Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 3ο)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130617 Τραγούδια, 269432 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 3ο)
 
Ο Σάμιουελ έκανε κι αυτός να γυρίσει στη θέση του, αλλά εκείνη την ώρα ο γέρος τον φώναξε:
«Έι, ξένε! Έχεις πολύ γερά νεύρα και ακόμη πιο γερά χέρια, απ’ ότι φαίνεται. Θα καταδεχτείς να πιεις ένα ποτηράκι με έναν τυφλό πρώην θαλασσόλυκο;» Ο Σάμιουελ δεν έβλεπε το λόγο να αρνηθεί. Πήγε να πάρει την μπύρα του αλλά κατάλαβε ότι το ποτήρι του είχε σπάσει κατά τη διάρκεια του καυγά με τον Μπουτς, οπότε άφησε στο μπαρ το σπασμένο μπουκάλι που ακόμα κρατούσε, παράγγειλε άλλη μια μπύρα και πήγε απλώς και κάθισε στο τραπέζι του γέρου.
«Ώστε εσύ είσαι ο Φρεντ που τους ξέρεις όλους;» είπε την ώρα που καθόταν δίπλα στο γέρο. Το πρόσωπο του γέρου αμέσως φωτίστηκε.
«Ναι!» είπε χαμογελώντας. «Δες με, είμαι τυφλός, κι όμως ξέρω τους πάντες εδώ πέρα, σ’ αυτήν την περιοχή. Αποκλείεται κάποιος να μένει στο Γουαϊτσάπελ και να μην τον ξέρω. Αποκλείεται!» είπε θριαμβευτικά. «Γνωρίζω όλους τους ναύτες, όλα τα πλοία απ’ όπου κι αν έρχονται. Γνωρίζω όλες τις πόρνες της περιοχής. Δε μου ξεφεύγει κανείς και τίποτα εμένα, παλιόφιλε!» Ο Σάμιουελ ανακάθισε στην καρέκλα του και έσκυψε κοντά στο γέρο. Μίλησε σιγά, για να μην τον ακούν οι υπόλοιποι.
«Και το Σιλφ; Το ξέρεις αυτό το πλοίο;» ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον. Ο γέρος σκέφτηκε λίγο.
«Το Σιλφ…; Βέβαια το ξέρω! Για να δούμε… το Σιλφ, λοιπόν…Α ναι! Θυμήθηκα! Έδεσε στο λιμάνι σήμερα το πρωί. Ήρθε από τη Γερμανία, από τη Βρέμη νομίζω. Γερό σκαρί. Κάνει πολλές φορές το δρομολόγιο Βρέμη – Λονδίνο και μετά μπαρκάρει για Νέα Υόρκη. Παίρνει όλους τους φαντασμένους τους Ιρλανδούς που νομίζουν ότι η Αμερική είναι η μεγάλη τους ευκαιρία. Χα χα! Να φανταστείς ότι οι περισσότεροι γυρίζουν πίσω σα βρεγμένες γάτες…και μετά ξέρεις τι κάνουν;»
«Όχι, τι;»
«Έρχονται εδώ, στο Γουαϊτσάπελ, γιατί δεν έχουν που αλλού να πάνε! Άντε στην υγειά σου, παλιόφιλε!» είπε ο γέρος και ήπιε λίγη ακόμα από τη μπύρα του. Φαινόταν ότι ο καυγάς και η κουβέντα που είχε με τον Σάμιουελ του είχαν δώσει το κέφι του πίσω. Συνέχισε να μιλάει, χαρούμενος που κάποιος καθόταν δίπλα του και μπορούσε να του πει τις ιστορίες του: «Τώρα που το είπες, αν ερχόσουν λίγο νωρίτερα θα προλάβαινες έναν από τους ναύτες του Σιλφ, αφού σε ενδιαφέρει τόσο. Μα τι λέω; Ίσως και να τον πέτυχες στην είσοδο. Έφευγε ακριβώς όταν μπήκες εσύ!» Ο Σάμιουελ θυμήθηκε τον άγνωστο με την ξενική προφορά που τον είχε σπρώξει στην είσοδο, χωρίς να του ζητήσει συγγνώμη.
«Αυτός δουλεύει στο Σιλφ;» ρώτησε το γέρο.
«Ναι! Είναι ένας Γερμαναράς ονόματι Καρλ. Καρλ Φιγκενμπέργκερ… Φιγκενμπάουμ[U][B]4[/B][/U] ή κάπως έτσι… Ένας θεόμουρλος τύπος. Εκεί που κάθεται χωρίς να μιλάει, ξαφνικά σηκώνεται και τους βρίζει όλους και μετά ξανακάθεται κάτω και πίνει τη μπύρα του. Μπορεί να του μιλάς και μετά από δέκα λεπτά να μη σε γνωρίζει. Απορώ πως τον εμπιστεύονται όταν έχει βάρδια στο πλοίο. Πρέπει να είναι και τα υπόλοιπα τα ναυτάκια θεότρελα πάνω σ’ αυτό το σκαρί. Τι περιμένεις, όμως, παλικάρι μου, Γερμανοί είναι, τι να ξέρουν από θάλασσα;» είπε και γέλασε ειρωνικά. Στο μεταξύ ο μπάρμαν έφερε στο τραπέζι τους ακόμα μια μπύρα για το Σάμιουελ. Αυτός τη δοκίμασε και μάλιστα του φάνηκε καλύτερη από την προηγούμενη. Ίσως ο καυγάς να τον είχε κουράσει και τώρα η μπύρα να του φαινόταν βάλσαμο. Στράφηκε πάλι στο γέρο.
«Κι αφού ξέρεις όλες τις πόρνες…» του είπε «ξέρεις κι αυτή εδώ που κάθεται πίσω; Ξέρεις και την άλλη που δολοφονήθηκε;»
«Ναι…» είπε σταθερά ο γέρος. «Τούτη εδώ λέγεται Άννι. Τη φωνάζουμε ‘‘Σκοτεινή Άννι’’[U][B]5 [/B][/U]. Έχει χάσει τον άντρα της θαρρώ. Είναι πάντα μελαγχολική και πιωμένη. Δεν είναι εδώ πολύ καιρό. Ίσως λίγους μήνες. Η άλλη, η νεκρή ήταν η Μέρι Ανν». Ο Σάμιουελ κοίταξε την πόρνη και πάλι, αυτή τη φορά με κάποια συμπάθεια. Ήξερε πολύ καλά πως είναι να χάνεις το σύντροφό σου. Γνώριζε τον πόνο της. Δεν μπορούσε, όμως, ούτε καν να διανοηθεί τη ντροπή της που έπρεπε να ζει ως πόρνη για να επιβιώσει.
«Κι εσύ; Πως βρέθηκες εδώ; Απ’ τα ρούχα σου μαντεύω πως κάποτε κι εσύ ήσουν στα καράβια. Τι συνέβη; Πότε τυφλώθηκες;» Ο γέρος κατευθείαν σκοτείνιασε. Έσκυψε το κεφάλι. Ένα μειδίαμα αναπόλησης εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Κούνησε δυο τρεις φορές το κεφάλι του πάνω κάτω και άρχισε να μιλάει.
«Πάει καιρός που δε μου έχει κάνει κάποιος αυτή την ερώτηση. Πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει σε κάποιον καινούριο. Σε κάποιον που να μην ξέρω… Κι εγώ εδώ γεννήθηκα, στο Γουαϊτσάπελ. Ήταν χρόνια δύσκολα, και δεν τα βγάζαμε πέρα εύκολα. Για εμάς η θάλασσα ήταν η μόνη διέξοδος. Στα 17 μου έφυγα για το πρώτο μου μπάρκο. Ταξίδευα για 30 χρόνια συνέχεια και μετά έχασα το φως μου. Δεν έχω παράπονο, πρόλαβα να δω όλο τον κόσμο, όσο ακόμα έβλεπα. Έχω δει πολλά περισσότερα από αρκετούς ζωντανούς στην ηλικία μου και ας είμαι τυφλός για περισσότερα από 20 χρόνια. Τον πρώτο καιρό μετρούσα τα πόρτα στα οποία έδενα. Μετά το σταμάτησα γιατί έχασα το λογαριασμό. Πιο πολύ με δυσκόλευε ότι πολλά λιμάνια έμοιαζαν το ένα στο άλλο. Και τελικά δε θυμόμουν αν είχα περάσει από κει ξανά ή όχι…» Ο γέρος σταμάτησε και έβγαλε την πίπα από την τσέπη του. Τη γέμισε με καπνό και την άναψε. Ήταν φανερό ότι ένιωθε, τώρα, λίγο άβολα. Έπρεπε να ξαναπεί την ιστορία του. «Ένα βράδυ μόλις είχα σκαντζάρει.[U][B]6[/B][/U] Ήμασταν ανοιχτά του Κολόμπο[U][B]7[/B][/U] στον Ινδικό ωκεανό. Ο θεός της θάλασσας είχε κέφια εκείνη τη νύχτα. Τρικυμία, καταιγίδα, ομίχλη, μια νύχτα του διαβόλου! Μου θύμιζε το Λονδίνο! Δε με ένοιαζε η βάρδια μου, όμως και πολύ… Έπινα ρούμι. Πρέπει να είχα πιει πάρα πολύ… Σκεφτόμουν μια γυναίκα. Όσο τη σκεφτόμουν, τόσο έπινα. Η μορφή της με είχε στοιχιώσει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο και εξακολουθούσα να πίνω. Όταν τελείωσε η βάρδια, έκανα να πάω προς το κρεβάτι μου. Θα τελείωνα εκεί το ρούμι. Όμως η τρικυμία ήταν πιο δυνατή απ’ όσο λογάριαζα. Γλίστρησα όταν ένα μεγάλο κύμα μας χτύπησε. Θα μπορούσα να κρατηθώ από κάπου για να μη χτυπήσω, αλλά ήμουν τόσο μεθυσμένος που δε σκεφτόμουν σωστά. Αντί να σώσω τον εαυτό μου, προσπάθησα να σώσω το ρούμι. Κράτησα σφιχτά στα χέρια μου το μπουκάλι για να μη σπάσει. Και τότε έπεσα με δύναμη στο κατάστρωμα και κάπου χτύπησα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Λιποθύμησα. Συνήλθα την επόμενη μέρα. Το πρώτο που θυμάμαι ήταν ότι έψαχνα να βρω το μπουκάλι με το ρούμι και δεν ήταν κοντά μου. Μετά θυμάμαι πως δεν άκουγα άλλο τα κύματα, ούτε τραμπαλιζόταν το καράβι, οπότε συμπέρανα ότι η τρικυμία είχε περάσει. Όμως, ενώ είχα ανοιχτά τα μάτια, δεν έβλεπα τίποτα. Στην αρχή νόμιζα ότι με είχαν βάλει κάπου σκοτεινά. Στο αμπάρι του πλοίου, για παράδειγμα και αναρωτιόμουν γιατί. Μετά κατάλαβα…Η μέρα έξω φώτιζε κι εγώ δεν μπορούσα να δω τον ήλιο. Δεν μπορούσα να δω τίποτα…»
Ο Σάμιουελ είχε μείνει αμίλητος να κοιτάει το γέρο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει κάτι. Τελικά ο γέρος τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Τα θυμάμαι όλα με κάθε λεπτομέρεια» είπε χαμογελώντας πικρά. «Ξέρεις μόνο τι δε θυμάμαι, παλιόφιλε; Δε θυμάμαι ποια ήταν αυτή η γυναίκα… Δε θυμάμαι! Το πιστεύεις; Δε θυμάμαι για ποια γυναίκα έπινα εκείνο το βράδυ. Δε θυμάμαι ποια γυναίκα ήταν η αιτία που έμεινα τυφλός. Τα πρώτα χρόνια τη θυμόμουν. Μετά έσβηνε σιγά σιγά μέσα μου η μορφή της. Στο τέλος ξέχασα και το όνομά της… Αυτό, παλικάρι μου, είναι ο μεγαλύτερός μου πόνος. Ακόμα και στην κατάσταση που ήμουν, τον πρώτο καιρό που ήμουν τυφλός, ένιωθα ότι είχα κάτι δικό μου, κάτι που μου ανήκει. Εκείνη τη γυναίκα… ή έστω, την ανάμνησή της. Και τώρα δεν έχω τίποτα δικό μου πια. Γι’ αυτό τους ξέρω όλους και γνωρίζω λεπτομέρειες για τις ζωές τους. Γιατί δεν έχω τίποτα από τη δική μου ζωή να θυμάμαι. Όσο ήμουν παιδί εδώ στη γειτονιά, με φωνάζανε Φρέντι. Μετά μπάρκαρα και με ξέχασαν. Η μάνα μου πέθανε, τα αδέρφια μου πέθαναν, οι φίλοι μου κι αυτοί πέθαναν, αλλά αυτούς τουλάχιστον τους τύλιξαν με το καραβόπανο και τους έριξαν στη θάλασσα. Αναπαύονται σε κάποιο πέλαγος. Ενώ εγώ είμαι εδώ και σέρνω το κουφάρι μου, τυφλός κι ανήμπορος για περισσότερα από 20 χρόνια. Όταν γύρισα στο Γουαϊτσάπελ κανείς δε με φώναζε πια Φρέντι, γιατί κανείς δε με θυμόταν. Μετά είπα σε όλους την ιστορία μου αυτή, την τελευταία μου ιστορία, γιατί με ρώτησαν. Όπως εσύ απόψε… Και από τότε έγινα ο ‘‘Φρεντ, ο τυφλός’’. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, παλιόφιλε, γιατί έχασα το φως μου επειδή χτύπησα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Εννοώ… τι σχέση έχει το πίσω μέρος του κεφαλιού με τα μάτια; Ξέρεις μήπως εσύ;» είπε απευθυνόμενος στο Σάμιουελ. Ο Σάμιουελ ήξερε, αλλά δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσουν για νευρολογία. Ο γέρος αναστέναξε με πόνο: «Έχασα το φως μου για μια πόρνη, γιατί πόρνη ήταν, αυτό το θυμάμαι! Καλά να πάθω, όμως! Τόσο πολύ ανόητος που υπήρξα… Καλά να πάθω…» Ο Σάμιουελ είχε βρει επιτέλους κάποιον που είχε να πει μια ιστορία σχεδόν τόσο θλιμμένη όσο και η δική του. Έτσι ένιωθε. Για να διώξει την αμηχανία εκείνων των δευτερολέπτων από πάνω του, έβγαλε το ρολόι του και κοίταξε την ώρα. Ήταν 9:15, δεν είχε και πολύ ώρα ακόμη στη διάθεσή του. Η βροχή, όμως, έξω ακουγόταν να πέφτει ακόμα σε αμείωτη ένταση. Ο γέρος έσκυψε κοντά του:
«Σου είπα την ιστορία μου. Τώρα, πρέπει να μου δώσεις κάτι σαν αντάλλαγμα». Ο Σάμιουελ τον κοίταξε παράξενα.
«Δεν μου είχες πει ότι πρέπει να σε πληρώσω για να μου πεις την ιστορία της ζωής σου!» του είπε ενοχλημένος. Ο γέρος γέλασε όσο πιο δυνατά μπορούσε με τη βραχνή φωνή του.
«Χα χα, όχι παλικάρι μου, με παρεξήγησες! Αν και στην κατάστασή μου, θα μπορούσα να βγάλω λεφτά από αυτό... Αλλά όχι, δε θέλω λεφτά. Τι να τα κάνω τα λεφτά; Είμαι μόνος, είμαι γέρος, είμαι και τυφλός. Εγώ σου είπα τι θέλω. Θέλω να συλλέγω τις στιγμές της ζωής των άλλων. Θέλω να μου πεις κι εσύ τη δική σου ιστορία. Αυτό είναι το τίμημα για όλα αυτά που άκουσες.» Ο Σάμιουελ πήρε μια ανάσα. Γιατί όχι; Στο κάτω κάτω είχε λίγο χρόνο ακόμα.
«Για να σου πω την αλήθεια…» ξεκίνησε «όπως εσύ υπολογίζεις τη ζωή σου μέχρι τη μέρα που έχασες το φως σου, έτσι κι εγώ έχω το δικό μου τρόπο να μετράω το χρόνο. Η δική μου ζωή αρχίζει από το σημείο και μετά που έχασα ό,τι πολυτιμότερο είχα. Τη γυναίκα μου…» Ο Σάμιουελ σταμάτησε κι ένιωθε πως δεν μπορούσε να συνεχίσει να μιλά. Σήκωσε τη μπύρα του και ήπιε μια γερή δόση. Κατεβάζοντας το ποτήρι κατάλαβε πως όλοι στο μαγαζί είχαν σταματήσει ό,τι έκαναν και περίμεναν να συνεχίσει την ιστορία του. Ακόμα και ο Μπουτς είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω του. Η πόρνη δίπλα του κοιτούσε κι αυτή το Σάμιουελ με τα μεγάλα μάτια της γεμάτα με πόνο. Θα έλεγε κανείς ότι, έχοντας περάσει τα ίδια με αυτόν, τον λυπόταν. Αυτό ξύπνησε στο Σάμιουελ την αξιοπρέπειά του και κυρίως τον εγωισμό του. Πως ήταν δυνατόν εκείνη, μια πόρνη να λυπάται αυτόν, έναν αξιωματικό του Βρετανικού στρατού; Αισθανόταν, βέβαια, λίγο άβολα, όπως και την ώρα που στεκόταν στην πόρτα, χωρίς να έχει αποφασίσει να μπει. Όπως και τότε αποφάσισε να μπει στο μαγαζί, έτσι και τώρα, αποφάσισε να συνεχίσει να μιλάει, όσο κι αν αυτό θα τον πονούσε. «Ό,τι ζωή κι αν είχα κάνει ως τότε τη διέγραψα… Πέρασα πολλούς μήνες στην απομόνωση του εαυτού μου. Ξέχασα τη δουλειά μου, τους γονείς μου, τον αδερφό μου κι όταν συνήλθα αποφάσισα ότι τίποτα δεν έχει νόημα εδώ στο Λονδίνο. Αποφάσισα ότι έπρεπε να πιστέψω σε κάτι για να ξαναζήσω μια νέα ζωή, πάλι από την αρχή»
«Και τι έκανες;» ρώτησε ο γέρος.
«Κατατάχτηκα στο στρατό» απάντησε ο Σάμιουελ. «Σε ηλικία 30 χρονών, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, κατατάχτηκα στο στρατό εθελοντής. Πέρασα ένα στάδιο ως εκπαιδευόμενος και μετά έφυγα από την Αγγλία. Τις σελίδες της καινούριας μου ζωής είχα αποφασίσει να τις γράψω στην Αφρική!» Ο Μπουτς σηκώθηκε όρθιος και πήρε μια καρέκλα, πήγε στο τραπέζι που καθόταν Σάμιουελ και ο γέρος. Έβαλε την καρέκλα ανάποδα και κάθισε ακουμπώντας τα χέρια του και το στήθος του στην πλάτη της καρέκλας. Με τα χέρια του έκανε νόημα στον Σάμιουελ να σταματήσει και πήρε το λόγο.
«Δηλαδή εσύ μας λες ότι ενώ όλοι προσπαθούσαμε να αποφύγουμε τη στράτευση, εσύ όχι μόνο κατατάχτηκες εθελοντής, αλλά αποφάσισες να πας και στην Αφρική; Στην κόλαση την ίδια;» Ο Μπουτς είχε ξεχάσει το ξύλο που είχε φάει, φαίνεται και ενδιαφερόταν για τις περιπέτειες του Σάμιουελ, ο οποίος με τη σειρά του αναστέναξε.
«Ήθελα από κάπου να κρατηθώ. Κάπου να πιστέψω. Όσο ήμουν κλεισμένος μέσα στο σπίτι μου άρεσε να διαβάζω. Κάποιος μου έκανε δώρο κάποτε το μεγαλύτερο πολεμικό έπος που έχει γραφτεί ποτέ. Την ‘‘Ιλιάδα’’, γραμμένη από έναν Έλληνα, τον Όμηρο, περίπου 2500 χρόνια νωρίτερα. Το βιβλίο μιλούσε για την προσπάθεια που έκαναν για δέκα ολόκληρα έτη οι Έλληνες για να κατακτήσουν μια πόλη στα παράλια της Μικράς Ασίας, την Τροία. Κι όλο αυτό ξέρετε γιατί; Γιατί ένας πρίγκιπας από την Τροία έκλεψε μια Ελληνίδα βασίλισσα. Η ντροπή τους ήταν τόση που κίνησαν με καράβια τους, έσκισαν το πέλαγο και έφτασαν στην Τροία, που την πολιορκούσαν για δέκα χρόνια, αλλά η πόλη δεν παραδινόταν. Ήταν μεγάλη η ανδρεία των πολεμιστών, τόσο των Ελλήνων, όσο και των Τρώων. Ο Αχιλλέας, ο Έκτορας, ο Αίας, ο Διομίδης και τόσοι άλλοι. Πολεμούσαν για την τιμή τους και μόνο, για την τιμή της φυλής τους και της πατρίδας τους. Ήταν πολεμιστές που σέβονταν τους αντιπάλους τους και πολεμούσαν γενναία, χωρίς να φοβούνται το θάνατο. Τότε, λοιπόν, σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο έπρεπε να κάνω κι εγώ. Έπρεπε να υπηρετήσω την πατρίδα μου. Και αν πέθαινα, δε θα ήταν τουλάχιστον, χωρίς κάποιο σκοπό. Θα πέθαινα για την τιμή της Βρετανίας, για τη βασίλισσά μου και για το λαό της! Αν χρειαζόταν να πολεμήσω, δε θα το έκανα φοβισμένος, αλλά από την πρώτη γραμμή της μάχης!» Ο Φρεντ γέλασε:
«Μα την πίστη μου, παλιόφιλε. Με τέτοια μυαλά που κουβαλάς ήταν τύχη που δε σκοτώθηκες!» Ο Σάμιουελ τον κοίταξε βλοσυρός.
«Κι όμως…» ψιθύρισε «κι όμως πέθανα… πολλές φορές! Όσες φορές πέθαιναν μέσα μου οι Αίαντες και οι Αχιλλέες. Δεν το ήξερα, ακόμα. Ο Όμηρος δεν το έλεγε στο βιβλίο του… Η Τροία ήταν ο καλύτερος εμπορικός σταθμός εκείνων των χρόνων. Η τοποθεσία που βρισκόταν ένωνε δύο θάλασσες και δύο στεριές. Οι Έλληνες δεν πήγαν να υπερασπιστούν την τιμή τους, πήγαν να υπερασπιστούν τα εμπορικά τους συμφέροντα. Οι Τρώες εκτός από τις ζωές τους ήθελαν να γλυτώσουν και τα λεφτά τους. Καμιά βασίλισσα δεν κλάπηκε, παίζονταν πολλά περισσότερα από μια βασίλισσα. Έτσι έγινε και στην Αφρική. Εγώ νόμιζα ότι πολεμούσα για τη βασίλισσά μου, αλλά και πάλι, υπήρχαν πολλά περισσότερα συμφέροντα από την τιμή της βασίλισσας. Συμφέροντα που ακόμα και η ίδια η Βικτώρια δεν έμαθε ποτέ για αυτά…» Μια σιωπή απλώθηκε στην παμπ. Ακουγόταν μόνο ο ήχος της βροχής.




______________________________
[I]4: Καρλ Φιγκενμπάουμ: Γερμανός ναύτης, που σύμφωνα με νεότερες έρευνες της Σκότλαντ Γιαρντ, αλλά και ανεξάρτητων ερευνητών ήταν ο πραγματικός «Τζακ ο Αντεροβγάλτης». Συνελήφθη για φόνο στην Αμερική και καταδικάστηκε σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα.
5: Άννι Τσάπμαν (Σκοτεινή Άννι) (9/1841 – 8/9/1888), το δεύτερο θύμα του «Τζακ του Αντεροβγάλτη».
6: σκαντζάρω = τελειώνω τη βάρδια στο πλοίο.
7: η μεγαλύτερη πόλη και πρώην πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα.[/I]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Πεζογραφήματα
      Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Μάλλον θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής...
 
MASTER
31-01-2009 @ 06:45
εδώ το πρώτο μέρος:
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=93328

και εδώ το δεύτερο:
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=93397&step=3
xxix86
31-01-2009 @ 11:11
Τελειώνεις με τη μεγαλύτερη αλήθεια για τους πολέμους...

http://www.youtube.com/watch?v=hU4h3pMNXfA

(''Και στον πόλεμο...για τ'αφέντη το φαί '')

Πρόσφατα είδα ντοκιμαντέρ για τον Τζακ
Πως σου ήρθε μια τέτοια ιδέα για διήγημα ρε MASTER;
Πάντως γνωρίζεις αρκετά γύρω απ' το θέμα και την περιοχή
Αρκετά καλό
::up.::
tomas_to_tomari
31-01-2009 @ 11:35
agapite Βίκτωρα to ergo sou Diamonds in Whitechapel exei ena euxaristo noir aera pou sunvadizei polu kala me to pneuma ths epoxhs
(pou parepitontos mas dineis teleia)

perimenw thn sunexeia

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο