Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130973 Τραγούδια, 269503 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Τρεις Κολάσεις και μια Πεταλούδα…
 «Σκοτεινό, μα δυστυχώς η «Πραγματικότητα» είναι πιο σκληρή και θλιβερή, από κάθε φαντασία.. Μα η φαντασία είναι τ’ όνειρο εκείνο που Πραγματικό ‘θε να γενεί..Μα θυμήσου, πως αυτή μα και κάθε πραγματικότητα, πριν έρθουν στο εδώ, στο εκεί των ονείρων ανήκαν
 
[I][B]Η Παγωμένη Κόλαση.[/B][/I]

Μπορεί η Κόλαση να είναι κρύα; Μπορεί… Μ’ ένα κρύο που καίει σα φωτιά ψυχή και σώμα.. Μπορεί ν’ αποτελείται από ξύλινες καλύβες, χιόνι γκρίζο απ’ τη λάσπη και την τέφρα, μολυβένιο ουρανό, χειμωνιάτικο, χωρίς αστέρια ν’ απαλύνουνε τη μοναξιά.

Πεθαμένος ήτανε κι ας χτυπούσε η καρδιά του, κι ας ανέπνεε.. Το ήξερε με το που έφτασε εκεί τρεις μήνες πριν.

Με το που είδε τα άδεια βλέμματα των κολασμένων αγγέλων που δεσμώτες τους ήτανε. Με το που είδε τη χαρά να τα φωτίζει με ένα μαύρο φως ενώ χτυπούσανε ένα γέρο, ενώ χωρίζανε τα παιδιά απ’ τους γονείς. Με το που ένιωσε τη μαύρη αύρα που έβγαινε από παντού, κι από τη γη ακόμα..

Άντεξε όσο μπόρεσε, πέρα από κάθε προσδοκία του. Ίσως για να απαλύνει λίγο τον πόνο των συντρόφων του. Τελευταίος έμενε πια εδώ και δυο μέρες από κείνους που είχανε έρθει εκεί το Σεπτέμβρη. Και δεν είχε πια λόγο να κρατηθεί.. Έμεινε μονάχος να κοιτά τον μελανιασμένο ουρανό, τα σύννεφα που παράσερνε ο Βοριάς..

Απ΄ τη Βαρσοβία τους είχαν φέρει.. Όλους εκείνους που απ’ τη φρίκη του Γκέτο, και της εξέγερσης γλύτωσαν.. Χιλιάδες άνθρωποι στριμωγμένοι σε μερικά τετράγωνα, με τοίχους από γύρω πανύψηλους.. Και τα τρόφιμα σπάνια, τα φάρμακα ανύπαρκτα.. Και να πεθαίνουν κάθε μέρα δεκάδες από την πείνα και το κρύο.. Τα παιδιά να μην μπορούν να σταθούν στα ποδαράκια τους απ’ την αδυναμία.. Και μετά οι εκτοπίσεις..

Εκεί δεν άντεξαν.. Ξεσηκώθηκαν.. Μήνες είχαν κρατήσει, πολεμώντας τα τάνκς, τα κανόνια και τ’ αεροπλάνα με λιανοτούφεκα και μολότοφ.. Εκρήξεις και καπνοί παντού.. Διαμελισμένα πτώματα αμάχων, γυναικών, γερόντων, παιδιών.. Και μερικές εκατοντάδες να αντιστέκονται σε χιλιάδες πάνοπλους, στις στρατιές του σκότους..

Από κάτι τούνελ βγαίναν και κράταγαν επικοινωνία με τον έξω κόσμο.. Έναν κόσμο που κοιτούσε με συμπόνια μα να βοηθήσει δεν ενδιαφερόντανε.. Φόβος ήταν το συναίσθημα κι αυτών, κι αδιαφορία.. Αρκεί να μην πείραζαν εκείνους τα θεριά.. Μα η αδιαφορία πάντα πίσω γυρνά.. Και ένοιωθε πως θα το έβλεπαν αυτό κάποια στιγμή..

Αντισταθήκαν, μέχρι που όλα ‘γίναν ερείπια, κι αποκαΐδια.. Ήταν τυχεροί όσοι έφυγαν τότε.. Μια και φύγαν με το όπλο στο χέρι, μια και έφυγαν λεύτεροι.. Ενώ εδώ.. Ένας θάνατος ύπουλος, πνιγηρός, μαρτυρικός.. Μα όλα τελειώνουν κάποτε…

«Και γι’ αυτό, αύριο θα φύγω» σκέφτηκε, «απλά θ’ αγκαλιάσω τα σύρματα, κι ως εδώ..»..

Μονάχα να μπορούσε να δει ένα αστέρι.. Μα η κόλαση τη χάρη δεν του κάνει, γιατί ξέρει πως στο φως αύριο, μακριά της, θα αποδράσει..

Η εικόνα απομακρύνεται, τον βλέπεις που στέκει στο ξεχαρβαλωμένο παράθυρο, μια σκελετωμένη φιγούρα, τυραννησμένη μα στητή, να κοιτά τον ουρανό..

Κι όσο απομακρύνεται, βλέπεις μια άθλια παράγκα, σειρές από δαύτες, κάποιες καμινάδες στο βάθος να ξερνούν καπνό, τα συρματοπλέγματα, και μετά..

Την Πύλη..

[I]«ARBEIT MACHT US FRIE»,

«Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ»…


- Εβραίος κρατούμενος, Άουσβιτς, Χειμώνας του 1943..[/I]


[I][B]Η Πύρινη Κόλαση.[/B][/I]

Οι φλόγες ‘κάναν τη νύχτα μέρα, μια μέρα πιο καυτή από έρημο. Φτάναν στα ουράνια σα να θέλανε να κάψουν και τ’ αστέρια ακόμα. Καταβροχθίζαν με μια ψυχρή μανία τα πάντα. Κτίρια, δέντρα, δρόμους, ζώα, ανθρώπους, ζωή… Όλα στάχτη στο όνομα της αντεκδίκησης, της νίκης, της Ελευθερίας..

Ανήμπορος, αποκαμωμένος μ’ ανοιχτές πληγές στο καψαλισμένο δέρμα του, κοιτούσε τα θεριά που βρυχιόνταν.. Μια ζωή είχε αφιερώσει να τα πολεμά. Και τις πιότερες φορές τα κατάφερνε. Εύκολα ή δύσκολα νικούσε. Μα όχι τώρα, όχι αυτά τα αφηνιασμένα κτήνη που η «ανθρώπινη» φαντασία εξαπέλυσε, απ’ τα πιο σκοτεινά βάραθρα του μυαλού της βγαλμένα.

Όχι με καμένα χέρια, όχι χωρίς το πιο δυνατό του όπλο παρμένο απ’ τη μανία τους. Ναι ακόμα και το νερό είχε καταπιεί πια..

Η τέφρα κάλυπτε τον ουρανό, αστέρια πουθενά, ένας λίβας να κυλά μαινόμενος προς το κέντρο της φωτιάς.. Και η μυρωδιά της καμένης σάρκας, των ζωών που ουρλιάζουν πεθαίνοντας να ταλανίζει την ψυχή του..

Μα εκεί μες τα ερείπια που περιφέρεται σαν χαμένος, ξάφνου βλέπει.. Ένα μικρό παιδικό χεράκι να κρατά σφιχτά ένα καψαλισμένο, άλλοτε ολόλευκο αρκουδάκι.. Μια ελπίδα αχνοφέγγει στην καρδιά του, καθώς χύνεται ξέφρενα μπροστά, καθώς μετακινεί τα χαλάσματα, καθώς του λέει πως μπορεί να μη χαθήκαν όλα..

Βγάζει κομμάτια του τοίχου απ’ το κορμάκι της μικρούλας, μέχρι που αποκαλύπτει το πρόσωπο της.. Ένα χλωμό αγγελούδι, που πετάξανε οι θεοί στη γη, μια αχτίδα φωτός μες τα σκοτάδια που ζηλέψανε την ομορφιά του και το πήραν ξανά πίσω…

Το σκοτάδι τον τυλίγει καθώς κρατά στην αγκαλιά του το άψυχο κορμάκι.. Καθώς ξεπλένει με τα δάκρυά του το προσωπάκι της…

Εκεί τον βρίσκει το τρίτο κύμα των βομβαρδιστικών, που ξερνά την κόλαση απ’ την κοιλιά τους, στο σακατεμένο κορμί της ανοχύρωτης πόλης. Μα εκείνος το φως καλωσορίζει, καθώς με τα’ αγγελούδι αγκαλιά μακριά από τούτη δω την κόλαση..

Καθώς η εικόνα απομακρύνεται, βλέπεις τη θάλασσα της φωτιάς να καταβροχθίζει κτήρια και ναούς, να φέγγει σα φάρος, μα όχι από εκείνους που φέρουν την παρηγοριά στους ναυτικούς, μα απ’ τους άλλους, που ελκύουν του θανάτου τα πουλιά..

Τα βλέπεις, σιδερένια αεροπλάνα, με μίσος και απανθρωπιά γιομάτα, να έρχονται σαν όρνια να αποτελειώσουν τη δουλειά τους, ξερνώντας το θάνατο απ’ τις παραγεμισμένες τους κοιλιές.

Και κάπου μακριά, η φιγούρα ενός τσακισμένου άνδρα με ένα άψυχο παιδικό κορμάκι στην αγκαλιά, να κοιτά θαρραλέα ψηλά… Σα να βλέπει στον ουρανό, τα μάτια ενός αδιάφορου κι αιμοσταγή θεού, και να τον κοιτά αγέρωχα, με όλη την μεγαλοπρέπεια που μόνο ένας άνθρωπος, το ατελές αυτού το «κατασκεύασμα», μπορεί να έχει..


[I]- Γερμανός Πυροσβέστης, Δρέσδη (ανοχύρωτη, γεμάτη πρόσφυγες πόλη, Χειμώνας του 1945.)[/I]



[I][B]Η κόλαση της Θλίψης…[/B][/I]


‘Ένοιωθε πως είχε πάνω της όλα τα βάσανα του κόσμου. Σκυφτό ήτανε το κορμί της, σαν γριάς, κι ας ήταν τριάντα μοναχά.. Ρυτίδες αυλάκωναν το μέτωπο, κι είχανε χαράξει ιστούς γύρω από τα πανέμορφα μάτια της.

Ασήμι στόλιζε τα μαλλιά της, και θλίψη ανέβλυζε απ’ το βλέμμα της. Θλίψη μα και αγάπη, για τη φιγούρα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Τον αγαπούσε τον άντρα της.. Είχαν περάσει τόσα μαζί.. Από τότε που ήταν παιδιά ακόμα και παίζαν ανέμελα στις αλάνες.. Πάντα ήταν δίπλα της να την παρηγορεί, να τη συντροφεύει, να την κάνει να πετά..

Μα τώρα κείτονταν ανήμπορος μια και το σώμα του είχαν σακατέψει.. Μια σφαίρα «αδέσποτη» είχε καρφωθεί στην σπονδυλική του στήλη, ένα απόγευμα που γύριζε απ’ τη δουλειά.. Παράπλευρες απώλειες το ονόμαζαν οι κυνηγοί αυτών που την Ελευθερία τους ζητούσαν.. «Τρομοκράτες γυρεύαμε», ακούς να λεν στις «σοφές» συζητήσεις διάσημων καναλιών, της εξουσίας τα φερέφωνα..

Μα η ψυχή του φλογερή, έλαμπε σαν φως μες τα σκοτάδια.. Ότι κι αν έκαναν, εκείνη να τη λυγίσουν, δε μπορούσαν..

Μέχρι που βρήκαν τρόπο, σκέφτηκε.. Και γύρισε να κοιτάξει στο άλλο δωμάτιο του φτωχικού τους.. Το παιδικό κρεβατάκι.. Εκεί που η κορούλα τους τραβούσε το δικό της Γολγοθά..

«Λευχαιμία» αποφάνθηκαν οι γιατροί.. «Μα τυχερή η μικρούλα μες την ατυχία της, μια και είναι από αυτές που θεραπεύονται..» Μα οι δεσμώτες τους, αλλιώς αποφασίσαν…

«Όσο υπάρχουν τρομοκράτες, τίποτα δε θα περνά..» Ούτε καν τα φάρμακα..

Τίποτα δεν τους είχανε αφήσει.. Όλα με το δελτίο και δυσεύρετα και δουλειές πουθενά.. Και το τοίχος, εκείνο της ντροπής και της παραφροσύνης, εκείνο της τυρανίας, αδιαπέραστο.. Από τότε που το υψώσανε, μονάχα λιγοστά εφόδια περνούσαν, μέσα από κάτι τούνελ, κάτω απ’ τη μύτη των θεριών..

Μα και στη δικιά της ψυχή η φλόγα έκαιγε σταθερή και καθάρια.. Σκυφτή, μα κι αποφασισμένη, έδεσε το καλύτερο μαντήλι της, χιλιοπλυμένο σαν όλα τα’ άλλα, μα ήταν το αγαπημένο του, για να προφυλαχτεί από το κρύο..

Σιωπηλά τους αποχαιρέτησε και βγήκε στο δρόμο.. Εκεί αντάμωσε κι άλλες σκυφτές φιγούρες.. Που πορευόταν προς το τείχος..

Δεν είχαν άλλο όπλο πέρα απ’ την αλήθεια που κρύβανε μέσα τους.. Για το δίκιο που τις έπνιγε.. Κι απ’ τη θλίψη και την αγανάκτηση για τ’ άδικο και τον πόνο που οι δεσμώτες τους απλόχερα τους χάριζαν…

Όσο απομακρύνεται η εικόνα τις βλέπεις, να πορεύονται σα ζωντανό ποτάμι, κι αλυσίδα να φτιάχνουν από κορμιά, θαρραλέα προς το τοίχος και τα προτεταμένα όπλα να προχωρούν..

Έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν είχαν να χάσουν πια.. Μα την ψυχή τους δε θα την ‘πέρναν τα θεριά..


[I]- Παλαιστίνια μάνα, πορεία προς το τείχος της λωρίδας της Γάζας, άνοιξη του 2008… [/I]



[I][B]Η Πεταλούδα…[/B][/I]

Μια μορφή σ’ ένα δωμάτιο σκυφτή μπροστά σε μια οθόνη.. Διαβάζει και νιώθει το βάρους του πόνου και της θλίψης, που ξεχύνονται μέσα από την ιστορία, διαμέσου των αιώνων και να απειλούν να την πνίξουν..

Διαβάζει γι’ αυτά που κάνει ο «άνθρωπος» στον άνθρωπο, ανήμπορα κοιτάζει τα ρυάκια του αίματος που κυλάν απ’ την αυγή του χρόνου για να γιγαντωθούν σε χείμαρρους, και κείνοι σε ποτάμια που ασταμάτητα παρασέρνουν στο διάβα τους ψυχές, αξίες, συναισθήματα κι αγάπη, και όλο μεγαλώνουν όσο «εκπολιτίζεται» η ανθρωπότης.. Και σκέφτεται πως, το «αιμοπότης» μπορεί να είναι πιο εύστοχο σαν έκφραση..

Κοιτά την ομορφιά να ποδοπατιέται, τα όνειρα να γκρεμίζονται, το κτηνώδες, άλογο και ηλίθιο μίσος, να σκορπά τα ροδοπέταλα του ονείρου στον αγέρα..

Βιβλία να καίγονται, μαζί με ιδέες, μαζί μ’ άξιους ανθρώπους από θεριά που μοναχά εξουσία και κοπάδια άβουλα λαχταρούν να οδηγούν..

Κοιτά τα πρώην θύματα να γίνονται πιο άγριοι, πιο αιμοδιψείς θύτες απ’ τους θύτες τους.. Στο όνομα της εκδίκησης, και της «επανόρθωσης», άφθονο αίμα αθώων να θυσιάζουν βορά του «Δημιουργού»..

Και το μίσος, τον κύκλο του να κάμνει..

Και νιώθει τόσο ανήμπορα.. Μια ματαιότητα, μια καταχνιά τα πάντα τα σκεπάζει.. Ένα σκοτάδι βαθύ το φως της ψυχής χαιρέκακα ρουφά..

Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει κάτι, πώς μπορεί το κακό να αλλάξει, σ’ αυτό που γίνεται, μα και σ’ ότι έρχεται, ν’ αντισταθεί..;

Κι οι ώμοι καμπουριάζουν πιο πολύ.. Κι η καταχνιά όλο και πυκνώνει.. Και οι τοίχοι σα να θέλουνε το δωμάτιο να καταπιούν..

Μέχρι που μια σκέψη, από ψηλά θαρρεί, σαν πεφταστέρι πέφτει, και τα σκοτάδια αποδιώχνει..

Μια σκέψη για ‘κείνο το φαινόμενο που είχε παλιά ακούσει.. «Το φαινόμενο της Πεταλούδας..» τ’ αποκαλούν..

Που μια πεταλούδα σαν πετά στην Κίνα, μπορεί να προκαλέσει τυφώνα που την Αμερική συνταράσσει..

Κάνοντας κάτι τόσο δα μικρό, τόσο απλό.. Τόσο φυσικό για ‘κείνη…

Να πετά..

Κι όμως μπορεί μ’ αυτό να αλλάξει τα πάντα.. Να προκαλέσει τόσο μεγάλη αναταραχή, ανέμους να γεννήσει, που κανείς να δαμάσει δεν μπορεί..

Και τότε βλέπεις τη φιγούρα να χαμογελά.. Γιατί ξέρει.. Πως αφού και το πιο ταπεινό πλάσμα, να αλλάξει τους καιρούς μπορεί, μπορεί και ο καθένας..

Αρκεί ίσως το αυτονόητο να κάνει.. Αυτό που κομμάτι της φύσης του ανθρώπου αποτελεί..

Ένα χαμόγελο, ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο, μια πράξη συμπόνιας, σκέψη, λόγος, λογική κι αγάπη.. Για τον εαυτό και για τον άνθρωπο.. Για όλους όσους αξίζει πραγματικά να λέγονται άνθρωποι..

Και το χαμόγελο τα μάτια της ψυχής φωτίζει, μια και νιώθει τα φτερά στην πλάτη να ανοίγουν..

Και καθώς η εικόνα απομακρύνεται, βλέπεις να κοιτά ψηλά, πέρα από της πολιτείας τα φωτεινά σκοτάδια.. Πέρα από τσιμέντα, σύρματα, όρια, και φραγμούς..

Βλέπεις να κοιτά προς τ’ αδέρφια του..

Προς τ’ αστέρια να κοιτά…


[I]- 2009, Τώρα, Εσύ… [/I]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 11
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Μονοπάτια για Αλλού, κι από Αλλού Φερμένα
      Κατηγορίες
      Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία,Κοινωνικά & Πολιτικά
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ότι μπορεί κανείς να ονειρευτεί δεν είναι ποτέ χαμένο
 
Νεφελοβάτης
18-01-2009 @ 22:35
Η παραπάνω ιστορία έχει γραφεί εδώ και έξι μήνες.. Με αφορμή ένα δημοσίευμα που αναφέρονταν στις Παλαιστίνιες μάνες που έκαναν μια ανθρώπινη αλυσίδα, έξω από το τείχος του αίσχους στη λωρίδα της Γάζας.. Μια και ήταν χειρόγραφο, πάντα κάτι άλλο έγραφα και δεν το μετέτρεπα σε ηλεκτρονικό κείμενο…

Και η «Πραγματικότητα», της Εβραϊκής εισβολής με πρόλαβε.. Αυτά παθαίνει κανείς σαν αργεί λοιπόν..

Παρόλα αυτά είναι ακόμα επίκαιρο. Ίσως τώρα πάλι να ‘ναι και πιο επίκαιρο από τότε…

Καλό μας ξημέρωμα, καλή μας μέρα, και όχι μόνο κυριολεκτικά..
mantinada
18-01-2009 @ 22:41
Σ' αρέσει να με βλέπεις να κλαίω,
δεν εξηγείται διαφορετικά...

Κάπως έτσι αντιδρώ σε κάθε σου ανάρτηση και δεν είναι λόγω προκατάληψης από μέρους μου στο πρόσωπό σου,
το ξέρεις αυτό φαντάζομαι...

Είναι που μπορείς ν' αγγίζεις τις πιο ευαίσθητες χορδές μου,
όπως μπορείς και το κάνεις σε κάθε αναγνώστη των κειμένων σου...

Συντροφιά ήμασταν όταν το έγραψες,
τότε, πριν μερικούς μήνες...
Διάβαζα εκείνο το χειρόγραφο κι ένιωθα τα μέσα μου να ριγούν...

Πέρασε καιρός από τότε,
ζητούσα να δω δημοσιευμένη "την πεταλούδα",
έτσι μ' άρεσε να το αποκαλώ,
μα πάντα κάτι άλλο προέκυπτε,
πάντα έλεγες "δεν είναι ώρα ακόμα"...

Επιτέλους λοιπόν,
η "πεταλούδα" άνοιξε τα φτερά της κι είναι εδώ...

Ένα ακόμα αριστούργημα,
μια όψη της πραγματικότητας διαφορετική από αυτή που μας έχουν συνηθίσει,
μια πραγματικότητα που "ξυπνάει" τη σκέψη μας...

Να είσαι πάντα καλά Ουρανέ μου,
και να μας προσφέρεις πάντα τις εικόνες σου,
να μας προσφέρεις πάντα τροφή για σκέψη...

Καλό μας ξημέρωμα Ουρανέ μου,
καλή μας μέρα,
με κάθε έννοια...

::love.:: ::hug.::
χαμογελο
19-01-2009 @ 00:03
.............Τα λογια ειναι περιττα...........

Καλημερα ::yes.:: ::yes.:: ::yes.::
mychoco
19-01-2009 @ 01:03
::up.:: ::up.:: ::up.::
azoritis
19-01-2009 @ 01:19
κόλαση,κόλαση, θεριά, θεριά.πραγματικότητα.που μας αγγίζει μας ξυπνά.
::up.:: ::smile.::
Ναταλία...
19-01-2009 @ 02:31
Και τότε βλέπεις τη φιγούρα να χαμογελά.. Γιατί ξέρει.. Πως αφού και το πιο ταπεινό πλάσμα, να αλλάξει τους καιρούς μπορεί, μπορεί και ο καθένας..

Αρκεί ίσως το αυτονόητο να κάνει.. Αυτό που κομμάτι της φύσης του ανθρώπου αποτελεί..

Ένα χαμόγελο, ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο, μια πράξη συμπόνιας, σκέψη, λόγος, λογική κι αγάπη.. Για τον εαυτό και για τον άνθρωπο.. Για όλους όσους αξίζει πραγματικά να λέγονται άνθρωποι..

Και το χαμόγελο τα μάτια της ψυχής φωτίζει, μια και νιώθει τα φτερά στην πλάτη να ανοίγουν..

Πολύ συγκινητικό ::yes.:: ::yes.:: ::up.::
iraklisv
19-01-2009 @ 02:45
Ενεργή Συνείδηση,να είσαι καλά.
oneirodromio
19-01-2009 @ 04:37
::smile.::
frozenangel
19-01-2009 @ 09:33
Δεν εχω λογια.............. ::smile.:: ::hug.::
Αστεροτρόπιο (Jeny)
19-01-2009 @ 14:48
Ρε Θοδωρή, χτύπησες χορδές τώρα!
Δεν μπορείς να φανταστείς τι, αλλά σ' ευχαριστώ.
Νεφελοβάτης
21-01-2009 @ 15:32
Μ αρέσει να βλέπω κάτι που μ’ αγγίζει, κάτι που με κάνει να δακρύζω, να μπορεί να κάνει το ίδιο και σε σένα. Όπως τότε που το έγραφα, τότε που στο διάβαζα..

Αλλά να σε βλέπω να κλαις.. Όχι δεν είναι από αυτά που μ’ αρέσουν.. Αν και πολλά γραπτά μου, μπορεί δάκρυα να φέρνουν..

Το συγκεκριμένο άργησα πολύ να το ανεβάσω, πάντα κάποιο άλλο θέμα την προσοχή μου είχε, για κάτι άλλο έγραφα.. Ήρθε η ώρα του όμως. Και είναι ακόμα πιο επίκαιρο πλέον.. Δυστυχώς..

Μια και είναι μια πραγματικότητα που την όψη και την εικόνα της μέσα μας την έχουμε.. Όσο κι αν προσπαθούν να μας κάνουν να την ξεχάσουμε οι άλογοι σοφοί μέσα από τα γυαλιά της οθόνης που λήθη να σκορπίσει προσπαθεί..

Να είσαι καλά Θάλασσά μου, καλό Ξημέρωμα…


Σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη, καλό ξημέρωμα.


Καλησπέρα Φωτεινή. Σ’ ευχαριστώ.

Ναι έχει πολλά μέσα του το γραπτό, από θεριά, κολάσεις, θύματα και θύτες που ρόλους αλλάξαν. Όπως και το δικό σου το γραπτό αυτής της μέρας.. Σαν την πραγματικότητα που ζούμε. Σ’ ευχαριστώ azoritis. Καλό βράδυ.


Καλησπέρα Ναταλία. Σ’ ευχαριστώ.


Σ’ ευχαριστώ iraklisv. Καλό ξημέρωμα.


Καλησπέρα Βίκυ. Σ’ ευχαριστώ.


Σ’ ευχαριστώ πολύ Γιώτα. Καλό βράδυ.


Καλησπέρα Τζένη. Πράγματι δεν ξέρω τι χορδές χτύπησα, μα χαίρομαι που σε άγκιξε.

Να είσαι καλά, και καλό ξημέρωμα να έχουμε.

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο