Λαθρομετανάστης

Δημιουργός: azoritis, Γιώργος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Με σάπια βάρκα βγήκε στην ακτή
πενήντα ήτανε ψυχές μαζί του
μαλαματένια μοιάζει η αυγή
ο κόμπος λύθηκε απ'την φωνή του.
Με τα κουρέλια του στην αμμουδιά
προσκέφαλο τα δυο του βάζει χέρια
οι μέρες μες το κύμα πάνε πια
χαμόγελα χαρίζει στα αστέρια.

Μα προβολείς ανάβουν στη στεριά
και κάποιος με πιστόλι τον μαγκώνει
φωνές, βρισιές να σκίζουν τη νυχτιά
πολύ πονά και η καρδιά ματώνει.
Ξημέρωμα τους βρήκε στο κελί
σακιά πενήντα στοιβαγμένα τώρα
τα μάτια τρομαγμένα λεν γιατί
τι έγκλημα να κάναμε στη χώρα.

Σε θάλαμους μετά υποδοχής
παλιά στρατόπεδα υγρά μπουντρούμια
τα χρώματα μαυρίσαν της ψυχής
ο ήλιος χάθηκε μες τα λαγούμια.
Δεν άντεξε μια τέτοια φυλακή
δραπέτευσε και πήγε στο λιμάνι
να ταξιδέψει ήθελε πολύ
σε χώρες που ο άνθρωπος δεν φτάνει.

Δεν έβρισκε το πλοίο της γραμμής
που πήγαινε για τα δικά του μέρη
βαρειές οι ώρες της αναμονής
κυνηγητό, κανένας δεν τον θέλει.
Και βούτηξε στη θάλασσα γυμνός
κατάρτι έκανε το ένα χέρι.
-Μπαμπά, να εκεί ο ναυαγός
-Μπα,λαθρομετανάστης, μη σε μέλει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-05-2009