| Το γαϊδουράκι στεκότανε στη μέση της πλατείας, ακριβώς απέναντι απ’ το καφενείο του Παναγιώτη, εκεί που συνήθιζα να πίνω το καθιερωμένο ουζάκι μου πριν το μεσημεριανό φαγητό. Στην αρχή δεν έδωσα καμιά σημασία, γιατί ως τότε δεν με ενδιαφέρανε καθόλου τα γαϊδούρια, ίσως και να μην τα πολυσυμπαθούσα, γιατί δεν υπέφερα τα γκαρίσματά τους που μου θύμιζαν κάτι σαν γκρίνια, κάτι σαν παράπονο, δεν ξέρω…
Εκείνο όμως το γαϊδουράκι, είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω μου εδώ και αρκετή ώρα. Κάποτε, εδέησα να ανταποδώσω το βλέμμα. Αυτό ήταν! Κεραυνοβόλος έρωτας! Μάτια θλιμμένα και συνάμα σπινθηροβόλα. Μέσα σ’ αυτά τα μάτια έβλεπα όλη την κακομεταχείριση εκείνου του ζώου από τον δυνάστη άνθρωπο. Ταυτόχρονα έβλεπα όλη την καλοσύνη, την πραότητα, την υπομονή αλλά και αγάπη, πολύ αγάπη! Αναθεώρησα αμέσως την άποψή μου για τα γαϊδούρια και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μη ξαναξεστομίσω ποτέ τη φράση: «Βρε γαϊδούρι!» την οποία χρησιμοποιούσα πολύ συχνά για να δηλώσω την αποστροφή μου σε κάποιον που με είχε βγάλει εκτός εαυτού με τη συμπεριφορά του, είτε σαν οδηγός, είτε σαν πεζός, είτε σαν οτιδήποτε.
Την ίδια στιγμή, ένας κακομούτσουνος, ξερακιανός γέρος, άρχισε να φορτώνει το γαϊδουράκι καλάθια με λαχανικά. Ήταν τόσα πολλά που έχασα το μέτρημα. Αυτό, άρχισε να λυγίζει από το βάρος, συνέχιζε όμως να δέχεται ολοένα και νέα γεμάτα καλάθια, με γαϊδουρίσια υπομονή, ανεμίζοντας που και που την ουρά του. Σηκώθηκα απότομα απ’ τη θέση μου και πλησίασα τον γέρο, λέγοντάς του όσο το δυνατόν πιο ευγενικά : «Πως το λένε το γαϊδουράκι;» Εκείνος, με κοίταξε λοξά και μουρμούρισε κάτι που όμως δεν κατάλαβα. Τον ξαναρώτησα και τότε εμφανώς δυσαρεστημένος μουρμούρισε λίγο πιο καθαρά: «Δεν τη λένε». Συνέχισα τον διάλογο παρ’ όλες μου τις επιφυλάξεις:
«Μα καλά, δεν έχει όνομα ο γαϊδαράκος;»
«Γαδάρα είναι, γριά, χωρίς όνομα, έχουν ονόματα οι γαδάροι;» μου είπε ο αντιπαθής ιδιοκτήτης του συμπαθέστατου τετραπόδου.
Ήθελα να του πω ότι και βέβαια έχουν, πώς λέμε ένα σκύλο “Αζώρ”, μια γάτα “Φρουφρού”, γιατί λοιπόν να μην έχει το γαϊδουράκι, ή μάλλον η γαϊδουρίτσα, εγώ για γαϊδουρίτσα την έβλεπα παρότι αυτός μου δήλωσε ότι ήταν γριά, αρκέστηκα όμως στο να εκμαιεύσω περισσότερες πληροφορίες γύρω απ’ τη ζωή της:
«Και πόσο χρονών είναι;»
«Καμιά τριανταριά κι βάλε».
Κοίταξα για μια ακόμα φορά τον αντιπαθή γέρο, εντελώς απαξιωτικά, πράγμα που κατάλαβε, γιατί χαμήλωσε αμέσως τα μάτια και μετά στράφηκα γεμάτος αγάπη προς τη γαϊδουρίτσα: «Βρε συ, τριαντάρισες και δεν σ’ έχουνε ακόμα βαφτίσει;» Έβγαλα απ’ την τσέπη ένα εικοσάευρο, το έδωσα στο γέρο, διάλεξα από ένα καλάθι ένα μεγάλο καρότο, το έσπασα στα δυο και τάϊσα τη γαϊδουρίτσα, η οποία το χλαπάκιασε με βουλιμία.
«Μπορείς να τη φέρεις εδώ στην πλατεία, αύριο την ίδια ώρα, θέλω να τη βαφτίσω… Και πού σαι; …Με το αζημίωτο φυσικά!»
«Ντάξξ…» είπε ο γέρος, ευχαριστημένος για το αναπάντεχο τούτο φιλοδώρημα και το επικείμενο αυριανό. Κίνησε να φύγει με τη φορτωμένη γαϊδουρίτσα και μ’ ένα χαμόγελο απορίας, ίσως και οίκτου γι’ αυτόν τον θεοπάλαβο που έτυχε μπροστά του και που σώνει και καλά θέλει να βαφτίσει το γαϊδούρι.
«Στάσου!» του φώναξα… «Όπως είπαμε, αύριο, θα σας περιμένω!» Χάϊδεψα απαλά τη μουσούδα της γαϊδουρίτσας κι αυτή μου έριξε ένα βλέμμα τόσο τρυφερό, μού φάνηκε μάλιστα πως δάκρυσε. Στρίβοντας στη γωνία, μου γκάριξε σα να με αποχαιρετούσε. Αυτή τη φορά δεν ήταν ούτε παράπονο, ούτε γκρίνια, ήταν σα να άκουγα κάτι μελωδικό, μήπως τελικά είχε δίκιο ο γέρος και άρχιζε να μου σαλεύει;
Επιστρέφοντας στο καφενείο, οι φίλοι μου άρχισαν την καζούρα: «Καλώς το νονό!», «Πάντα άξιος!», και διάφορα τέτοια. Τα δέχτηκα όλα στωικά κι αφού βαρέθηκαν να με πειράζουν, τους δήλωσα σοβαρά: «Πρέπει να βρούμε ένα όνομα για τη γαϊδουρίτσα!» Εκείνοι δυσανασχέτησαν με την ξαφνική μου εμμονή, όταν όμως παράγγειλα ένα γύρο ούζα με ποικιλία σπέσιαλ, κέρασμα από μένα για τα αυριανά βαφτίσια, επιδόθηκαν μετά μανίας στην ανεύρεση του κατάλληλου ονόματος.
Τα ονόματα στο τραπέζι έδιναν κι έπαιρναν: «Λενιώ, Βαγγελιώ, Κρυστάλλω» και όλα τα εις -ω, τονισμένα στη λήγουσα και στην παραλήγουσα ήταν η πρώτη κατηγορία. Δεν μου πολυάρεσαν. Μετά ήταν η άλλη με ουσιαστικά θηλυκού γένους π.χ. «Αστραπή, Βροντή, κλπ». Κι αυτά απορρίφθηκαν γιατί μου θύμιζαν ονόματα αλόγων ιπποδρόμου. Τέλος, ειπώθηκαν ονόματα σύνθετα, δύο λέξεων, με επιθετικούς προσδιορισμούς κάθε λογής. Κάποιος άλλος έφτασε και στις τρεις λέξεις, μου θύμισε όμως κάτι ονόματα Ινδιάνων, οπότε δεν ταίριαζαν σε τετράποδο. Έφτασε απόγευμα κι εμείς, μετά από αρκετούς γύρους ούζα με τις ανάλογες ποικιλίες, κατάκοποι, δεν είχαμε καταλήξει πουθενά.
«Θα συνεχίσουμε αύριο, πριν τα βαφτίσια…» είπα και σηκώθηκα μισομεθυσμένος. Οι άλλοι, κουρασμένοι και μεθυσμένοι κι αυτοί, συγκατάνευσαν. Έφτασα στο μικρό σπίτι που νοίκιαζα τα τελευταία χρόνια για τις καλοκαιρινές μου διακοπές, γεμάτος ερωτηματικά. Δεν ήταν το όνομα αυτό-καθαυτό που δεν είχαμε βρει ακόμα και το οποίο με προβλημάτιζε. Θα το βρίσκαμε τέλος πάντων, έστω την τελευταία στιγμή! Άλλωστε, η γαϊδουρίτσα δεν θα είχε αντίρρηση για οποιοδήποτε όνομα, αρκεί που θα υπήρχε ένα όνομα δικό της, καταδικό της! Θα αποκτούσε πλέον υπόσταση. Εκείνο που με προβλημάτιζε ήταν το είδος της τελετής που θα κάναμε και το δώρο προς την βαφτιστήρα μου. Με αυτές τις σκέψεις, αποκοιμήθηκα βαριά.
Το πρωί ξύπνησα ευδιάθετος όσο ποτέ. Αυτό δεν μου πολυάρεσε, γιατί συνήθως η πολύ ευχάριστη διάθεση δεν μου βγαίνει συνήθως σε καλό. Όμως, είχα καταλήξει στα πάντα, εκτός απ’ το όνομα. Θα αγόραζα μπαρμπούνια απ’ το καϊκι και θα τα έδινα στον κυρ-Παναγιώτη να τα τηγανίσει. Θα κέρναγα και δυο -τρεις γύρους ούζα με τους απαραίτητους μεζέδες κι έτσι η τελετή θα ήταν πλήρης από απόψεως τέρψης του λάρυγγος και της κοιλίας. Επίσης, θα αγόραζα κι ένα ολόκληρο καλάθι με καρότα για τη βαφτιστήρα μου κι έτσι θα ήταν κι εκείνη ευτυχισμένη. Απόμενε το όνομα, αλλά η ατζέντα μου ήταν γεμάτη από τις χθεσινές προτάσεις, ας πιούμε πρώτα κάτι και το ξαναβλέπουμε.
Πήγα από νωρίς στο καφενείο, για να δώσω και τα ψάρια να τα καθαρίσουνε. Παράγγειλα ένα διπλό ελληνικό, άναψα τσιγάρο κι άρχισα να χαζεύω τα πρώτα σούρτα - φέρτα των πελατών. Οι «καλημέρες» με τους θαμώνες έδιναν κι έπαιρναν. Μετά από κάνα τέταρτο, κάθισαν στο διπλανό μου τραπέζι δυο ηλικιωμένοι. Χωρίς να το θέλω άκουσα την κουβέντα τους:
«Τα ‘μαθες, ο Γιακουμής είχε χθες ατύχημα!»
«Ναι, μου το ‘πε το πρωί η γυναίκα του. Ευτυχώς, δεν έπαθε τίποτα, ο γάϊδαρος όμως πάει!»
Ξαφνικά, μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι! Μπας και ήταν η δικιά μου; «Ποιος γάϊδαρος ρε παιδιά, συγγνώμη που διακόπτω, τι έγινε;» άκουσα τη φωνή μου να λέει, ενώ κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει.
«Να, αυτός ο γάϊδαρος που ήταν εδώ χθες και τον χάϊδευες…» είπε ο ένας ηλικιωμένος.
«Ο γάϊδ…., η γαϊδουρίτσα που θα βάφτιζα σήμερα;» ψέλλισα όντας καταρρακωμένος.
Οι γέροντες, ακούγοντας τα λόγια μου πήγαν να γελάσουν με τη λέξη «βάφτιζα», βλέποντας όμως την κατάστασή μου, λούφαξαν κι έγνεψαν καταφατικά. Φαίνεται δεν είχαν πάρει χαμπάρι την όλη στιχομυθία με το γέρο ιδιοκτήτη της γαϊδουρίτσας και αργότερα με τους φίλους μου, χθες το μεσημέρι. Απλά, με είχαν δει που την χάϊδευα όταν έφευγε. Ήμουν απαρηγόρητος! Ωστόσο, βρήκα το κουράγιο να τους ρωτήσω, πού και πώς έγινε το ατύχημα. Αυτοί, μου εξήγησαν λεπτομερώς ότι πηγαίνοντας στην Πάνω Χώρα, η φορτωμένη με λαχανικά γαϊδουρίτσα και ο ιδιοκτήτης της χτυπήθηκαν από ένα φορτηγό. Ο ιδιοκτήτης τη γλίτωσε, η γαϊδουρίτσα δυστυχώς όχι! Από ένα σημείο και πέρα δεν τους άκουγα, βυθισμένος στη μαυρίλα μου.
Καημένη γαϊδουρίτσα! Ούτε όνομα δεν σου είχαν δώσει οι άνθρωποι που για τριάντα και πλέον χρόνια υπηρετούσες αγόγγυστα, κουβαλώντας στην πλάτη σου είτε τους ίδιους, είτε τα φαγιά τους! Εγώ όμως θα σε βαφτίσω μετά θάνατον και θα σε λέω από εδώ και πέρα «Ρίτσα» απ’ το γαϊδου-Ρίτσα. Και όποτε πηγαίνω στην εξοχή, θα έχω στην τσέπη μου πάντα ένα καρότο, μπας και συναντήσω κάποιο γαϊδουράκι για να το φιλέψω και να του χαϊδέψω τη μουσούδα. Ποιος ξέρει! Ίσως μέσα στα άκακα, τρυφερά μάτια του να ξαναδώ τα δικά σου…
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|