Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: O ιππόδρομος (διήγημα)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130398 Τραγούδια, 269368 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 O ιππόδρομος (διήγημα)
 Προχτές έγραψα ένα χιουμοριστικό στιχάκι, τον "ιππόδρομο". Πέρυσι το καλοκαίρι είχα γράψει αυτό το διήγημα. Το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς να το χωρίσω σε ενότητες. Αν σας κουράσει συγγνώμη, αλλά νομίζω καλύτερα έτσι, μπαμ και κάτω, χωρίς "προσεχώς"!
 
«Κοίτα μπαμπά, κοίτα!» φώναζε η Ελεάννα, καμαρωτή-καμαρωτή πάνω στο μαύρο άλογο. Παρά το ότι ήταν μόλις επτά χρονών, είχε ήδη εξοικειωθεί με τα άλογα και την ιππασία σαν να ήταν γεννημένη γι’αυτό.
«Μπράβο Ελεάννα, μπράβο κορίτσι μου!» της φώναξα ενθαρρυντικά, άλλα δεν μ’ άκουγε πλέον! Απομακρύνθηκε καλπάζοντας, με τα χρυσαφένια της μαλλιά να ανεμίζουν κι εγώ να καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι.
«Το έχει στο αίμα της. Θα γίνει πολύ καλή!» μου φώναξε ο προπονητής της, καθώς την ακολουθούσε πιο πίσω, πάνω στο δικό του άλογο. Ποιο αίμα της; σκεφτόμουν πριν χαθεί κι αυτός από μπροστά μου. Η μάνα της, η Ασπασία, ζαλίζεται μόνο και μόνο με τη λέξη άλογο κι εγώ δεν έχω καμιά σχέση μ’ αυτό το ωραίο και περήφανο ζώο. Ή μήπως έχω;
Κι όμως, τώρα θυμήθηκα! Κάποτε είχα. Ήμουν φανατικός λάτρης του ιπποδρόμου! Τώρα δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν μου άρεσαν απλώς τα άλογα σαν θέαμα, ή ο τζόγος με βάση τα άλογα. Γιατί, δηλώνω αθεράπευτος τζογαδόρος. Έχω δοκιμάσει όλες τις μορφές του τζόγου. Προ-πό, λόττο, τζόκερ, στοίχημα, καζίνο, χαρτιά, ζάρια, ιππόδρομο. Εκτός από το τελευταίο, όλα τ’ άλλα “αθλήματα” τα εξασκώ ακόμα και σήμερα. Όχι κάθε μέρα, αλλά πάντως τακτικά. Έχω προσπαθήσει να βρω τα βαθύτερα αίτια που με οδηγούν σ’ αυτό το πάθος και μάλλον έχω καταλήξει στα εξής: Απ’ τη μια πλευρά με συνεπαίρνει η προσμονή κάποιου γεγονότος, θέλω πάντα στη ζωή μου κάτι να περιμένω, έστω κι αν αυτό συνίσταται στο κέρδος ενός ευτελούς ποσού. Απ’ την άλλη, είμαι οπαδός της θεωρίας του χάους και των τυχαίων γεγονότων, πιστεύω δηλαδή ότι ο Θεός έπαιζε πράγματι ζάρια όταν μας δημιουργούσε. Αφού λοιπόν έπαιζε ζάρια ο ίδιος ο Θεός, γιατί μα μην παίζω κι εγώ, αφού όπως λέει κι η Αγία Γραφή είμαι ένα πλάσμα “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Μεγαλοδύναμου; Έτσι λοιπόν επιρρίπτομαι μετά μανίας στον τζόγο κι έχω μιαν επιπλέον ευχάριστη ενασχόληση μεταξύ των πολλών μου άλλων. Παρά την αδυναμία μου αυτή, έχω ένα καλό. Δεν παρασύρομαι ποτέ στο να παίξω ποσά μεγαλύτερα απ’ αυτά που αντέχει το βαλάντιό μου.
Παλιά λοιπόν πήγαινα ανελλιπώς στον ιππόδρομο. Ήταν πριν από πολλά χρόνια, τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, πού μ’ έχανες, πού μ’ εύρισκες κατέβαινα στο Φαληρικό Δέλτα. Πάντα μόνος, γιατί κανένας απ’ τους φίλους δεν μοιραζόταν μαζί μου αυτή τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Είχα όμως αρκετούς συμφοιτητές που εργαζόντουσαν εκεί, στους γκισέδες και τα ταμεία, part-time. Ήμουνα μάλλον ο μόνος απ’ τη Σχολή που δεν εργαζόταν σ’ αυτόν τον χώρο, αλλά ήταν απλώς παίκτης. Πήγαινα τους εύρισκα και τους ρώταγα έναν-έναν συνωμοτικά:
«Έχεις κανένα σίγουρο ρε μεγάλε;»
«Μπα όχι!» ήταν η συνηθέστερη απάντησή τους και καλύτερα, γιατί όποτε μου έλεγαν για κάποιο άλογο, αυτό αποδεικνυόταν μουλάρι κι έφτανε τελευταίο και καταϊδρωμένο, αν τελικά κατάφερνε να τερματίσει.
Στη συνέχεια προσπάθησα να εκμαιεύσω πληροφορίες απ’ τα ιπποδρομιακά περιοδικά, αλλά τζίφος! Απ’ τις δέκα προβλέψεις που έκαναν, δυο-τρεις έβγαιναν μόνο κι αυτές σε κάτι αδιαφιλονίκητα φαβορί. Τα αγόραζα όμως, γιατί είχαν διάφορα ενδιαφέροντα στατιστικά, άλλωστε δεν υπήρχε σοβαρός “φίλιππος”- προτιμώ αυτή τη λέξη απ’ την κακόηχη “αλογομούρης”- που να μην είχε στην κωλότσεπη, στην τσάντα ή ανά χείρας τέτοια περιοδικά. Ήταν “must” που λένε. Ένα άλλο στοιχείο προσδιορισμού του τί θα έπαιζα ήταν η επαφή με τους ανθρώπους. Παρατηρούσα ποια άλογα έπαιζαν και έπαιζα τα ίδια. Αυτό δεν βασιζόταν σε οποιονδήποτε. Τσεκάριζα κάποιον που μου φαινόταν ο πιο αξιόπιστος, τον παρακολουθούσα διακριτικά και έβλεπα τι ποντάριζε. Συνήθως αυτός ο τύπος ήταν θορυβώδης, με αυτοπεποίθηση, τον ήξεραν όλοι και γι’ αυτό μάζευε γύρω του αρκετό κόσμο. Μεσ’ το μπούγιο χωνόμουν κι εγώ όποτε μπορούσα, παίρνοντας έτσι τις απαραίτητες πληροφορίες. Αλλά άνθρακες ο θησαυρός! Κι αυτός ο τρόπος αποδείχτηκε λανθασμένος. Τα άλογα που θαύμαζε ο τύπος και τα εκθείαζε με τα καλύτερα λόγια, τρέχανε λες και πήγαιναν σε παρέλαση.
Με τον καιρό ανακάλυψα και κάτι άλλο. Εκτός απ’ τη διασκέδαση που μου προσέφερε το παιχνίδι, την “εύρισκα” και παρακολουθώντας τους ανθρώπους. Ήταν μια ετερόκλητη κοινωνία, έβλεπες εκεί “κάθε καρυδιάς καρύδι”, νέους, γέρους, καλοντυμένους, κακοντυμένους, χαρούμενους, μουρτζούφληδες, από κάθε κοινωνική τάξη, από κάθε γενικά κατηγορία ανθρώπων. Οι γυναίκες λιγοστές, ξεχώριζαν σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Δεν έπιανες εύκολα κουβέντα στον ιππόδρομο, όλοι ήταν απορροφημένοι στον πρόσκαιρο κόσμο τους, άσε δε που οι περισσότεροι ήταν και προληπτικοί. Καλύτερα να τους έσφαζες τη μάνα εκείνη την ιερή στιγμή που επρόκειτο να αποφασίσουν αν θα ποντάρουν στον “Βουκεφάλα” ή την “Πυργοδέσποινα”, παρά να τους απηύθυνες τον λόγο, εσύ ο άγνωστος απ’ το πουθενά. Μια φορά έκανα το λάθος να έχω ξεμείνει από φωτιά. Ο αναθεματισμένος μου αναπτήρας δεν έλεγε να πάρει μπρος. Μια-δυο-τρεις, τίποτα! Τι το ποιο φυσικό, να απευθυνθώ στον πρώτο περαστικό από μπροστά μου καπνιστή:
«Συγγνώμη κύριε, μου δίνετε τη φωτιά σας;»
«…..!!!» Καμιά απάντηση.
«Μάλλον σε κουφό θα έπεσα!» σκέφτηκα.
Επανέλαβα την ίδια ακριβώς ερώτηση-παράκληση σε άλλον. Τα ίδια και χειρότερα. Με κοίταξε λοξά κι εξαφανίστηκε σαν καπνός από μπροστά μου. Εν τω μεταξύ πλησίαζε η ώρα που θα άρχιζε κάποια ιπποδρομία και τρέχανε όλοι αλαφιασμένοι προς τα κάγκελα για να την παρακολουθήσουν.
«Πού να ζητάω τώρα φωτιά πάνω στον αγώνα, άσε τώρα!» σκέφτηκα.
Με το που τελείωσε η ιπποδρομία κι ενώ είχα αρχίσει πλέον να χαρμανιάζω για ένα τσιγαράκι, πλησιάζω έναν τρίτο καπνιστή, αυτή τη φορά ευγενικότερα παρά ποτέ:
«Συγγνώμη κύριε, μήπως έχετε την καλοσύνη να μου δώσετε τη φωτιά σας;» ρώτησα ένα καθ’ όλα σεβάσμιο και αξιοπρεπή παππού. Δεν έπραξα σωστά όπως αποδείχτηκε, γιατί ο παππούς μετατράπηκε σε θηρίο:
«Φύγε από ’δω μην αρπάξω τη μαγκούρα!» μου αντέτεινε.
Δεν είπα τίποτα σεβόμενος τα χρόνια του, αλλά μέσα μου αναρωτιόμουν γιατί με αποφεύγουν με τέτοιο μένος όλοι αυτό που τους ζήτησα μια φωτίτσα του Θεού.
«Μπας κι έχω τίποτα το παράξενο επάνω μου; Τι διάολο ούτε λεπρός να ήμουν!» σκεφτόμουν προβληματισμένος ώσπου μια βραχνή φωνή μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα:
«Ε, συ παλικάρι!»
Γυρνάω και βλέπω έναν τύπο κοντοκουρεμένο, μ’ ένα σβέρκο σαν ταύρου και κάτι χερούκλες τεράστιες.
«Τώρα μάλιστα! Θα είναι κανένας γνωστός του παππού και θα νομίζει ότι τον πείραξα.» Σκεφτόμουν αστραπιαία τι θα του έλεγα για να λυθεί η παρεξήγηση, όταν με πλησίασε και χωρίς να περιμένει ανταπόκριση, συνέχισε με καλοσυνάτο και φιλικό ύφος, δυσανάλογο με την αγριωπή του όψη:
«Κοίτα να δεις φίλε, εδώ είναι …ιππόδρομος, ο άλλος παίζει λεφτά, κι εσύ του ζητάς φωτιά; Αγόρασε και κάνα κουτί σπίρτα!» Αυτά είπε και μου έδωσε ν’ ανάψω απ’ το τσιγάρο του. Τον ευχαρίστησα, τράβηξα απανωτές τρεις-τέσσερεις τζούρες κι άξαφνα ο καπνός ξεδιάλυνε μέσα μου τα πάντα. Μα πώς δεν το είχα σκεφτεί! Τόσο χαζός ήμουνα; Είναι ποτέ δυνατόν να ζητάς φωτιά σ’ έναν τέτοιο χώρο όταν ο άλλος είναι προληπτικός; Σαν να του ζητάς να σου δώσει την τύχη του, το γούρι του και συ να του μεταδώσεις όλη σου την γκαντεμιά. Κι αυτός ακόμα ο τύπος που μ’ άνοιξε τα μάτια και μου ’δωσε τη φωτιά του, το έκανε επειδή με θεώρησε γουρλή για κάποιο λόγο που μόνον αυτός ήξερε. Έτρεξα γρήγορα στο μαγαζάκι που ήταν εκεί μέσα κι αγόρασα σπίρτα. Τα άναβα δυο-δυο και μετά τα έσβηνα επιδεικτικά, έτσι για να βγάλω το άχτι μου. Όποιος ήθελε ας κόπιαζε να μου ζητήσει φωτιά. Θα του γύριζα την πλάτη επιδεικτικά κι ας τολμούσε να μου ζητήσει τον λόγο! Δικιά μου είναι κι ότι θέλω την κάνω. Άμα θέλω κόλας ανάβω φωτιά στα μπαντζάκια μου και καίγομαι σαν λαμπάδα! Από τότε κουβαλούσα μαζί μου δυο αναπτήρες κι ένα κουτί σπίρτα, για να έχω και καβάντζα, πού ξέρεις;
Ο χρόνος περνούσε κι εγώ είχα εξελιχθεί σ’ έναν καθώς πρέπει “φίλιππο”. Πήγαινα πρώτος-πρώτος κι έφευγα τελευταίος. Είχα μαζί μου δυο-τρία ιπποδρομιακά περιοδικά, στυλό, τσιγάρα, φωτιές, νερό, σάντουιτς απ’ το σπίτι (μη πάθουμε και καμιά δηλητηρίαση!), καπέλο για τον ήλιο, ομπρέλα για τη βροχή, τα πάντα. Κυρίως όμως αυτοπεποίθηση, γιατί έξι στις δέκα φορές κέρδιζα. Και κέρδιζα γιατί παρατηρούσα τα άλογα! Ναι είχα μάθει και αξιολογούσα τα άλογα, σαν έμπειρος προπονητής, σαν γητευτής των αλόγων, σαν ιππότης του μεσαίωνα, σαν κι εγώ δεν ξέρω τί! Πήγαινα λίγο πριν την έναρξη της ιπποδρομίας, εκεί που κάνουν βόλτα τα άλογα, πριν τα καβαλικέψουν οι τζόκεϋ, όταν τα κρατάνε απ’ το καπίστρι και τους κάνουν ένα μικρό κύκλο για να τα δει ο κόσμος. Σ’ αυτό το μέρος έκανα την πρώτη μου επαφή μαζί τους. Κοίταγα το παρουσιαστικό τους, τα μάτια τους, τα πόδια τους, τη χαίτη τους, την ουρά τους, τις φλέβες τους, τα πάντα. Τσεκάριζα τρία-τέσσερα, σημείωνα τα νούμερά τους και μετά πήγαινα στα κάγκελα. Σε λίγο πέρναγαν από μπροστά μου καβαλικευμένα πλέον, κάνοντας την προθέρμανσή τους. Εκεί ξεχώριζα τα δυο που θα έπαιζα. Πρώτο ή δεύτερο δεν είχε σημασία, γιατί έπαιζα δίδυμο, δηλαδή τα δυο πρώτα ανεξαρτήτου σειράς. Μελετούσα το τρέξιμό τους, πώς κουνάνε το κεφάλι, πόσο πειθαρχούν στις εντολές του αναβάτη, πώς το ένα, πώς το άλλο και μετά αθροίζοντας όλ’ αυτά τα στοιχεία στο μυαλό μου, λες και γινόταν μια μαγική διεργασία κατέληγα στα δυο καλύτερα. Αν μου άρεσε κάποιο πάρα πολύ, το έπαιζα και φορκάστ, δηλαδή αυτό οπωσδήποτε πρώτο και μια άλλη μου επιλογή για δεύτερο. Το αποτέλεσμα ήταν συνήθως να κερδίζω, πράγμα που σήμαινε ή ότι ήμουν πολύ καλός αξιολογητής, ή ότι ήμουν πολύ τυχερός εκείνη την εποχή. Σημασία είχε πάντως ότι εγώ το διασκέδαζα είτε έχανα, είτε κέρδιζα.
Μια ζεστή μέρα, γύρω στα μέσα Ιουνίου, είχα πάει ευδιάθετος και ωραίος, Παρασκευή ήταν απ’ ότι θυμάμαι, στο αγαπημένο μου θέαμα. Έβγαλα το εισιτήριό μου, πήρα τα περιοδικάκια μου και άρχισα τη συνηθισμένη διαδικασία. Αξιολόγηση των αλόγων, ποντάρισμα, παρακολούθηση του αγώνα και ανάλογα με την έκβασή του, βόλτα στο ταμείο για είσπραξη, ή μπινελίκια προς τον τζόκεϋ, τον προπονητή, τον ιδιοκτήτη, τον πρόεδρο του ιπποδρόμου, τον υφυπουργό αθλητισμού, ή τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ποτέ όμως προς τα άλογα. Οι άλλοι μπορεί να έφταιγαν, ο τζόκεϋ γιατί το κράτησε ή γιατί ήταν ανάξιος, ο ιδιοκτήτης κι ο προπονητής γιατί τα “πήρανε”, οι άλλοι για την άθλια κατάσταση του ιπποδρόμου ή της χώρας εν γένει, δεν είχε σημασία κι ο ιππόδρομος ήταν κατά κάποιο τρόπο ο καθρέφτης της χώρας, έτσι τουλάχιστον το έβλεπα εγώ! Τα αλογάκια τα καημένα τι έφταιγαν; Mήπως τα ρώτησε κανείς αν γούσταραν να τρέχουν σαν παλαβά, ενώ γύρω τους ουρλιάζουν αφηνιασμένοι οι άνθρωποι; Όχι! Αυτοί δεν τα έβλεπαν καν σαν ζώα, αλλά σαν χρήμα, “αστροπελέκια” και “σαίτες” να τα ανεβάζουν όταν κερδίζανε, “μουλάρια” και “γαϊδούρια” να τα ονομάζουν όταν χάνανε. Γιατί πιστεύω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη βρισιά για ένα άλογο και μάλιστα αγωνιστικό, να το ονομάζουν “γαϊδούρι”. Εγώ προσωπικά, χωρίς να έχω τίποτα με τα συμπαθέστατα γαϊδουράκια, αν ήμουν άλογο και με αποκαλούσε κάποιος έτσι, θα γύρναγα τον πισινό μου και θα του έδινα μια κλωτσιά στη μούρη που θα τη θυμόταν σ’ όλη του τη ζωή! Κι ας με έκαναν μετά παστουρμά, σαλάμι ή οτιδήποτε μπορεί να κάνεις σ’ ένα άλογο. Είναι σαν να αποκαλείς έναν άνθρωπο πίθηκο. Δεν θα παρεξηγηθεί; Θα παρεξηγηθεί κι ας του μοιάζει τόσο!
Λίγο πριν την τέταρτη ιπποδρομία πήγα κατά την προσφιλή μου συνήθεια να ελέγξω τα άλογα. Εκεί είδα ένα πανέμορφο, κατάμαυρο άλογο που μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον. Άνοιξα το βιβλιαράκι και διάβασα ότι επρόκειτο για καινούργιο, που είχε τρέξει όλες κι όλες άλλες δυο φορές και μάλιστα είχε διακριθεί και στις δυο. Το κοίταξα καλύτερα και μου φάνηκε ιδιαίτερα δυνατό και εύρωστο.
«Εδώ είμαστε. Βρήκα το άλογό μου! Αυτό θα παίξω σίγουρα!» σκέφτηκα αμέσως. Δεν ήταν μόνο ότι μ’ άρεσε ιδιαίτερα, αλλά γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα ύφος εκφραστικό σαν να ήθελε κάτι να μου πει. Αισθάνθηκα ένα ακαθόριστο δέσιμο μ’ αυτό το άλογο, λες και το ήξερα χρόνια, λες και ήταν δικό μου.
«Βρε μπας και τρελάθηκα, πώς κάνω έτσι για ένα άλογο, εγώ που ’χω δει τόσα και τόσα, για παιχνίδι είναι, μήπως θα το πάρω σπίτι μου;» ξανασκέφτηκα, αλλά δεν έλεγα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Μια ακαθόριστη θλίψη με κατέλαβε, όπως μια θλίψη μου φάνηκε ότι διέκρινα στα δικά του μάτια. Ήταν αρσενικό και το έλεγαν “Γοργοπόδαρο”.
Σε λίγο μπήκαν στο στίβο. Εκεί πέρα ο “Γοργοπόδαρος” έδειξε και τις υπόλοιπες αρετές του. Πέρασε από μπροστά μου μ’ ένα αέρινο τριπόδισμα, σαν γαζέλα, ανάλαφρος και περήφανος. Κούνησε το κεφάλι του σαν να με χαιρετούσε και συνέχισε την προθέρμανσή του με τον ίδιο ρυθμό. Βέβαιος πλέον για την επικείμενη νίκη του, έτρεξα στον πλησιέστερο γκισέ και τον έπαιξα φορκάστ με δυο-τρία άλλα για δεύτερα. Αυτός θα ήταν ο νικητής, δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία! Κάτι όμως δεν μου πήγαινε καλά, είχα ένα κακό προαίσθημα! Τα άλογα άρχισαν να μπαίνουν στα ειδικά κλουβιά για την εκκίνηση. Ο “Γοργοπόδαρος” όμως αρνιόταν πεισματικά να μπει. Κουνούσε πέρα –δώθε το κεφάλι, κλωτσούσε, σηκωνόταν στα πίσω πόδια και λίγο έλειψε να ρίξει κάτω τον αναβάτη του.
«Πάει για ακύρωση» είπε κάποιος δίπλα μου.
«Κάνει λες και τον πάνε για σφάξιμο» συμπλήρωσε κάποιος άλλος.
«Ωχ! Πάνε τα λεφτουδάκια μου» ήταν η πρώτη μου σκέψη.
Τελικά με τα πολλά, κατάφεραν να βάλουν τον “Γοργοπόδαρο” στην εκκίνηση. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο αφέτης έδωσε το σύνθημα και τα άλογα ξεχύθηκαν μπροστά σαν αφιονισμένα. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει πιο αφιονισμένος, επευφημώντας, βρίζοντας και γενικώς αλαλάζοντας σαν να επρόκειτο για αληθινή μάχη, ενώ αν τους άκουγε οποιοσδήποτε εχθρός θα τρεπόταν σίγουρα σε άτακτη φυγή. Ο “Γοργοπόδαρος” επιβεβαιώνοντας την ανωτερότητά του και την εμπιστοσύνη μου άρχισε να προηγείται σταθερά. Βήμα-βήμα αύξανε τη διαφορά με τα υπόλοιπα άλογα. Ξαφνικά, στην τελευταία στροφή, ο “Γοργοπόδαρος” έπεσε! Δεν πίστευα στα μάτια μου, αλλά ήταν αλήθεια. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα σαν στυγνός τζογαδόρος ήταν το χαμένο χιλιάρικο. Όμως, όταν είδα το άλογο ξαπλωμένο φαρδύ-πλατύ κατάχαμα και τον αναβάτη- ο οποίος δεν είχε πάθει τίποτα-να προσπαθεί να το σηκώσει, κάτι σαν ηλεκτροσόκ με διαπέρασε. Εστίασα την προσοχή μου εκεί πέρα και είδα τον “Γοργοπόδαρο” επιτέλους να σηκώνεται. Δυστυχώς κούτσαινε ο καημένος! Μου είχε ξανατύχει να πέσει άλογο κι είχα επίγνωση του τι συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Αν είχε σπάσει κανένα πόδι, τότε καλή ψυχή! Το σκότωναν επί τόπου. Δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ αυτή τη μακάβρια διαδικασία, είτε γιατί δεν είχα ποντάρει στα αντίστοιχα άλογα και συνεπώς δεν μ’ ενδιέφερε σαν ηλίθιος που ήμουν, είτε έτρεχα σαν πιο ηλίθιος να προλάβω τα άλογα της επόμενης ιπποδρομίας. Η ζωή κι ο τζόγος συνεχίζονταν, τι σημασία είχε ένα άλογο λιγότερο;
Εκείνη τη φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον είχα συμπαθήσει τον «Γοργοπόδαρο», δεν ήθελα να έχει τέτοιο τέλος. Κι η θλιμμένη ματιά του; Μήπως διαισθανόταν τον κίνδυνο, γι’ αυτό δεν ήθελε και να μπει προηγουμένως στο κλουβί εκκίνησης; Έμεινα λοιπόν σαν στήλη άλατος καρφωμένος στη θέση μου και παρακολουθούσα με αγωνία την τύχη του αλόγου. Ο τζόκεϋ, που δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα, το τραβούσε απ’ το καπίστρι κι εκείνο εξακολουθούσε να κουτσαίνει. Είχαν μπει μέσα στον αγωνιστικό χώρο ο προπονητής του-εμφανώς ανήσυχος-και μερικοί άλλοι. Περίμεναν τον κτηνίατρο να έρθει και να αποφανθεί.
«Πάει το άλογο, θα το στείλουν στα θυμαράκια!» είπε κάποιος δίπλα μου.
«Και πήγαινε τόσο καλά! Ο άτιμος ο τζόκεϋ το ζόρισε πολύ!» είπε κάποιος άλλος.
«Λέτε ρε παιδιά να το σκοτώσουν;» ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
«Τι λες ρε φίλε; Δεν το βλέπεις; Κοίτα πώς κουτσαίνει, πατερίτσες θέλει!»
Γύρισα, αγριοκοίταξα αυτόν που το είπε και ξαναρώτησα δυνατά:
«Γιατί και σπάσιμο να έχει δεν μπορεί να το αφήσουν να ζήσει ήσυχο στον στάβλο του; Θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν για αναπαραγωγή, ας πούμε».
Ο άλλος ανασκουμπώθηκε και μου απάντησε με ήπιο τόνο, αργά σαν να απευθυνόταν σε κάποιον μαθητή:
«Άκουσε φίλε, νομίζω ότι ξέρεις από ιππόδρομο, αφού σε βλέπω τακτικά εδώ. Άπαξ και το άλογο σπάσει το ποδάρι του κλαφ’ το. Ούτε μπορούν να το κάνουν καλά, ούτε μπορούν να το ταϊζουν μια ζωή, έτσι σακάτικο που θα είναι. Όσο για αναπαραγωγή ούτε λόγος, γιατί και το ίδιο δεν θα’ χει όρεξη να ζήσει, θα ψοφήσει απ’ το μαράζι. Έτσι η μόνη λύση είν’ ο θάνατος. Μια κι έξω για να μην υποφέρει».
Είχε δίκιο! Όσο και να μην ήθελα να το αποδεχτώ έτσι ήταν. Πάνω στην ώρα ήρθε ο κτηνίατρος. Η εξέταση κράτησε πολύ λίγο κι απ’ ότι κατάλαβα απ’ τις κινήσεις των χεριών και το βλέμμα του, η κατάσταση του αλόγου ήταν τραγική. Ο κτηνίατρος σαν άλλος δικαστής απεφάνθη: “Θάνατος!” Σε λίγο ο “Γοργοπόδαρος” θα γινόταν μακαρίτης. Ένα παραβάν υψώθηκε στον αγωνιστικό χώρο, ένα παραβάν που θα μετέτρεπε προσωρινά τον ιππόδρομο σε τόπο εκτέλεσης. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα. Όταν τα ξανάνοιξα, όλα είχαν τελειώσει. Αυτό ήταν! Πάει ο κακομοίρης ο “Γοργοπόδαρος”. Σ’ ένα φορτηγό πέταξαν το άψυχο κουφάρι του για να το μεταφέρουν αντί για τόπο χλοερό, κάπου στο εξωτερικό, εκεί που τρώνε αλογίσιο κρέας. Τίποτα να μην πάει χαμένο, μιας κι έγινε που έγινε η ζημιά. “Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν” λένε. «Σκοτώνουν τ’ άλογα και πριν γεράσουν, όταν δεν τους κάνουν πλέον τη δουλειά» λέω εγώ! Έφυγα τρέχοντας απ’ τον ιππόδρομο και δεν ξαναπάτησα ποτέ.
…………………………………………………………………………………………..
H Ελεάννα είχε φτάσει δίπλα μου, είχε ξεπεζέψει και μου έλεγε:
«Μπαμπά δεν είναι όμορφο;»
Την πήρα στην αγκαλιά μου, ενώ με το ένα χέρι χάϊδεψα την χαίτη του μαύρου της αλόγου. Έσκυψα και του ψιθύρισα:
«Γειά σου Γοργοπόδαρε!» Συνέχισα να το χαϊδεύω, ενώ η Ελεάννα με κοίταζε παραξενεμένη.

ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΗΣ



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Διηγήματα
      Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

αυγουστης
 
agrampeli
01-10-2006 @ 06:58
και καλα έκανες

του κοινηγού και του ψαρά το πιάτο
δέκα φορές ειναι αδιανό και μια φορά γεμάτο ::smile.::
MASTER
01-10-2006 @ 07:29
Ωραίο Αυγουστή...κάτι βγάζει το γραπτό σου... ::smile.::
Antigoni
05-10-2006 @ 07:49
ΑΥΓΟΥΣΤΗ μου αρεσουν παρα πολυ τα πεζα σου....

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο