Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Το τσιμπούσι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130389 Τραγούδια, 269368 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Το τσιμπούσι
 Αφιερωμένο στον φίλο μου τον Σωτήρη (Παλιοχαρακτήρα)
 
Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Σύρθηκα για μιαν ακόμη φορά στο στρώμα, μπερδεύτηκα με το σεντόνι, ανήμπορος να σηκωθώ, μισοκοιμισμένος, μουρμουρίζοντας ασυνάρτητα και εκστομίζοντας έναν απέραντο οχετό ύβρεων κατά παντός υπευθύνου και ανευθύνου που τόλμησε να μου διακόψει την μοναδική μακαριότητα που δίνουν οι αγκάλες του Μορφέα…
«Ναιαιαι» βρυχήθηκα μακρόσυρτα σαν βραχνιασμένο λιοντάρι.
«Έλα ρεεεεεε» ακούστηκε αμέσως απ’ την άλλη γραμμή του τηλεφώνου, πράγμα που έδειχνε ότι ο συνομιλητής μου ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με τέτοιου είδους βρυχηθμούς και δεν πτοήθηκε διόλου, απεναντίας φάνηκε να προσαρμόζει κι εκείνος τη φωνή του στην ίδια ζωική συνομοταξία.
Ακολούθησε σιωπή….Σ’ αυτά τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, συνειδητοποίησα τι ακριβώς συνέβαινε…Κοιμόμουν πάνω από τρεις ώρες. Είχα γυρίσει απ’ το γραφείο γύρω στις έξι και έπεσα κατευθείαν για ύπνο. Το ρολόϊ μου τώρα έδειχνε δέκα παρά είκοσι, νύσταζα ακόμα κι αυτός ο αναθεματισμένος ο φίλος μου ο Στάθης με ξύπνησε απότομα για να μου υπενθυμίσει το ραντεβού της Πέμπτης. Τον κατάλαβα αμέσως, όμως για να κερδίσω λίγα δευτερόλεπτα ακόμα ώσπου να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη, είπα:
«Ποιος είναι;»
«Εγώ είμαι ρε μαλάκα, κοιμάσαι;»
«Τώρα μόλις ξύπνησα…»
«Ξέρεις τι ώρα είναι;»
Ανασυνταγμένος κάπως απ’ την απότομη αυτή τηλεφωνική εισβολή, έχοντας κερδίσει τα απαραίτητα δευτερόλεπτα που θα μου επέτρεπαν να συνεχίσω να επικοινωνώ με το περιβάλλον, απάντησα όπως συνήθιζα αστειευόμενος εδώ και πολλά χρόνια με τους «κολλητούς» μου, σε μια τέτοιου είδους ερώτηση:
«Ίδια η χθεσινή»
Ο Στάθης προφανώς ενοχλημένος που κοιμόμουν ακόμα και δεν ήμουν έτοιμος για το ραντεβού της Πέμπτης, το σημαντικότερο ίσως γεγονός της εβδομάδας, μου απάντησε ξερά:
«Στις 10 ακριβώς στην ταβέρνα του Μιχάλη» και μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Πέρασαν κάνα-δυo λεπτά μέχρι να ξυπνήσω ολότελα και να συνειδητοποιήσω απόλυτα ότι σήμερα ήταν Πέμπτη κι ότι σε λίγο έπρεπε να πάω στο συνηθισμένο εβδομαδιαίο ραντεβού με τους φίλους μου. Ένα ραντεβού το οποίο επαναλαμβάνεται αδιάκοπα εδώ και δεκαπέντε χρόνια την ίδια πάντα ημέρα…κάθε Πέμπτη βράδυ. Προσπάθησα να θυμηθώ πόσες φορές το ραντεβού αυτό είχε ματαιωθεί και βρήκα πως ήταν ελάχιστες, τόσο λίγες που μπορούσα να τις μετρήσω στα δάχτυλά μου. Ναι σίγουρα, η μια ήταν όταν είχε πεθάνει η μάνα μου πριν τρία χρόνια. Ήταν μια παγωμένη νύχτα του Φλεβάρη, ημέρα Τρίτη, όταν έχασα την αγαπημένη μου μάνα! Πόσο είχα πονέσει τότε, το σκέφτομαι κι ένα δάκρυ μου χαϊδεύει το μάγουλο-ένα δάκρυ που είναι τόσο απαλό, όσο το χάδι της μάνας! Τότε λοιπόν δεν είχα πάει στο ραντεβού της Πέμπτης, ούτε φυσικά την μια Πέμπτη που ήταν η επόμενη μέρα της κηδείας, αλλά ούτε και την άλλη γιατί ήμουν ακόμα στα μαύρα μου χάλια. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι κανένα μέλος της αχώριστης παρέας δεν πήγε σ’ αυτά τα δυο ραντεβού, γιατί όλα κι όλα όταν πονάει ένα μέλος της παρέας, πονάει όλη η παρέα!
Πήγα να σηκωθώ κι αμέσως ένα αίσθημα κούρασης κατέβαλλε όλο μου το κορμί, που μαζί μ’ ένα διαολεμένο πονοκέφαλο με ξανάριξαν σαν σακί στο κρεβάτι. Οι συνέπειες της χθεσινής ερωτικής κρεπάλης σε συνδυασμό με το μισό μπουκάλι ουίσκυ, το ξενύχτι και την πολύ δύσκολη μέρα στη δουλειά, δεν είχαν υποχωρήσει καθόλου, παρά τον τρίωρο απογευματινό ύπνο μου. Δεν φθάνει αυτό, αλλά και το κρυολόγημα που με τριγυρνόφερνε τις δύο τελευταίες μέρες φαίνεται ότι εξελισσόταν σε γρίπη γιατί ένοιωθα κομμάρες, δέκατα κι όλα αυτά τα παρελκόμενα που σου κάνουν τη ζωή δύσκολη και νοιώθεις σαν καραβοτσακισμένος. Μια σκέψη μου πέρασε αστραπιαία απ’ το θολό μου μυαλό: να πάρω αμέσως τον Στάθη και να ειδοποιήσω ότι είμαι άρρωστος και δεν θα πάω. Όμως ξανασκέφθηκα, σήμερα είναι και κάτι άλλο, που δεν μπορώ να το αγνοήσω. Ο φίλος μας ο Αποστόλης θα μας ανακοινώσει επίσημα τον γάμο του με τη Τασούλα! Δέκα ολόκληρα χρόνια την παιδεύει ο Αποστόλης τη Τασούλα κι όταν μιλάμε για Αποστόλη μιλάμε για την προσωποποίηση της ανασφάλειας και της αναβλητικότητας, αυτός και για κατούρημα να πάει θα το σκεφθεί τρεις-τέσσερεις φορές. Τώρα πώς και αποφάσισε να κάνει ένα τέτοιο βήμα ο Αποστόλης, ένας Θεός το ξέρει, αλλά και η Τασούλα, φοβερή υπομονή βρε παιδάκι μου-ο Ιώβ μπροστά της φαντάζει ανυπόμονος-δεν του χάλαγε χατίρι του Αποστόλη. Το περασμένο καλοκαίρι για παράδειγμα κι ενώ είχανε κανονίσει μήνες πριν να πάνε Κέρκυρα για διακοπές, είχανε κλείσει και ξενοδοχείο μάλιστα, τρεις μέρες πριν την πολυπόθητη εξόρμησή τους, ο Αποστόλης άλλαξε γνώμη και μ’αυτό το μειλίχιο και απαθές συνάμα ύφος του της είπε το εξής αμίμητο:
«Βρε Τασούλα μήπως είναι καλύτερα να πάμε στη Λευκάδα;»
και ’κει που θα περίμενε κανείς- και με το δίκιο του-να τον σιχτηρίσει άγρια η Τασούλα, του λέει με τη σειρά της:
«Αφού θέλεις Λευκάδα Αποστόλη μου, πάμε Λευκάδα».
Ή το άλλο το κουφό. Πριν εφτά-οκτώ το πολύ μήνες, είχαμε αποφασίσει να πάμε μια μεγάλη παρέα στο μπαράκι κάποιου φίλου (εγώ ήμουνα σόλο μπας κι έκανα καμιά καινούργια γνωριμία), την τελευταία στιγμή ενώ είμαστε καθ’ οδόν, ο Αποστόλης άλλαξε γνώμη και γύρισε μπρος-πίσω. Φυσικά η μόνη που τον ακολούθησε ήταν η Τασούλα και μάλιστα αγόγγυστα, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία. Τώρα καταλαβαίνετε γιατί ενέδωσε τελικά ο Αποστόλης και αποφάσισε να διαγραφεί απ’ το κλαμπ των εργένηδων, του οποίου φανατικό μέλος είναι και η αφεντιά μου!
Ξανακοίταξα το ρολόι μου. Ήταν δέκα παρά τέταρτο. Ξαφνικά όλες οι αναστολές εξαφανίσθηκαν, ακόμα και η αδιαθεσία μου πέρασε και ένα αίσθημα εγρήγορσης και πανικού με κατέλαβε. Αποφάσισα να πάω και το ραντεβού ήταν σε ένα τέταρτο! Βέβαια ήταν σίγουρο ότι δεν προλάβαινα να είμαι συνεπής σ’ αυτή την ώρα, αλλά υπολόγιζα ότι δέκα και μισή τουλάχιστον θα ήμουν εκεί, γιατί η ταβέρνα του Μιχάλη ήταν ένα τέταρτο περίπου με το αυτοκίνητο απ’ το σπίτι μου. Μπήκα αμέσως στο μπάνιο κι έκανα γρήγορα ένα χλιαρό ντους. Αισθάνθηκα μια έντονη ανακούφιση σ’ όλο μου το κορμί και τότε διαπίστωσα και κάτι άλλο: ένα έντονο αίσθημα πείνας με διακατείχε, κάνοντας τη κοιλιά μου να γουργουρίζει ασταμάτητα! Θυμήθηκα τότε ότι έχω να φάω σαν άνθρωπος (εννοώ σε τραπέζι με πιάτο, μαχαίρι, πιρούνι κλπ) τουλάχιστον δυο μέρες. Όλο με κάτι κωλοσνακς την έβγαζα και η προοπτική ότι σε λίγο θα συναντούσα τα φιλαράκια μου στη γνωστή ταβέρνα, διάσημη για τους μεζέδες και το καλό κρασί της, επέτεινε την ανυπομονησία και τη βιασύνη μου. Άλλωστε το φαγοπότι ήταν ένα απ’ τα κύρια συστατικά των συναντήσεων μας. Γι’ αυτό και τις ονομάζαμε «τσιμπούσια». Οι γυναίκες της παρέας δεν είχανε δικαίωμα συμμετοχής στα τσιμπούσια. Αυτά ήταν προνόμιο αποκλειστικά των ανδρών, ήταν θεσμός πλέον και το ξέρανε πολύ καλά! Μπορεί να γκρινιάζανε, να ζηλεύανε, να σκυλιάζανε, αλλά η Πέμπτη δεν τους ανήκε. Στο τέλος το πήρανε απόφαση και σταματήσανε τις μουρμούρες. Μερικές μάλιστα πιο παλιές κάνανε και αντίπραξη οι αθεόφοβες. «Πέμπτη κανονίζετε εσείς; Τότε εμείς θα βγαίνουμε μόνες μας τις Τετάρτες…». Το ’παν και το ’καναν! Από τότε και κάθε Τετάρτη οι γυναίκες του Σταμάτη του γιατρού, του Θοδωρή του τραπεζικού και του Ανέστη του επιπλοποιού, έβγαιναν κι αυτές ανελλιπώς. Κι έβλεπες τότε τον γιατρό ν’ αλλάζει πάνες στα δίδυμα και τους άλλους δυο να διαβάζουν τους κανακάρηδές τους που ήτανε κι οι δυο στουρνάρια και τους βγάζανε τη ψυχή μέχρι να μάθουνε πόσο κάνει τρία επί οκτώ, ενώ είχε συνήθως Τσαμπιονσλίγκ, κάτι αγώνες βαρβάτους κι αυτοί να τους βλέπουνε κονσέρβα στο βίντεο.
Τσιμπούσι δεν σήμαινε όμως μόνο μάσα μέχρι σκασμού και πιοτό μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν και μια ευκαιρία να πούμε τα νέα μας, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, να μιλήσουμε για ερωτικά, πολιτικά, ποδοσφαιρικά, να εκφράσουμε τις αγωνίες μας, τις φιλοσοφικές μας αναζητήσεις κι ένα σωρό άλλα πράματα. Μεταξύ των διάφορων μεζέδων που πήγαιναν κι έρχονταν ασταμάτητα και του οίνου που έρεε άφθονος, άκουγε κανείς από τη μια για μουσική, θέατρο, ποίηση, λογοτεχνία, ιστορία, μεταφυσική, θεολογία κι από την άλλη για καμπαρέ, στριπτητζούδες, απιστίες και τζόγους. Μια παράξενη σύνθεση από ετερόκλητες συζητήσεις, ένα κράμα του άγριου, του φθηνού, του πεζού, του “χύμα” και ταυτόχρονα του καλλιεργημένου, του εκλεκτού, του απαιτητικού, του συγκροτημένου. Μήπως έτσι δεν ακροβατούμε όλοι μας σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, μπαλαντζάροντας πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη; Σημασία έχει να μη πέφτεις απ’ το σχοινί και να φθάνεις μέχρι το τέρμα…..
Στο πι και φι ήμουν έτοιμος, μπανιαρισμένος, ξυρισμένος και είχα ανοίξει τη ντουλάπα μου για να διαλέξω πουκάμισο. Έριξα μια γενική ματιά και έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από την τάξη που επικρατούσε εκεί μέσα. Ας είναι καλά η κυρα-Γιούλη η γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι μου! Την είχα πάνω από δυο χρόνια στην υπηρεσία μου και ομολογώ ότι ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Αν εξαιρέσει κανείς το μουστάκι της, τις χοντρές παλάμες της που θύμιζαν λιμενεργάτες και τις μυώδεις γάμπες της που θα τις ζήλευε κάθε επίδοξος ποδοσφαιριστής, η κυρα-Γιούλη ήταν μια συμπαθητική εξηντάρα από την Ουκρανία.. Είχε κοντά δέκα χρόνια εδώ και μιλούσε πλέον πολύ καλά τα ελληνικά. Ήταν χριστιανή ορθόδοξη, ηθικότατη και προπαντός τέλεια νοικοκυρά. Ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, συγύριζε το διαμέρισμα, έπλενε και σιδέρωνε τα αμέτρητα ρούχα μου και γενικώς είχε το πάνω χέρι στον τομέα καθαριότητας και τάξης. Καμιά φορά μαγείρευε κιόλας, το δε καφεδάκι της ήταν απ’ τα καλύτερα που έχω πιει στη ζωή μου!
Είχα μόλις διαλέξει ένα ωραίο θαλασσί μεταξωτό πουκάμισο που μου είχε κάνει δώρο η Ασπασία στα γενέθλιά μου και ετοιμαζόμουν να το φορέσω, όταν το κινητό άρχισε να χτυπάει…το βρήκα πεσμένο στο πάτωμα κάτω από μια παντόφλα, το πήρα στα χέρια μου και είδα στο καντράν ότι ήταν η Ασπασία, κατά φωνή… που λένε. «Ωχ!» αναστέναξα λίγο πριν απαντήσω, αναλογιζόμενος τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Η Ασπασία ήταν εδώ κι έξι μήνες ο δεσμός μου. Τα πηγαίναμε πολύ καλά, ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που αισθανόμουν τόσο όμορφα με μια γυναίκα στη ζωή μου, ίσως και να ήταν επιτέλους κάτι που να είχε σοβαρή κατάληξη αν και όπως είπαμε ήμουν εκ πεποιθήσεως εργένης. Όμως κάτι τα χρόνια που πέρναγαν αφήνοντας ανελέητα τα σημάδια τους επάνω μου, κάτι η όμορφη σχέση που δεν ήθελα να τελειώσει, κάτι που μόνο εγώ κι ο Στάθης είχαμε μείνει απ’ την παρέα μπακούρια, μιας και τα ψωμιά του Αποστόλη όπου να’ ναι τελειώνουν, μ’ έκαναν τελευταία να βάλω νερό στο κρασί μου και ν’ αρχίσω να το σκέφτομαι κάπως. Προς το παρόν βέβαια, όλ’ αυτά ήταν μόνο σκέψεις. Τώρα όμως τι κάνουνε; Όλ’ αυτά περί τσιμπουσίων, δεν αγγίζανε την Ασπασία, δεν την αφορούσανε καθόλου, γιατί απλούστατα δεν τα ήξερε. Δεν είχε ιδέα περί Πέμπτης γιατί δεν της είχα πει τίποτα όλον αυτόν τον καιρό που ήμαστε μαζί. «Καλά ηλίθιος είσαι;» θα μου έλεγε οποιοσδήποτε. «Ίσως ναι» θα απαντούσα ευθαρσώς, όμως κάτι ακόμα με κράταγε σε απόσταση ή μάλλον δεν ήθελα να της πω ακόμα για την παρέα, τους φίλους μου και την αθώα μας αυτή συνήθεια. Ήθελα να κρατήσω ακόμα μερικά «μυστικά» μου, τόσο από εκείνη, όσο κι απ’ τους φίλους μου. Ο μόνος που ήξερε περί Ασπασίας ήταν ο Στάθης, γιατί είχαμε βγει πέντε-έξι φορές ζευγάρια με την κοπελιά του. To κακό είναι ότι όταν κρύβεις μερικά πράγματα από ένα τόσο στενό σου πρόσωπο κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να βρεθείς μπλεγμένος, να παρεξηγηθείς, να φτάσεις μέχρι σημείου να τα διαλύσεις όλα. Σ’ ένα ανάλογο κρίσιμο σημείο καμπής βρισκόμουν κι αυτή τη στιγμή, έχοντας μάλιστα περιπλέξει τη κατάσταση έτσι που μόνο με προσεκτικούς και ευέλικτους χειρισμούς θα μπορούσα να αποφύγω την επικείμενη καταστροφή. Κακά τα ψέματα! Η Ασπασία ήτανε ζηλιαρόγατα ολκής! Την προηγούμενη μέρα ήμαστε μαζί, με όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης, με αχαλίνωτο και παθιασμένο έρωτα ως τα ξημερώματα και όταν χωρίσαμε την αυγούλα για να πάμε ο καθένας στη δουλειά του-άντε να δουλέψεις ύστερα απ’ όλα αυτά-μου είπε με ’κείνη τη μελιστάλαχτη φωνή της που δεν τολμούσες να της χαλάσεις χατίρι:
«Θα σε δω αύριο ζουζούνι μου;» (τώρα τι είδους ζουζούνι προκύπτει από ενενήντα κιλά μαντράχαλο, μάλλον κανένα προϊστορικό είδος ζουζουνιού-δεινοσαύρου) και συνέχισε: «μου έχεις υποσχεθεί να πάμε σινεμά να δούμε την καινούργια ταινία του Μπραντ Πιτ».
Tο να κάνεις μια φορά βλακεία κάτι πάει κι έρχεται, το να κάνεις όμως την ίδια στιγμή απανωτές βλακείες σημαίνει ή ότι είσαι ερωτευμένος, ή ότι είσαι μεθυσμένος, ή ότι είσαι βλάκας από γεννησιμιού σου (θέλω να πιστεύω ότι στη δική μου περίπτωση ισχύσανε τα δυο πρώτα), έτσι λοιπόν απάντησα χωρίς να το καλοσκεφτώ: «Μα φυσικά μωρό μου. Θα σε πάρω τηλέφωνο το απόγευμα για να κανονίσουμε»…...
«Ακόμα περιμένω αυτό το τηλεφώνημα…» ακούστηκε η φωνή της Ασπασίας σαν σφύριγμα διαιτητή σε πέναλτυ, από το κινητό μου. Και τώρα τι κάνουμε; Έπρεπε να βρω μια πολύ καλή δικαιολογία, τόσο καλή που έπρεπε να τη πιστέψω και ο ίδιος. Το μυαλό μου όμως είχε σταματήσει. Ένας κόμπος εγκαταστάθηκε αμέσως στο λαιμό μου, σαν να είχα καταπιεί ένα ολόκληρο αμόνι, αυτός ο κόμπος όμως ήταν που τελικά απεδείχθη σωτήριος για την περαιτέρω εξέλιξη της σχέσης μας.
«Τώρα μόλις ξύπνησα…» ψέλλισα με μια φωνή που δεν αναγνώριζα, ενώ σκεφτόμουν ταυτόχρονα ότι την ίδια ακριβώς πρόταση είχα πει και προηγουμένως στο Στάθη, μόνο που τότε έλεγα αλήθεια και τώρα ψέματα! Μετά από παύση αρκετών δευτερολέπτων που μου φάνηκαν αιώνες, ως από μηχανής θεός ακούστηκε απ’ την άλλη μεριά μια ερώτηση που δεν την περίμενα και που μ’ έκανε να θριαμβολογήσω πρώιμα:
«Είσαι άρρωστος;»
«Πολύ!!!» απάντησα χωρίς να το καλοσκεφτώ, ενώ ο κόμπος στο λαιμό συνέχιζε απτόητος την παρουσία του. Είχα ένα καλό προαίσθημα για την αίσια έκβαση της συνομιλίας μας κι έτσι άρχισα να μπαίνω στο πετσί του ρόλου μου και να αισθάνομαι εκείνη τη στιγμή πραγματικά άρρωστος-τι άρρωστος; -σχεδόν κατάκοιτος θα έλεγα.
«Δηλαδή τι νοιώθεις;»
Θυμήθηκα ότι την προηγούμενη η Ασπασία με είχε δει συναχωμένο, να σφουγγίζω τη μύτη μου συνεχώς, αναθάρρησα περισσότερο και με ύφος πληγέντος τουλάχιστον από βαριά βρογχοπνευμονία είπα:
«Είμαι χάλια, πονάω παντού!»
«Έχεις πυρετό;» ξαναρώτησε η Ασπασία και διέκρινα στη φωνή της αγωνία-πράγμα που μ’ έκανε να αισθανθώ τρομερές τύψεις γιατί έλεγα ψέματα σ’ αυτό το υπέροχο κορίτσι! Έπρεπε όμως να συνεχίσω στο ίδιο μοτίβο, ιδιαίτερα τώρα που φαινόταν ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά!
«Δεν ξέρω…μου φαίνεται πως καίω!» απάντησα.
«Θέλεις να έρθω από’ κει;»
Τώρα ήταν το ποιο κρίσιμο στάδιο, γι’ αυτό έπρεπε να σκεφτώ καλά τι θα πω…
«Μη κάνεις τον κόπο μωρό μου…άλλωστε θέλω να ξανακοιμηθώ…μόνο που…»
«Τι μόνο που;»
«…μόνο που σου είχα πει για σήμερα …να πηγαίναμε σινεμαδάκι»
«Χέσε το σινεμά, κοίτα να γίνεις καλά και πάμε άλλη φορά. Πάρε καμιά ασπιρινούλα, ξαναξάπλωσε και θα σε πάρω αύριο πάλι να δω πως θα είσαι. Εντάξει αγάπη μου;»
Με μεγάλη δυσκολία συγκράτησα τη χαρά μου, διαπιστώνοντας ότι όλα πήγαν θαυμάσια. Επιστρατεύοντας όλη μου την αυτοσυγκέντρωση και δαγκώνοντας τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω από τη χαρά μου, είπα με ύφος μισοκακόμοιρο:
«Εντάξει μωρό μου. Σ’ αγαπώ πολύ!»
«Κι εγώ σ’ αγαπώ! Καληνύχτα και περαστικούλια!»
«Καληνύχτα!»
Ήμουν πλέον ελεύθερος! Μπορούσα να πάω στο ραντεβού με τους φίλους μου χωρίς να έχω μπροστά μου κανένα εμπόδιο. «Κι αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και τύχει να συναντήσω πουθενά την Ασπασία; Μπα! Αυτή μένει στην άλλη άκρη της πόλης…άλλωστε δεν οδηγεί». Ντύθηκα σαν αστραπή, πήρα το πορτοφόλι μου, κλειδιά, τσιγάρα, άφησα κλειστό το κινητό για τον φόβο…των Ιουδαίων και έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα γρήγορα προς τον προορισμό μου. Σ’ όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν την Ασπασία. Έπρεπε με τη πρώτη ευκαιρία να της πω γι’ αυτές τις συναντήσεις. Δεν πήγαινε άλλο, άλλωστε δεν έκανα τίποτα κακό, απλά το είχα αποσιωπήσει, ήμουνα σίγουρος ότι θα καταλάβαινε…
Η ώρα ήταν έντεκα παρά είκοσι τη στιγμή που παρκάριζα έξω απ’ την ταβέρνα του Μιχάλη. Μπήκα μέσα σαν σίφουνας και προχώρησα προς το γνωστό τραπέζι μας. Όλοι εκεί ήταν. Πλήρης απαρτία. Μόλις με είδανε αρχίσανε τα καλωσορίσματα, τα πειράγματα, τα χαχανητά. Αισθανόμουν μεγάλη ευχαρίστηση. Μετά τις θερμές χειραψίες, τις αγκαλιές και τα φιλιά, έπεσα με τα μούτρα στα ορεκτικά προσπαθώντας να αναπληρώσω το χαμένο έδαφος, γιατί οι αφιλότιμοι είχαν ήδη εξαφανίσει τις πρώτες παραγγελίες! Χτύπησα πέντε-έξι ντολμαδάκια που μόνο η κυρα-Φωτεινή η γυναίκα του ταβερνιάρη έφτιαχνε τόσο νόστιμα, ήπια μονορούφι δυο ποτηράκια κρασί και ετοιμαζόμουν να στριμώξω ένα χοντρό λουκάνικο, όταν ακούστηκε η φωνή του Ανέστη, του τελετάρχη της παρέας, να αναγγέλλει με κάθε επισημότητα: «Κηρύσσω την έναρξη του τσιμπουσίου τούτου!» Μια ακόμα συνάθροιση είχε μόλις αρχίσει, για να μας απομακρύνει έστω και προσωρινά, από τα καθημερινά προβλήματα, τα άγχη, τις γκρίνιες και τις μιζέριες.





ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΗΣ



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 5
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Διηγήματα
      Κατηγορίες
      Χιουμοριστικά,Φιλία
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

αυγουστης
 
georgia
28-11-2006 @ 11:11
Αυγούστη...ωραία ταξιδάκι στις εικονές σου...μου άρεσε πάρα πολύ....

Περιμένω το βιβλίο... ::up.::
Ηλιαχτίδα
28-11-2006 @ 11:49
Αυτη η γραφή σου..........μοναδικη. Μπράβο βρε Αυγουστή ::rol.::
Palioxaraktiras
28-11-2006 @ 16:11
Πρωτα απ ολα ευχαριστω για την τιμη που μου κανεις φιλε
κατοπιν δηλωνω Αψογος Συντροφε
Πολυ μ αρεσε η γραφη και η υποθεση ακομη μ αρεσε ιδιαιτερα η τοποθετηση σου απεναντι στον εαυτο σου. Ζησε με τις ενοχες σου δινουν ενδιαφερον στη ζωη.
Και μια συμβουλη Μη βιαστεις να της το πεις της Ασπασιας. Οσο δεν το λες εχεις αλλοθι ελευθεριας. χαχαχαχαχααχχα
Αστειευομαι φυσικα
MARGARITA
28-11-2006 @ 16:28
Μην τον ακούς τον παλιοχαρακτήρα Αυγουστή...να το πεις της Ασπασίας και αν δεν της αρέσει να βρεις άλλη....μου άρεσε γίγαντα....την άλλη Πέμπτη να πάτε στου Αλέκου την ταβέρνα...την αγάπη μου ::wink.::
agrampeli
29-11-2006 @ 03:47
πολύ ωραίο όσο για τήν Ασπασία πρέπει να το πείς συμφωνω με Μαργαρίτα ::smile.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο