Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Πώς με έκαναν εκείνοι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130607 Τραγούδια, 269424 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Πώς με έκαναν εκείνοι
 
----------------------------Πως με εκαναν εκεινοι---------------------------

Ενας μικρός δεκαπεντάρης ήμουν. Μόλις που τα είχα κλείσει.
Τότε, πρίν από εξηντατρία ολόκληρα χρόνια.
Σίγουρα δέν ήξερα καί πολλά.
Αλλά όταν ακούς τίς στριγγλιές από τις ερπύστριες τούς, δέν χρειάζεται νά ξέρεις καί πολλά.
Με τόν ήχο αυτόν τά μαθαίνεις όλα. Δέν χρειάζεται κάν να ακούσεις τό πολυβόλο να κροταλίζει.
Ούτε κάν εκείνο τό πολυβόλο, πού έσκαψε τόν τοίχο τής βεράντας μάς.
Εκείνης τής βεραντούλας, πού έχει τόν κήπο από κάτω.
Μέ τά γιασεμιά καί τίς γαρδένιες.Καί τά νυχτολούλουδα.....
Εκείνα τα νυχτολούλουδα, πού μύριζαν σάν παραμύθι.
Σάν τής μάνας τό παραμύθι. Σάν εκείνα πού μού έλεγε τά βράδια, πού μέ κράταγε εκεί στήν αγκαλιά.
Μ'εκείνη τήν φωνή, τήν σάν άρπας μελωδία.
Δέν τήν άκουσα ποτέ να τραγουδά, μά η φωνή τής πάντα σάν μουσική, έρχεται στό μυαλό μου.

Μέχρι πού ήρθαν εκείνοι, μέ τά τάνκς τούς καί τα αεροπλάνα τούς.
Τά φορτηγά τούς καί τούς φαντάρους τούς.
Εκείνοι πού φέραν τήν φωτιά τούς νά ανάψουν τόν πόνο μας.
Εκείνοι πού μας κάναν να φοβόμαστε. Οχι τά τάνκς η τά αεροπλάνα, ούτε τά όπλα η τούς φαντάρους.
Μόνο, νά φοβόμαστε. Τά πάντα.
Τά πάντα, μά καί τίποτα. Ναί φοβόμασταν τά πάντα καί τίποτα.
Οπου καί νά είμασταν, αισθανόμασταν μάτια καρφωμένα στήν πλάτη, κι ένα παγωμένο χέρι στήν καρδιά.
Μά από τήν άλλη δέν τούς τρέμαμε, δέν παραδινόμαστε. Ουτε κάν εμείς οί μικροί.
Ναί καί εμείς οί μικροί, ότι μπορούσαμε κάναμε.
Νά δείξουμε ότι είμαστε εδώ, ότι δέν τούς θέλουμε στό σπίτι μάς αυτούς.
Οτι μπορούσαμε κάναμε.
Χωρίς κανείς νά μάς τό πεί. Χωρίς οργάνωση, χωρίς οδηγίες.
Οτι μάς ερχότανε στό μυαλό.
Ετσι γιά αντίδραση. Ετσι γιά νά μήν νομίζουνε ότι παραδοθήκαμε.
Κάναμε ζημιές πολλές, ζημιές μα καί κλεψιές. Οτι μπορούσαμε.
Καί γιά νά τούς μπούμε στό μάτι αλλά καί από ανάγκη.
Λεφτά δέν υπήρχαν, ούτε δουλειές. Ούτε φαί, ρούχα, παπούτσια...
Τίποτα. Εκείνοι είχαν φέρει τήν καταστροφή, εκείνοι έπρεπε καί να πληρώσουν.
Γι αυτό τούς κλέβαμε, γιατί ήτανε ο μόνος τρόπος νά ζήσουμε, μέσα στήν καταστροφή πού μάς φέρανε εκείνοι.
Αυτό ήτανε καί τό χειρότερο πού μάς κάνανε.
Μάς έκαναν, κλέφτες μέσα στό ίδιο μάς τό σπίτι.

Κλέβαμε ότι μπορούσαμε. Μά πιό πολύ τίς ρόδες από τά φορτηγά τούς.
Πέρναμε μιά περίεργη, ανεξήγητη ικανοποίηση από αυτό.
Ισως επειδή πουλάγαμε τίς ρόδες στήν μαύρη αγορά γιά μιά χούφτα κέρματα.
Ισως νά σκεφτόμασταν, ότι πηγαίνανε εκείνοι καί τίς αγόραζαν πάλι από την μαύρη.
Μπορεί νά μάς άρεσε αυτή η ειρωνία τού πράγματος. Νά αγοράζουνε τίς δικές τούς ρόδες.
Κάτι σάν απονομή δικαιοσύνης.
Σάν, νά τούς δείχναμε, ότι μπορούμε ακόμα νά επιβάλουμε τούς δικούς μάς νόμους, στο δικό μάς σπίτι.
Κλέβαμε καί άλλα, μεγάλυτερης αξίας.
Τρέχαμε κρυφά πίσω από τά φορτηγά τούς καί σαλτάραμε επάνω. Στά μουλοχτά, μήν μάς πάρουνε χαμπάρι.
Τότε ένα ένα, πετάγαμε όλα τά πράγματα, έξω στόν δρόμο.
Νά τά πιάσουνε οί άλλοι πιτσιρίκοι πού τρέχανε από πίσω.
Παίρναμε τά πάντα από τών φορτηγών τίς καρότσες.
Μα τό πιό καλό ήτανε τά φαγιά.
Εκείνα δέν τά πουλάγαμε στήν μαύρη γιά μιά χούφτα ψιλά.
Μέ τίς πείνες πού ρίχναμε, τό φαγητό είχε γίνει ο χρυσός μάς.
Ολο στό σπίτι πήγαινε. Νά φάμε μιά μπουκιά καί εμείς οί ταλαίπωροι.
Ολοι εμείς. Εμείς οί σαλταδόροι, η μανάδες, η γιαγιάδες αλλά καί τά αδέρφια τά μικρά.
Καί οι γειτόνοι πού δέν είχανε πιτσιρίκους για νά γίνουν σαλταδόροι.

Θυμάμαι...
Οταν έπεφτε ψωμί στά χέρια μου......
Τρεχάλα έφευγα, στήν μάνα νά τό πάω. Νά τή δώ νά σκάει ένα χαμόγελο. Μπάς καί στεγνώσει τά δάκρυα.
Τα δάκρυα γιά τόν πατέρα. Τρία χρόνια καί ακόμα νά στερέψουν εκείνα τά δάκρυα.
Καί τά άλλα τά δάκρυα. Γιά μάς.
Γιά μάς πού δέν ξέρει άν αύριο θά ζούμε η θά έχουμε πάει νά βρούμε τόν πατέρα.
Εγώ από σφαίρα καί τά μικρά από τήν πείνα η από καμιά αρώστια.
Γι αυτό μέ έπιανε η φούρια νά τής πάω τό ψωμί. Νά δω ξάνα εκείνο τό χαμόγελο.
Νά διώξω τό δάκρυ.
Δέν περίμενα πολλά. Δέν περίμενα νά ξανακούσω εκείνη τήν "σάν άρπας μελωδία".
Εκείνη η φωνή πάει. Πέθανε όταν τών τάνκς οι στριγγλιές σπάσαν τών νυχτολούλουδων, το παραμύθι.
Γιά τό χαμόγελο μόνο. Γιά εκείνο μόνο πήγαινα τό ψωμί μέ τέτοια φούρια.

Μά δέν ήτανε τόσο απλή η δουλειά τού σαλταδόρου. Μάς παίρνανε χαμπάρι.
Βγαίνανε έξω καί βαρούσανε. Στό ψαχνό. Οχι μέ κλωτσιές.
Μέ όπλα.
Μέ σφαίρες.
Αλλά εμείς είμασταν τσακάλια. Μέ το πού πάταγε φρένο γινόμαστε καπνός.
Πρίν προλάβουν εκείνοι νά βγούν έξω, πρίν κατεβούν καί οπλίσουν, εμείς είχαμε εξαφανιστεί.
Μέχρι...
Μέχρι πού βάλανε φρουρούς μέσα στήν καρότσα.
Εκείνοι μέσα στήν καρότσα, μέ τόν μουσαμά κατεβασμένο. Νά μήν τούς βλέπουμε, νά μήν ξέρουμε ότι είναι μέσα.
Μή τυχόν καί σκιαχτούμε καί δέν σαλτάρουμε, μήν τυχόν καί τούς ξεφύγουμε καί δέν μάς φάνε.
Ετσι πήγε ο πρώτος. Εκείνος ο φουκάρας. Δώδεκα χρονό πιτσίρικι.
Ετρεχε από πίσω γιά να σαλτάρει. Εγώ ήμουνα παραδίπλα καί τόν έβλεπα.
Δίνει τό σάλτο νά ανέβει κάι τότε...τα τα τα τα τα.... η ριπή.
Τινάχτηκε πίσω πρίν καλά καλά ανέβει. Εσκασε νεκρός πάνω στό χωματόδρομο.
Παρά τόν κίνδυνο, εμείς τρέξαμε κοντά στόν πιτσιρίκο, νά δούμε.
Εκείνοι ούτε πού σταμάτησαν. Λές καί φοβόντουσαν μιά χούφτα πιτσιρίκους.
Λές και φοβόντουσαν, τούτα τά άοπλα κι αδύναμα χεράκια. Τά σάν καλαμάκια από τήν πείνα.

Τότε κάτι άλλαξε μέσα μου. Δέν ήμουν πιά ο δεκαπεντάχρονος.
Δέν έκλεβα πιά μόνο γιά αντίσταση καί γιά να ζήσω, ήθελα κι άλλα.
Ηθελα αίμα, εκδίκηση, νά τούς σκοτώσω, νά τούς διώξω.
Τήν επόμενη φορά που πήγα νά βουτήξω ρόδες είχα πάρει καί μαχαίρι.
Εκείνη τήν ξιφολόνχη πού είχα βουτήξει από ένα φορτηγό.
Από εκείνη τήν μέρα, εκείνη η ξιφολόνχη έγινε σύντροφος αχώριστος.
Κι όταν μιά μέρα μέ πήρανε χαμπάρι πού έβγαζα τίς ρόδες, τότε έτρεξα.
Γρήγορα, όσο πιό γρήγορα μπορούσα.
Αλλά όχι όπως παλιά. Οχι νά κρυφτώ. Οχι νά γλυτώσω.
Ετρεχα καί τράβαγα τήν ξιφολόνχη. Καί έφτιαχνα τό σχέδιο.
Οπως εκείνοι μέ κυνηγούσανε, εγώ έκανα τόν γύρω καί κρύφτηκα. Καί περίμενα.
Οταν φτάσανε μπροστά μου, τότε πήδηξα έξω απ τήν κρυψώνα.
Από πίσω τούς.
Καί τούς κάρφωσα. Τόν έναν πρίν καλά καλά σκάσω στό έδαφος.
Στά γρήγορα τράβηξα το μαχαίρι πίσω καί το ξανακατέβασα, μά στόν άλλον τούτη τή φορά.

Τό ένιωσα πάνω μου.
Αίμα...
Ζέστο, καυτό, παντού....
Κολυμπούσα στό αίμα.....
Μα, ένα περίεργο πράγμα.....
Δέν μέ ένοιαζε, δέν μέ φόβιζε, δέν τό σιχαινόμουν.
Μόνο κάτι σάν άγρια χαρά υπήρχε....

Καί αυτή η χαρά έγινε ο οδηγός μου.
Αυτή ήτανε πού μέ οδηγούσε νά σκοτώνω εκείνους. Ξανά καί ξανά και ξανά....
Τής εκδίκησης η χαρά. Εκείνη μέ έβαλε νά κάνω Θεό τό αίμα.
Κι αυτό ήτανε πού πόναγε πιό πολύ.
Πιό πολύ κι από τών τάνκς τίς στριγγλιές, κι από τό πολυβόλο.
Κι από τόν πατέρα πού έχασα πρίν νά τον χαρώ.
Κι από τήν απώλεια εκείνης τής σάν "άρπας μελώδία"
Πιό πολύ κι από εκείνο τό άψυχο δωδεκάχρονο κορμάκι πού στήν χαροκαμένη μάνα άφησα.
Πιό πολύ από όλα μέ πονούσε πού με κάνανε ζώο, πού μέ κάνανε όμοιο μέ αυτούς.
Εγώ πού μεγάλωσα μες τά παραμύθια. Γιά αγάπες, γιά έρωτες....
Εγώ πού τά αγάπησα εκείνα τής μάνας τά παραμύθια
Τά παραμύθια, μά καί τίς μελώδιες τούς.
Κάι τούς στίχους, τούς ανθρώπους, εκείνους όλους, φτιαχμένους από μυστήριο.
Φτιαχμένους από αγάπη καί γιά αγάπη.
Φτιαχμένους από έναν πολιτισμό αλοτινό.
Τών προγόνων μου τόν πολιτισμό.
Καί εκείνοι μέ έκαναν νά τά ξεχάσω όλα, νά τά προδώσω όλα.
Νά μήν έχω αξίες, νά μήν σέβομαι τήν ζωή.
Μέ έκαναν όμοιο με αυτούς
Βαρβαρο!


Ghaleb Al Acid Βαγδάτη 23-11-2067



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Κοινωνικά & Πολιτικά
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ορίζοντας με(μου;)
 
annaΤi
23-11-2004
ωραίο.... αλλά έχεις γράψει καλήτερα... και έχεις αφήσει και μια ιστορία στη μέση!!!
kin
23-11-2004
Μωρε πολλεσ εχω αφησει στην μεση αλλα...... αμα δεν βγαινε, τοτε δεν βγαινει. Παντως σχετικα με αυτο εδω..... το ανχος μου ητανε οτι εβγαινε μεγαλο. γιαυτο σε καποια κοματια που "μου εκοβα την φορα" βγηκε πολυ ξεκαρφωτο. Το ειδα μετα που τελειωσα. Αλλα παλι αν το πηγαινα ολο οπως ηθελα θα εβγαινε τρεις φορες πιο πολυ και με πολυ βια μεσα προκειμενου να φανει οτι ο πιτσιρικος εγινε οντος βαρβαρος
Μετέωρος Άγγελος
23-11-2004
Πολυ ωραιος!

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο