Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Αζτέκα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130447 Τραγούδια, 269378 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Αζτέκα
 
2014 Αζτέκα


Ατλαζίνκα: - Ξεκίνησα από μακριά,από το οροπέδιο του Αναχουάκ
κι ο ήλιος του καυτός,τη θύμησή μου αναζωπυρώνει - χρυσάχτινη
μαρμαρυγή - μεσ'απ'τη χιλιόχρονή μου διαδρομή πάνω απ'το αγα
πημένο μου νησί - Τενοχτιτλάν - στην ατλαζένια λίμνη του Τεξκόκο.
Κι άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί-γαλήνιο κι ανήσυχο μαζί -από
ψηλά,κάτω στην εύφορη και γνώριμη πλαγιά,μέσα σε κίτρινο βαθύ,
σε καλαμπόκι που απαράλλαχτα φυτρώνει - μεγαλόπρεπο - πάντα
στην ίδια γη και στη φλομή πατάτα,που μάζεψαν τα χέρια μου - θλιμ
μένα ή ζωηρά - μέσα από χώμα λάσπης και αγέρα νοτισμένο,όλες τις
εποχές που ζούσα σαν παιδί στο Τεοτιχουακάν κι ύστερα γυναίκα πιά,
μάνα κι αργότερα στα χρόνια μου μεγάλη.Καθέλκει η ανάγκη ισχυρή,
το πνεύμα πίσω νά'ρθει-μόνο...όσο-για να διηγηθεί,πως έζησα εκεί
- σε πόλεμο κι ειρήνη - φτωχικά κι απλά,μα με τόσο έντονη τη μνήμη.
Κι αθώρητα αερομαχώ μεσ'στην αιθρία,σε τούτο τον ελάχιστο καιρό
και το ζεστό τον τόπο,μ'αθιβολή για τη σωστή στιγμή,να πάψω - λίγο -
νά'μαι,σκόνη τέφρας και χρυσή μαρμαρυγή,νά βγω και να πώ,τα γεγο-
νότα όπως συνέβησαν και τα θυμάμαι,πριν...ξανά,γίνω αμετάκλητα αθάλη
- ψυχή αβαυκάλιστη - στην εσχατιά,που ψάχνει αιώνια γλώσσα ιδανική
- Ναχουάτλ το ιδίωμα και δόξα ο Θεός μου και η φυλή μου,των Μεξίκα -
να εγερθεί και να υπερυψωθεί ηχώ.Άραγε,είναι τούτη η ώρα ανέκκλητα
δική μου,που οδηγεί έξω την αλήθεια,με άλλου τη φωνή-το ίδιο ζωντανή,
όπως κάποτε υπήρξε- μέσα στον κόσμο,για μιά φορά ακόμη - ύστατη -
με δύναμη να μιλήσω.


Hope:- Ξεκίνησα από μακριά,από μιά ήπειρο ήμερη σ'ομορφιά κι ένα νησί
μεγάλο,που το χτυπούν αέρηδες θάλασσας σκυθρωπής κι ύστερα χάνονται
βροχή,γεμάτο άγριες τριανταφυλλιές και γλυκόχυμους καρπούς του δάσους
και πράσινο αστέρευτο που θάλλει,σε κάθε άκρη αυτού του βασιλείου και δί-
χως να σκεφτώ,διάνυσα μίλια εμπρός και δρόμο πίσω άφησα για αυτό τον
ξένο τόπο,που ήρθα να περιηγηθώ και να αφουγκραστώ - βαθιά - το παρελ
θόν,από μιά δική μου,άγνωστη εσώτερη ανάγκη.Κι ήταν μιά έλξη δυνατή,κάτι
διαφορετικό ήθελε ο χρόνος να μου πει και η ψυχή μου να θαυμάσει κι άκουσα
- νόμισα - τη φωνή- το κάλεσμα - που με προσμονή αναζητά την έξοδο - επίμονα -
στον κόσμο για να φτάσει - των ζωντανών-μέσα απ'το χιλιόχρονό της πέρασμα
του χθές,στο ελάχιστο παρόν...για να μου μιλήσει κι είπε,τό'νιωσα - θαρρώ - Ατλ
αζίνκα το όνομά μου,μέσα στο μυαλό μου σαν ηχώ και ναχουάτλ το ιδίωμα και
δόξα ο Θεός μου και η φυλή μου των Μεξίκα.Μέσα στα σγουρά πυκνά μαλλιά μου,
φυσάει αγέρας πυρκαγιά και βάφει ρόδινα τα μάγουλά μου - η θέρμη του - κι απ'την
καυτή του αύρα κολλάει η ανάσα στο λαιμό φωτιά και το δέρμα όλο πυρρώνει κα-
τω απ'το λεπτό πουκάμισο που βασανιστικά ιδρωκοπά,αλμυρό ποτάμι,απ'το μέ-
τωπο,το λαιμό κυκλώνει και κυλάει στην πλάτη αργά κι όπως στέκω μεσ'στο φως,
διαθλά το χρώμα του ουρανού στο βλέμμα γαλανό κι αχόρταγα κοιτάζει ό,τι μεγαλό-
πρεπα η ξένη γη του ξεσκεπάζει - από το παρελθόν - προσπάθεια να ανεβώ - ψηλά -
τα σκαλοπάτια,μονάχα με τη σκέψη,από πούθε ξεπετάχτηκε μόλις σε μιά στιγμή,
χρυσάχτινη μαρμαρυγή,αγγιχτά στον ώμο;Κι όπως κάνω να στραφώ,ακούω πίσω
μου να λένε φωναχτά,ο Λέων και η Ζωή,φίλοι μου παιδικοί:-Προχώρα Hope,(Χόουπ),
η περίηγηση μπροστά μας περιμένει!Και προσπερνούν μ'ορμή μέσα στη ζέστη...μα η
πίεση στον ώμο επιστρέφει κι όπως στρέφω για να δώ,το βήμα μου αφήνοντας αργό,
στο δρόμο ξάφνου στέκει,θά'ναι,δε θά'ναι,σκέφτομαι δεκαεφτά χρονώ,λίγο πιό πάνω
απ'τα δεκάξι,μαλλιά του κάστανου μέχρι τη μέση,μάτια αμύγδαλο ανάμιχτα με μέλι,
σταρένιο δέρμα,απαλά καλογραμμένα χείλη,ένα ύφασμα απλό,γύρω απ'το κορμί,λε-
πτό και μιά χάντρα τερακόττας,πράσινη κι ένα κογχύλι άλυκο,μεγάλο κι ένα φτερό
αλεκτρύωνα,που τα φορεί μαζί - μοιάζει για φυλαχτό - σε μιά λεπτή κλωστή που
φαίνεται χρυσή και με κοιτάζει,μ'αυτό το βέβαιο βλέμμα,που λέει,ήρθες τελικά κι
είσαι εδώ για μένα κι ύστερα μίλησε σα νά'ταν η φωνή...δική μου και είπε δυνατά.




Ατλαζίνκα:-Ατλαζίνκα το όνομά μου και δόξα ο Θεός μου κι η φυλή μου κι ο
λαός μου,των Μεξίκα,αιώνες πιά,που δεν κοιμάμαι-αβαυκάλιστη ψυχή-σ'
ατέρμονη αναμονή,για να αφηγηθώ,όλα όσα καλά θυμάμαι,απ'τον αρχαίο
εκείνο τον καιρό,που η ζωή ρευστή κι η ιστορία σκληρή κι ο χρόνος μας της
ύπαρξης μικρός για να τον σκορπάμε.Ήμουν,δεν ήμουν δεκαεφτά χρονώ,
λίγο πιο πάνω απ'τα δεκάξι...όταν με είδαν στους αγρούς τους κατάφορτους
καρπό,από ασήμι και χρυσό και με βήμα νεανικό κάτω απ'το πανσέληνο
φεγγάρι,σε μιά εποχή που η μάχη είχε σταθεί-για λίγο μόνο-ανάμεσα στις
φυλές και στους ανθρώπους,και του πολέμου ο θεός διψούσε για αίμα,ισόβιοι
ευγενείς,αρχηγοί κι ιερατείο-αίλουροι και φίδια αγρία και πάνθηρες αρπακτικοί-
κι εγώ κόρη φτωχών που υπηρετούσαν στα χωράφια,σπόρος απ'της φυλής
μου τα κατώτερα κλωνάρια,αυτά που ακούραστα δουλεύουν λάσπη και χώμα,
μα ποτέ τους δεν χορταίνουν το ψωμί της κούρασης...όσο οι ισχυροί τους επιτρέ-
πουν νά'χουν.Ωστόσο κι έτσι,το γέλιο της χαράς ποτέ δε στέρεψε,ν'αφήσει
άνυδρα τα μονοπάτια που διαβέναμε-του βίου- θές τα νιάτα,θές η αγάπη,η
συντροφιά κι η φύση-όλα μαζί-μιά ομορφιά,πορφυρίτης,μάργαρος,οψιδιανός
και πράσινος οφείτης και τα παρθένα δάση και οι αγροί με τους ερυθρούς
φασόλους και τον κραταιογόνο καψικό και το λιγνό το στάχυ,που φύτευαν
άοκνα τα δυό μας χέρια,για να πάψουν την πείνα του λαού κι ύστερα τα
ρυάκια από τιρκουάζ και οι ολόδροσες νυχτιές που αλυχτούσαν άγρυπνα
της ζούγκλας τα θηρία,τόσο μακριά όσο και κοντά απ'τη φλόγα της δικής
μας,της εστίας και την κρατούσαν άσβεστη-κάποιες ολόγιομες βραδιές-
χαρούμενα τραγούδια της φυλής μας,μέχρι το πρώτο σήκωμα τ'ακτινοβόλου
ήλιου,απλά και φτωχικά,σε πόλεμο κι ειρήνη,άναβε κι έσβηνε η φωτιά
- η ακμή των νιάτων και του βίου-όπως κάθε ζωή σ'αυτή τη γη,όπου
η ιστορία σκληρή κι η ώρα μας ρευστή για να τη σκορπάμε.

Ωστόσο στο βασιλικό παλάτι,ομόφωνα οι υπέρτατοι αποφασίσαν,
πως έφτασε ξανά καιρός τις θυσίες της σφαγής,για το συμφέρον του λαού να ξαναρχίσουν.Ισχυριστήκαν,πως τους μίλησε μ'οργή και με θυμό το πνεύμα
των θεών,που είχαν το τραπέζι τους στεγνό από αίμα,με ιερά σημεία και μυστικές
κινήσεις του μεγάλου λίθου-Τουλποχουαλλί-των άστρων,του ήλιου και της
νύχτας-σημεία ζοφερά-που οιωνούσαν ανύποτη καταστροφή,για την ασέβεια
των θνητών,που λησμονήσαν το χρέος της προσφοράς κι αφήσαν άδειους τους
αμέτρητους ναούς και τα ιερά-δίχως νεκρούς-και τους θεούς τους να διψούν
και να πεινούν...χωρίς τιμητικές τελετουργίες,σε μιά εποχή που η μάχη είχε
σταθεί-για λίγο μόνο-ανάμεσα στις φυλές και στους ανθρώπους και τώρα
απαιτούσαν μέγιστη πληρωμή εξιλασμού,για αυτή την προσβολή στο γένος
το θεικό και στο σεβάσμιο πρόσωπό τους.

Έτσι σκορπίστηκαν οι φύλακες και οι στρατειές των ισχυρών και του ιερατείου
-των μάγων,των ισόβιων ευγενών και των αρχηγών-στην ύπαιθρο και στους
αγρούς,μες στο βασίλειό τους,για να συλλέξουν το σφρίγος και τους ανθούς
της νιότης,όπως συλλέγουν οι αφέντες απ'τους δούλους τους πολύτιμους
καρπούς,που θρέφουν-το καλαμπόκι,τους φασόλους και τον στάχυ-το μάζωμα,
μικρά σφαχτά,που βέλαζαν τρομαχτικά-ανέλπιδα-τη συμφορά,απόλεμοι και
αμαθείς,εμπρός σε βέλη κι όπλα αιχμηρά,ενώ το ημερολόγιο-Τουλποχουαλλί-
έγραφε για αυτούς σε μαύρους ουρανούς,σβηστούς από το φως καινούριας
μέρας,πως άρχιζε ο χορός...του πάθους,κόκκινου σαν του αίματος και της
φωτιάς,σε πέτρινο βωμό με οιμωγή και οδυρμό που έφτανε ψηλά,σε αγωνίας
άγνωρα ύψη-σαν σφαίρα,σαν δίσκος της πελότας που τον πετάς μακριά νά΄βρει
το στόχο,για να κριθεί η νίκη,ή η ήττα του θανάτου,μέχρι ν'αποκοπεί η ζωή απ'το
φτωχό κορμί και να κυλήσει στα σκαλιά της πυραμίδας-ανάθημα-για εξευμενισμό
των υπέρτατων...όντων,σε μιά εποχή που η μάχη είχε σταθεί,...για λίγο μόνο
κι οι αιχμάλωτοι είχαν εκλείψει.

Ανάμεσα σ'αυτούς κι εγώ,με βέλασμα αδύναμο-σφαχτό ισχνό- που τό'σερναν
με βία στης ειρκτής την αγωνία,μέχρι το φριχτό ξημέρωμα του πρωινού της
ανθρωποθυσίας και μοναχά σκεφτόμουν μεσ'στην οχλοβοή του τρόμου
-δέσμια καθώς ήμουν-ό,τι δεν είχα ζήσει,αυτούς που είχα αγαπήσει και
τον Ασάγια,που είχα ελεύθερα επιλέξει για σύντροφο κι αγαπημένο,για
νά'μαστε στο ίδιο μονοπάτι,στα όμορφα και στ'άσχημα του βίου,μα η μοίρα
αγήτευτη από έρωτα,αλλιώς είχε αποφασίσει-αμείλιχτα-.

Κι έτσι στης αιχμαλωσίας το σκότος αναμιγνείονταν οσμές κι αλλοτινές
κραυγές,νεκρών πιά-ήδη σκιές-με τις φωνές των ζώντων μελλοθανάτων,
κι απ'ένα άνοιγμα στενό γλιστρούσε άδολα μιάς αχτίδας φως,ταξίδευε
ολόφεγγη η Σελήνη και σαν τελείωνε η δική της διαδρομή,θ'άρχιζε το δικό
μας το ταξίδι,σε τύμβου ανηφόρα και να με φτέρωνε η στιγμή μ'οργή,πάλι
δε θά'φτανε να θλίψω τα δεσμά και το κακό να υπερβώ,στα μακρινά μ'ορμή
να φτερουγίσω και τότε απλώνοντας της αγωνίας δειλιασμένα χέρια σε
στέρεο χώμα,γονάτισα μ'ολολυγμό κι απελπισιά,το μέτωπο στο κρύο
του εδάφους ακουμπώντας-κουλουριασμένο σώμα- και προσευχήθηκα
σ'ό,τι υπήρχε αληθινά εκεί έξω-με φλόγα- στης πρόνοιας τον Θεό και των
ανθρώπων,με ευμένεια να προστρέξει σε τούτη της ανάγκης ώρα κι
αντάλλαγμα του έταζα γοερά θρηνώντας,το στόλισμα που πάνω μου
φορούσα-το μόνο-μιά πέτρα πράσινη κι ένα μεγάλο άλυκο κογχύλι,
σε μιά λεπτή κλωστή,την έλεγαν χρυσή,όταν μ'αγάπη,μου την πρόσφεραν
η οικογένεια και η φυλή μου κι ύστερα εξαντλημένη πιά αποκοιμήθηκα,
στο πάγωμα 'κεί δά,αγαληνά,μέχρι το σκυθρωπό ξημέρωμα,στο γκρίζο
λυκαυγές,που μ'αφυπνίσαν άγριοι κραγμοί κι επίτασης πετάρισμα,δυό
αλεκτρύωνες μαλώναν αερομαχώντας,χάλκινα νύχια αναμετρώντας
και ράμφοι-λόγχες κραδαίνοντας,ένας ξανθός-ολοκίτρινος-ίδιος ο ήλιος
φωτεινός-σαν από χρυσάφι-άλκιμος και ρωμαλέος κι ένας μικρόκορμος
-πολύχρωμος-μα τολμηρός,με το δεξί του πόδι υπερυψωμένο,έτοιμος
για πόλεμο και αγώνα και τότε ανόητα μέσα μου λογίστηκα-τη θλίψη
λίγο λησμονώντας-ταυτόχρονα με αμφισβήτηση και δέος,...αν θα μπο-
ρούσε,...αν ήταν τάχα οιωνός,για παίγνιο και φάνταγμα τ'άσπλαχνου
πεπρωμένου,τούτο το ύστατο πρωί που δέσμια-μοίρας φριχτής-
θρηνούσα στο σκοτεινό κελί μου.

Ωστόσο αυτά τα δυό συνέχισαν ατιθάσσευτα το μένος κι ανήλεα την
άγρια πάλη κι εγώ μ'ανήμερη ελπίδα ανασκιρτώντας-κάθε φορά
που ρίχνονταν με μίσος,ξεφωνίζοντας τό'να στ'άλλο,μ'όρμημα
αδάμαστο,για να αλληλοεξοντώσουν τη ζωή του αντιπάλου-απ'
το μικρό της φυλακής μου στένωμα,τα κοίταζα αναθαρρώντας κι
απορούσα,πως αν και ισχνό,το πολύχρωμο,τόσο τολμηρό,
χτύπαγε με δύναμη πάντα επιστρέφοντας και τέλος με φονική
ισχύ,διάτρησε το άλκιμο κι ύστερα πεταρίζοντας γοργά και κρά-
ζοντας με αλεκτρύωνα φωνή κι αλαλαγμό θριαμβευτή,τρέχοντας
πέταξε σαν βέλος και χάθηκε από εμπρός μου,πίσω αφήνοντας
ένα σύγνεφο μεγάλο,χρωματιστά φτερά μέσα στο ζόφος της
αιχμαλωσίας(μου)...και τότε λαχταρώντας τέντωσα σαν κλαδί
που άνεμος άκρατος το ωθεί,μέσ'από το μικρό το στένωμα της
φυλακής μου,με τ'ακροδάχτυλα αρπώντας ένα-δίχως πνοή-
κλείνοντας την παλάμη μου σφιχτά μήπως το χάσω,σαν φυλαχτό,
εισάκουσμα σε τάμα μυστικό-να νικήσω-.
-Φτέρωσε κι εμένα είπα,στην ψυχή,στο πνεύμα,στους άρπαγες να
ισχύσω,με θαρρετή φωνή για βέλος και θέλησης φτερά για τόξο!


Κι όπως κινούσε νέα η μέρα-αποφασισμένη-της φωτοχυσίας το
άρμα της,στη φλογερή τροχιά της,στο στερέωμα πιο πέρα,
προβάλλοντας οι ακτίνες της,σαν στέφανος λάμψης χρυσός
σ'αγνεφο θόλο,διάπλατα ανοίχθηκαν οι αμπαρωμένες θύρες,να
ξεχυθεί ποτάμι ανθρώπων-το μάζωγμα των καρπών- των
σφαχτών που θρέφουν τους βωμούς και τ'άνομα ιερά,απόλεμοι
και αμαθείς σε όπλα και σε μάχη,σε θάνατου ανάβαση να τα οδη-
γήσουν οι φύλακες της εξουσίας,των μάγων,των ισόβειων ευγενών,
των αρχηγών και του ιερατείου,ενώ το ημερολόγιο-Τουλποχουαλλί-
έγραφε για μας σε ουρανούς σβηστούς από αυγής καινούριου
φέγγους,πως άρχιζε ο χορός του πάθους,κόκκινου σαν της πυράς
που έφτανε ψηλά με οιμωγή και οδυρμό σε αγωνίας άγνωρα ύψη.


Και τ'ανεβαίναμε σκυφτοί,θαρρείς το βάρος άλδαινε στους ώμους κι
είχε πλεονάσει,φόβος,απελπισία και τ'αναπόφευκτο της ύστατης
στιγμής,καθώς διασχίζαμε τη λεωφόρο των νεκρών,όπου άκαμπτα
έστεκαν τα πλήθη των ανθρώπων,πότε μακρόσυρτα αλαλάζοντας
-με άγρια χαρά-και πότε μακρόσυρτα σιωπώντας-με ανακούφιση
που δεν είχαν συμπεριληφθεί -ανάμεσά μας δέσμιοι-εξίλασμα στη
θυσία-στριμώχνοντας τον ξέχειλο όγκο τους σωρό,σε κύκλο γύρω
απ' τους ναούς και τα ιερά,ενώ ο ήλιος έλαμπε πάμφωτος βασιλιάς,
στο απόγειο της δόξας του,αναμένοντας του εξαγνισμού την προσφο-
ρά στην κορυφή της πυραμίδας,σε εξήντα μέτρα που θεόρατα
υψώνονταν μπρός στο συναθροισμένο όχλο και πάνω τους
κυριαρχούσε η αλαζονεία της παραφοράς,των εξουσιαστών
του σκότους,ισόβιοι ευγενείς,αρχηγοί,μάγοι κι ιερατείο κι
ολόγυρα οι φύλακες της αυλής και τα στρατεύματα με τα όπλα τους
κραδαίνοντας τα, για στολισμό,ετοιμοπόλεμοι προς υπερασπισμό
των ισχυρών,που υπηρετούσαν κι όσοι στέκαν χαμηλά-κόσμος
πολύ-γεμίζοντας τους δρόμους ασφυκτικά,με τρόμο κοίταζαν
ψηλά και υπάκουα επευφημούσαν της έπαρσης...το μεγαλείο,
αδημονώντας για τις σάρκες μας,μέχρι ν'αποκοπεί η ζωή απ'το
φτωχό κορμί και να κυλήσει στα σκαλιά-ανάθημα-για εξευμενισμό
των υπέρτατων όντων,σε μιά εποχή που η μάχη είχε σταθεί,για λίγο
μόνο κι οι αιχμάλωτοι είχαν εκλείψει.


Και φτάνοντας στο βωμό άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί θολό
από τα δάκρυα κι ανταριασμένο από τον πόνο,σε θεριεμένο ωκεανό
που πήγαινε κι ερχόταν βουερός σαν κύμα από κάτω,κουκίδες-σώματα,
που σβώλιαζαν σε ομοιόμορφους σωρούς,αναμεταξύ τους,σπρώχνωντας
κι αχώντας τον απειλητικό σκοπό της επικείμενης καταστροφής -του
τερματισμού του βίου-.Μου φάνηκε πως κάποιους-λίγους- αναγνώρισα
μεσα στη σύγχυση και στον αναταραγμό,κλωνάρια απ'το δικό μου γένος-χώμα,
που τα παράσερνε φριχτά αδύναμα,η τρικυμία,ανάμεσα στο πλήθος το πολύχρωμο,
ενώ εμείς αιχμάλωτοι στη σειρά,ένα συνοθύλευμα από μικρά-σφαχτά,περιμέναμε
την έναρξη του τέλους,την τέλεση του μυστηρίου.


Λαμπύριζε ο ήλιος άρχων και θεός στο αποκορύφωμα της μέρας,καθώς διψούσε
για νέο αίμα κι ήταν στρωμένο πιά κι έτοιμο να γεμίσει το άδειο του τραπέζι και
παραδίπλα το αγγείο του ναού κενό,με σφρίγος αναμένοντας να πληρωθεί-να
ξεχυλήσει και τις αισθήσεις των βασανιστών να ευαρεστήσει-από το στέρνο μας,
που τρελά χτυπούσε ακόμα ζωντανό,απ'της καρδιάς την αγωνία και το αίμα,
ρέουσα πηγή,αφθονο να ξεχυθεί στους λαξεμένους λίθους,να χρωματίσει την
κατηφόρα του μαρτυρίου-ανεξίτηλα-.Και τότε πρόβαλε ο μάγος της φυλής,στο
κέντρο της παράλογης σκηνής,μέγιστος με όλο του το μένος και φώναξε δυνατά,
η προσφορά του εξαγνισμού να ξεκινήσει,στο πανηγύρι του θανάτου,καλώντας
με τρομακτική φωνή,τα ανθρωποκύματα που έσπαζαν ανήμερα στη βάση,στα
ριζά της πυραμίδας,ιαχές αναφωνώντας.Σήκωσε τα ρωμαλέα χέρια του ψηλά κι
έψαλε την επωδή,επικαλούμενος το πνεύμα του πολέμου να ανταποκριθεί στο
κάλεσμά του και στην ύψιστη γιορτή,με σημείο που οιωνεί,πως η προσφορά
του με ευχαρίστηση έγινε αποδεκτή από τον κόσμο των σκοτεινών πνευμάτων.
Πήγαινε κι ερχόταν,σαν κορμός δέντρου κλυδωνιζόταν με έκδηλη προσμονή κι
αλαζονεία κι ύστερα ο αρχηγός-αλύγιστος και μεγαλοπρεπής-έκανε ένα βήμα
εμπρός κι έγνεψε επιτακτικά,να αρχινήσει η ιεροτελεστία του σκότους.

Κάτι φοβερό κύκλωσε τότε την ψυχή μου-σαν φαρμάκι που παραλύει και άλγει,
σαν δάγκωμα από σκορπιό-που έψαχνε τη στιγμή,τον τρόπο το κακό να υπερβεί
και να υπερισχύσει,μα πώς;Και τότε τον νου μου άγγιξε,χρυσάχτινη ελπίδα,που
ζέσταινε σαν το καλό πρωί και νόμισα ό,τι άκουσα σιμά,φωνή κοττού-μές στο
μυαλό μου -με δύναμη να κρώζει και να πεταρίζει -και βάλθηκα να σρέφω για να
δώ ολόγυρα-και ύστερα ανθρώπινα να μου μιλά:- Τώρα είναι η ώρα κι όχι μετά,
πριν(να) ξεκινήσει,βγές στο πλήθος και πές-πολύχρωμο-αυτό που η μοίρα σου
ορίζει,για της πρόνοιας τον αληθινό Θεό και των ανθρώπων,σ'αυτόν που προ-
σευχήθηκες,σ'ό,τι αληθινά υπάρχει εκεί έξω,με φλόγα και με πίστη,με ευμένεια
να προστρέξει.Κι όπως μου τά'λεγε όλα αυτά λύθηκαν τα δεσμά απ'τα δεσμά
των άλλων αιχμαλώτων και κάτι ορμητικά με ώθησε μπροστά,σαν σύγνεφο
αόρατο πού'ρχεται άξαφνα σαν σωτηρίας υετός με τις στάλες του να ζήσει (τ')
άνυδρα σπαρτά.Κι αμέσως σπρώχνωντας αιφνίδια με δύναμη,γοργά πετάχτη-
κα,ούτε και ξέρω ακόμα πως,με ποιού τη γνώμη και το θάρρος κι ήρθα και
στάθηκα άθαμβη στον κόσμο το βουερό και με κραυγή οργισμένη και πολεμι-
κή,ωρυόμενη είπα:-Αυτοί ειναι οι αρχηγοί σας!Και ανεμπόδιστα,σαν ένα χέρι
αθέατο να τους κρατούσε πίσω,τους βροντοφώναξα για να ακουστώ όσο πιο
μακριά μπορούσα:-Δεν αγαπούν ούτε θεούς,ούτε ανθρώπους,μόνο τις αποθήκες
τους,που ξεχειλίζουν από πλούσιο καρπό,αυτόν που εμείς μαζώχνουμε με
ιδρώτα στο λιοπύρι και στο κρύο με κόπο,και στους πολέμους τους πηγαίνουμε
για το δικό τους θόκο,που εμείς κλωνάρια χαμηλά,δεν τολμούμε να κοιτάξουμε,
άξια μόνο να υπηρετούν και να υπακούν(ε)και το αίμα μας-φτηνό-να χορταίνει
τους θεούς,που τάχα σέβονται και τιμούν μ'αντάλλαγμα το δικό μας πόνο
-εξιλαστήρια προσφορά-...κι όμως απ'τα δικά τους ποτέ δεν περισσεύει ούτε
σταγόνα,μα ούτε και σπόρος,μα πελώρια τώρα,σηκωθήτε κύματα ατιθάσσευτα,
της γης τους την παραφορά και της υπερηφάνιας τους,να πλημμυρίσετε το δάσος
και το βίο,να σπέρνετε είστε,νομίζουν μοναχά,χωράφια και αγρούς και τις ζωές
σας να θερίζουν,σε μάχες και βωμούς-όμοια- σε πόλεμο και ειρήνη,τούτοι άρχοντες
τρανοί ενώ εσείς να καίεστε και με τις σάρκες σας να αχνίζετε στις ανίερες εστίες,
της φωτιάς τους,...μα ύστερα από εμάς,βλαστοί-γεννήματα κι εμείς από εσάς,
με τη δική σας τη σειρά,θυσία στους βωμούς τους θα γενείτε κι αν όχι εσείς,
σίγουρα τα παιδιά σας,κορμιά διαμελισμένα παράλογης δοξασίας κι ανήλεης
τέρψης.Μα ποιός αληθινός θεός αγαπά την κακουργία και τον εμπαιγμό,
ξεστόμισα ουρλιάζοντας κι εκείνοι χαμηλά βροντόπληκτοι,όπως σε κεραυνό
και καταιγίδα,κοιτάζανε κι ακούγανε με χίλια χρώματα να αλλάζουν τα χιλιά-
δες πρόσωπά τους,αναμειγνύοντας σκέψη και αισθήματα,έκπληξη,αγανάκτηση,
θυμό,φόβο και λύπη,ενθυμούμενοι όσα μέσα τους φώλιαζαν έτη πολλά,
ανήμπορα νά'βρουν το δρόμο κι ύστερα υπόκωφα θορυβώντας αποκρίθηκαν
βοή,που στην αρχή αργά και σιγανά κινούσε σαν από μακριά -κύμα παλίρροιας-
που όμως μονομιάς δυνάμωσε,όπως αναταράζονται και διογκώνονται άπειρα
νερά,που χρόνια λίμναζαν,άτολμα σιωπώντας,αφηνιασμένη λιμνοθάλασσα που
αναπάντεχα ζωντάνεψε.



Και τότε μαινόμενος ο αρχιμάγος προς το μέρος μου εφορμώντας,γνέφοντας
στους φύλακες,που σάστισαν-κατάπληχτοι κι αυτοί-απ'την ωμή μου τόλμη,
ξεφώνησε άγρια και με μίσος:-Βέβηλη και συλήτρια των ιερών και των
βωμών,της εξουσίας των θεών,που αμφισβητείς και βαίνεις ενάντια κι
ανακινείς να καταστρέψεις,της ορθής της τάξης την ισχύ και των αρχηγών
μας,θάνατος σου πρέπει,πιότερο οδυνηρός,από των άλλων αιχμαλώτων,
να περιφέρεσαι δίχως αυτιά και μύτη κι η γλώσσα σου αποκομμένη,
μελανή να κρέμεται σε θέα κοινή,περίοπτη κι η κεφαλή σου καρφωμένη
τρόμο να προξενεί στους ασεβείς του είδους σου,κι οι κόγχες σου να χάσκουν
αδειανές,κενές χοάνες άθλιο θέαμα,τρομακτικής οδύνης κι όλοι να σ'αποστρέφονται
και τα πετούμενα ακόμα που τρέφονται από σάπιες σάρκες του πάνω κόσμου
και των νεκρών και των πνευμάτων οι σκιές του κάτω βασιλείου:-Πώς τόλμησες
εσύ φτερό-ασήμαντο-στο διάβα κάθε ανέμου,μ'ανάστημα μικρό,ανάστημα στην
πυραμίδα του υπέρτατου να υψώσεις και τους ιερούς μας χώρους να σπιλώσεις;
Και διάπυρος μ'οργή χύμηξε ίδιος φίδι φονικό,με δηλητήριο θανάσιμο που νεκρώ-
νει κάθε ίχνος ζωής,σε δόντια που εξείχαν σαν από στόμα της αβύσσου,για να
συντρίψει με χτύπημα τελειωτικό,εκτινάσσοντας το ευαλκή του χέρι,με όπλο
αιχμηρό,που γυάλιζε φριχτή η ηκή του,μέσα στο αίθριο φως του χρυσοβόλου
ήλιου,το κεφάλι να μου πάρει,παρακάμπτοντας μυστήριο και ιεροτελεστία,
σημάδι πως σκοτίσθηκε ο υποχθόνιος νους του τόσο,κι ο οφθαλμός του με
άοπο θυμό-τυφλό-όχι από μένα την ελάχιστη,μα απ'το βάρος της αλήθειας,
που στάθηκε ακλόνητη κι απαρασάλευτη-εμπόδιο-(ε)μπρός στη μανία της
παραφροσύνης του.


Κι όπως έκανε να ξεχυθεί μ'ορμή ακράτητος και να ζυγώσει μέσ'στης
φρουράς του την ισχύ,είδαμε ξάφνου το στερέωμα ολάκερο να κατεβαίνει
από ψηλά και βίαια η νύχτα να τον ζώνει και σείσθηκε ο τόπος απ'την
κορφή ως τα ριζά,σαν θηρίο πελώριο να αναδευόταν κι ήθελε από βάθη
ανύποτα να ξεπεταχθεί ανήμερο έξω,σαν να γινόταν κάπου-σε έγκατα-
πάλη,στο βασίλειο των πνευμάτων κι όσων δεν επιστρέφουν πιά...και
τα πάντα κάλυψε πηχτό,πυκνό σκοτάδι σε μιά μόνο στιγμή,όσο ν'ανοι-
γοκλείσουν βλέφαρα από δείμα και κατάπληξη κι ένα παρατεταμένο
θρόισμα-μουρμούρισμα,ξεχώριζες αμυδρά,σαν θρηνωδία που έλεγε
επιτακτικά:-Ήλιε ποθοφλόγιστε κι εξουσιαστή,που βασίλεψες τόσο
απρόσμενα και κρύφτηκες ανίσχυρος,σε ποιό της δόξας σου,ακριβο-
θώρητο παλάτι,γιά πές μας τάχα;Και συνάμα απερίγραπτο βουητό,σαν
να έκραζαν χιλιάδες αλεκτρύωνες μαζί,από τα μέσα του ουρανού,ενώ
έτρεμε και τράνταζε όλη η γή,σαν να εξερχόταν απ'τα σπλάχνα της
θυμός-φωτιά,μεγάλος και κραυγή κρυμμένη μέχρι τότε για τη δική μας
ακοή,μέγα φωνή που μας ενίσχυε τον τρόμο και την φρίκη κι όσοι
απ'τη στρατειά-μαζί κι αυτός ο αρχιεκμαυλιστής-δεν κρατήθηκαν
γερά,κύλησαν στ'απύθμενο κενό από κάτω-στο πήλινο δοχείο του
ναού της γης,που όλους μας χωρά και δύναται όλους κάποτε να
μας σκεπάσει,τάφος αιώνιος δικαίων και αδίκων-...ενώ η νύχτα βίαια
ακόμα,άπλωνε με κρότο.



...Κι ύστερα απότομα σταμάτησε ο χορός,όπως είχε αρχίσει...σιγή,
σιγή απόλυτη επικράτησε-ούτε λαλιά ζώου,πετούμενου,για πονεμένου
ή ζωντανού-όλοι είχαν λουφάξει,για να ηχήσει μοναδική η αλήθεια,...
πως η δίψα,η τόση που στοίχειωνε τα ιερά,δεν ήταν θέλημα θεού
αληθινού,μα δαίμονα και δόλιων ανθρώπων.Σηκώθηκαν τότε λοιπόν
απ'το έδαφος,οι στο χώμα ξαπλωμένοι-ζωντανοί,μετά το τράνταγμα
το τρομερό-τον τρομερό χορό-όπως νεκροί που αναστηθήκαν και
μόλις ξύπνησαν από ατέρμονο και ταραγμένο ύπνο,μουδιασμένοι
ακόμα,εξέρχονται από γκρεμισμένους τάφους και στράφηκαν αλα-
φιασμένοι-ομόθυμα-στο βασιλιά,το πρέπον και το δίκαιο,να απαι-
τήσουν να αποδώσει,για να ησυχάσει η πλάση που εκδικιόταν την
τόση μέχρι τώρα,ανεκδίκητη οδύνη και (το)αίμα-συμπάσχοντας-.
Κι...αυτός με δέος στάθηκε τρέμοντας ορθός και φώναξε στον κόσμο,
συναινώντας,πως ήταν πλέον ώρα,η τελετή να τελειώσει και να
αφεθούν ελεύθεροι-τα ανθρώπινα σφαχτά,με την προβειά ανθρώπων-
στις εστίες τους να επιστραφούν,σε κάθε τόπο οι αιχμάλωτοι,το
πρόσταγμα των αθανάτων,σαν αρχηγός να εκπληρώσει κι η φύση
να μερώσει,σιγώντας πάλι:-Μίλησε,είπε ο Θεός- ο υπέρτατος-
με οιωνό που τράνταξε στερέωμα (και)θεμέλια και δάμασε (τη)
φύση,λαό,ανακτοβούλιο κι ιερατείο και λέει πως είναι ο Θρόνος
του ζεστός από αίμα κι ο ίδιος χορτασμένος από σάρκες,κι άλλες
πλέον,πως δε θέλει κι η βούλησή του-διαταγή-πάνω απ'όπου
στέκουμε εμείς,υπάκουοι και με σέβας,κατ'όπως πρέπει,στα
ύψιστα των κυρίαρχων πνευμάτων του κόσμου,να σταθούμε.


Μέσα σ'αυτή την αναταραχή που σπάραζε το πνεύμα και η ψυχή
του καθενός μας,από αβεβαιότητα και αγωνία,ένιωσα να ονειροβατώ,
ανάμεσα σε όνειρο κι αλήθεια κι η καρδιά όλο πιο ηχηρά ηχούσε,
μαζί κι από φόβο κι από ευδαιμονία,καθώς έψαχνα με το δέργμα,
πως τα ίδια τούτα πέτρινα του μαρτυρίου σκαλοπάτια,που μόλις
λίγο πριν με οδηγούσαν σε ολέθρια θανάτου ανυπαρξία,...τώρα
ελεύθερη και ζωντανή να κατεβώ!Ακόμα και ο νους μου πιο ηχηρά
μιλόυσε-μέσα μου-πάνω απ' τις φωνές του πλήθους,που ζωντάνευε
ξανά κι αυτό μέσ'στην πολυχρωμία κι οι φύλακες-δυνάστες,που
είχαν ξάφνου άλλη εντολή και φρόντιζαν με ζήλο και προσήλωση,
του βασιλιά την ασφαλή επιστροφή και συνοδεία στο παλάτι και
...τις σορούς,όσων δικών τους είχαν κατακρεμνισθεί.Τα χέρια μου
χωρίς δεσμά,τα πόδια μου λυτά πιά,ακύκλωτη ν'αλαργεύσω κι
αχάλαγη απ'τον εχθρό,που μόλις πριν μας έσερνε σε ανείπωτο
χαμό,ανθρώπινα σφαχτά,παραδομένα σε επαίσχυντο τερματισμό
του βίου,τώρα στα νώτα μου αφήνωντας τη συμφορά και σωρια-
σμένο το περιτείχισμα της αιχμαλωσίας,σαν ποτέ να μην υπήρξε,
ένιωσα να νεφελοβατώ ανάμεσα σε όνειρο κι αλήθεια,πώς να
πιστέψω τοση αδόκητη,πρωτόγνωρη χαρά,αβίγλιστη πιά απ'τον
κίνδυνο που αίλουρος-άλλοτε-παραμόνευε πάλι να ξεμακραίνω,
να τρέχω στη ζωή μ'ορθάνοιχτα φτερά,που πρόσμενε αβαράθρωτη
κι αμόλευτη κι είχε τη μορφή όλων των αγαπημένων,ήταν πολύτιμα
αυτά τα δάκρυα,τα πιό ακριβά,μελώδημα καρδιάς κι απόσταγμα
σωτηρίας,που θάμπωναν στα μάτια μου,την εικόνα ολάκερου του
κόσμου,όπως τον αντίκρυζα από ψηλά,καθώς ξεδιπλωνόταν
-απέραντος-μου φάνταξε,για πρώτη φορά τόσο.Πετράδια ευφρο-
σύνης που ανάβλυζαν από βαθιά,και σήμαιναν απροσδόκητη
επάνοδο και νίκη ενάντια σε σκοτάδι,πόνο και θάνατο,σαν να
ξαναγεννιόμουν κι εντός μου νηνεμία-πανίσχυρη η ελπίδα κι η
γαλήνη-πρώτη φορά στο φως μ'επίγνωση για το δώρο-της ύπαρξης-
Θεικό,απλώνοντας σαν κύματα παλίρροιας-ευτυχία που συνεπαίρνει-
σε κάθε μέρος,κρύφιο ή ειδωμένο,γνώριμο κι άγνωρο,σε σώμα
πνεύμα και μυαλό,λάμποντας η ψυχή -σαν ξαναγεννημένη-.


Έτσι συγκινημένη βρήκα του γυρισμού το βήμα και τους δικούς
μου,σ'έκσταση αγαλλίασης συνάμα και σε δέος,σε τόσο ελάχι-
στο καιρό,πόσα απίστευτα να εξηγηθούν και να μιλήσω,τί να τους
φανερώσω,σαν νιόβγαλτη κι εγώ στον κόσμο για να ζήσω,μ'επί-
γνωση -πρώτη φορά-για το δώρο,η ψυχή μου φτερωμένη,
λυτρωμένη από βαρύ ζυγό,έλαβε χάρη από βέβαιο,βίαιο γέρμα,
με ποιές λέξεις- ανύπαρκτες-το γεγονός να τους αποκαλύψω,
τη Θεία εύνοια και την ευεργεσία,σε ποιά γλώσσα ιδανική το
μεγαλείο της ευσπλαχνίας να αποδώσω;Το θαύμα ενός Θεού.
Είδαν και μ'άκουσαν να μιλώ...κι έζησαν τον τρόμο,που βάσταξε
λές αιώνα κι όμως ήταν μόνο λίγες στιγμές,σαν να βυθίστηκε
στα έγκατα της δημιουργίας,ολοσχερής ο ήλιος,σε μαύρου
κύκλου χρώμα κατρακυλώντας,σαν δίσκος της πελότας
στη βάση της πυραμίδας του λίθινου ιερού-η οριστική εκθρόνιση
του σκότους-...Μα ποιός Θεός δύναται να ευεργετεί με τέτοιο
τρόπο,μεταμορφώνοντας τον πόνο των ανθρώπων σε χαρά,
...για μένα που δεήθηκα αποζητώντας απεγνωσμένα με θέρμης
πνεύμα...ως ύστατο έρμα,γιά να στηριχθώ;



:-Μονάχα ένας,ψιθύρισε αχνόηχη η φωνή,ο αληθινός και δυναμώνοντας
άρχισε να πάλλεται και να αντηχεί,κι εγώ έκπληχτη να στρέφομαι ολό-
γυρα,για να διακρίνω και να δώ και τότε μέσα σε παραζάλη ξαφνική σφρά-
γισαν οι σάρκινοι οφθαλμοί,για όσα υπήρχαν γύρω-για το πραγματικά
αισθητό-κι έβλεπα μόνο φως λευκό,άπλετο να διαχέεται κι όλα να τα
καλύπτει λάμψη και βρέθηκα γονυπετής ξανά στο στέρεο,αφράτο χώμα
-που τώρα όμως με ζέσταινε η θέρμη του-κουλουριασμένο σώμα με
φόβο ιερό και ευγνωμοσύνη,φιλώντας με το μέτωπο τη γή.Και τόλμησα
σκιαγμένη να ρωτήσω:-Ποιός είσαι,πώς να σε αποκαλώ,εσύ που η φύση
τρέμει μπρός σου κι ανταποκρίνεται πάσχουσα,ευθύς στο πρόσταγμά σου,
απ'τα θεμέλια ως τον ουρανό;


:-Είμαι Αυτός,που λόγους εκπληρώνει κι έργα ζωής-θανάτου δικαιώνει,
Θεός της πρόνοιας και όλων των πλασμάτων,θά΄ρθει καιρός να πώ τ'
όνομά μου,μα όχι ακόμη,εσύ να λές πως είμαι Αυτός που (σου) αποκρί-
θηκε,όταν ανέκραξες γοερά κι έφτασε η οιμωγή στο θρόνο μου ψηλά κι
Εγώ λυπήθηκα για τα αβάσταχτα δεινά των ζωντανών δημιουργημάτων.
Κι αθάρρευτη ακόμα ψέλλισα σιγανά,πιότερο με τη σκέψη παρά με λέξεις,
τείνοντας ταπεινά το στολισμό μου,το μόνο που είχα πιό ακριβό πάνω μου
για δικό μου,μετά την ύπαρξή μου κι είπα:-Σου το προσφέρω,όπως σου
έταξα...μα κι έτσι θά'ναι λίγο.Κι αίδηλη η φωνή μου ανταπάντησε:-Το μόνο
στόλισμα είναι η ουσία,για αυτήν θα'ρθώ Θεός σ'αυτόν τον τόπο,κράτα το
στολισμό σου...όπου θέλω αφήνω...ή παίρνω και ξαναδίνω,δύναμαι,να λές
μονάχα,πως Είμαι και υπάρχω,Εγώ σαν ένας,υπόσχεση και προφητεία,
κάποτε σ'αυτήν την άκρη θα ηγηθώ και όχι άλλος,να γονεύσω τη σπορά
και τον καρπό,σπορέας για να σπείρω και να στεριώσω δικούς μου λό-
γους,για να τραφούν απ'το ψωμί μου και το αίμα,που αναγεννά δούλους
σε τέκνα και όσο ζείς,να με επικαλείσαι και για τον ερχομό μου να μιλάς.
Έγνεψα με συγκίνηση πιότερο με τη σκέψη,παρά με το κορμί σαν κίνηση
κι όπως αποτραβιόταν ηδύβοη η φωνή κι έσβηνε,άνοιξαν σαν πρώτα της
σάρκας οι οφθαλμοί και στάθηκα ορθή στα πόδια μου και πάλι,αγγίζοντας
το πολύχρωμο φτερό με τ'ακροδάχτυλά μου,πού'χα κρεμάσει να φορώ,
σαν εκπλήρωση υπόσχεσης κι εγώ με τη σειρά μου,αυτό το ίδιο να προ-
σφέρω σ'άλλον με την προτροπή,πως η ιστορία μου θέλω να ακουσθεί,
ν'ακούγεται η αλήθεια για το έλεος του Θεού και τη σκληροκαρδία των
ανθρώπων,για την ελπίδα,τη ζωή και τη σοδειά που παραμένει αγαστή
και θρέφει λόγους κι έργα,να γίνουν γλώσσα ιδανική...σε όποια γλώσσα,
χτίζοντας τ'αγαθό κι όχι τη δύσροια και τη φρίκη,για να ευοδωθεί ο καλός
αγώνας και να εδραιωθεί στη γη με τη θεία εύνοια και χάρη-όπου ο χρόνος
μας ελάχιστος για να τον σκορπάμε.


Hope:-Εδώ τελειώνει,μου είπε,η διήγηση σε σένα,για να γνωρίζεις και
να θυμάσαι και τείνοντας μου πρόσφερε το φυλαχτό-πολύχρωμο φτερό- κι
ύστερα αφήνοντας το βλέμμα της να πλανηθεί γαλήνιο κι ήσυχο πιά στην
ίδια γη όπως και τότε και μετά σε μένα,μίλησε αγανά,δείχνοντας:-Έζησα
εκεί,χάρης σ'ένα θαύμα,παιδί,γυναίκα,μάνα κι αργότερα στα χρόνια μου
μεγάλη,φτωχικά κι απλά,μα με τόσο έντονη τη μνήμη και βρήκα τη στιγμή,
μέσα απ'την εσχατιά και γλώσσα ιδανική να εγερθεί ηχώ και απιθώνοντας
το χέρι στο μέρος της καρδιάς,γέρνοντας ελαφρά σαν ένδειξη χαιρετισμού,
συνέχισε για ύστατη φορά:-Ατλαζίνκα τ'όνομά μου και...χάθηκε τόσο γοργά,
όσο είχε έξαφνα φανεί,σαν όραμα ή σαν σκέψη.Κι έμεινα μόνη να κοιτώ,
σαστίζοντας το άδειο το κενό,στο μονοπάτι,κρατώντας πάντα το φτερό σφιχτά,
σαν πένα ακριβή μέσα στην παλάμη,αντί για στόλισμα ή χρυσάφι,η αλήθεια
όσο δύναται να μιλάει και να γράφει στις κοινωνίες των ανθρώπων με ιδανι-
κή φωνή,...όπου η ιστορία σκληρή κι η ύπαρξη ρευστή για να την σκορπάμε,
στα πρόσκαιρα του βίου,δίχως καρπό αγαθό,δίχως σοδειά καλή-στους
σιτοβολώνες της ανθρωπότητας-.Τότε ήταν που με ξύπνησε σαν από ύπνο
βύθιο,βροντοφωνάζοντας ο Λέων-εμπαιχτικά- από απόσταση μεγάλη:-...Μα
γιατί τόσο καθυστερείς,τί κάνεις;Μιά...πένα για όλο σου το βιός-κάθε συλλογισμό-
η περιήγηση σε περιμένει εδώ έξω και τη χάνεις! Ενώ η Ζωή λίγο πιο 'κεί
αμέριμνη και πρόσχαρη γελούσε σαν παιδί,κάτω από το δίσκο του ακήρατου
ήλιου-στο απόγειο της δόξας του-κι έγνεφε όλη μ'ανυπομονησία,φωνάζοντας
για να ακουστεί:-Προχώρα Ηope(Χόουπ),να προφτάσεις!



Και δίχως να σκεφτώ άλλο πιά,άνοιξα το βήμα σταθερά και δρόμο πίσω
άφησα,να αφουγκραστώ-κάτι διαφορετικό ήθελε η ψυχή μου,να μου πει-
το κάλεσμα,που με προσμονή αναζητά την έξοδο,επίμονα για να φτάσει,
τό'νιωσα.Μέσα στα σγουρόξανθα μακριά μαλλιά μου,φυσάει αγέρας-πυρ
καγιά και βάφει ρόδινα τα μάγουλά μου-η θέρμη του-κι όπως στέκω μέσ'
στο φώς,αντανακλά το χρώμα του ουρανού στο βλέμμα,γαλανό,προσπά-
θεια ν'ανεβώ ψηλά,σκέψη μαραμαρυγή και λέω στον εαυτό μου,σαν νά'ταν
κι η φωνή μου ιδανική:-Προχώρα Hope,ξεκίνησες από μακριά και μίλια διά-
νυσες,μα η ζωή ακόμη περιμένει-αρχή και τέρμα-και προσπερνώ με πεισμο-
νή μέσα στην πύρα και στη χάβρα,στης ανηφόρας την κορφή,της πυραμίδας.
Κι όπως κινούσε νέα η μέρα-αποφασισμένη-της φωτοχυσίας το άρμα της,στο
στερέωμα πιο πέρα,προβάλλοντας οι ακτίνες της χρυσός,ανέβαινα αργά τα
σκαλοπάτια,εξήντα μέτρα που θεόρατα υψώνονταν εμπρός μου και νόμισα
πως άκουσα χιλιάδες να λαλούν φωνές μεσ'στο μυαλό μου-πολύχρωμες-
ιδανικές σαν τη δική μου και να εγείρονται ηχώ.






















































































































 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 0
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο