Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ο Τελευταίος Χορός (όλο)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130831 Τραγούδια, 269477 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ο Τελευταίος Χορός (όλο)
 Αφιερωμένο σε μια κοπέλα που πεθαίνει από καρκίνο.. Η οποία άφησε τούτη δω την “πραγματικότητα” ξημερώματα της επόμενης μέρας από τότε που γράφτηκε..
 
Ο Τελευταίος Χορός

Σκοτάδι.. Μια παγωμένη καταχνιά που περόνιαζε κάθε σκέψη. Μια ψύχρα που πάγωνε το νου..
Πόνος.. Συνεχής, αδυσώπητος, σαν παγωμένη φωτιά να κατατρώει τα σωθικά της.. Αβάσταχτος μέχρι να νιώσει το ευλογημένο τσίμπημα στο χέρι. Μέχρι να της κολλήσουν εκείνο το τσιρότο σ ότι απέμεινε απ το στήθος της..

Ανάσα.. Να μη μπορείς ν αναπνεύσεις.. Σαν τότες που ήτανε παιδί και έπαιζε εκείνο το παιχνίδι στη θάλασσα. Να βουτάει όσο πιο βαθιά μπορούσε και μετά να κοιτά την επιφάνεια να στραφτοκοπά απ τον ήλιο. Και να ανεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τα πάνω.. Και η επιφάνεια να μοιάζει τόσο μακρινή. Και μετά να πετάγετε πάνω απ το νερό σα νεογέννητο δελφινάκι, και να ρουφά με λαχτάρα τον αέρα στα πνευμόνια της, αχόρταγα. Και να ναι τόσο γλυκός..

Μονάχα που πια η επιφάνεια είναι σκοτεινή, και το νερό θολό.. Και όσο προσπαθεί να τη φτάσει, τόσο θαρρείς κι απομακρύνεται.. Κάθε ανάσα βάσανο.. Σα να πνίγεται στη στεριά..

Χρόνος.. Εκείνος που της φαινόταν σαν ένα ατέλειωτο ποτάμι, σαν είχε την υγειά της. Από κείνα τα καταγάλανα που κελάρυζαν και τραγουδάγανε χαρούμενους σκοπούς. Και ψιθύριζαν υποσχέσεις για το αύριο. Εκείνο το αύριο το γαλήνιο, το μες το φως λουσμένο που από παιδί της τάζανε και πάντα ονειρευόταν.. Μα σαν ξέρεις πως ο χρόνος τελειώνει.. Τότε το ποτάμι ρυάκι γίνεται.. Και όλο πιο αργά σαν να κυλά.. Σα να θέλει να σου πει πως θα τελειώσει..

Και αρχίζει το μέτρημα. Τα αντίστροφο, τα αδυσώπητο. Των μηνών, που γίνονται βδομάδες, και μέρες και λεπτά. Και κάθε δευτερόλεπτο, σαν καμπάνα πένθιμη ηχεί. Κι οι χτύποι την πάνε στο τέλος πιο κοντά. Και καταλάβαινε πια, πως έτσι ήταν πάντα. Μονάχα που σαν το τέλος δεν γνωρίζεις πότε θα δεις, τότε δεν ακούς την καμπάνα. Κι ας υπάρχει απ τα γεννοφάσκια μες τον καθένα. Κι ας χτυπά μαζί με την καρδιά του. Νομίζεις πως για πάντα θα ζήσεις. Όπως και κείνη νόμιζε σφαλερά, πως χρόνο θα χει πάντα..

Και κάπου εκεί κλωθογυρνάν οι αναμνήσεις. Από στιγμές χαρούμενες, στιγμές που ένοιωθε κι αυτή τι θα πει ευτυχία. Γαλήνη που πλημμυρίζει το σώμα και το νου. Στιγμές, εικόνες, άνθρωποι, αγάπη..

Ναι τότε το νοιώθει βαθιά, σαν απ αγάπη η καρδιά ήταν πλημμυρισμένη.. Σαν τα φτιασίδια του κόσμου που της μάθανε πως ζούσε είχε πετάξει.. Όταν είχε αφήσει την καρδιά να δείξει στο μυαλό τι αληθινά αξίζει. Σαν τότες που πρωτάκουσε το κλάμα της κορούλας της, σαν την πρωτοπήρε αγκαλιά. Σαν την καμάρωνε να κάνει τα πρώτα βήματα. Σαν εκείνες τις στιγμές που μοιάζουνε με ηλιοβασίλεμα στις διακοπές, εκείνες που μπορεί κανείς να νιώσει για λιγάκι κάποιο κομμάτι της Αλήθειας.. Πως οι «διακοπές» είναι η ζωή και η «ζωή» που μας μάθανε διακόπτεται για μήνες και για χρόνια.. Μια και σ αυτό που λένε διακοπές σταματάμε ν αφουγκραστούμε, να δούμε, να νοιώσουμε. Και το ποτάμι κυλά και δε γυρνά..

Μετάνοια.. Της μάθανε πως το να μετανιώνει ειν’ κακό, μια και δε μπορεί να τα αλλάξει.. Μονάχα που μες αυτή την καταχνιά κατάλαβε πως τα πιο πολλά μαθήματα, ανθρώπων «σοβαρών», και «επιστημόνων» και καλά διακεκριμένων, πιο λίγη αξία κι από σανό είχανε.. Γιατί το σανό μπορεί να το φάει και κανένα γαϊδούρι, που έχει απείρως μεγαλύτερη ανθρωπιά από κάτι τέτοια δίποδα..

Λεφτά λέει και «καλοπέραση» να ζητάς. Να τρέχεις να δουλεύεις για να πάρεις, να πάρεις, να πάρεις.. Ναι και τώρα..; Να τα πάρει να τα πάει που..; Και τώρα το νοιώθε στο πετσί της εκείνο που είχε ακούσει παλιά για κάτι πλούσια αχόρταγα κοράκια, που σαν τα άλλα όρνια ξεσκίζανε ζωές και γη και δέντρα και νερά για να μαζέψουνε κι άλλα λεφτά στη τσέπη.. Και το πίστευε από τότε, μα τώρα πια το ζούσε.. Εκείνο το «έχεις δει σάβανο με τσέπες…;»

Ευτυχώς είχε την κορούλα της, που την άκουγε κάποιες φορές να της μιλά σαν γλύκαινε ο πόνος… Κι ευχαριστούσε το Θεό που την αξίωσε να ζήσει ένα απ αυτά που στη ζωή αξίζουν..

Μα μετάνιωνε.. Για όσα ήθελε να κάνει και δεν έκανε.. Για όνειρα μεγάλα και ακόμα πιο πολύ για τα μικρά, που ανέβαλε.. Μια και που νόμιζε πως χρόνο πάντα θα χει.. Και για πράγματα που έκανε επίσης.. Για τον πατέρα της κορούλας της, που είχανε χωρίσει.. Και μ άσχημο τρόπο.. Ναι ζευγάρι ήτανε.. Και φταίγανε κι δυο, μια κι έτσι πάει στις σχέσεις.. Μα κείνη το δικό της το φταίξιμο ξεδιάλεγε εκείνη δα την ώρα. Γιατί όπως κι αν έγινε ήξερε μέσα της.. Πως θα μπορούσε να ναι αλλιώς.. Αν μπορούσανε να δούνε αυτό που αξίζει πραγματικά.. Κι όχι εκείνα τα ασήμαντα που τους μάθανε να βλέπουν..

Δίπλα της ήτανε την ώρα τη στερνή. Κι ας μην τον υποχρέωνε κανείς, παρά μονάχα η καρδιά του..

Η ανάσα πιο βαριά, ο αέρας να καίει σα φωτιά..

Τα φώτα να θαμπώνουν πιο πολύ..

Το σώμα να μη νιώθει..

Το σκοτάδι πιο πηχτό..

Και το μυαλό να ψιθυρίζει, αυτό λοιπόν ήταν..; Όλα αυτά τα όνειρα, οι σκέψεις οι αισθήσεις, όλο αυτό το μεγαλείο κι η τραγωδία του να είσαι άνθρωπος, βουλιάζουνε μες αυτό το ανέσπερο σκοτάδι..; Της νυχτιάς που ούτε ένα αστέρι δε φωτίζει.. Στο τίποτα..;

Μα ξάφνου.. Ένα φως μακρινό σα ν αχνοφαίνεται στην άβυσσο να φέγγει. Τρεμάμενο, κι αλαργινό σαν νεογέννητο αστεράκι.. Που τώρα μαθαίνει πως με τις ακτίνες του, το σκότος να σκορπά..

Και το τίποτα σα να παίρνει υπόσταση ξανά..

Και οι διαστάσεις κι χώρος.. Μόνο που χρόνος δεν υπάρχει πια.. Μα υπάρχει το «κάτω».. Και έχει πάλι μάτια.. Και οι αχτίνες τα αστεριού φωτίζουν μια σκηνή.. Και βλέπει..

Εκείνο τον εαυτό της τον παλιό, πριν λιώσει η αρρώστια το κορμί.. Να χορεύει.. Με κείνον.. Οι ίδιοι όπως τότε σαν γνωρίστηκαν… Μα και διαφορετικοί συνάμα.. Μια και δε χορεύανε τα σώματα, ούτε εκείνοι οι παλιοί τους εαυτοί, μα οι ψυχές. Εκείνες που δίχως πρέπει και ταμπέλες αλλωνών ερωτευτήκαν.. Εκείνοι οι εαυτοί που θα μπορούσαν να ήταν, μα δεν έγιναν..

Αυτοί είναι που χορεύουνε τον τελευταίο τους χορό.. Και θαρρείς πως φτερά αγγέλων έχουνε στις πλάτες.. Και κάθε κίνηση είναι μια αρμονία, και τραγούδι από μόνη της. Και κάθε τραγούδι σκορπάει γύρω φώς.. Και το φως δυναμώνει..

Και δάκρυα σα να αργοκυλάν απ’ τα μάτια, κι ας μην έχει σώμα πια.. Μα καθώς πέφτουν να γίνονται σαν κρύσταλλα διάφανα, με χρώματα γεμάτα, του τόξου του ουράνιου.. Και κάθε σφαίρα σα να χει μικροσκοπικούς ήλιους μέσα της.. Με κίνηση, με ζωή.. Και κάθε δάκρυ ένα σύμπαν να γίνεται..

Και τα σκοτάδια σκιάζονται απ το φως, κι αλαφιασμένα τρέχουν στις αβύσσους που τα γέννησαν.. Μαζί με τον πόνο, το φόβο, τη ματαιότητα.. Η εικόνα χάνεται λουσμένη στου αστεριού της τις αχτίδες..

Κι ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη της ψυχής καθώς τους βλέπει.. Εκείνον και την κόρη τους. Τα κορμιά σκυφτά απάνω σ εκείνο που ήτανε άλλοτε το κορμί της, να δακρύζουν, μα οι ψυχές τους προς τα πάνω να κοιτάν, να τη χαιρεταν. Γιατί η λογική μπορεί να μην αναγνωρίζει, μα απ την καρδιά τίποτα δεν ξεφεύγει. Κι ας μας την αλυσοδένουνε οι τάχα αφεντάδες. Εκείνη το αληθινό πάντα τα αναγνωρίζει. Και θα το ματαθυμηθεί σαν έρθει η δικιά της ώρα. Μέχρι να ρθει, με όνειρα μας το θυμίζει πάντα..

Καθώς γίνεται ένα με το φως, ακούει.. Εκείνα τα τραγούδια που οι πιο ταλαντούχοι τροβαδούροι του κόσμου που αφήνει τα ακούσανε κάποτες αχνά μέσα στα όνειρα τους. Κι αγγελικά πλασμένα τα ονομάσανε.

Μα πριν φύγει από τούτη εδώ την «πραγματικότητα» πιάνει κάποιους ήχους.. Ένα κουδούνι. Μια γυναικεία φωνή, μια νοσοκόμα που φωνάζει μ αγωνία «Γιατρέ ελάτε γρήγορα την χάνουμε». Το μηχάνημα που σφυρίζει καθώς ετοιμάζεται να δώσει ρεύμα στη βασανισμένη της καρδιά. Το χτύπο απ το κορμί που τινάζεται. Για μια στιγμή την τυλίγει η καταχνιά. Μα για μια στιγμή μονάχα.. Πιο αχνό το σφύριγμα.. Ο χτύπος δεν ακούγεται.. Μια αντρική φωνή. «Δυστυχώς, απεβίωσε…».

Χαμογελά. Το φως την τυλίγει. Μα πριν αρχίσει το ταξίδι της μαζί του, στέλνει μια σκέψη σε εκείνους, που σκυφτοί δακρύζουν..

Μη μου σκιάζεστε.. Σας αγαπώ.. Και τώρα ζω στ’ αλήθεια..

Και κει που υπήρχανε σκοτάδια..

Εγεννήθηκε Φως..


13-10-08

«Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, μα το εύχομαι ολόψυχα, κάπως έτσι να είναι..»


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 8
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Ονειρέματα
      Κατηγορίες
      Αναμνήσεις & Βιώματα,Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ότι μπορεί κανείς να ονειρευτεί δεν είναι ποτέ χαμένο
 
Νεφελοβάτης
18-10-2008 @ 11:23
Πραγματικά ελπίζω να είναι έτσι, και για κείνη, μα και για κάθε Άνθρωπο..
Έχω διαβάσει πολλά, έχω ακούσει αρκετά, δεν μπορώ να πω ότι έχω δει κάτι, μα το εύχομαι..
sofianaxos
18-10-2008 @ 11:32
Συγκλονιστικό!!!!!!!!!!

Καλησπέρα
AleXandros K.
18-10-2008 @ 11:53
"Μονάχα που σαν το τέλος δεν γνωρίζεις πότε θα δεις, τότε δεν ακούς την καμπάνα..."
Πολύ σωστό αυτό....έτσι ακριβώς λειτουργούμε με το χρόνο που μας απομένει...

Είναι αδιανόητο γιατί να συμβαίνει αυτό σε μια νέα κοπέλα....με συγκίνησες πολύ....
**Ηώς**
18-10-2008 @ 12:43
Μα μετάνιωνε.. Για όσα ήθελε να κάνει και δεν έκανε.. Για όνειρα μεγάλα και ακόμα πιο πολύ για τα μικρά, που ανέβαλε. ::hug.:: ::hug.:: ::hug.::
TAS
18-10-2008 @ 13:38
. . .
poetryf
18-10-2008 @ 13:58
::cry.:: ::cry.:: ::cry.::
MARGARITA
19-10-2008 @ 01:59
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Νεφελοβάτης
22-10-2008 @ 12:57
Σας ευχαριστώ όλους.

Και στα αλήθεια το ελπίζω να ναι κάπως έτσι στο τέλος, και για κείνη και για τον καθένα..

Το Τέλος να ναι μια άλλη Αρχή. Εύχομαι για το καλύτερο..

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο