Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Η ακρίδα, ο γάιδαρος και ο άνθρωπος
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
129812 Τραγούδια, 269236 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Η ακρίδα, ο γάιδαρος και ο άνθρωπος
 Ένα παραμύθι για τους μικρούς μας φίλους, για τον Τασούλη που δεν πρόλαβε να ακούσει ποτέ του παραμύθια και για όποιον του αρέσουν ακόμα.
 
Κάποτε σ' ένα μακρινό χωριό, πάνω στα βουνά, ζούσε ένας άνθρωπος που είχε για συντροφιά του ένα γάιδαρο. Ο χωρικός καυχιόταν για τον εαυτό του, πόσο έξυπνος ήταν και καλύτερος από όλους μέσα στο χωριό. Από κοντά και ο γάιδαρος, που όλο υπερηφανευόταν κι αυτός για την ομορφιά και τη δύναμή του.

Στο διπλανό χωραφάκι σε μια γωνιά, είχε κάνει τη φωλιά της μια μικρή ακρίδα. Ήταν τόσο μικροσκοπική, που δύσκολα μπορούσε κανείς να την ξεχωρίσει.

Ο χωρικός μόλις την είδε άρχισε να την κοροϊδεύει και της έβαλε τις φωνές.
- Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ, της είπε. Φύγε αμέσως, δεν είναι εδώ η θέση σου. Δεν είσαι σαν και εμάς.

Και ο γάιδαρος, γύρισε στο χωρικό και του είπε:
- Έχεις δίκιο αφεντικό, πρέπει να την διώξουμε. Δεν μπορεί να ανοίξει ούτε το στόμα της καλά - καλά. Στάσου να την τρομάξω με τη δυνατή φωνή μου.
Κι αμέσως έβγαλε μια δυνατή γκαριξιά, που τον ακούσανε σ' όλα τα πέρα χωριά πάνω στο βουνό.

Η μικρή ακρίδα δεν έλεγε τίποτα και καθόταν ήσυχη στη γωνιά της με χαμηλωμένο κεφάλι.
Έτσι πέρασε λίγος καιρός.

Ένα πρωί ο άνθρωπος πήγε και βρήκε το γάιδαρο και του είπε:
- Άκου γάιδαρε, νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάμε να γνωρίσουμε τον κόσμο. Εδώ στο χωριό δεν έχουμε να μάθουμε τίποτα παραπάνω. Είμαστε οι καλύτεροι έτσι κι αλλιώς. Θα βοηθάμε ο ένας τον άλλον και θα τα καταφέρουμε.
Ο γάιδαρος χάρηκε και συμφώνησε αμέσως. Έτσι άρχισαν τις ετοιμασίες για το ταξίδι.

Όταν τους άκουσε η μικρή ακρίδα στεναχωρήθηκε που θα έμενε μόνη της και πήγε να τους παρακαλέσει:
- Αφήστε με να έρθω μαζί σας να είμαστε όλοι παρέα. Όπου πάτε θα σας ακολουθώ από πίσω. Δεν θα σας είμαι βάρος. Θα τρώω λίγο χορταράκι, θα πίνω και νεράκι όπου βρω. Δεν θα ζητάω τίποτα.

Ο χωρικός με το γάιδαρο έβαλαν αμέσως τα γέλια.
-Εσύ μαζί μας, της είπαν. Να δεις κι εσύ τον κόσμο. Τι να χωρέσει άραγε στο μικρό σου μυαλουδάκι απ' τον κόσμο;

Αλλά η μικρή ακρίδα τους παρακάλεσε τόσο πολύ, που στο τέλος αποφάσισαν να την αφήσουν να έρθει μαζί τους.
Έτσι ξεκίνησαν για το μακρινό ταξίδι.

Πέρναγαν οι μέρες, οι βδομάδες κι οι μήνες και συνέχιζαν το ταξίδι τους.
Ο χωρικός κι ο γάιδαρος όλο λέγαν μεταξύ τους για τα θαυμαστά πράγματα που έβλεπαν στον κόσμο και πόσο σοφότεροι είχαν γίνει.
Η μικρή ακρίδα χωρίς να της δίνουν καμία σημασία, ακολουθούσε από πίσω.

Μετά ήρθε ένας βαρύς χειμώνας με πολύ παγωνιά. Τα χιόνια είχαν σκεπάσει όλα τα βουνά.
Μετά η άνοιξη και το καλοκαίρι.
Εκείνο το καλοκαίρι όμως ο ήλιος είχε κατέβει τόσο κοντά στη γη που πυρπολούσε όλους τους γύρω αγρούς και τις πέτρες.
Ξάφνου μπροστά τους είδαν κάτι μεγάλες εκτάσεις με σιταροχώραφα.
Και πιο πέρα ακουγόταν το δυνατό βουητό από ένα ποτάμι.

-Άκου, είπε ο άνθρωπος στο γάιδαρο, αποκαμωμένος όπως ήταν.
Νομίζω πως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε. Αρκετά είδαμε και μάθαμε. Πάμε να περάσουμε αυτά τα χωράφια με το σιτάρι, να πάμε στο ποτάμι να δροσιστούμε και γυρίζουμε πάλι πίσω.

Κι έτσι άρχισαν να περνάνε τα χωράφια για να φτάσουν στο ποτάμι.
Ο ήλιος όμως που πυρπολούσε τη γη, είχε λιώσει όλα τα χιόνια στα βουνά και είχε φουσκώσει το ποτάμι που κυλούσε μπροστά τους ορμητικό κι απειλητικό.
Την ίδια στιγμή άκουσαν πίσω τους ένα περίεργο θόρυβο και καπνοί θόλωσαν τα μάτια τους.
Γύρισαν ξαφνιασμένοι κι είδαν τα χωράφια να καίγονται από τις αχτίνες του ήλιου που είχαν βάλει φωτιά στο σιτάρι.
Μεγάλες φλόγες ερχόντουσαν απειλητικές προς το μέρος τους. Τρομαγμένοι έτρεξαν στο ποτάμι.

- Κοίτα τι θα κάνουμε, είπε με τρεμουλιαστή φωνή ο άνθρωπος στο γάιδαρο.
Θα μπεις εσύ στο ποτάμι, θα ανέβω εγώ επάνω σου και σιγά - σιγά θα περάσουμε απέναντι.

-Δεν μπορώ αφεντικό, του είπε ο γάιδαρος. Φοβάμαι το νερό. Άμα το βλέπω σταματάω και δεν μπορώ να προχωρήσω. Έτσι είμαστε οι γάιδαροι. Καλύτερα πέρασε εσύ μπροστά μου, πιάσε με από το σκοινί να με σέρνεις να μη βλέπω το νερό και έτσι να περάσουμε το ποτάμι.

- Ξεχνάς του είπε ο χωρικός. Είμαι από τα βουνά και δεν ξέρω να κολυμπάω. Και τα νερά είναι ορμητικά πολύ, θα πνιγούμε σίγουρα.

Γύρισαν απελπισμένοι και κοίταξαν για πρώτη φορά την ακρίδα.
Τότε με έκπληξη την βλέπουν να κάνει ένα τεράστιο πήδο και να περνάει πάνω από το ποτάμι στην άλλη μεριά. Μετά με γρήγορα άλματα χάθηκε πίσω από ένα λόφο στο βάθος.
Ο χωρικός κι ο γάιδαρος αγκαλιασμένοι και κλαίγοντας έβλεπαν τη φωτιά όλο να τους πλησιάζει.

Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές πίσω από το λόφο και σε λίγο φάνηκαν άνθρωποι να τρέχουν σέρνοντας μαζί τους μία βάρκα. Μπροστά τους πήγαινε η μικρή ακρίδα που τους έδειχνε το δρόμο.
Φτάσανε στο ποτάμι κι αμέσως έριξαν τη βάρκα μέσα στα νερά. Πέρασαν το ποτάμι με δυσκολία κι αφού έβαλαν μέσα το γάιδαρο με τον άνθρωπο τους έφεραν κοντά στους άλλους.
Ο άνθρωπος με το γάιδαρο κοίταξαν για δεύτερη φορά την ακρίδα με σκυφτό κεφάλι.

Την άλλη μέρα η φωτιά είχε σταματήσει. Αφού ευχαρίστησαν τους χωρικούς που τους έσωσαν, πήραν αμίλητοι και πιασμένοι χέρι - χέρι το δρόμο της επιστροφής για το μακρινό χωριό τους.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Παιδικά,Παραμύθια
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
-Ειρήνη-
28-01-2022 @ 14:20
Πολύ ωραίο το παραμύθι σου! Η σωτηρία έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει κανείς... η μικρή ακρίδα, που δεν τη λογάριαζαν, ήρεμη δύναμη...
savvas51
29-01-2022 @ 12:47
Ποτέ να μην καυχιέσαι για τα προτερήματα και τις ικανότητές σου, ούτε να υποτιμάς τους άλλους όσο ασήμαντοι κι αν φαίνονται στα μάτια σου.
Τις μικρές τους χάρες, κοίταζε να τις ενθαρρύνεις και να τις επιβραβεύεις.
Ο καθένας δικαιούται μια μικρή γωνίτσα στη γη.

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο