Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ιουστινιανού και Ρέμπελου
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130577 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ιουστινιανού και Ρέμπελου
 
Αναπάντεχη συνάντηση. Ένας ρωμαίος μεταρρυθμιστής με τον απανταχού επαναστάτη. Κι όμως, σε κάτι τέτοια σημεία συμβαίνουν όμορφα, παράξενα όμορφα πράγματα. Καφενείο το Ελληνικόν, κτίριο παλιό του μεσοπολέμου, μερικώς ανακαινισμένο. Ατμόσφαιρα ζεστή, οι τοίχοι καλυμμένοι με πίνακες και φωτογραφίες. Ποιητές μουσικοί, λογοτέχνες και παλιές εικόνες της πόλης. Τζαμαρία παλαιική με ριντό εποχής art nouveau. Τραπεζάκια μέσα, στρόγγυλα καφενείου. Πέντε χρόνια λειτουργεί; Και πως δεν το είχα ανακαλύψει; Η σχετική μου αμηχανία για την άγνωστη συντροφιά που θα έβρισκα αρχίζει να εξαφανίζεται. Τρεις γυναίκες και τέσσερα ζευγάρια σε κοινή παρέα. Η μόνη άσχετη εγώ. Αχ Εριφύλη!
Τα μάτια τους γυαλίζουν στο μισοσκόταδο, η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη στους καπνούς των τσιγάρων και το αλκοόλ στα ποτήρια, άφθονο στις φλέβες. “Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει;” Η ετερόκλητη παρέα σχεδόν όμορφη, και στη σκηνή τρεις βιρτουόζοι εραστές της τέχνης. Γεια σου Λάρυ με τις πενιές σου! Ο Μάκης κουρδίζει την κιθάρα. Στην υγειά μας παιδιά! Εξήντα-φεύγα τα όμορφα παιδιά, παλιννοστούντες της νεανικής εφόρμησης. Φίλοι καρδιακοί, μου λένε… από τα bypass πετάγεται μια πειραχτική φωνή. “Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά ” Η Φωτεινή –στεντόρεια φωνή– Μπέλλου στη χροιά μ’ ένα χαμόγελο απόκοσμο, μάτια κλειστά. Στον τοίχο πάνω ψηλά… εποπτεία. Ποιοι είναι όλοι αυτοί, ρωτάω, μόνο τον Παλαμά γνωρίζω, μα κανείς δε νοιάζεται ν’ απαντήσει. Κι όμως μας κοιτούν οι ποιητάδες. Χαίρονται; Ο Παρνασσός και το στέκι μας… καμία σχέση πετάγεται κάποιος.
Βρε την Εριφύλη! Πώς τα καταφέρνει πάντα να μαζεύει γύρω της τόσο κόσμο, οι μισοί στο μαγαζί τη χαιρετούν. Αντικομφορμίστρια, ορμητική, εξωστρεφής, λατρεύει την ιστορία αυτής της πόλης, το ρεμπέτικο, τους κομουνιστές. Είναι η πιο πρόσφατη αδερφική μου φίλη. Έτσι ήρθα. Τώρα μου γκρινιάζει. Δεν έχουν νόημα αυτές οι έξοδοι, αφού πια δεν ερωτευόμαστε. Στο γαλάζιο της βλέμμα σπίθες χαρμολύπης. Ο Αργύρης την αγκαλιάζει στοργικά. Φίλος της σχεδόν σαράντα χρόνια. Τα μάτια του χαμογελούν. Είμαστε ζωντανοί όμως, λέει έρωτας είναι η ζωή. Κοίτα τους! “είμαι γω γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα ” Θα πιούμε άλλο ένα, έτσι; Οι αναστολές σπάζουν και φωτίζουν τα πρόσωπα, το μεράκι μου, το μεράκι μου κυλάει φωτιά. Συνεσταλμένη μου επιθυμία, γιατί μου κόβεις τα γόνατα; Άντρες άλλης εποχής είναι τούτοι, κατά μέτωπον εμπειρίες χρωματίζουν τις ανάσες τους. “Κάνε κουράγιο καρδιά μου, μην τυχόν και μ' αρρωστήσεις, έχεις πολλά υποφέρει, φοβάμαι μη μου τσακίσεις” Στην υγειά μας Μπάμπη! Μωρέ θέλουν να μας πεθάνουν αυτοί εδώ απόψε, αλλά δε μπορούν. Οχτώ εγχειρήσεις έχει κάνει ο «νέος» αλλά δεν πτοείται, με μπαστούνι κυκλοφορεί και πάει παντού.
Η Φωτεινή γελάει, της προσφέρουν τριαντάφυλλα και τα σκαλώνει στο αναλόγιο. Ωραίος άνθρωπος, ίσια ματιά, ζεστό χαμόγελο “Απόψε είναι βαριά η δόλια μου καρδιά” Θα πιούμε άλλο ένα, έτσι; Ενθουσιάζομαι ψιθυρίζω φάλτσα λίγες νότες. Ασφυκτικά γεμάτο το μαγαζί, ανάκατα οι θαμώνες, νέοι μεσήλικες κι ακόμα πιο μεγάλοι. Η μουσική κυλάει στις φλέβες παρέα με το ουίσκι, η κάπνα κι η οχλοβοή δεν ενοχλούν κανένα. Ερωτική η ατμόσφαιρα κι άσε τις γκρίνιες. Στα μάτια… εκεί συμβαίνουν όλα, στα μάτια.
Πότε παρασύρομαι απ’ το κλίμα, πότε αποσύρομαι στις σκέψεις μου. Είμαι γεννημένη παρατηρητής και καταγραφέας ονείρων. Ανήκω σ’ αυτόν τον κόσμο που περιγράφω; όχι εντελώς, ένα κομμάτι μου στενογραφεί τα θέλω, κι άλλο ένα τα μεταπλάθει σε γεγονός. Αναγνώστης της πραγματικότητας, σε στιγμές χαλάρωσης “Κρίμα τους κόπους μου και τις θυσίες μου” ένα κύμα με ξεσηκώνει, η ζωή μου, κάποιος συλλαβίζει τη ζωή μου “Εσένα δε σου άξιζε αγάπη, εσένα δε σου άξιζε στοργή” μουρμουρίζω ανάμεσα στα μισομεθυσμένα χαμόγελα. Η Γιώτα, δεν τη γνωρίζω πολύ, στην αρχή χάζευε μαγεμένη, τώρα μερακλώνει και ρίχνει μια επιτόπια γυροβολιά. Επιτέλους, ήρθαμε πιο κοντά και στις προτιμήσεις μου, σκέφτομαι. Καλπάζει ο νους μου στα παλιά, στις εποχές των ρεμπετάδικων, στα ξενύχτια μέχρι πρωίας, στις επαναστατικές μας ιαχές, τα μπαλαμούτια στο μισοσκόταδο. Που πήγαν όλοι εκείνοι οι φίλοι; Υποστολή καρδιάς, μαζί με τις σημαίες των αγώνων. Παρακμή και μετά, βουρ στη δουλειά.
Βολευτήκαμε, ξεβολευτήκαμε, κλειστήκαμε στα ερημητήρια του μυαλού μας, χάθηκε η επαφή. “Μα εγώ δε ζω γονατιστός ,είμαι της γερακίνας γιος”. Ο Κώστας τραγουδάει σαν έφηβος, ούτε τα κιλά, ούτε η ελαττωματική καρδιά, ούτε η ισοπέδωση τον πτοούν. Τριτοπαντρεμένος και ζωντανός. Εριφύλη, αχ τα μάτια σου της φωνάζει, δε θα τα ξεχάσω ποτέ. “Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω” κι αυτή γελάει και φωτίζεται σύγκορμη. Όχι, ο έρωτας ποτέ δεν είναι απών, εμείς τον κάνουμε αόρατο. Εμείς που ξεχνάμε στο τρεχαλητό μας, ν’ αφήσουμε το χάδι του να μας πλανέψει, έστω για λίγο. “Θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει”
Ένα διάλειμμα επιβάλλεται. Είναι επικίνδυνο να συνεχίσουμε τις πλεύσεις στα βαθιά. Άντε παιδιά στην υγειά μας, μια τελευταία φορά… χα χα χα. Απ’ την ώρα που ξεκινήσαμε μια τελευταία φορά κι όλοι ένα γύρο. Ο Χρήστος χαμογελαστός ως τ’ αυτιά. Επιτέλους κατάφερε ν’ αποσπάσει την προσοχή της κόρης του φίλου του. Συζητάει με πάθος, μα είναι να μη νιώσεις πάθος μ’ ένα τόσο όμορφο νεαρό πλάσμα στο πλάι σου. Μισοπατρικά, μισοερωτικά την αγκαλιάζει. Η κυρία του λείπει εκδρομή, είναι ο μόνος που δε συνοδεύεται. Οι άλλες κυρίες των κυρίων μιλούν για το Dubai. Πρόσφατα μια εξ αυτών επέστρεψε από κει. Τι χλιδή, τι χλιδή! Δεν τις μπορώ τις γυναίκες τους μου ψιθυρίζει η Εριφύλη. Ή για τα παιδιά τους ή για τα λεφτά τους θα μιλάνε. Κάνε πως δεν τις βλέπεις, της απαντώ, ανύπαρκτες ούτως ή άλλως.
Ο Λάρυ έρχεται στο τραπέζι μας να ξεμουδιάσει. Τι γλυκιά φυσιογνωμία. Σε είχα φανταστεί με μακρύ μαλλί του λέω, το όνομα βλέπεις. Μα μακρύ το είχα, μου απαντάει, πάνε όμως αυτά. Το καθηγητηλίκι δεν τα σηκώνει, η ηλικία επίσης. Πίκρα είναι αυτό που βγάζει ή επίγνωση; Ευτυχώς το ταμπεραμέντο παραμένει ακμαίο, συμβιβασμένο μα ακμαίο. Λένε για τα παλιά, εγώ δε γνωρίζω, είμαι από τη νέα εσοδεία φίλων.
Το πρόγραμμα ξαναρχίζει και… “Μ' αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς, τριγυρνάμε στα σκοτάδια, κι όμως εσύ δε μας ακούς” Τώρα μάλιστα, άρχισε η δική μου ώρα. Αφήνομαι στους ήχους, στη θύμηση, αχ η Φωτεινή, τι φωνή! “…ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε, τις βασικές σου τις αρχές” Ευτυχώς, κανείς δεν έχει όρεξη για κριτική, δε θα μαλώσω απόψε για το Σαββόπουλο. Απολαμβάνουμε αυτό που ξεπηδάει απ’ τη μουσική του και μας γεμίζει. Όσοι μείναμε σ’ αυτά τα τραγούδια κι όσοι τα βιώσαμε πάντα θα κλαίμε, έτσι μας άγγιξε ο καιρός τους, με φωνές ηλεκτρικές. Κι ο Θεοδωράκης ακολουθεί “φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή” Μη συννεφιάζεις Εριφύλη μου... να, κι αν φεύγουν, να κι αν δε φεύγουν. Ν’ αγιάσει το στόμα σου Αργύρη μου. Τα λέω σ’ αυτό το υπέροχο δογματικό κορίτσι, χαμογελάει εκείνος, και την αγκαλιάζει πάλι. Σςςςς, αρχίζει ο ύμνος, ανατρίχιασα στο άκουσμα “Δε λες κουβέντα, κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα, κι ακούω μόνο συνθήματα μεταλλικά των μικροφώνων” Τριπολίτης, Μούτσης αθάνατο δίδυμο Τέχνη με κεφαλαίο. Υποκλίνομαι μέσα μου και τραγουδάω δυνατά “ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μι’ αλλιώτικη ζωή” Εύκολο είναι; Και τι απ’ όσα αγαπήσαμε ήτανε εύκολο ρε παιδιά; Και τώρα και πάντα θα το λέω, ακόμα μεγαλώνουν παιδιά με την τέχνη τους με τις ιδέες τις ελπίδες τους.
Από την εποχή της Χούντας, που μαζευόμαστε κρυφά στα σπίτια και ο Πάνος με την κιθάρα του μας έπαιζε, από τότε έχω να τ’ ακούσω, ψελλίζει η Γιώτα συγκινημένη.
Ζόρικος ο Τριπολίτης και δε χαρίζεται “η ζωή σου ντούμπλε-φας, μέσα κι έξω τη φοράς, η καρδούλα σου γκαζιέρα δίχως γκάζι και αγέρα. Μες στο κόλπο είσαι χωμένος και γλιτώνεις παρά τρίχα, τώρα είσαι βολεμένος και σου κόψανε το βήχα”. Χα, μεταμοντέρνες εποχές, το βόλεμα ύψιστη αξία. Κι εμείς τραγουδάμε αποσπάσματα για να γιατρεύουμε τις πληγές και τις συνειδήσεις μας. Ο Μάνος έφυγε νωρίς αλλά το είχε πει “Τίποτα δεν πάει χαμένο” Όλα χαμένα πήγανε Αργύρη, όλα… η φωνή της σχεδόν λυγμός, η αγκαλιά του σχεδόν παρηγοριά, η αλήθεια σχεδόν παρούσα.
Όμως όχι, το αλκοόλ μας κάνει υπερσυναισθηματικούς, ναι αυτό φταίει. Μη ρε Νικόλα κι εσύ “Ίσως να ξανάρθεις, όταν θα 'χω πια… όταν θα 'χω πια χαθεί” Ίσως, μα κρατάμε. Ό,τι αγαπήσαμε είναι μέσα μας και το κρατάμε. Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να το πάρει… Η εύθυμη παρέα σε περισυλλογή. Είναι κάτι λέξεις που σου ανοίγουν δρόμο. Έτσι είναι παιδιά, η τέχνη ποτέ δε θα σταματήσει ν’ ανοίγει δρόμο στα σκοτάδια μας, ακόμα και στους δύσκολους καιρούς, στο βάλτο αυτού του εφησυχασμού. “Όσες κι αν χτίζουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό, που όλο θα δραπετεύει” Πανδαιμόνιο... οι ανάσες μιλάνε και τα μάτια.
Εδώ παρέδωσα πια τα όπλα μου, τα όποια υπολείματα αντιστάσεων, ένα κομματάκι χαρτί κι ένα μολύβι περαστικό. Έτσι, “σαν αερικό θα ζήσω, σαν αερικό”...



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 1
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      homeless
      Κατηγορίες
      Αναμνήσεις & Βιώματα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Οι λέξεις έχουν κι άλλο φλούδι παραμέσα. Όπως τα μύγδαλα κι η υπομονή (Γ. Ρίτσος)
 
ΑΜΕLIE
29-02-2008 @ 10:52
Συχνάζω στο "Ελληνικό"και είναι πράγματι ένα στέκι που σου πάει Στέλλα,χαίρομαι που το ανακάλυψες!Να περνάς πάντα καλά,έτσι όπως μόνο εσύ ξέρεις! ::hug.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο