Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ο φύλακας της γέφυρας τ' ονείρου
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269438 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ο φύλακας της γέφυρας τ' ονείρου
 «Για να ζήσει κανείς Αληθινά, πρέπει πρώτα να πεθάνει.», λεν οι Μύστες..
 
Για χρόνια πολλά περιπλανιότανε. Σε τόπους όμορφους είχε πορευτεί. Και άγριους επίσης. Και σκοτεινούς. Και σε βουνά κακοτράχαλα είχε ανέβει. Και μονοπάτια δύσκολα είχε πάρει. Και είχε βολευτεί και σε λιμνούλες δίπλα, που γίνανε βάλτοι με τα χρόνια. Και είχε αναζητήσει τη θάλασσα. Και τον ουρανό αγνάντευε. Στα σύννεφα κάποτε είχε περπατήσει.

Μα μονάχος ήτανε τον πιο πολύ καιρό. Και μια σκοτεινιά έβλεπε στην πλάση να υπάρχει, σαν την αδερφή του φωτός. Ένα πέπλο που ξεθώριαζε τα χρώματα, που κάλυπτε τη γη σαν φασματική ομίχλη, τον ουρανό, τα δέντρα, τους ανθρώπους. Και ήξερε πως δεν ήτανε για κείνον αυτή η γη. Μολυσμένη ήτανε απ’ τη σκιά από ένα κάτι που το έβλεπε με την άκρη του ματιού του, μα που χανότανε σαν το κοίταζε κατάματα.

Που έκανε τη μουσική λιγάκι παράφωνη, το γέλιο λιγάκι στριγκό, τα χαμόγελα λιγάκι θλιμμένα, τα φώτα λιγάκι θαμπά, τα βλέμματα λιγάκι σβησμένα. Και που σκορπούσε απλόχερα σε όλους γύρω του και σ’ αυτόν, μια αίσθηση. Ανικανοποίητου, έλλειψης και λαχτάρας για κάτι άπιαστο. Που ήξερε πως υπάρχει, μα να το έβρει εκεί δε γινότανε. Ευτυχία του ‘χαν πει το ‘λεγαν..

Για αυτό και ξεκίνησε το ταξίδι του. Για να βρει το δρόμο για να Βγει. Απ’ αυτή τη φυλακή του κόσμου του λειψού. Και ήτανε μακρύς ο δρόμος, με στάσεις πολλές, και κόντεψε να χαθεί στην πορεία. Μια και οι σειρήνες γλυκά τον είχανε κοιμίσει. Και βολικά. Και ήρεμα ενόμιζε, για χρόνια και για χρόνια. Μα να ξεχάσει δε μπορούσε.

Και όταν θυμήθηκε τελικά ποιος είναι και κίνησε ξανά να ταξιδεύει, δε σταμάτησε ξανά. Συντρόφους είχε, άλλοι μείνανε στο δρόμο, άλλοι μαζί του πηγαίνανε, μα στο τέλος ήξερε. Πως τη μάχη την τελική, μονάχος έπρεπε να δώσει..

Και έφτασε στα πέρατα του κόσμου. Ουλές είχε απ’ τις μάχες του, επουλωμένες όλες. Μια και αν δε τις γιάτρευε, να πολεμήσει δεν μπορούσε. Και είδε εκεί στα όρια, πέρα απ’ τον Τοίχο της σκιάς, του Φωτός τον κόσμο.

Εκεί που ρόδιζε της αυγής μα και του ηλιοβασιλέματος το φως. Εκείνο του καλοκαιρινού απομεσήμερου δίπλα στην ακροθαλασσιά που θυμόταν από παιδί. Εκείνο του απογεύματος στα μέσα του χειμώνα, που άνοιξη θυμίζει. Εκείνο που σκιές δεν το σκιάζανε, και όλα αληθινά τα δείχνει, μες την ομορφιά και τη γαλήνη της γης, της θάλασσας, και τ’ ουρανού, της πλάσης.

Μα όσο εκεί πλησίαζε, αύξαναν στα βάθη οι σκιές. Και σαν ανέβηκε τον τελευταίο λόφο είδε και τα σύνορα ποια ήταν. Ο τοίχος συναντιότανε με το βάραθρο. «Ότι είναι πάνω είναι και κάτω», που ‘χαν πει τόσοι και τόσοι φωτισμένοι. Γκρεμός σαν άβυσσος τον χώριζε από κει. Με ερεβώδες τάρταρο να τον επεριμένει. Χαώδης η απόσταση, να την περάσει δεν μπορεί, μα ούτε να κατέβει..

Ως τα που φτάνει η ματιά.. Μα σε ένα σημείο, πιο πηχτή η σκοτεινιά. Σαν μια υλοποίηση του σκοταδιού. Προς τα κει κεινά, και όσο πλησιάζει βλέπει. Ένα γιοφύρι στην άβυσσο απάνω, που στην χώρα που ποθεί φαίνεται να τον πα.

Βλέπει και τους φύλακες. Σειρές ατέλειωτες θωρεί να τον προσμένουν. Γυμνά τα δόντια, πορφυρά τα τρελαμένα μάτια, κατάμαυρες αρματωσιές, δόρατα, ακόντια, σπαθιά καλοακονισμένα.

Φόβοι και πρέπει και αλλά, λάθη και παραλήψεις.. Ειν’ όλα στοιχισμένα εκεί, να τον εδέσουν θέλουν. Εκεί στη χώρα του ποτέ να τον εξανα-στείλουν.

«Από μας δώθε δεν περνάς!!!», όλα μαζί του λένε.

Μα στο ταξίδι του, στην αναζήτησή του, το πιο δυνατό του κόσμου του σπαθί, εκείνος είχε έβρει. Λεπίδα είχε κοφτερή, από φωτιές βαθιές, του είναι του, ήταν αυτή φτιαγμένη. Θέληση την ελέγανε, στον εαυτό του πίστη. Σκληρή και ανελέητη στους φόβους και το ψέμα. Καθώς την ξεθηκάρωνε, το φως αυτή σκορπίζει.

Του δειλινού το κόκκινο, το παθιασμένο χρώμα.

Προχώρησε με το κεφάλι του στητό, και με φωτιά στα μάτια. Με το σπαθί του δειλινού στο χέρι κρατημένο. Και με ένα χαμόγελο γλυκά στα χείλη να σιγοκαίει. Τίποτα δε θα τον σταμάταγε, στη γέφυρα να φτάσει, και στη χώρα του Πάντα του, να πάει επιτέλους.

Με το σκοτάδι τη μάχη του γενναία επολέμα. Μυριάδες τον κυκλώνανε μα δεν τους εφοβόταν. Χτυπούσε, δρόμο άνοιγε, με πίστη πια σε κείνον. Απόφαση δε θ’ άλλαζε, θ’ άλλαζε τη ζωή του. Πληγές και αν του κάνανε, το δρόμο κι αν του ‘φράζαν εκείνος επροχώραγε και δεν τον σταματούσαν.

Μήνες θαρρείς περάσανε, και κείνος κουραζόταν. Και εκεί που φαινότανε πως οι αριθμοί τους μοναχά θα τον εκαταπίναν, τα πάντα πια κοπάσανε. Σαν ξεθόλωσε το βλέμμα του, και κοίταξε τριγύρω, δεν είδε κανέναν όρθιο. Μόνο λιμνούλες λάσπης σκοτεινές και δύσοσμες το χώμα ήταν γεμάτο..

Κάθισε να ξεκουραστεί, και κοίταξε του δρόμου του το τέρμα. Το γιοφύρι, που απ’ την άβυσσο απέναντι θα τον επερπατούσε. Και τότε αλλοίμονο στη μέση του, τον είδε..

Τη μορφή που τον περίμενε. Λες κι από την ουσία του σκοταδιού ήταν αυτή φτιαγμένη. Γιγάντια εφάνταζε, μορφή από εφιάλτη. Και τότε πια κατάλαβε, πως η μάχη δεν τελείωσε, μα τώρα θα αρχίσει..

Γεμάτος ήταν με πληγές κι η εξάντληση μεγάλη. Και το θεριό εμούγκριζε και πάγωνε το αίμα. Το σκοτάδι κάτω του, γλυκά τον εκαλούσε. Μα και ο δρόμος πίσω του, που ανοιχτός πια ήταν. Τι πιο εύκολο και λογικό, το πισωγύρισμα του… Μα σαν αγνάντεψε εμπρός, πιο πέρα απ’ το χάσμα, είδε. Ότι ποθούσε μια ζωή να τον επεριμένει.

Φως και χρώματα και μουσικές απ’ τα όνειρα βγαλμένα, αληθινά να τον καλούν.

Και κατάλαβε. Σαν δεις το φως για μια φορά, κι απόμακρα ακόμα, τίποτα δεν ειν’ το ίδιο πια.

Δεν πα να κλείνεις τα μάτια σου όλο και πιο σφιχτά, μέχρι που να πονέσουν. Ακόμα και στον ύπνο σου, εσύ αυτό θα βλέπεις. Κι αν της λήθης το νερό νομίζεις πως θα πάρεις, πάλι στα όνειρα θα ‘ρχεται και θα σου ψιθυρίζει. Και ας νόμιζες πως τ’ αρνήθηκες. Σαν το δεις για μια φορά, πίσω πια δεν υπάρχει. Μα και στο τάρταρο να πας μαζί σου εκείνο θα ‘ναι. Έστω και σαν ανάμνηση, σαν του ονείρου κλάμα.

Οπότε κι αποφάσισε. Τη μάχη του θα έδινε κι ας ήταν και χαμένη.

Κάλιο να πάει από σπαθί, παρά να κάνει πίσω..

Προχώρησε λοιπόν μπροστά. Το φύλακα του γεφυριού να πάει να συναντήσει.

Και όσο επλησίαζε, τόσο πιο θεόρατη φαινόταν η μορφή, και όλο και πιο τρομερά τα όπλα που κρατούσε. Σκιές παίζαν στα μάτια του, τα πόδια δεν κρατούσαν. Γιατί είδε κάτι τις γνωστό. Μια και η μορφή έβγαλε το κράνος που φορούσε.

Και τη μορφή του αντίκρισε. Μα παραμορφωμένη…

Σαν του φωτός αντίποδας ήταν μεταλλαγμένη. Με μίσος να ‘χει στη ματιά, και λύσσα και πικρία. Και τότε πια κατάλαβε, πόσο χαμένος ήταν. Μια και με τον εαυτό του κανείς, και να τα βάλει, να τον κερδίσει αδυνατεί... Όλα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες, τις ήξερε τις γνώριζε, τις χρησιμοποιούσε.

Και ήτανε λοιπόν αυτός ο Φύλακας ο τελικός, που να νικήσει δεν μπορεί.

Μόνο από τη θέληση καρδιάς, εκείνος προχωρούσε. Και με την πίστη που έφτιαξε όλα αυτά τα χρόνια. Όλο και πιο κοντά μέχρι που έφτασε εκεί. Και λέει εγώ με σένανε τη μάχη μου θα δώσω. Κι ας χαθώ. Έτσι κι αλλιώς αν μείνω εδώ, πάλι χαμένος είμαι.. Ξεθηκαρώνει το σπαθί, του δειλινού το θαύμα, και συναντάει του άλλου το σπαθί, των φόβων το καμάρι.

Απελπισία το λέγανε, παραίτηση γεμάτο.

Και πολεμούσε με πυγμή, μα με την κάθε τη σπαθιά, δύναμη έπαιρνε ο άλλος. Καλή είναι η θέληση κι η πίστη πιο μεγάλη, μα με τον ίδιο του τον εαυτό δεν φτάνει να τα βάλει. Μια και να τον σκοτώσει δεν μπορεί, θα σκοτωθεί κι ο ίδιος.

Φωνές ακούει στο μυαλό, μες τον αχό της μάχης. Φύγε ακόμα που μπορείς, και κάνε πίσω τώρα.. Πάνε και πάλι στα γνωστά, εκεί που καλά επαίρνας. Τι θες τα φώτα και ομορφιές; Αδύνατο να τα φτάσεις. Παράτα τα όλα εδώ, και χρόνο έχεις ακόμα, μια και αν συνεχίσεις τίποτα πια δεν θα μπορεί να σε σώσει..

Και κει ήταν που κατάλαβε. Οι φωνές δεν ήτανε δικές του. Από τον άλλο ερχότανε, μα τον είχανε προδώσει. Μια κι οι φωνές ήταν γνωστές. Των φίλων, των δασκάλων. Κουβέντες ήταν των γονιών, και άσχετων γνωστών μα και αγνώστων, που με τα χρόνια είχανε μες το πετσί του μπει. Και λογικά μιλούσανε, σωστά καλά και ασφαλή. Και το συμπέρασμα γνωστό. Παράτα τα, τα δύσκολα, στα εύκολα προχώρα.

Και τότε εκεί θυμήθηκε. Πως άρχισε το ταξίδι. Εκεί που στη λήθη είχε χαθεί και είχε πια ξεχάσει, ποιος ο σκοπός του εκεί στη γη..

Αγάπη ήτανε αυτό που απ’ το λήθαργο τον είχε αφυπνίσει. Η αγάπη που τον ξύπνησε, και θέληση και πίστη στις δυνάμεις του ξανά του είχε δώσει.

Και ξάφνου το κατάλαβε, είδε όλη την εικόνα. Με άλλο μοναχά σπαθί τη μάχη του μπορούσε να κερδίσει. Και βρέθηκε στα χέρια του, του το ‘δωσε η καρδιά του. Μια και το ‘χε για κείνον μυστικά, από καιρό φυλάξει.

Το σπαθί ήταν της Αυγής, μ αγάπη ποτισμένο. Με δάκρυα του έρωτα, χαρά και πόνο και με πόθο. Μα πάνω από όλα με ζωή και με πολύ αγάπη.

Με αυτό λοιπόν στο χέρι του, και με το φως το αυγινό, χτυπά στο στήθος τον εχθρό, μια και το γνώριζε καλά πως δεν ήτανε αληθινά εκείνος.

Κι ο άλλος καταρρέει. Μια και το σκοτάδι, της αγάπης το φως δεν το μπορεί να αντέξει. Τραβώντας το σπαθί, τρεμάμενος μα κι όρθιος πια, ξέρει. Πως τώρα πια μπορεί να προχωρήσει.

Μα ξάφνου, από την καρδιά του τέρατος, φως βλέπει να βγαίνει. Ολόλευκο και φωτεινό.. Και βλέπει μες απ’ την πληγή, να βγαίνει μια εικόνα.. Φτιαγμένη είναι από φως, φλόγα έχει απ’ τα αστέρια. Και μέσα σχηματίζεται μορφή με δυο φτερά στους ώμους. Του εαυτού του την θωριά, όπως θα ήταν, βλέπει. Χωρίς αυτά που του ‘δωσαν οι τάχατες «αφεντάδες», σαν πέτρες για να κουβαλά, να τον κρατούν δεμένο. Και τότε ξέρει πια καλά, και παίρνει το μονοπάτι.

Αυτό που Πέρα οδηγεί..

Πέρα από αβύσσους και γκρεμούς, στου Πάντα του τη χώρα.

Εκεί που η Καρδιά κι ο Νους αρμονικά μονιάζουν..



19-7-07 & 25-10-08


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 2
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Ονειρέματα
      Κατηγορίες
      Φαντασίας
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ότι μπορεί κανείς να ονειρευτεί δεν είναι ποτέ χαμένο
 
Νεφελοβάτης
26-10-2008 @ 09:41
Οι περισσότερες θρησκείες, τα Αρχαία Ελληνικά μυστήρια, οι παλιές και σύγχρονες «αδελφότητες», αναφέρονται στη διαδικασία Θανάτωσης του πρότερου Εαυτού, σαν ένα πρώτο βήμα για την πορεία προς τη γνώση, την Ολοκλήρωση…

Στη δικιά μας, τη «σύγχρονη» κοινωνία, αυτό το λένε και οι ψυχολόγοι..

Την καλησπέρα μου σε όλους, και Χρόνια Καλά και Πολλά σε όσους και όσες Γιορτάζουν.
mantinada
26-10-2008 @ 09:50
Μ' άρεσε απερίγραπτα ότι έγραψες και πάλι....
Θα κάνω λοιπόν το ίδιο σχόλιο που έκανα και στη σελίδα σου Νεφελοβάτη μου (http://nefelovatis.blogspot.com)

"Σκοτάδι στα μάτια μου,
μα είχα μάθει να ζω σ' αυτό...
Ώσπου το Φως σου άγγιξε τα βλέφαρά μου,
ώσπου δοκίμασα να σ' αντικρύσω...
Πονάει το Φως
όταν δεν έχεις μάθει να ζεις σ' αυτό...

Όταν γεννιέσαι τυφλός δε φοβάσαι το σκοτάδι...
μα σαν γνωρίσεις το Φως δε θες να γυρίσεις πίσω...
Το ξημέρωμα ίσως αργήσει για μένα,
μα θα το περιμένω...
Ως την τελευταία ανάσα μου...
θα το περιμένω..."

Κομμάτια από κάτι παλιότερο λοιπόν, δικό μου, που όμως τόσο δικό σου ακούγεται αυτή την ώρα...
Και, ναι ματάκια μου, Θέληση κι Αγάπη χρειάζεται για νε βρεις τον εαυτό σου και να νιώσεις μέχρι που μπορείς να φτάσεις με τα φτερά που, αν και σου τα έκρυβαν καιρό πολύ, τώρα πια γνωρίζεις πως στους ώμους τα 'χες από τη μέρα που γεννήθηκες...
Ήρθε η ώρα λοιπόν...

Πέτα..!
Νεφελοβάτης
26-10-2008 @ 09:53
Πολύ οικείο μου μοιάζει αυτό που έγραψες Μαρία, κι ας έχουν τάχα χρονική διαφορά. Μα κάποιοι λένε πως ο χρόνος σχετικός είναι. Δεν υπάρχει στ αλήθεια, προϊόν του μυαλού είναι, και πως το πνεύμα είναι αυτό που τον καθορίζει. Κι αυτόν και μας..

Κι εκείνο είναι που να μας κρατά εδώ μπορεί, ή να μας πάει στου ουρανού τα πέρατα..

Οπότε ναι, Πέτα..!
Black_BattleDragon
03-12-2008 @ 14:02
Για τη χώρα του ονείρου
έχει κινήσει από καιρό,
και ας ξέρει πως την φυλάει
ένα τέρας φοβερό.

Σαν εκείνα που παγώνουν
το αίμα ηρώων και θεών,
σαν εκείνα που εφιάλτες
κάνουν τα όνειρα παιδιών.

Δεν είναι ότι δεν φοβάται
ή η καρδιά του δε λυγά,
σαν το φυλακα θυμάται,
ριγος όλο το κορμί του
παγωμένο διαπερνά.

Και πάλι όμως το ταξίδι
που έχει αρχίσει απο καιρό,
δεν σταματάει...συνεχίζει,
κάποιες φορές μοιάζει να λυγίζει,
μα θυμάται το γιατί και
συνεχίζει...συνεχίζει.

Βλέπεις δεν είναι η ανδρεία
που την καρδιά του οδηγεί,
ούτε το θάρρος των ηρώων
που φλογίζει την ψυχή.

Είναι τρόμος που τον φόβο
κάνει να μοιάζει ελκυστικός,
εκείνον έχει για πυξίδα...
εκείνος είναι ο οδηγός.

Είναι ο λόγος που τον δούλο
κάνει να λεέι φτάνει πια,
που τον κάνει, πάση θυσία,
να παλέψει για λευτεριά.

Έτσι κι εκείνος από καιρό
είχε κουραστεί πολύ,
να ανταλλάζει τη ζωή του
με υποσχέσεις που του δίναν
για ένα ολόχρυσο κλουβί.

.........


Θοδωρή, ένα μικρό κομμάτι από όσα με ενέπνευσε το κείμενο σου... είναι αρκετά μεγάλο και θέλει αρκετή δουλειά σε κάποια σημεία για να το παραθέσω όλο..... αλλά ένα μικρό κομμάτι σαν ευχαριστώ για την έμπνευση. Ο φύλακάς σου υπέροχος...και αν τη βρεις ποτέ αυτή τη χώρα...ίσως μπορέσεις να μου δανείσεις το σπαθί της Αυγής να παλέψω και έγώ τον δικό μου φύλακα!!!


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο