Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Όνειρο Αιγυπτιακής νύχτας
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130598 Τραγούδια, 269424 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Όνειρο Αιγυπτιακής νύχτας
 

Κούραση για να προσθέσεις μερικά βήματα
κι η θέληση ηρωική προέλαση.
Έτρεξα όπως ο ήλιος μέσα από ερήμους και πράσινα χωράφια
η ηλιακή έκσταση με κυνηγούσε ανελέητα,
τα πόδια αιμορραγούσαν από το ανεξάντλητο βάδισμα.

Ο θεός κουράστηκε όταν φούντωσε το σύμπαν,
δε σταματά ποτέ να με κουράζει,
όπως θα τον κούραζε με τη λάμψη του σαν σπίθα στον ουρανό
ζωντανό ακόμα σε τεράστιο χρόνο έτοιμο στο άπειρο να γίνει στάχτη.

Δύσκολη μέρα μετά την πορεία στο λιοπύρι της διαδρομής,
μακριά το μικρό χωριό της άγονης ανατολικής ακτής.
Πλοίο εμπορικό με περίμενε στην κοιλάδα των βασιλέων.
Πέρα από την πυκνή βλάστηση των πρασινοκίτρινων παπύρων
ξεχωρίζει αμυδρά η αιώνια ομίχλη.

Βλέπω μικρά στενόμακρα σκαριά να περνούν με μικρό πανί.
Ξάπλωσα κουρασμένος στο κατάστρωμα κι αποκοιμήθηκα.
Άνοιξα την πόρτα και το παράθυρο τ' ονείρου
να εισχωρήσουν μέσα μου εικόνες, ήχοι και οσμές.

Ως πότε θα ονειρεύομαι πράγματα που δεν υλοποίησα;
Πόση ζωή έχασα όσο ασχολούμουν με ανούσια πράγματα!
Πόσα ταξίδια δεν πραγματοποίησα ενώ μπορούσα
και πόσες ομορφιές δεν αντίκρισα!

Πόσο πιο όμορφα θα ένιωθα αν ζούσα τη ζωή που ονειρεύτηκα
αλλά δεν έζησα! Ως πότε θα ζω με τις φαντασιώσεις;
Πώς να αγαπήσω το ξόρκι που σκεπάζει το αιώνιο σκοτάδι
αυτό που φτάνει από τα βάθη του χρόνου με σκιές και θρύλους;

Οι χρυσές αντανακλάσεις στην επιφάνεια του ποταμού μεταλλάσσονται
σε ψιθυριστά γέλια και λόγια, σε ψιθύρους των ξωτικών του ποταμού.
Αγόρια γονατίζουν στην όχθη ν' ακούσουν τους μυστηριώδεις ήχους του νερού
που κυλάει συνήθως ήρεμο αλλά και ενίοτε απειλητικό,
μετά τη μεγάλη πλημμύρα του τελευταίου αιώνα!
Πιστεύουν στην καλή ψαριά αλλά τα ψάρια χάθηκαν
κι αυτοί συνεχίζουν προσμένοντας με το μαράζι της προσδοκίας.

Ξαπλωμένος στο λινό εφεδρικό πανί του πλοίου
ακούω σκυλιά πίσω από τις πράσινες ιτιές, ν' αλυχτούν όλη τη νύχτα,
προμήνυμα καταιγίδας που με στοιχειώνει- τις φοβάμαι από μικρό παιδί.

Περισσότερο εντυπωσιακό ακόμη κι από αυτά τα νερά, είναι να σκεφτόμαστε το χρόνο και τον κύκλο που σπάει τη φωνή μας έτσι προχωράμε μέσα σε αυτό που ονειρευόμαστε.
Τα βράδια συνήθως πέφτω στην άβυσσο της ανυπαρξίας και προσπαθώ να φτάσω στην ταπεινοφροσύνη.

Έδωσα όνομα σ' ένα αστέρι, εύθραυστο μπροστά στο μέγεθος
του φωτεινού ήλιου σβησμένο στην έρημο από το φεγγάρι. Αυτό το μικρό αστέρι, σαν μικρός δαίμονας,
φέρνει μαζί του μνήμες της φλογισμένης κόλασης
που,δεν έχει φτάσει ακόμη στο ορατό μας φάσμα
και ήδη γνωρίζει το νόημα της ύπαρξης
απομονωμένος στη γωνία του φλεγόμενου σύμπαντος.

Ο κόσμος φλέγεται κι η στάχτη κατεβαίνει αργά από τον ουρανό, σαν ηφαιστειακή λευκή σκόνη, ενώ οι εποχές του γκρίζου φεγγαριού εμφανίζονται σε καθρέφτες με ασπρόμαυρη αύρα.
Η αντανάκλαση του είναι θρύλος που μιλάει για άλλη εποχή
για μεγάλες μέρες χωρίς σκιά,
γι αστέρια που παρασύρονται από τη δίνη της αντιύλης.

Πεσμένοι στα γόνατα, προσκυνητές σε παλιά λιτανεία
σε πύργους παλιούς με μακρόσυρτους ψαλμούς περιμένουν σωτηρία. Οργή και βλασφημία στη θανατηφόρα μοίρα της θυσίας η ιεροτελεστία των προγόνων. Το κατώφλι του πόνου γαλβανίζει τη μνήμη του ηρωικού πολεμιστή, από τις σφαίρες και τις λησμονημένες μνήμες. Η αγάπη καλεί τη θεία μελωδία των τελευταίων ωρών ενάντια στη μάστιγα των ημερών που ξέσπασε.

Ένα κοράκι ανάμεσα στα σύννεφα,
χοροπηδά σαν κηλίδα από μελάνι σε πολύτιμο σημειωματάριο,
σαν πηγάδι χωρίς πάτο και χωρίς κουβά
όπου το νερό παραπονιέται για την απόλυτη ηρεμία, τα σκοτεινά φτερά του, κάρβουνα που τρέφονται με εφιάλτες,
ενώ τα μάτια του δυο μαύροι κύκλοι φωτιάς που αφήνουν υποσχέσεις επικείμενου θανάτου, τα καυτά σιδερένια νύχια, πύρινη μεταμεσονύχτια αστραπή
κι η ουρά σαν πλοίο με σπασμένο πηδάλιο στη μέση της καταιγίδας.

Με ορθάνοιχτα μάτια βλέπω άγνωστες μορφές σε χώρο και χρόνο που δεν είναι δικός μας,
ούτε αυτά τα ψηλόλιγνα παιδιά, όρθια σαν κλαδιά, είναι δικά μας. Οι αιώνες περνούν σαν κακές εποχές κι ο άγριος χρόνος
πυρακτωμένο σίδερο που διατηρεί την πίκρα του χαμένου πολέμου.

Η δόξα πεθαίνει στα ερείπια της μοιραίας λήθης,
αντισταθείτε ολοκληρωτικά στη μανία τους με θάρρος κι αυταπάρνηση.
Είναι πολύ αργά να με πιάσει η αγάπη
στον κολακευτικό και θρυλικό δεσμό της ίσως ξεχάσω τον λόγο, τον πάγο της εποχής,
ποιος είναι εκεί για ν ανάψει τη φλόγα της αγάπης;

Ήρθε η ώρα, λυπάμαι που η τελική μου προσπάθεια
χαλιναγωγείται από την προσπάθεια.
Οι ανθρώπινες καρδιές υποφέρουν από το δόλο
χωρίς να διασκεδάσουν ούτε μια μέρα,
πουλάνε τη νιότη σε πάθη, την ώριμη ηλικία σε θλιβερή απογοήτευση
και τα γηρατειά σε καθυστερημένη λογική.

Χαμήλωσα το βλέμμα κι έκλεισα για πάντα
τις αμυδρές εικόνες απέναντι στον πρωινό ήλιο,
κάποιοι ναύτες Μαυριτανοί επιβιβάσθηκαν σε καράβι με μαύρο πανί
είναι πλοίο που πλέει στα παράξενα λιμάνια της ανατολικής ακτής.

Το τοπίο περνά γοργά από τα μάτια μου στη φορά του ποταμού ατέλειωτα πράσινα περβόλια στέκουν ακίνητα
στην πορεία του ταξιδιού με το γερό σκαρί.
Επιτέλους το ηλιοβασίλεμα συγκρούσθηκε ο ήλιος με τη ασημένια σελήνη και το πέρασμα στη νύχτα συνοδεύτηκε από πασάλειμμα λάσπης στα γυμνά μας σώματα.

Καθισμένος στην πλώρη αντικρίζω την αυγή
και μια μέρα να ξεπροβάλει πίσω από την αιώνια κίτρινη σκόνη.
Νιώθω περηφάνια που είμαι ακόμη ζωντανός
και πλήρωμα αυτού του πλοίου.

Είναι καλοκαίρι κάτω από τον καυτό ουρανό. Από ένα βαθύ μονοπάτι προσεγγίζω την ιστορία
που στα βαθιά αιμορραγεί, βυθίζομαι στο κόκκινο αίμα,
βλέπω την πεθαμένη μητέρα μου μέσα από μια χρονική ρωγμή
να κάθεται στο πεζούλι του πατρικού σπιτιού.
Όπου κι αν περπατήσω, η μνήμη βυθίζεται,
ρωτώ τη μάνα μου αν με αισθάνεται κι αυτή
και μετά τη βλέπω σε δροσερό δωμάτιο να ετοιμάζει μια πίτα.

Ο ανατολικός άνεμος τινάζει τα κλαδιά των δέντρων,
ξεπροβάλει στο φως μια κόρη με λουλούδια στα χέρια. Περπατά πάνω σε σύννεφα ατμού σε δρόμο τ' απείρου
μέσα από τις φυτείες παπύρου.
Μύρια χελιδόνια ψαλιδίζουν τον ουρανό κι η κόρη πλησιάζει
με δάκρυα στα μάτια μαζί με ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα
και κάνει σπονδές και θυσία.

Μετά τη βροχή, η νύχτα κατακάθεται σε ένα μαύρο σύννεφο που ρίχνει το μελάνι του στα βάθη του ποταμού.
Πίσω από τις αιώνιες πυραμίδες ένα φρέσκο φως ανακτά την προσδοκώμενη νοσταλγία αυτού που κοιτάζω αυτή τη στιγμή, του τοπίου που θα διατηρήσω σήμερα με γεύση νοσταλγίας και απώλειας.
Στέκομαι στην πλώρη και κλείνω τα μάτια μου
για να δω καλύτερα το τοπίο να το παραδώσω στο παρελθόν.

Τα χελιδόνια συνεχίζουν να σχίζουν τον ουρανό και μια υπέροχη μουσική ακούγεται από το βάθος του ποταμού, ενώ η ζεστή υγρασία πνίγει τα σωθικά μας , μια σειρά από πανομοιότυπα αγάλματα βασιλέων παρελαύνουν ακίνητα από μπροστά μας.
Μύρια βατράχια κρώζουν σε συναυλία χωρίς σταματημό, αμφίβια όντα έρχονται και φεύγουν
και στο βάθος τ' ορίζοντα φαίνεται το πρώτο αστέρι.

Η άμμος γεμίζει το μπούστο μας,
τα μάτια προσπαθούν να μείνουν ανοιχτά.
Κοιμάσαι.
Μετά την αμμοθύελλα, κατακάθεται πάνω μας μαύρο σύννεφο
ρίχνει το μελάνι του πάνω στο πλοίο, ενώ των πυραμίδων οι κορυφές
αγγίζουν πρώτες τη μέρα που πλησιάζει.
Στη μεγάλη πυραμίδα ένα παράξενο φως ανακτά
την προσδοκώμενη νοσταλγία αυτού που κοιτάζω αυτή τη στιγμή,
του τοπίου που θα διατηρήσω με τη γεύση νοσταλγίας.

Στέκομαι στην πλώρη και κλείνω τα μάτια να δω καλύτερα απομνημονεύοντας το τοπίο για να το παραδώσω στο μέλλον.
Περιπλανώμενος στην έρημο, βρήκα τον χαμένο μου εαυτό,
η παρουσία του ήταν η καταγραφή της απουσίας και η αλήθεια του αβέβαιου.

Είναι η μόνη δύναμη της ανικανότητας, μια καθαρή ανυπαρξία
στο διηνεκές αυτού που είναι ήδη νεκρό.
Μπήκε μέσα μου χωρίς να με ψάξει τον κουβαλάω μέσα μου
ορατό και κρυφό και τον βλέπω πάντα. Αυτό που αποκαλώ ατυχία είναι τελικά η τύχη μου
γιατί κουβαλώντας τον θάνατό μου ανάμεσα στη ζωή
καταστώ το θάνατό μου αθάνατο.

Επιστρέφω στο παιδί που ήμουν και θυμάμαι όσα έχω ξεχάσει.
Προσπάθησα να πετύχω την ολοκλήρωση σαν άνθρωπος αντλώντας αλήθειες από τ' απόκρυφα του εαυτού ,
δεν κατάφερα να μετατρέψω σε παράδεισο την κόλαση της ζωής
γιατί ο άνθρωπος είναι καρπός της αιώνιας πάλης.
Προσπάθησα ακόμη να μειώσω τον ανθρώπινο πόνο, μάταια,
δεν πολεμιέται ο ανθρώπινος πόνος γιατί είναι σημάδι προστασίας.

Στο άδειο κρυστάλλινο κεφάλι της φθαρμένης ουράνιας σφαίρας
ξεπροβάλει ξαφνικά ο παράφρων ποιητής πρόσωπο με πρόσωπο
με τις λέξεις του που αιωρούνται σαν απόνερα ταξιδευτή κομήτη.
Ο τρελός ποιητής έχει πάντα δίκιο.

Η νύχτα είναι ζεστή υγρή αποπνικτική στη μέση της σιωπής,
το βουητό του υδάτινου όγκου ξεσπά ξαφνικά σε απόκοσμο θόρυβο.
Δεν υπάρχει εδώ καταρράκτης σκέφτηκα
και βούτηξα το πηδάλιο του ενστικτωδώς.

Χλωμή λάμψη κατακλυσμού στον ουρανό
πριν εμφανιστεί η γαλήνια ψυχρή σελήνη,
ο φωτισμός της πέφτει στην επιφάνεια του ποταμού
σαν να φλεγόταν ο ουρανός.

Ανάμεσα από χίλιους αστερισμούς,
άνοιξαν τα κόκκινα παλλόμενα σήματα ενός κβάζαρ από τον Σείριο,
σ' αυτή τη νύχτα πλεύσης προς τη μεγάλη Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων.
Και από τον κρατήρα της ανοιχτής πληγής αναβλύζει η φλεγόμενη λάβα,
έξαλλη με βουητό που καίγεται από πόθο.

Στο τέλος βρέθηκα σε κυκλικό αλώνι μικρού νησιού του Αιγαίου
όπου ο φτερωτός Πήγασος ήταν ζεμένος και γυρόφερνε ασταμάτητα
με απορία κι απελπισία στο βλέμμα.
Και τότε σκέφτηκα τι να τα κάνεις τα φτερά
όταν δεν μπορείς να γλυτώσεις από την άβυσσο της ζωής;


Θεσσαλονίκη 2 Σεπτεμβρίου 2023


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ίωνας
 
Αγιοβλασιτης
02-09-2023 @ 09:49
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ
02-09-2023 @ 10:40
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο