Η θάλασσα των παιδικών μου χρόνων

Δημιουργός: νετη541, ΕΦΗ

...σκόρπια....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info



Η θάλασσα των παιδικών μου χρόνων πάντα αγέρωχη κι απέραντη πίσω απ' τ' ανάχωμα με τους ευκάλυπτους. Με τα βουνά να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές της. Με τα σύννεφα να σκαρφαλώνουν στις κορφές. Βαθιά ίσα με την αμμουδιά νά 'ρχεται φουσκωμένη απ' την αυγή ως το σούρουπο. Ξανά και ξανά. Κι απ' το σούρουπο ως την αυγή παραδομένη στην αγκαλιά του ορίζοντα να ξαγρυπνά με τα μεράκια της ξεθυμασμένα.
Πώς σταματάει ο χρόνος τελικά; Πώς το κορμί θυμάται; Σα χθες που χορεύαμε τις στροφές στα πέταλα, μια από δω, μια από κει. Ένα βουνό ο κάμπος κι ούτε θυμάμαι να είδαμε ποτέ μας αχλαδιές. Σα χθες που προσπερνούσαμε το στρατόπεδο κι ένα “κοντεύουμε” απλωνόταν στα χείλια. Και πάντα κάπου εκεί στις στροφές εγώ ζαλιζόμουν μα ποτέ δε με σταμάτησε αυτό απ' το ν' αρπάξω το σακούλι με τα λούπινα.
Ώρες ατέλειωτες ο δρόμος και τις ξεπλήρωνε με βουτιές. Ώρες ατέλειωτες μα ποιός μετρούσε πόση αρμύρα κουβαλούσαμε το βράδυ στα σεντόνια. Τέσσερα πιτσιρίκια τότε με τη γκαζολάμπα σβηστή για οικονομία, στρωματσάδα στο πάτωμα να φτιάχνουμε ιστορίες για φαντάσματα και για νεκροταφεία, να τρομάξουμε ο ένας τον άλλον. Μέχρι ν' ακουστεί το πρώτο βήμα στην σιδερένια σκάλα κι όλοι οι ψίθυροι κόβονταν με μιας κι έπεφτε ένας σκασμός και κάναμε τους κοιμισμένους. Σιγά που δεν το καταλάβαιναν οι μεγάλοι δηλαδή, αλλά καμώνονταν πως το πιστεύουν κι εμείς πως τους ξεγελούσαμε και κάπου εκεί μας έπαιρνε κι ο ύπνος.
Χθες δε μου κόλλαγε και πού να βρω ιστορίες πού 'χουμε σκορπίσει πια στα σπίτια του ο καθένας με τις γυναίκες και τα παιδιά του; Ντύθηκα και κατέβηκα βόλτα στην παραλία. Είχε έρθει και το καράβι για τα νησιά και στο λιμάνι τσούρμο πήγαιν' έλα. Έφτασα στην παλιόπολη χωρίς να το καταλάβω. Η πλαζ άδεια κι ο δρόμος σκοτεινός. Μια φορά κατεβαίναμε τρέχοντας στο σινεμά να προλάβουμε μια ταινία κουμ-φου. Οχτώ χρονώ θά 'μουνα ή εννιά και την είχα δει την ταινία μα ήταν λέει ακατάλληλη και φοβόμασταν μήπως δε με βάλουνε μέσα, που ήμουν και κορίτσι και μικρότερη. Μ' άρεσαν τότε αυτές οι ταινίες που παλεύαν σα να χορεύουν και στο τέλος ο καλός πάντα κέρδιζε. Το καλοκαίρι στο σινεμά επιτρεπόταν και η κοκακόλα, πράγμα πολύ σπουδαίο. Παίρναμε και φυστίκια κι άγνωστο γιατί τα ρίχναμε μέσα στο μπουκάλι. Τ' αγόρια λιγώνονταν με το κλωτσομπουνίδι, τ' ακροβατικά και τα αίματα κι εγώ φυσούσα αέρα μες στο μπουκάλι κι έκανα μπουρμπουλήθρες μέχρι ο ήρωας να γυρίσει νικητής στο χωριό του. Μια φορά σκοτώθηκε στη μέση του έργου κι εγώ δεν ξαναπήγα να δω τέτοια ταινία. Σαν τότε με τη γέφυρα ενός ποταμού με περίεργο όνομα, Κβάι τον έλεγαν, που για καιρό ρωτούσα γιατί του δώσανε τέτοιο περίεργο όνομα του ποταμού κι όλο μου έλεγαν “έτσι”. Και τότε όλοι πέθαιναν στο τέλος, μα μ' είχε κερδίσει η μουσική που σφύριζαν κι έμοιαζε χαρούμενη. Πάντα κέρδιζε η μουσική. Πάντα.
Αχ, βρε μωρό μου, έντεκα χρόνια πόσες μουσικές χάσαμε. Σού 'δινα τα πιο βαθιά μου αχ, μα ούτε ένα τραγούδι. Για κάποιον που τρώει, πίνει και κοιμάται νότες πόσο αστείο είναι να μη βρίσκει τη φωνή; Και τώρα ούτε αχ δε βγαίνει. Κάπου έχει μπλεχτεί και δε βρίσκει το δρόμο για το λαιμό μου. Που δεν ακούς πια ή που δεν έχω τι να σου πω; Δες με τώρα πως κατεβαίνω στη θάλασσα μ' ένα σωρό συμπράγκαλα, ψάθες, πετσέτες, καπέλα, κρέμες, βιβλία, στυλό, τσιγάρα, καφέδες, κινητά, ρυτίδες και κούραση να τ' απλώσω τα μισά δίπλα στο κύμα και τ' άλλα μέσα του, να τα εγκαταλείψω, να διαλυθούν σαν το αλάτι μες στο μπλε. Δες κι εκείνη τη φιγούρα που σταμάτησε πια τα μακροβούτια και τα κατακόρυφα και με κοιτάει. Πες της να μη με κοιτάει. Που 'ναι τα τσιγάρα μου, γαμώτο;
Τη μισή ώρα ξεχνάω πόσο άλλαξα και την άλλη μισή το θυμάμαι. Τα κουνούπια πάλι, ίδια κι απαράλλαχτα με θυμούνται ακόμα και με κερνάνε τσιμπήματα αβέρτα. Γλυκοαίματη με λέγαν από μωρό και μια φορά που κόπηκα στο χέρι τό 'φερα στο στόμα και δοκίμασα κι είδα ότι είχαν δίκιο – ήταν γλυκό το αίμα μου. Μα αυτή η γλύκα δε με βοήθησε σε κάτι τότε κι ούτε και τώρα με βοηθάει. Άσε που μόνο τα κουνούπια το εκτιμούν κι εγώ αυτό δεν το ευχαριστήθηκα ποτέ. Μόνο πρηξίματα, τραβήγματα κι απαγορεύσεις μού 'δινε: “Μην κάθεστε έξω, μην τα ξύνεις, μην, μην” μαζί με τα “πρόσεχε” χτίζαν τοιχάκια γύρω. Από καθαρή αντίδραση έχω μια πληγή στο πόδι από περσινό κουνούπι κι όλο την πειράζω και δε λέει να κλείσει. Καμιά φορά σκέφτομαι πως θά 'ρθει μια μέρα που θα μου κόψουν το πόδι εξαιτίας της. “Από τι το πάθατε, ζάχαρο;”, θα με ρωτήσουν όλο συμπάθεια, “΄Οχι, κουνούπι”, θα πω και θα τους αφήσω σέκους.
Τέσσερις μέρες τώρα μετράω 8 τσιμπήματα και συνεχίζω. Κι η καμπάνα του Άη-Νικόλα συνεχίζει να χτυπά κάθε τρεις και λίγο στον από κάτω δρόμο. Έτσι κάνουν εδώ λέει η μάνα. Χτυπά για τον όρθρο, για την ώρα, για τον εσπερινό, για τη γιορτή, για τον καθένα που φεύγει. Και σκυμένη στο κέντημα μετράει ποιός είναι αρκετά άρρωστος ή αρκετά μεγάλος ή αρκετά ετοιμοθάνατος τέλοσπάντων. Και μετράει τις κλωστές και τους πόντους με τη βελόνα κι εγώ μετράω από μέσα μου ως το 100 και μετά το 200 και μετά ανάποδα, προς τα πίσω μήπως και περάσει λίγο η ώρα μα η ώρα ποτέ δε μετράει αν τη μετράς. Θα πάω λοιπόν στην παραλία. Θα πάρω τις καινούργιες μου δεκαετίες να τις ρίξω στη θάλασσα. Τρία βήματα αρκούν και δεν πατώνω. Με τα μάτια ανοιχτά θα πάρω μια βαθιά ανάσα και θα αφεθώ μέσα της. Γειά σου και πάλι. Με θυμάσαι; Επέστρεψα. Κι ύστερα θα ξαπλωθώ μπροστά της να μετρήσω τα κύματα και μετά την άμμο και μετά τους σφυγμούς μου μέχρι να ζαλιστεί απ' το μέτρημα κι απ' τον ήλιο το κεφάλι, κλείσουν τα μάτια και τίποτα να μη μετράει πια...



Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-07-2009