Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130598 Τραγούδια, 269421 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
 ο Εθνικός Ποιητής Διονύσιος Σολωμός πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1857
 
[B]Ελεύθεροι Πολιορκημένοι [/B]


[I]ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α'
1

Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

«Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κ ρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ' όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.» [/I]

[I]ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β'

1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει». [/I]


[I] ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ'

1
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα·
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,
Κι ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου).

2
Έργα και λόγια,1 στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω-
Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. -
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τ' άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Αθάνατη 'σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα 'π' ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ' αγκίστρι π' άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.»
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ' άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π' απίθωσε στ' αγκίστρι τη ζωή του,
Το πέταξε, τ' αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' Άγγλου!
Πέλαγο μέγ', αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν
Αθάνατή 'σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ' εμέ να κλάψεις.»

3
Δεν τους βαραίν' ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους
..............κι εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.


[/I]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 8
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Αφιερώματα
      Κατηγορίες
      Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία,Πρόσωπα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση.
 
daponte
09-02-2020 @ 16:02
https://youtu.be/V7NcU8cozho

https://youtu.be/qmt0BvBiK9w

Η 9η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.

Euler2
09-02-2020 @ 16:03
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
daponte
09-02-2020 @ 16:09
Η ανεπανάληπτη φωνή του Νίκου Ξυλούρη σίγησε στις 8 Φεβρουαρίου 1980.
Mπουρμάς
09-02-2020 @ 16:32
https://youtu.be/hX4-CNAJT2k
ΒΑΛΣΑΜΟ
09-02-2020 @ 17:41
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
**Ηώς**
09-02-2020 @ 18:08
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::

«Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.....»
(από τον Κρητικό του Δ.Σολωμού)...
Αυτό το «μόλις», 100 χρόνια πριν τον Χάϊζενμπεργκ,
το είχε ανακαλύψει ο Σολωμός
ωσάν το μέσο διάμεσο άπειρης δύναμης
ανάμεσα στο q του Έρωτα και στο p του θανάτου
(αρχή της απροσδιοριστίας)

http://fotodendro.blogspot.gr/2010/10/blog-post_08.html
William Turner, Clair de lune, étude à Millbank, 1797.
**Ηώς**
09-02-2020 @ 18:35
«Η ζωή που ανασταίνεται με όλες τις τες χάρες αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα, η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή, θάλασσα γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα την χάσουν».

Και είναι Άνοιξη. Αρχές Απρίλη.
Το Μεσολόγγι έπεσε στις 10 Απρίλη του 1826, την Κυριακή των Βαΐων.

https://www.youtube.com/watch?v=hX4-CNAJT2k

http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=258561

https://aggouridaki.blogspot.com/2020/02/blog-post_9.html
daponte
17-02-2020 @ 21:49
Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για τον Διονύσιο Σολωμό:

Εις μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμού
Κοιμήσου… εγώ τον ύπνο σου δεν ήλθα να ταράξω
δεν ήλθα εδώ στο μνήμα σου ούτ’ ένα λουλουδάκι
απ’ όσα το στολίζουνε κρυφά να ξεριζώσω.
Κοιμήσου… χάρου, ποιητά, την άφθαρτη γλυκάδα,

που ζώντας επεθύμησες και που νεκρός χορταίνεις.
Άφες κι εμένα να χαρώ, άφες με να πιστεύσω
ότ’ η ψυχή του ποιητού στην ευμορφία του κόσμου,
εις τη μεγάλη του Παντός αθάνατη αρμονία,
είναι γλυκύ κελάδισμα, είναι παλμός αγάπης,

που φεύγει εδώθε να κρυφθεί μες στην καρδιά του Πλάστου.
Κοιμήσου… οι χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαύροι…
Απ’ την αιωνιότητα, που σ’ έχει αγκαλιασμένον,
σταλάζουνε σιγά, σιγά… και πάσα των ρανίδα
πνίγει χιλιάδες γενεές. Στου τάφου σου το χώμα

χύνει δροσούλα και ζωή, ρόδα σκορπά και δάφνες.
Τρεις χρόνοι τώρα πέρασαν… ήλθα να γονατίσω
στο μνήμα σου και να σου πω να μη καταφρονέσεις
τα χάρισμά μου το φτωχό… Για το μνημόσυνό σου
σὄφερα νεκρολίβανο, σὄφερα κι αγιοκέρι.

............................................


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο