Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ὁ Ματρόζος
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130317 Τραγούδια, 269360 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ὁ Ματρόζος
 η αθέατη πλευρά των αγωνιστών του '21
 
Αποσπάσματα από το ποίημα "Ὁ Ματρόζος" του Γεωργίου Στρατήγη.

(Γεώργιος Στρατήγης (Σπέτσες 1860 – Πειραιᾶς 1938): Ποιητὴς καὶ θεατρικὸς συγγραφέας μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Καστάνιτσα Κυνουρίας.)


[I]Περὶ τοῦ ποιήματος: Ὁ Ματρόζος, Σπετσιώτης ἀγωνιστής, ποὺ χάρισε ἀφειδώλευτα τὰ πάντα στὴν πατρίδα, τελείωνε τώρα τὴν ζωή του φτωχὸς καὶ ἀγνοημένος, ἐνῷ οἱ πρώην ναῦτες του εἶχαν γίνει καπεταναῖοι στὰ βασιλικὰ καράβια καὶ ὁ παλιὸς συμπολεμιστής του Κωνσταντῖνος Κανάρης ἦταν πρῶτος ὑπουργός. Αὐτόν, λοιπόν, τὸν Κανάρη -τοῦ ὁποίου τὴν ζωὴ εἶχε γλυτώσει κοντὰ στὴν Τένεδο- πηγαίνει νὰ συναντήσει ὁ γερο-Ματρόζος στὴν Ἀθήνα. [/I]


[/B]Ἕνας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια,
μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιά, μὲ πύρινη ματιά,
σὰν πλάτανος θεόρατος γυρμένος ἀπ᾿ τὰ χιόνια,
περνοῦσε πάντα στὸ νησὶ τὰ μαῦρα γηρατειά.
Εἶναι ἀπὸ κείνη τὴ γενιὰ κι ὁ γερο-καπετάνος
ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.

Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα,
ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα
καὶ ἄγνωστοι σβηστήκανε στὸ δοξαστὸ νησί.
Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι ἄλλα,
μὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἤσανε πιὸ μεγάλα.

[.....]

«Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα, παιδί μου θ᾿ ἀποθάνω»,
στὸ τέλος πάντα μοῦ ῾λεγε μ᾿ ἕν᾿ ἀναστεναγμό,
«Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ζητιάνο,
μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημό.
Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησί, θὰ πάω στὴν Ἀθήνα,
πρὶν πεθαμένο μ᾿ εὕρετε μία μέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα...

Μοῦ λέν, ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς, ἀπ᾿ τὰ Ψαρὰ κεῖ πέρα,
πὼς ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανός,
κι ἂν θυμηθῇ πὼς τὴ ζωή του ἔσωσα μία μέρα
ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, μποροῦσε ὁ Ψαριανὸς
νὰ κάνει τίποτε γιὰ μὲ κι ἴσως νὰ δώσουν κάτι
σ᾿ ἐκεῖνον πού ῾χε τάλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη».

[.....]

«Ἐδῶ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτᾷ τὸν καπετάνο
στὸ ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς
ντυμένος στὰ χρυσά. «Παιδί μου, εἶναι πάνω
ὁ Κωνσταντής;». «Ποιὸς Κωνσταντής;». «Αὐτός... ὁ Ψαριανός».
«Δὲ λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο,
νὰ ζητιανέψῃς πήγαινε μὲς στὸ φτωχοκομεῖο!».

Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι
καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ
καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ᾿ τὰ στήθια βγάνει
μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:
«Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»

Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικία κάτου,
στὸ παραθύρι πρόβαλε νὰ δεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ
καὶ τὸ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε ἡ καρδιά του
καὶ νά ῾ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.

[......]

«Δὲν μὲ θυμᾶσαι, Κωνσταντή;» σὲ λίγο τοῦ φωνάζει,
«γρήγορα σὺ μὲ ξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ!...».
«Ποιὸς τό ῾λπιζε νὰ δεῖ ποτές», ὁ γέροντας στενάζει,
«τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸ ναύτη ὑπουργό!...».
Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,
τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.

«Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,
ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου
ἀπ᾿ τῆς καλῆς μου ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.
Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;
Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»

[...]

Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες... μ᾿ ἀντάρα,
ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα
ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,
μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.
Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω...».

Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα... καὶ δένεις τὸ μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο
τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε - θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,
«Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις
ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν... ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,
καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε... μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».

«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει
καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,
ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.- [B]

https://youtu.be/OC9tVP0AEL0


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 9
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Ιστορικά
      Κατηγορίες
      Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία,Πρόσωπα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση.
 
daponte
25-03-2021 @ 10:58
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν λεβέντης και μπεσαλής άνδρας.
Διαβάστε την παρακάτω ιστορία:

Το καλοκαίρι του 1825 ο Κανάρης ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια με σκοπό να κάψει τον εχθρικό στόλο. Ήταν, όμως, τόση ή γαλήνη στη θάλασσα, πού το καραβάκι του δυσκολευόταν πολύ να προχωρήσει. Μα δεν ήταν μονάχα αυτό. Στο μεταξύ, τους τέλειωσαν οι τροφές, το νερό κι ήταν όλοι τους νηστικοί καί διψασμένοι. Πάνω στην δύσκολη τούτη ώρα:

– Καπετάν-Κωνσταντή, ακούστηκε ή φωνή ενός ναύτη, δες ένα καράβι!

– Καλά, είπε ήσυχος ο Κανάρης.

Σε λίγη ώρα κοντοζύγωσαν το άγνωστο πλοίο. Ήταν αυστριακό ιστιοφόρο.

– Εμπρός, παιδιά! Πιάστε τους γάτζους, έδωσε διαταγή ο Κανάρης καί σε λίγο μαζί με μερικούς ναύτες ανεβαίνουν στο ιστιοφόρο.

Με τις πιστόλες στο χέρι ζητάνε τον καπετάνιο. Εκείνος κατατρομαγμένος τους ρώτησε, τί θέλουν.

– Θέλουμε ψωμί, νερό κι ότι άλλο φαγώσιμο έχεις, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα, του είπε ο Κανάρης.

Δίνει τότε διαταγή ο αυστριακός καπετάνιος να κατεβάσουν στη βάρκα του Κανάρη ψωμί, τυρί, ένα βαρέλι σαρδέλες καί νερό.

– Δεν έχω χρήματα, για να σου τα πληρώσω, τώρα, του είπε ο Κανάρης. Γράψε μου, όμως, σ’ ένα χαρτί, πόσο κοστίζουν καί δώστο μου να το υπογράψω.

– Δεν θέλω τίποτα, άπαντα ο Αυστριακός, ικανοποιημένος, πού αυτό ήταν όλο-όλο.

– Φέρε το χαρτί, είπε σταθερά ο Κανάρης καί γράψε δυό χιλιάδες γρόσια.

Ο Αυστριακός κατάλαβε, πώς δεν πρέπει άλλο να επιμείνει. Έγραψε, λοιπόν, την απόδειξη καί την έδωσε στον Κανάρη. Τότε εκείνος την υπογράφει καί δίνοντας την στον Αυστριακό, του λέει περήφανα:

– Το Έθνος μας θα σου την πληρώσει! Κι ο Αυστριακός, σαν να μην ήθελε να χάσει την ευκαιρία, για να δείξει την μικροψυχία του, γυρίζει και του λέει:

– Μα δεν έχετε Έθνος!

Αναστατώνεται τότε η ελληνική ψυχή του Κανάρη, τεντώνονται τα μάτια του από θυμό καί του δίνει πληρωμένη την απάντηση:

– Δεν έχουμε Έθνος, μα θα κάνουμε!

* * *

Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Ο ξακουσμένος μπουρλοτιέρης ο Κανάρης είναι τώρα, Υπουργός των Ναυτικών. Μια μέρα, βλέπει να μπαίνουν στο γραφείο του ένας παλιός κι αγαπητός συμπολεμιστής του μαζί μ’ έναν άλλο, πού ο Κανάρης δε θυμόταν, πού τον είχε ξαναδεί. Αφού χαιρέτησε τον Υπουργό ο παλιός φίλος, πού στο μεταξύ είχε γίνει καπετάνιος σ’ ένα εμπορικό καράβι, του είπε:

– Καπετάνιε, τον θυμάσαι τον κύριο;

– Όχι, απαντάει ο Κανάρης.

– Κι εγώ το ίδιο, δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω. Τον θυμήθηκα όμως στο τέλος. Τον βρήκα στο Γαλάτσι τής Ρουμανίας καί σου τον φέρνω. Είναι ο Αυστριακός καπετάνιος, πού πήραμε απ’ το καράβι του τρόφιμα… Άστραψαν τα μάτια του Κανάρη, τότε. Το πρόσωπο του όλο πήρε μια φωτεινή έκφραση. Την περίμενε με τόση λαχτάρα τούτη την ώρα… Ήταν γιατί θα ξεπλήρωνε ένα παλιό του χρέος μονάχα; ΄Η γιατί έφτασε καί ή στιγμή να δικαιωθεί κι εκείνη ή απάντηση, πού ’χε δώσει, τότε, στον Αυστριακό, όταν του ’λεγε, ότι «Δεν έχουμε Έθνος, μα θα κάνουμε!». Γεμάτος συγκίνηση κι εθνική περηφάνια, ρωτάει τον Αυστριακό:

– Το έχεις εκείνο το χαρτί; Δώσε μου το. Με δισταγμό ο Αυστριακός το παραδίνει στον Υπουργό.

Αμέσως, τότε, δίνει διαταγή ο Κανάρης να πληρωθεί το ποσό στον ξένο πλοίαρχο. Κι ενώ εκείνος δεν πίστευε στα μάτια του, γελώντας περήφανα ο Κανάρης, του λέει:

– Δεν πίστευες τότε στα λόγια μου. Τότε δεν είχαμε Έθνος, το κάναμε, όμως!
daponte
25-03-2021 @ 11:17
https://youtu.be/OC9tVP0AEL0
aridaios
25-03-2021 @ 13:13
::yes.::
Αγιοβλασιτης
25-03-2021 @ 17:07
Άλλη μια σπουδαία ανάρτηση Σταύρο...
Να σαι καλά!
**Ηώς**
25-03-2021 @ 17:47
ήταν από τα αγαπημένα μου στην απαγγελία μα και τόσο συγκινητικό!
Καλή μας λευτεριά Σταύρε! ::love.:: ::theos.:: ::theos.::
κοποιπεηστ
25-03-2021 @ 20:36
::up.:: ::up.:: ::up.::
inokrini
25-03-2021 @ 20:45
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ::up.:: ::up.::
Ναρκαλιευτής
25-03-2021 @ 23:58
Ὁ Ματρόζος
η αθέατη πλευρά των αγωνιστών του '21 !!!!!!!!!!!!
Δόξα και Τιμή στους Αφανείς Ήρωες !!!!!!!!!!!!
::up.:: ::up.:: ::up.::
Meletis55
26-03-2021 @ 08:37
Όσοι συμβιβάστηκαν (πουλήθηκαν), κέρδισαν θώκους.Οι αγνοί αγωνιστές, φυλακίστηκαν, εκτελέστηκαν, έγιναν ζητιάνοι.Απο τότε κυβερνάνε τη χώρα πουλημένοι και οι απόγονοί τους.Αυτά είναι τα λεγόμενα "τζάκια". Καλά τα λέμε όλοι μας λοιπόν, αλλά αν ψαχτούμε λίγο,οι περισσότεροι από εμάς, αυτούς ψηφίζουμε.

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο