Τελευταίες λέξεις ενός Ανθρώπου

Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πολλά τ’αστέρια και το χάδι τους δεν άγγιξε το σώμα μου
Τα βράδια που μεθούσα αναπολώντας το φεγγάρι.
Μεγάλο το φεγγάρι και δεν χόρτασα ποτέ να το κοιτάζω
Ν’ανασαίνει πίσω απ’της νύχτας τις λάμπες.
Κοφτές οι ανάσες και δεν μου δώσανε μια χούφτα ζωή
Το θάνατο για να ξεχάσω.
Βούβος ο θάνατος και δεν μπορέσαμε ποτέ να εξηγηθούμε,
Τον ρωτούσα για τον έρωτα και δεν έπαιρνα ποτέ απαντήσεις.
Ερωτεύτηκα τα γαλάζια μάτια της στιγμής
Μα δεν πρόλαβα να της εκμυστηρευτώ τα αισθήματά μου.
Βιαζότανε η στιγμή και δεν φίλησα τα χείλια της,
Έχασα το τρένο που την ταξίδευε και δεν της είπα πόσο μοιάζει
Με το φεγγάρι του μυαλού μου.
Ακατοίκητος λαβύρινθος έχει καταντήσει το μυαλό μου,
Κάθε σκέψη χάνεται στα στενά της φαντασίας,
Κάθε ψέμα διυλίζεται μέχρι να γίνει αδιαμφισβήτητη αλήθεια.
Αλήθεια... περίμενα να ξεστομίσω την αλήθεια και άργησε η στιγμή
Να μου δανείσει τη φωνή της.
Περίμενα να σταματήσει ο κόσμος για ν’ακούσει τη φωνή μου.
Περίμενα να σταματήσεις εσύ, με ζάλισε η ανώφελη αναμονή του ονείρου.
Έγινε η φωνή μου ψίθυρος,
Έγινε η αλήθεια μου αγέρας και φύσηξε απ’τα παράθυρα
Που κόσμος ξέχασε να κλείσει.

«Φέρτε μου πίσω τα φτερά μου.
Εμείς οι Άνθρωποι πρέπει να ‘μασταν κάποτε πουλιά.
Μας κόψανε τα φτερά και μας φορέσανε ετούτα τ’ άχαρα τα πόδια.
Ονειρευτήκαμε τον ουρανό κι ήτανε τάχα αμαρτία.
Μας κλείσανε σε κλουβιά για να κοιτάμε τα αστέρια
Κα να θυμόμαστε τη μέρα που τους είπαμε αντίο.
Για να θυμόμαστε τα βράδυα που τα χώναμε στα στήθια μας
Γιατί ο πόθος για το άπειρο δεν επέφερε τη νέμεση, δεν επέφερε την τίση.
Μας φιμώσανε. Ήτανε μαχαίρια οι λέξεις μας και αφήνανε –είπανε- ουλές
Στο άσπρο της σιωπής το δέρμα. Φέρτε μου πίσω την φωνή
Που μου έκλεψαν οι σιωπές των απανθρώπων.
Ήξερα να τραγουδώ μα μου χαμηλώσανε την ένταση σαν να ‘μουνα
Παράφωνο ραδιόφωνο που ξεκουφαίνει.
Είχα πολλά να δω και μου σβήσανε τα ματιά
Είχα πολλά να πω και μου ξερίζωσαν τα χείλια.
Είχα πολλά να ακούσω και ρίξανε στ’αυτιά μου στάχτες.
Είχα πολλά να νιώσω και σκοτώσανε την πείνα τους
Τρώγωτας τι άλλο, την καρδιά μου.
Φέρτε μου πίσω την καρδιά μου.
Είχα κάποτε μια καρδιά σαν πυρκαγιά,
Κι έκαιγε σαν τζάκι όλο μου το είναι. Και τώρα
Που μου βγάλανε απ’το σώμα την καρδιά μου,
Τι να ‘ναι άραγε το σώμα δίχως το πύρινο πουλί του.
Φέρτε μου πίσω τα κόκκινα φτερά μου.

Μην ξεχάσετε να ρίξετε δάκρυα στο κουρασμένο πρόσωπό μου,
Αφού δεν κάηκα απ’τη φωτιά, ας καώ απ’το νερό σας.»

Αυτές είναι οι τελευταίες μου λέξεις. Στις χαρίζω.
Κουράστηκα, δεν ξέρω πίσω αν θα γυρίσω.
Σβήνει η φωτιά μου, και το ‘πάντα’ μου γίνεται ‘ποτέ’.
Και γίνεται ‘τίποτα’ το ‘πάντα’ μου, τι απορείτε,
Μαζεύω τα όνειρά μου κι επιστρέφω –πού αλλού-
εκεί που ανήκω.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-06-2009