...πόσο η αγάπη ζεσταίνει την καρδιά,όταν μπορεί κι
αντέχει.



Μέσα στην τρέλα μου-αύρα θαλασσινή-χέρι γυαλόχαρτο,πόδι κουπί,από κύματα
κι αλάτια και στ'αυτί-δεξί,αριστερό-αντί λουλουδικό της στεριανής της γλάστρας,
κρέμασα της όρεξής μου τον καρπό,σκουλαρίκια από κεράσα,μέσα στην τρέλα μου
και στην ξυπολυσιά μου,άπλωνα τις τραχιές μαύρες πατούσες μου,γερά στα κόκ-
κινα,στα πράσινα της φλούδας μου-κι ας γλιστρούσε-παράτονα τραγουδώντας.
:-Πόσο μ'αρέσουν τα ταξίδια μου!


Πάνω σ'ένα καίκι ολούθε κοσμογύρισα-κλάμα,χαρά,θρήνος,γιορτή-.Έτριζε βαριά
η τιμονιέρα κι απορούσε,ρωτώντας το ίδιο πάντα κι αδημονούσε:-Πόσο ακόμα
μπάρμπα;Και'γώ κοροιδευτά της απαντούσα,φτύνοντας με στόμφο- μαύρα- τα
κουκούτσα μου - μαθεύτηκε η χαρά - σαν λέξεις ξεβρασμένες,έσκυβα τότε και τις
κόλλαγα σμιχτά στ'αυτί,ν'ακούσω τη φωνή μιάς θάλασσας βαθιάς,μεγάλης,της ψυ-
χής μου,σφουγγίζοντας με μπράτσο ηλιοκαμένο όλη την άλμη.:-Πόση ακόμη;


Με χέρια σαν γυαλόχαρτα,πόδια κουπιά,από κύματα κι αλάτι,γλείφοντας χείλια δι-
ψασμένα και στο καθένα-δεξί,αριστερό-κρεμασμένα σκουλαρίκια από κεράσι
- μέσα στην τρέλα μου - ολοένα τραγουδώντας με κέφι τα τραγούδια μου,κρατώντας
στεριωμένη πιο σφιχτά πάνω στην καρδιά την τιμονιέρα κι αυτή μαζί μου τρίζοντας
ξέπνοα στ'ανοιχτά,σε γαλανό βαθιά.



...Και'γώ συνέχιζα παράτονα:-Πόσο μ'ευφραίνουν τα ταξίδια μου πάνω σ'αυτή τη
σκούνα,σαν ξεβρασμένα απομεινάρια,σ'απόμερα απ'τη ζωή ακρογιάλια,ολόδροσα
κεράσα,πεπόνια διαλεγμένα ζουμερά,ολόγλυκοι γιαρμάδες,νεκταρίνια πετιμέζι,ρώγες
μοσχοστάφυλα,από τρυφερά τσαμπιά,δαμάσκηνα όλο μέλι,πόσο μ'ευφραίνουν
οι καρποί μου-της τέρψης και της όρεξής μου-!



'Εθρεψα μέσα μου τζιτζίκια που πέταξαν ψηλά κι έφτασαν τ'ορθάνοιχτα,λευκά
πανιά,στ'άλμπουρα του πεπρωμένου στήσανε τραγούδι και χορό,φωνάζοντας
αργόσυρτα με δύναμη για να κατανοώ-σαν μαθημένα από καιρό-:-Αργεί...ακόμη
η ακτή κι από φθινόπωρο,πυκνή η βροχή,μές στο καταχείμωνο στραβά θα γέρνει
η βάρκα-ταλαίπωρο σκαρί-μπάζοντας νερό.



Πάνω σε μιά φλούδα από καρπούζι,παντού στον κόσμο γύρισα και μέσα στην ξυ-
πολυσιά μου χαμογελούσα ανύποπτα,σ'όλα τα θηρία-κύματα,στα απρόσμενα του
κόσμου,σφουγγίζοντας ολάκερη την άλμη με κουρασμένο μπράτσο,με χέρια σαν
γυαλόχαρτα και πόδια σαν κουπιά,από κλυδωνισμούς,αλάτια και ξενιτιά.Πόσο ήλιο
ν'αντέξεις κρατώντας σταθερά ίσια,ευθύ το βλέμμα σου στα μάτια και πόση καταιγί-
δα και φουρτούνα μπάρμπα,πάνω σε τέτοια σκούνα-πάνω...σε μιά καρπουζοφλούδα
που μπάζει από παντού-χωρίς να αναρωτιέσαι,αργεί ακόμα η στεριά;



Πόσο μ'ευφραίνουν τα τραγούδια μου,μέσα στην τρέλα μου-αύρα θαλασσινή-κρέμα-
σα στ'αυτί,δεξί-αριστερό,σκουλαρίκια από ολόδροσα κεράσα,με δρασκελιά μετέω-
ρη στ'άλμπουρα του πεπρωμένου έστησα τραγούδι και χορό κάνοντας χάζι κι ανύ-
ποπτα χαμογελούσα,στ'απρόσμενα ολάκερου του βίου μου-κλάμα χαράς,θρήνος
γιορτής-ταλαίπωρο σκαρί,μέσα στα βάσανα και στην ξυπολυσιά μου,ανεμομαζώμα-
τα-ανεμοσκορπίσματα,πόσο να μπορώ;Πόσο ήλιο ν'αντέξεις κρατώντας βλέμμα ευθύ
στα μάτια;Αλκυονίδες μέρες,μετρώντας της καρδιάς τα πέλαγα και κάνοντας ξανά την
ίδια σκέψη,πόσο η αγάπη ζεσταίνει,όταν μπορεί κι αντέχει.


Παράτονα τραγουδώντας πάνω σε μιά καρπουζόφλουδα - θαλασσοδέρνοντας-
ολούθε κοσμογύρισα,πόσο μ'ευφραίνουν τα τραγούδια μου,της ψυχής μου οι
καρποί,έθρεφα μέσα μου τζιτζίκια.

















 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 0
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο