Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 1ο)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269435 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 1ο)
 
[I]Δημοκρατία του Τράνσβααλ, Πρετόρια.
29 Αυγούστου 1888

Αγαπητέ Κύριε Τζόρνταν,
Το εμπόρευμά σας είναι ήδη στη Βρέμη. Θα φτάσει στο Λονδίνο σε δέκα μέρες ακριβώς, στις 8 Σεπτεμβρίου, με το πλοίο «Σιλφ». Το ίδιο βράδυ θα το έχετε στα χέρια σας. Η παράδοση θα γίνει στη γωνία των δρόμων Κομέρσιαλ και Γουαϊτσάπελ ακριβώς στις 10 το βράδυ. Μην ξεχάσετε τα χρήματα, κάτι τέτοιο θα ήταν τρομερό…

Ειλικρινά δικός σας,
Δρ. Όλιβερ Κέρνερ.

ΥΓ: Ήταν τιμή μου να συνεργαστώ με την εξοχότητά σας. Ανυπομονώ για τη συνέχιση της προσοδοφόρας συνεργασίας μας.[/I]


[U]ΛΟΝΔΙΝΟ – 10 μέρες αργότερα[/U]

Η άμαξα που διέσχιζε τους πολυσύχναστους δρόμους του Λονδίνου είχε μέσα μόνο έναν επιβάτη. Το όνομά του ήταν Σάμιουελ Τζόρνταν ή μάλλον καλύτερα –όπως ο ίδιος προτιμούσε– Λοχαγός Σάμιουελ Τζόρνταν. Είχαν περάσει βέβαια πολλά χρόνια από τότε που είχε κρεμάσει στον τοίχο του υπνοδωματίου του τη στρατιωτική του στολή. Τη στολή που τίμησε όσο λίγοι και τη στολή με την οποία δοξάστηκε όσο λίγοι στα μέτωπα του πολέμου. Τώρα πια που είχε περάσει αισίως στην έκτη δεκαετία της ζωής του όλα αυτά ήταν μια μακρινή ανάμνηση και θα τα είχε σχεδόν ξεχάσει αν δεν του τα θύμιζαν τα μετάλλια ανδρείας που του είχαν απονεμηθεί και που προτιμούσε να γυαλίζει ο ίδιος και όχι κάποιος υπηρέτης του μια φορά κάθε δύο εβδομάδες, σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια. Ήταν ένας άνδρας όχι ιδιαίτερα ψηλός, αλλά οπωσδήποτε πολύ γυμνασμένος. Στιβαρός και γεροδεμένος, με πλάτες και ώμους που θαρρείς πως είχαν κουβαλήσει πολλά βαριά φορτία. Ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να διατηρηθεί σε καλή φυσική κατάσταση ακόμα και τώρα, αλλά όπως παραδεχόταν κι αυτός, παλιότερα το σώμα του ήταν πολύ πιο γερό. Με πιο δυνατούς μύες και γυμνασμένα πόδια που μπορούσαν να περπατήσουν δεκάδες χιλιόμετρα χωρίς να αισθανθούν κούραση. Τώρα πια κουραζόταν κάθε μέρα όλο και πιο εύκολα όταν έκανε την πρωινή του γυμναστική και επιπλέον ένιωθε τα τραύματα που είχε αποκτήσει από τα μέτωπα του πολέμου να τον πονούν κάθε που άλλαζε ο καιρός.
Τα ρούχα του, συνήθως, μαρτυρούσαν την καλή οικονομική του κατάσταση, αν και η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη μέρα είχε ντυθεί κάπως πιο συμβατικά. Τίποτα ακριβό. Μόνο ένα ψηλό καπέλο και ένα μαύρο μακρύ πανωφόρι που κάλυπτε επιμελώς όλο του το σώμα. Ο ίδιος το είχε κουμπώσει σφιχτά και θα μάντευε κανείς ότι κρύωνε, αν και ο χειμώνας είχε ακόμα αρκετό καιρό για να μπει στο Λονδίνο που, ωστόσο, ήταν μέσα στην υγρασία. Ειδικά στους δρόμους που κυλούσε η άμαξα του Λοχαγού.
Ο Σάμιουελ Τζόρνταν εκείνο το απόγευμα είχε μόλις σχολάσει από τη δουλειά του στο υπουργείο εξωτερικών στο οποίο εργαζόταν τον τελευταίο χρόνο, ως σύμβουλος του υπουργού. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο χρυσό του ρολόι, δώρο του πατέρα του, που ονομαζόταν επίσης Σάμιουελ Τζόρνταν. Όταν πριν από τριάντα χρόνια άφηνε την οικογενειακή εστία για τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, ο πατέρας του, έμπορος στο επάγγελμα και από τους μεγαλύτερους του Λονδίνου, του εμπιστεύτηκε το ρολόι, υπό μια προϋπόθεση: να το δώσει ο ίδιος στο δικό του γιο. Προϋπόθεση που πάντως δεν είχε εκπληρώσει ως τώρα ο Σάμιουελ Τζόρνταν και αυτό ήταν κάτι που τον κυνηγούσε όλα αυτά τα χρόνια της ζωής του. Η κύρια αιτία που δεν είχε αποκτήσει παιδιά ήταν ο αιφνίδιος θάνατος της γυναίκας του. Το 1866 μια μεγάλη επιδημία χολέρας εξαπλώθηκε πάνω από την πόλη του Λονδίνου, αφήνοντας πίσω της γύρω στους 5,000 νεκρούς, ανάμεσά τους και την Άναμπελ Τζόρνταν, που τότε ήταν μόλις 25 χρονών, στο δεύτερο χρόνο του γάμου της με το σύζυγό της. Για τον Σάμιουλ τότε, άλλαξαν πολλά πράγματα στη ζωή του. Για ένα χρόνο περίπου κλείστηκε στον εαυτό του και στο σπίτι του, μην μπορώντας να πιστέψει πως η αγαπημένη του γυναίκα είχε φύγει από τη ζωή. Αργότερα, είδε τον εαυτό και πάλι να αλλάζει ρότα. Το 1868 άρχισε τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο, που κράτησαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 20 ολόκληρα χρόνια. Και τώρα είχε γυρίσει και πάλι στη γενέθλια πόλη του, το Λονδίνο.
Ο Σάμιουελ Τζόρνταν είχε γεννηθεί μια ιστορική μέρα για την Αγγλία. Την ώρα που η οικογένειά του γιόρταζε τη γέννησή του, στις 20 Ιουνίου του 1837, οι Βρετανοί γιόρταζαν για την άνοδο στο θρόνο της νέας τους βασίλισσας. Η Βικτώρια ανέβαινε στο θρόνο 27 μόλις μέρες μετά την ενηλικίωσή της. Παρά την έντονη αμφισβήτηση που δέχτηκε στην αρχή της βασιλείας της, όντας τόσο νέα και παρά τις τέσσερεις απόπειρες δολοφονίας εναντίον της, η Βικτώρια κρατούσε, πλέον, για περισσότερο από μισό αιώνα στα χέρια της τις τύχες της Βρετανικής αυτοκρατορίας, στη γη της οποίας ο ήλιος δεν έδυε ποτέ...
Η άμαξα στην οποία καθόταν αναπαυτικά ο Σάμιουελ Τζόρνταν, περνούσε μέσα από τους πολύχρωμους δρόμους του Λονδίνου, από τους οποίους ο Σάμιουελ είχε πολλά χρόνια να περάσει. Δεν είχε ούτε 4 μήνες που είχε επιστρέψει στο Λονδίνο και η ενασχόλησή του στο υπουργείο δεν του άφηνε και πολύ ελεύθερο χρόνο για κοινωνική ζωή. Ο Τζόρνταν έφτασε ως τις ανώτερες θέσεις του υπουργείου, έπειτα από μια ενδιαφέρουσα ζωή και σίγουρα έπειτα από πολύ δουλειά και μεγάλη προσπάθεια. Θυμόταν πως στα παιδικά του χρόνια ήταν το μόνο παιδί της οικογένειας που ο πατέρας του το προόριζε για σπουδές στο πανεπιστήμιο. Ο μεγάλος του αδερφός, ο Άλφρεντ, που είχε πάρει το όνομα του παππού τους, ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός του. Όμως ο Σάμιουελ Τζόρνταν ο πρεσβύτερος επιθυμούσε ο μεγάλος του γιος να τον βοηθήσει στη δουλειά του και όχι να σπουδάσει. Εξ’ άλλου φαινόταν από τα εφηβικά χρόνια των δύο αγοριών ότι ο μικρός Σάμιουελ είχε μεγαλύτερη έφεση στα γράμματα. Έτσι το 1855 έφτασε στο Κέμπριτζ να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες. Τον ίδια χρόνο ο αδερφός του, ασφυκτιώντας στο οικογενειακό περιβάλλον και στον έλεγχο που του ασκούσε διαρκώς ο αυστηρός πατέρας τους, κατατάχτηκε στο ναυτικό. Πριν προλάβει να συνηθίσει στη ζωή του στρατευμένου ναύτη, βρέθηκε στις ακτές της Κίνας, στο Χονγκ Κονγκ συγκεκριμένα, για να συμμετάσχει στην προσπάθεια των Άγγλων και των λοιπών δυτικών δυνάμεων να ελέγξουν το εμπόριο στην Κινεζική αγορά. Η προσπάθεια αυτή κατέληξε στο δεύτερο πόλεμο του οπίου, καθώς ένα σημαντικό προϊόν για το οποίο ξεκίνησε ο πόλεμος ήταν το όπιο, που παρασκευαζόταν στην Αγγλο-ινδική αυτοκρατορία και που οι Βρετανοί επιθυμούσαν να εξάγουν στην Κίνα, με ευνοϊκούς για αυτούς όρους. Ο Σάμιουελ τα έμαθε όλα αυτά όχι κατά την παραμονή του στο Κέμπριτζ, αλλά όταν αργότερα επέστρεψε στο Λονδίνο και είχε την ευκαιρία να αποκτήσει μια πιο σφαιρική άποψη για τον κόσμο γύρω του. Στο μεταξύ ο αδερφός του, ελαφρά πληγωμένος είχε γυρίσει από την Κίνα, έχοντας αποφασίσει ότι το ναυτικό δεν είναι γι’ αυτόν και είχε ριχτεί με μεγαλύτερη διάθεση από ποτέ στη δουλειά, στο εμπόριο του πατέρα τους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Άλφρεντ μάθαινε τα μυστικά της δουλειάς του εμπόρου και ο Σάμιουελ, χωρίς να είναι σίγουρος ακριβώς για το τι θα κάνει στη ζωή του, συνέχισε να σπουδάζει, αυτή τη φορά φιλοσοφία και ιστορία. Το 1863 γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα στο διάστημα που βρισκόταν στο Λονδίνο την Άναμπελ Ρόουλς, την οποία παντρεύτηκε ένα χρόνο αργότερα. Το ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο για τα επόμενα δύο περίπου χρόνια, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι δεν είχε ακόμα παιδιά. Ο Σάμιουελ είχε αρχίσει να εργάζεται σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς και για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ολοκληρωμένος. Η Άναμπελ έκανε κάτι με το οποίο ο σύζυγός της ήταν αντίθετος αλλά δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να της αλλάξει γνώμη. Ήταν εθελόντρια στη «Χριστιανική Ιεραποστολή»[B][U]1[/U] [/B], μια ομάδα που είχε συσταθεί στο Ανατολικό Λονδίνο και είχε σκοπό την ανακούφιση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών και την ένταξή τους στην κοινωνία μέσα από τους κόλπους της εκκλησίας. Η Άναμπελ έδειχνε μεγάλο ζήλο στη δουλειά που είχε αναλάβει και αυτό ήταν κάτι που ο Σάμιουελ βαθιά μέσα του το θαύμαζε. Ο δυνατός χαρακτήρας της γυναίκας του εξ’ άλλου ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους την ερωτεύτηκε. Τελικά αποδείχτηκε ότι οι φόβοι του Σάμιουελ ήταν βάσιμοι. Σε μια δουλειά ρουτίνας (διανομή συσσιτίου ή κάτι τέτοιο) η γυναίκα του προσβλήθηκε από την αρρώστια που λίγες μέρες αργότερα της στοίχησε τη ζωή, όπως και σε τόσους άλλους Λονδρέζους. Ο Σάμιουελ αναρωτιόταν πάντοτε πως ήταν ‘‘τυχερός’’ και δεν κόλλησε κι αυτός τα συμπτώματα. Αργότερα σε ένα από τα ταξίδια του πληροφορήθηκε από έναν Γερμανό γιατρό ότι ήταν πολύ πιθανό η γυναίκα του να κόλλησε την αρρώστια πίνοντας μολυσμένο νερό σε κάποια φτωχογειτονιά του Λονδίνου, πιθανότατα στο Γουαϊτσάπελ (Whitechapel), που είχαν αναφερθεί οι περισσότεροι θάνατοι.
Ενθυμούμενος το Γουαϊτσάπελ, ο Σάμιουελ Τζόρνταν έδιωξε όλες τις μνήμες του παρελθόντος από το μυαλό του και κοίταξε πάλι το ρολόι του. Η ώρα κόντευε 7:30 το απόγευμα. Σε δυόμιση ώρες είχε ένα πολύ κρίσιμο ραντεβού και ήθελε να επιθεωρήσει, όσο ήταν ακόμα μέρα, την περιοχή στην οποία πήγαινε. Δεν ένιωθε και πολύ καλά που έπρεπε να βρεθεί στο Γουαϊτσάπελ μέσα στη νύχτα. Η γειτονιά ήταν γνωστή ως το πιο επικίνδυνο μέρος του Λονδίνου. Οι πιο συνηθισμένοι κάτοικοι ήταν πόρνες και λιμενεργάτες, που έμεναν πολλοί μαζί στο ίδιο δωμάτιο σε κάποια άθλια σπίτια, με μικρό ενοίκιο. Οι ένοικοι των σπιτιών αυτών εναλλάσσονταν διαρκώς, αφού άλλοτε δεν είχαν να πληρώσουν, άλλοτε άλλαζαν σπίτι γιατί δεν άντεχαν τους συγκατοίκους τους, άλλοτε οι πόρνες δε γινόταν αποδεκτές από τους νομοταγείς φτωχούς πολίτες που προσπαθώντας να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη τις έδιωχναν ή τις ανάγκαζαν να φύγουν και άλλοτε απλώς εξαφανίζονταν μυστηριωδώς. Τη νύχτα οι δρόμοι δεν είχαν φώτα και η πυκνή λονδρέζικη ομίχλη έκανε ακόμα πιο επικίνδυνα τα στενά που κατακλύζονταν από κακοποιούς όλων των ειδών: απατεώνες, ληστές, βιαστές, δολοφόνοι είχαν όλοι τους στοιβαχθεί στην περιοχή αυτή στο ανατολικό άκρο (East End) του Λονδίνου, ενώ λίγο πιο κάτω βρισκόταν το λιμάνι του ποταμού Τάμεση, εστία μόλυνσης κι αυτό της πόλης από τυχοδιώκτες και εγκληματίες που κατέβαιναν από τα πλοία που κατέφταναν από όλο τον κόσμο. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν απαράδεκτες. Σκουπίδια βρίσκονταν παρατημένα παντού και μια βρώμα αλλόκοτη απλωνόταν στην ατμόσφαιρα. Μυρωδιές υγρασίας και μούχλας ανακατεμένες με μπόχα που αναδυόταν από τα νεκρά ζώα, αφού ακόμα και γι’ αυτά η περιοχή ήταν πολύ επικίνδυνη για να ζήσουν.
Ο Σάμιουελ Τζόρνταν, βέβαια, δε φοβόταν. Είχε δει στη ζωή του πράγματα πολύ πιο φρικτά και πάντα είχε καταφέρει να τα βγάλει πέρα. Τα χρόνια που πέρασε πολεμώντας στα πιο αφιλόξενα μέρη της γης είχαν σφυρηλατήσει το χαρακτήρα του. Είχε πολλές φορές βρεθεί αντιμέτωπος με σκληρούς πολεμιστές στην αφρικανική γη. Είχε πολεμήσει με ανθρώπους από άγριες φυλές σε ενέδρες που γλύτωνες μόνο αν μπορούσες να πολεμήσεις σώμα με σώμα με αυτούς τους ανθρώπους και να τους σκοτώσεις με τα ίδια σου τα χέρια, είχε πολεμήσει με μισθοφόρους διψασμένους για αίμα. Τα είχε βάλει και με τα ίδια τα στοιχεία της φύσης ακόμα…με τις αρρώστιες που μάστιζαν το στράτευμα και με τις οποίες είχαν καταλήξει πολλοί συμπολεμιστές του. Είχε τιμηθεί με ένα σωρό μετάλλια ανδρείας για το θάρρος που επέδειξε στα μέτωπα του πολέμου. Πώς ήταν δυνατό να φοβάται το Γουαϊτσάπελ, τη στιγμή που είχε περάσει τόσα χρόνια από τη ζωή του φλερτάροντας διαρκώς με το θάνατο; Δε φοβήθηκε ούτε καν όταν άκουσε πριν από λίγες μέρες το νέο για την άγρια δολοφονία μιας πόρνης στην περιοχή. Ο άντρας που τη σκότωσε είχε φερθεί μάλλον απρεπώς στην άψυχη γυναίκα ακόμα και μετά το φόνο, καθώς φαίνεται ότι είχε αφαιρέσει κάποια από τα ζωτικά της όργανα με τη χρήση ενός μαχαιριού. Οι εφημερίδες δεν έδιναν περισσότερες πληροφορίες καθώς, όπως ανέφεραν, οι λεπτομέρειες θα ήταν πολύ απάνθρωπες και σκληρές για το αναγνωστικό τους κοινό.
«Υπόθεση ρουτίνας» είχε σκεφτεί τότε ο Σάμιουελ. Για καλό και για κακό, όμως, κάτω από τα ρούχα του, έκρυβε και ένα μαχαίρι, το οποίο δε θα δείλιαζε να χρησιμοποιήσει αν ένιωθε να απειλείται. Εκτός από το μαχαίρι, όμως, ο Σάμιουελ Τζόρνταν εκείνο το βράδυ κουβαλούσε κάτω από την γερά σφιγμένη πάνω του καμπαρντίνα και λεφτά. Πολλά λεφτά…
Κοίταξε έξω από την άμαξα που κυλούσε αργά πάνω στους δρόμους στρωμένους με πέτρες. Ήταν φανερό ότι πλησίαζε στο Γουαϊτσάπελ. Οι δρόμοι γίνονταν όλο και πιο στενοί και πιο βρώμικοι, ενώ και τα σπίτια στις δυο πλευρές του δρόμου έμοιαζαν πιο φτωχικά.
«Σταμάτα!» φώναξε στον οδηγό του χτυπώντας παράλληλα με το μπαστούνι που κρατούσε το μπροστινό μέρος του κουβούκλιου της άμαξας. Ο οδηγός του διέταξε με μια ελαφρά κραυγή τα άλογα να σταματήσουν. Ο Σάμιουελ έβγαλε το κεφάλι του στο παράθυρο της άμαξας και στράφηκε προς τον οδηγό:
«Που βρισκόμαστε τώρα Τζέιμς;» ρώτησε τον υπάλληλό του, προσπαθώντας παράλληλα να αναγνωρίσει το μέρος.
«Είμαστε στην οδό Λιντενχολ, κύριε» αποκρίθηκε ήρεμα ο άντρας.
«Η οδός Γουαϊτσάπελ είναι μακριά;»
«Όχι κύριε, ξεκινάει στο τέλος ακριβώς αυτού του δρόμου»
«Πολύ καλά.» είπε ο Σάμιουελ. Κατόπιν κατέβηκε από την άμαξα και φόρεσε το καπέλο του. Έριξε μια ματιά και πάλι γύρω του και στη συνέχεια κοίταξε και πάλι το ρολόι του. Την ίδια στιγμή άρχισαν να μαζεύονται γύρω του μικρά παιδιά, με σκισμένα ρούχα, βρώμικα και ατημέλητα πρόθυμα να καθαρίσουν τα παπούτσια του ή να του κάνουν οποιαδήποτε άλλη χάρη έναντι πινακίου φακής.
«Δρόμο από δω, χαμίνια! Αφήστε με ήσυχο, βρωμιάρηδες!» φώναξε ο Τζόρνταν προσπαθώντας ταυτόχρονα να κάνει δρόμο μέσα από το πλήθος των παιδιών που τον είχαν κυκλώσει. Ο αμαξάς άφησε κι αυτός από το πόστο του για να βοηθήσει το αφεντικό του και έριξε και μερικές ψιλές σε κάποια από τα παιδιά, μέχρι να απομακρυνθούν όλα.
«Τζέιμς…» είπε ο Σάμιουελ μόλις έμειναν μόνοι τους στο δρόμο «…άκου με προσεκτικά. Τώρα θα συνεχίσω με τα πόδια ως τον προορισμό μου. Εσύ θα φύγεις από εδώ. Στις 10:05, ούτε λεπτό παραπάνω, θα φέρεις την άμαξα στη γωνία των δρόμων Γουαϊτσάπελ και Κομέρσιαλ, όπου θα σε περιμένω εγώ. Έγινα αντιληπτός, Τζέιμς;»
«Μάλιστα, κύριε. Μόνο που…» είπε διστακτικός ο οδηγός.
«Τι συμβαίνει Τζέιμς;» ρώτησε αυστηρά ο Σάμιουελ.
«Είναι βέβαιος ο κύριος πως θέλει για τις επόμενες δυόμιση ώρες να περιπλανιέται μόνος σ’ αυτήν την περιοχή; Οφείλω να τον ενημερώσω πως είναι λίγο επικίνδυνοι οι δρόμοι εδώ». Ο Σάμιουελ χαμογέλασε φιλικά.
«Καλέ μου Τζέιμς, ο κύριός σου θα είναι μια χαρά, μην ανησυχείς. Μόνο φρόντισε να είσαι εκεί που σου είπα, ακριβώς στις 10:05. Σιχαίνομαι τρομερά την αργοπορία. Κατάλαβες;» Το πρόσωπο του Σάμιουελ Τζόρνταν είχε γίνει πάλι σκληρό και αυστηρό.
«Μάλιστα, κύριε» είπε ο αμαξάς. Ανέβηκε πάλι στην άμαξα και τινάζοντας ελαφρά τα χαλινάρια έκανε τα άλογα να ξεκινήσουν. Ο Σάμιουελ περίμενε να δει την άμαξα να χάνεται στο βάθος του δρόμου και κατόπιν άρχισε να περπατά προς την οδό Γουαϊτσάπελ. Το πρώτο που παρατήρησε ήταν πως ο ουρανός από πάνω του ήταν πολύ βαρύς. Δεν απέκλειε το γεγονός σε λίγες ώρες να έριχνε μια από τις γνωστές Λονδρέζικες βροχές, αν και αυτό ήταν κάτι που ο ίδιος απευχόταν. Κάτι τέτοιο θα έκανε πολύ δύσκολη τη δουλειά του, που ήταν να επιθεωρήσει την περιοχή. Δεν ένιωθε και πολύ σίγουρος, γιατί –πιθανόν σε αντίθεση με τους ανθρώπους που θα συναντούσε– δεν είχε καλή γνώση της περιοχής. Ήθελε, λοιπόν, πριν την προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού, να ρίξει μια ματιά στο χώρο για να σιγουρευτεί ότι δεν κινδυνεύει να πέσει σε κάποια παγίδα. Απ’ όσο γνώριζε η γωνία των δρόμων Γουαϊτσάπελ και Κομέρσιαλ ήταν από τα κεντρικότερα σημεία της γειτονιάς, αλλά ακόμα και αυτό το μέρος, μια νύχτα στις 10 το βράδυ και –πολύ πιθανό– με βροχή ή με ομίχλη δεν ήταν καθόλου ασφαλές.



______________________________
[I]1: πρόκειται για το γνωστό πλέον ως «Στρατό της Σωτηρίας»[/I]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 7
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Πεζογραφήματα
      Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Μάλλον θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής...
 
Θεττάλια
29-01-2009 @ 02:57
Γερή η προσπάθεια, αλλά περιμένουμε και τη συνέχεια αυτού του περίεργου κομματιού εποχής. Το διάβασα όλο.
Το σχόλιο, όταν ολοκληρωθεί το έργο σου. -
Θεττάλια
29-01-2009 @ 02:58
Σόρρυ, είδα μετά ότι είναι το 1ο μέρος. Θα τα πούμε. -
iraklisv
29-01-2009 @ 04:44
Καλογραμμένο, περιμένουμε τη συνέχεια.Να είσαι καλά.
justawoman
29-01-2009 @ 08:15
Καλό μοιάζει Βικ, αν και είναι στην αρχή ακόμη.
Ίσως αν κάνεις λίγο πιο μικρές προτάσεις να γίνει περισσότερο νευρώδες. Πάντως, έχεις ταλέντο στις περιγραφές.
Αλήθεια, από που τόσες πληροφορίες για το Λονδίνο εκείνης της εποχής?
MASTER
29-01-2009 @ 10:26
Σας ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια..
Είναι ακόμα στην αρχή, θα έχει 5 μέρη ακόμα.
Στέλλα είναι σωστό αυτό που λες για τις προτάσεις, το έχω παρατηρήσει κι εγώ. Ίσως κουράζω λίγο, αλλά από την άλλη κρατάω σε εγρήγορση τον αναγνώστη (ελπίζω..)
Όσο για τις πληροφορίες, που να δεις τη συνέχεια...Αφού το ξέρεις ότι είμαι τέρας μόρφωσης! ::razz2.:: ::laugh.::
Θα παραθέσω ένα σημείωμα στο τέλος του διηγήματος να εξηγήσω μερικά πράγματα. Για την ώρα αρκέσου στη φράση "όποιος ψάχνει, βρίσκει" (αλλά έψαξε πολύ καλά αυτή τη φορά...!)
Θεοδώρα Μονεμβασίτη
30-01-2009 @ 15:16
Δεν το διάβασα ακόμη όλο αλλά και μόνο η προσπάθεια που βλέπω με μια γενική ματιά είναι εντυπωσιακή. Μπράβο. Θα το δω πιο προσεκτικά. Έχεις ταλέντο στην περιγραφή πράγματι. Χαίρομαι ειλικρινά.
xxix86
30-01-2009 @ 15:48
Μπράβο MASTER
::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο