Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
O Χρόνος και οι συνεργοί του

O Χρόνος και οι συνεργοί του

Δημιουργός: ConstantineMuhT

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Έκατσα σε μια γωνιά. Είχα φορέσει μια θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό μου. Πως τα κατάφερα χτες και σήμερα απογοητεύομαι από τον ίδιο μου τον εαυτό; Γιατί προκαλώ όλα αυτά σε εμένα και στους άλλους; Γιατί προκαλώ τόσο πόνο και θλίψη σε ανθρώπους που θέλω να βλέπω να γελάνε και προσπαθώ να κάνω ευτυχισμένους; Πως κατάφερα πάλι να μετατρέψω την χαρά μας σε απέχθεια. Και την καλή στιγμή μας σε μαρτύριο; Πόσα λάθη έκανα πάλι. Βρέχει. Μέσα στον Ιούλιο; Βρέχει στα μάτια μου. Βαθειά στη ψυχή.

Ξαφνικά μου ήρθε αυτή η ιδέα. Θα πάω τον χρόνο πίσω. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Να γυρίσω πριν από την κακή στιγμή, να με χαστουκίσω και να με βάλω στην τροχιά μου.
Θεέ μου, τι θα έκανα αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω!

Που θα γύρναγα όμως; Τώρα και αν απογοητεύτηκα τελείως. Γονάτισα. Μου κόπηκαν τα πόδια. Χάθηκα. Που; Ιδέα δεν έχω. Εντάξει. Να τον γυρίσω πίσω άλλα πού; που να σταματήσω; Σε ποιο σημείο να με χαστουκίσω. Χτες; Πριν λίγες μέρες στην Φλωρεντία; Λίγο πιο πριν; Πόσα λάθη έκανα. Οι μνήμες αρχίζουν να με πνίγουν.

Σαν χτες δεν ήταν που έπαιζα με τα μεταλλικά αμαξάκια μου στο μπαλκόνι; θυμάμαι, ήμουν πολύ χαρούμενος τότε. Μου τα είχε φέρει ο θείος μου από την Ιαπωνία. Υπέροχα χρωματιστά αυτοκινητάκια. Τι με έπιασε και τα πέταξα από τον δεύτερο; Έχεις υπόψιν σου τι γίνεται όταν αυτά τα μικρά κομμάτια μέταλλο προσκρούσουν στα αντίστοιχα αδέρφια τους που γεμίζουν τους δρόμους; Ζημιά. Μεγάλη ζημιά. Όχι μόνο στις λαμαρίνες άλλα και στο μπετό. Ξέρεις τι παθαίνουν τα μπαλκόνια από αυτό; Εξαφανίζονται. Από το οπτικό μου πεδίο τουλάχιστον. Όχι δεν θέλω να πάω εκεί πίσω, γιατί κάθε φορά πού έκανα κάτι που με ευχαριστούσε, κάτι μου στερούσε ταυτόχρονα. Όχι, όχι εκεί...

Λίγο πιο μετά, καλύτερα είναι. Θυμάμαι να βλέπουμε όλοι μαζί εκπομπές στην τηλεόραση. Ασπρόμαυρη τηλεόραση με κουμπιά. Είχε πολύ πλάκα τότε. Με έστελνε ο πατέρας μου θυμάμαι κάθε τόσο να πατήσω κάτι κυλινδρικά κουμπιά για να αλλάξει το κανάλι. Γυρνάγαμε κιόλας. Έτσι συντονίζαμε τους δυο σταθμούς τότε. Τι με έπιασε ένα πρωί και τα έστριβα δεξιά αριστερά σαν να μην υπήρχε αύριο; Χάθηκαν οι σταθμοί. Όσο και να τα γύρναγα δεν τους έβρισκα. Γνωρίζεις τι γίνεται αν περιστρέψεις ένα κουμπί και συνεχίσεις να το κάνεις αφού έχει τερματίσει η διαδρομή του; Σπάει το αναθεματισμένο. Και δεν είναι αυτό το μόνο κακό. Αν σπάσουν δυο τρία τότε εξαφανίζεται ολόκληρη η τηλεόραση. Από το οπτικό μου πεδίο τουλάχιστον.

Λάθος εποχή μάλλον διάλεξα. Πολλές εξαφανίσεις. Πολλές και οι ζημιές.

Σαν χτες δεν είναι πού έκλεβα κρυφά το αμάξι του πατέρα μου να πάω βόλτα με τα φιλαράκια; Πολύ πριν βγάλω δίπλωμα. Πολύ πριν βγάλω μουστάκι. Πολύ πριν του δανειστώ το πρώτο ξυραφάκι.

Τι ανοησία. Το αμάξι ευτυχώς δεν εξαφανίστηκε. Δεν είχαν τη ίδια τύχη και τα κλειδιά όμως. Ένα βράδυ γυρίσαμε σπρώχνοντας το φορτηγάκι του πατέρα , από το Παγκράτι στο Μοσχάτο. Στην πόρτα μας περίμενε. Του έδωσα άπλα τα κλειδιά και κούρνιαξα. Από τότε τα κλειδιά εξαφανίζονταν και μόνο όταν έπρεπε να κάνω καμιά δουλειά εμφανίζονταν.

Νέος στόχος ήταν η μοτοσικλέτα του. Κρέμαγε το κλειδί στην κλειδοθήκη. Ένα βράδυ πάλι με περίμενε. Ξανά παρέδωσα το κλειδί. Ξανά κούρνιαξα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, το επόμενο Σαββατοκύριακο το κλειδί παρέμενε εκεί κρεμασμένο. Οι γονείς απουσίαζαν και εγώ ήμουν ελεύθερος να περιπλανηθώ. Κατέβηκα κάτω και τότε κατάλαβα. Μια βαριά χονδρή αλυσίδα τύλιγε τούς τροχούς. Περασμένη μέσα από σαμπρέλα για να μην πληγώνει το χρώμα. Η αχίλλειος πτέρνα του όλου εγχειρήματος του μπαμπά. Τράβηξα την σαμπρέλα μέχρι το μέσο της αλυσίδας και με σύνεργο ένα σιδεροπρίονο έπιασα δουλειά. Σε λίγο ήμουν ελεύθερος στον δρόμο. Κατά την επιστροφή έκλεισα λίγο τον κρίκο να μην βγαίνει από τον επόμενο και τον ξανά κάλυψα με την σαμπρέλα.
Κοίταγε με απορία ο πατέρας μου την Δευτέρα, πως αλλάξαν τα χιλιόμετρα στο κοντέρ. Και τότε βρήκα το μοναδικό μελανό σημείο. Στην επόμενη εξόρμηση ξεβίδωσα την ντίζα του κοντέρ. Δεν έγραφε χιλιόμετρα. Ούτε με πόσο πάω. Άλλα δεν με ένοιαζε. Εγώ πήγαινα γρήγορα.

Τότε θεώρησα ότι το έγκλημα ήταν τέλειο. Κάθε φορά που έφευγαν, ήμουν ελεύθερος με τη μηχανή. Και αυτό συνέχισε για καιρό. Γιατί κρέμαγε το κλειδί στη ίδια θέση δεν έμαθα πότε. Εγώ μετά από λίγο είχα δικό μου. Ούτε το άγγιζα εκείνο.
Μια Παρασκευή κατά το απόγευμα, βγήκα να επαναλάβω την διαδικασία, και πάγωσα. Η μηχανή ήταν χωρίς την αλυσίδα να την δένει. Το κλειδί κρεμασμένο στην θέση του. Τι έγινε σκέφτηκα;
Τότε πρόσεξα μια λεπτομέρεια στο ντουλαπάκι πάνω από την θέση που έμπαινε το κλειδί στην μηχανή...Σαν χαρτάκι μου ΄φάνηκε. Ήταν ένα φακελάκι τελικά. Μέσα είχε Χίλιες δραχμές και ένα σημείωμα. Βάλε βενζίνη. Όταν γυρίσεις βάλε την μηχανή μέσα. Φόρα το Κράνος. Πρόσεχε.

Τη Δευτέρα επέστρεψαν. Η μηχανή ήταν μέσα στον προθάλαμο και δεμένη. Με κοίταζε καλά-καλά ο Πατέρας μου. Μην μας τη “φάνε” μπαμπά, του είπα. “Λεφτά για δίπλωμα”, συμπλήρωσα.
Μέτα ρώτησα πως ξεσκέπασε το τέλειο έγκλημά μου.

Έκτος από ότι δεν ήταν και τόσο πρωτότυπο, μιας και ο ίδιος το εφάρμοζε στο αμαρτωλό παρελθόν του. Εκτός από μια τεράστια ομάδα ανθρώπων που με είχαν δει να περιδιαβαίνω τους δρόμους πάνω της σαν γύφτικο σκεπάρνι. Επιπλέον με είχε δει και ο ίδιος μια Κυριακή απόγευμα που γύριζαν πιο νωρίς για να πάνε σε μια επίσκεψη. Το τέλειο έγκλημα! Όχι δεν θέλω να πάω εκεί.

Μέτα πέρασα πολλές ώρες πάνω από βιβλία. Σχεδιασμού. Διακόσμησης. Χρωματολογίας. Στατικής.
Κάναμε τόσες τρέλες άλλα κουράστηκα και τόσο. Ίσως να πάω λίγο πιο μετά στο πανεπιστήμια στο Boise. Εκεί ήταν καλά, αλλά αν πάω εκεί θα πρέπει να δεχτώ την ξαφνική επιστροφή μου και την απογοήτευση. Την απώλεια. Όχι δεν θέλω να πάω ούτε εκεί. Δεν θέλω να ξαναπάω εκεί.
Στο στρατό ίσως. Εκεί δεν ήταν άσχημα. Άλλα όσο σκέφτομαι το δεύτερο άλμα με αλεξίπτωτο μέσα από το καυτό σαν λάβα σινούκ... τρομάζω! Σίγουρα δεν θέλω να γυρίσω εκεί.

Να σταμάταγα σε κάποιο από τα ταξίδια μου; Όχι γιατί πάντα έτρεπε να γυρίσω πίσω και αυτό δεν ήταν πάντα ευχάριστο. Στα πρώτα χρόνια της δουλειάς; Όχι. Όχι πολύ το άγχος. Ατυχήματα. Απώλειες. Όχι ούτε εκεί. Ούτε μετά.

Να γυρίσω εκεί λίγο πριν που της έλεγα πόσο όμορφη είναι; Πόσο έλαμπε από χαρά; Που την θαύμαζα και παρακαλούσα να παγώσει ο χρόνος να μείνουμε εκεί να την κοιτώ; Και μετά;

Τελικά, δεν βρίσκω κάποια στιγμή που θα ήθελα να γυρίσω πίσω τον χρόνο σε αυτή.
Και έτσι μου ήρθε αυτή η νέα ιδέα. Θα σταματήσω τον χρόνο σε μια στιγμή. Θα τον παγώσω. Σαν ο χρόνος να είναι ένα τρένο που κινείται πάνω στις ράγες του και εγώ θα διαλέξω ένα σταθμό να μείνω εκεί για πάντα. Ναι! Αυτό θα κάνω.

Σκέφτομαι πως ο χρόνος είναι τελικά φτιαγμένος από αποφάσεις και επιλογές. Λαβύρινθος.
Με το πέρασμα του, δεν μπορείς να βρεις από που ξεκίνησες, άλλα και να το έβρισκες δεν θα μπορούσες να πας πίσω.

Που να κατέβω? Να επέλεγα ένα ιδανικό χρονικό κομμάτι και να έμενα εκεί για πάντα.
Δεν ξέρω ποιο θα ήταν! Ας πούμε το σήμερα! Σήμερα είναι ιδανικά! όχι χτες, ούτε αύριο!

Εκεί λοιπόν έρχεται το νέο πρόβλημα. Οι άλλοι. Οι άλλοι που ζουν το τώρα. Σήμερα εδώ μαζί μου. Αυτή την στιγμή που γράφω την πρόταση αυτή. Θέλουν να μείνουν πάντα εδώ?
Να μην προχωρήσουν. Να μείνουν εδώ στον ίδιο σταθμό.
Άλλος τώρα μαθαίνει ότι έχει ένα μήνα ζωής και άλλος βλέπει τα μάτια του παιδιού του για πρώτη φορά. Θα μείνουμε όλοι εδώ στον σταθμό που διάλεξα; Θα μείνεις και συ εδώ μαζί μου, ή θα φύγεις όπως πολλοί άλλοι. Όσοι θα ήταν λυπημένοι για το τι τους κρατάει το μέλλον σίγουρα θα έμεναν εδώ και έτσι θα έμενα στον σταθμό με θανατοποινίτες και γέροντες. Ούτε αυτό το θέλω.

Τι είναι ο χρόνος τελικά. Μια παρουσία είναι. Υπάρχει. Όχι μόνος, αλλά με συνεργούς.
Κάθε μέρα εισβάλλει στις ζωές μας και τις αλλάζει. Έχει ένα μεγάλο σχέδιο. Κάθε μέρα ξανά ζωγραφίζει τον κόσμο που έχει προβλέψει ότι θα χρησιμοποιηθεί και αφήνει τα υπόλοιπα λευκά. Οι συνεργοί του είναι ασπροντυμένοι κουστουμάτοι κύριοι με άσπρο δέρμα σαν τα ρούχα τους. Έχουν το τέλειο καμουφλάζ. Και αν καμιά φορά κάποιος περιπλανηθεί σε περιοχές που ο χρόνος δεν έχει προβλέψει πως θα χρησιμοποιηθούν, τους βλέπει. Να εργάζονται. Κατά χιλιάδες. Να φέρνουν σε πέρας το σχέδιο. Και αν ξεφύγει από εκεί.. ξέρει. Τον χρόνο και τους συνεργούς του. Λίγοι ξέρουμε άλλα δεν το αποκαλύπτουμε. Υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος.
Όταν σε ανακαλύψουν οι επίγειοι συνεργάτες του χρόνου, γιατί ο ίδιος δεν είναι από εδώ, σε πιάνουν και σε κλείνουν σε κάποιο χώρο, να μην αποκαλύψεις το μυστικό. Περίεργος αυτός ο Χρονάς. Και περίπλοκο το σχέδιο του.

Με πιάνει άγχος με αυτήν την ιδέα! Έστω και αν είναι παραμύθι. Η απλά μια ανοησία. Εγώ αγχώνομαι. Και όταν με πιάνει άγχος ακούω την καρδιά μου να χτυπά. Όχι δυνατά αλλά άρρυθμα. Σαν χαλασμένη. Ξεχαρβαλωμένη. Και τότε με πιάνει τρόμος. Ο πιο δυνατός τρόμος που έχω νιώσει
είναι όταν κοίταζα αγχωμένος τα μαλλιά και το μούσι μου στον καθρέπτη, να ασπρίζουν. Να αλλάζει το πρόσωπο μου. Όχι τότε δεν τρόμαξα. Τρόμαξα όταν συνειδητοποίησα πως ο χρόνος δεν μας κάνει να γερνάμε μόνο - αυτό άλλωστε δεν με ενδιαφέρει καθόλου.
Ο χρόνος καθορίζει το πως και αν γίνονται πράγματα, πως οι μέρες περνάνε, πως άνθρωποι φεύγουν και άλλοι έρχονται, πως εγώ δεν θα είμαι πότε ο ίδιος .Όπως χθες. Προχθές. Τρία χρόνια πριν. Τριάντα χρόνια πριν.

Ο χρόνος είναι γιατρός, αλλά όχι πολύ καλός. Δεν σου δίνει φάρμακα ή δεκανίκια να κρατηθείς.
Σε αφήνει χάμω. Χτυπημένο. Αδύναμο. Άρρωστο. Και σε κοιτάει στωικά. Περιμένει να σηκωθείς.
Να γυρίσεις πάλι στην ζωή που ήξερες. Και όλο αυτό το διάστημα σε αφήνει εκτεθειμένο στον πόνο και στη θλίψη.
Ο χρόνος δεν είναι από αυτό τον τόπο. Γιαυτό είναι αδιάφορος για τις ζωές μας,,για το αν μεγαλώνουμε ή για το αν χάνουμε και χανόμαστε. Και όταν τα βρούμε σκούρα καλούμε τους πρέσβεις του στον τόπο μας. Γιατροί, παπάδες, ψυχολόγοι, όλοι αυτοί με τις άσπρες ή μαύρες στολές τους. Και όταν μας δουν και τους πούμε το πρόβλημα, μας αφήνουν με μια κλασσική κοινή κουβέντα. “Είναι θέμα χρόνου.” “Ο χρόνος θα δείξει.” “ Θέλει το χρόνο του.” Μα ο χρόνος αδιαφορεί. Δεν το ξέρουν; Τι μας λένε παρήγορα λόγια άδικα και άσκοπα;

Είδα πολλά τραύματά μου να θεραπεύονται. Σπασμένα πλευρά, χέρια και πόδια. Σίδερα και καρφιά μέσα στα κόκαλα. Ψυχή τσακισμένη. Και περίμενα. Να περάσει ο χρόνος. Και πέρασε. Βιαστικά και αδιάφορα. Και όλα τα τραύματα θεραπεύτηκαν, τα πιο εύκολα, της σάρκας γρήγορα και τα υπόλοιπα πιο αργά. Και μόνο σημάδια μείνανε. Άλλα τα σημάδια του χρόνου που πέρασε ήταν εντονότερα. Και πονούσαν περισσότερο από τις λάμες στην αλλαγή του καιρού.

Σημάδια... Τα πάντα αφήνουν σημάδια. Ο χρόνος. Τα τραύματα. Οι αποφάσεις. Οι απώλειες. Όλα μας σημαδεύουν. Τι γίνεται όμως με τα δικά μας σημάδια πάνω στους άλλους ; Αυτά που και εμείς φέρουμε ένα όμοιο με αυτό που κάναμε στους άλλους και πολλές φορές μεγαλύτερο και βαθύτερο.
Γιατί ακριβώς το κάναμε σε κάποιον που ο πόνος του μας πονάει.
Καμιά φορά ζητάω την βοήθεια του. Ζητώ να έρθει εκείνη η ώρα. Χιλιάδες ώρες έχει στην διάθεση του ο χρόνος και αμέτρητες στιγμές. Και εγώ ταπεινά του ζητώ την ώρα που θα με φέρει κοντά σε εκείνη. Την στιγμή που θα δω το χαμόγελό της και τα λαμπερά μάτια της. Την στιγμή που θα με φιλήσει. Την στιγμή που θα ακούσω από μελένιο στόμα της “Si” ή “Εντά.συ”. Το κοίταγμα της πάνω από τον ωμό. Την στιγμή που πέφτει το τιραντάκι της και με κοιτά.

Στο τέλος ο Χρόνος κάνει σωστά την παράδοση της στιγμής που επιζητώ. Αλλά είναι μια και μοναδική. Κατά χιλιάδες έρχονται μέσα στην ώρα. Αλλά ο χρόνος είναι πονηρός. Μέσα στην ώρα κρύβει και και κάποιες στιγμές σκοτεινές. Ύπουλες. Που κρύβονται πίσω από λέξεις και εγωισμούς. Πίσω από την κούραση και την παρεξήγηση.

Πολλές φορές έκανα γράμμα παραπόνων στην υπηρεσία του χρόνου και ζήτησα να μου στέλνουν πακέτα στιγμών με υψηλό δείκτη χαράς και φωτεινότητας. Η απάντηση ήταν μετρημένη και αυστηρή.

“Το αίτημα σας δεν έγινε δεκτό. Σας ενημερώνουμε ότι στα πακέτα στιγμών ανά ώρα βρίσκονται και στιγμές με αρνητική προ φόρτιση. Ο αριθμός τους είναι ποικίλης και δεν προκαθορίζεται. Είναι στην διακριτική σας ευκαιρία να απορρίψετε αυτές τις στιγμές ή να τις φορτίσετε εσείς θετικά.”

Ύπουλες και διαολεμένα γρήγορες είναι αυτές οι κακές στιγμές! Άριστες στο καμουφλάζ. Έρχονται πίσω από ακόμα και όμορφες λέξεις και καταλαμβάνουν την ώρα Και πολλές ώρες μετά από εκείνη. Έμαθα σιγά-σιγά τον δόλιο τρόπο λειτουργίας τους και πλέον τις πιο πολλές φορές τις στέλνω στον κάλαθο των αχρήστων. Άλλες φορές υπερνικούν τα πάντα και φέρνουν μαζί τους όλο το συνεργείο τους. Τσακωμούς, εγωισμούς, κουβέντες βαριές, τραυματισμούς ακόμα και θανάτους μερικές φορές. Τα κάνουν όλα άνω-κάτω και τότε καλείται ο χρόνος να βάλει τάξη στο μπάχαλο που έγινε και αυτός σκληρά περνάει και όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Καλός ή κακός για μας είναι αδιάφορο για τον χρόνο.

Ο χρόνος δεν είναι μόνος. Ηγείται μιας συμμορίας που απλώνει την δράση της παντού. Υπάρχουν αρκετά γνωστά μέλη και πολλά άγνωστα. Θεωρείται ότι βασική συνεργός του είναι η απόσταση. Άλλοι λένε πως είναι ζευγάρι. Άλλοι πάλι λένε ότι η απόσταση είναι φίλη με τον χώρο αλλά πάντα θα εξαρτάται από τον χρόνο. Μια από αυτές τις περίεργες σχέσεις. Ποτέ δεν θα μάθουμε νομίζω. Αλλά όσες φορές συνάντησα την απόσταση στον δρόμο μου ο χρόνος παρακολουθούσε στενά, κάθε μας συναλλαγή. Λες και έκανε ταμείο.

Η απόσταση. Πολλά μπορείς να πεις για αυτήν αλλά αν πιστέψουμε την ιστορία που την θέλει σύντροφο του χρόνου, καλή δεν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε. Χωρίζει. Απομακρύνει. Χίλια κακά έχει. Αλλά αν την εκμεταλλευθείς σωστά θα την κάνεις σύμμαχο σου. Θα σε προστατέψει. Θα κάνει την αναμονή της στιγμής μεγαλύτερη και την στιγμή πιο δυνατή.
Ποτέ δεν μου δημιούργησε πρόβλημα η απόσταση. Φαίνεται ότι με συμπαθεί. Ποτέ δεν είχα πρόβλημα μαζί της, και η ίδια έπεισε τον χρόνο να είναι ελαστικός μαζί μου, όταν είχα να κάνω με εκείνη.

Καλύπτω πάντα την απόσταση εύκολα θαρρώ. Την απόσταση που χρειάζεται για να πάρεις ένα φιλί όταν κάθεσαι δίπλα δίπλα με εκείνη που το ζητάς. Την απόσταση από τον τόπο, το παιδί του χώρου, που θα πάρεις αυτό το φιλί. Αυτήν την απόσταση που χωρίζει το νευριασμένος με το ήρεμος. Την απόσταση μεταξύ των ανθρώπων. Η μόνη μεριά της απόστασης που δεν μπορώ να καλύψω εύκολα είναι αυτή της θλίψης από την χαρά. Ο χρόνος εκεί δεν βοηθά, απλά περνά και γελά.

Και τώρα βρίσκομαι εδώ στον σταθμό μου. Κοιτάζω γύρω μου και δεν βλέπω κανέναν.
Δεν έχει θανατοποινίτες κοντά. Δεν είναι εκείνη εδώ. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Μόνο κρύο. Μόνο βροχή και μάτια κόκκινα.

Κάτι δεν πήγε καλά τελικά με τις ιδέες μου. Κάτι δεν υπολόγισα.
Καταλαβαίνω τώρα ότι δεν μπορώ να παίξω με το μεγάλο αφεντικό, τον χρόνο.
Είναι προϋπάρχων και παντοτινός. Δεν σταματάει. Δεν γυρνάει πίσω. Δεν αλλάζει μορφή. Τα δευτερόλεπτα δεν μετράν αργότερα όταν κάτι κακό σου συμβαίνει. Η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια σου σε μερικά δεύτερα, όχι επειδή αυτά πάνε πιο αργά, άλλα γιατί ο εγκέφαλός μας δουλεύει πιο γρήγορα εκείνες τις στιγμές. Ο χρόνος της επιστροφής μας δεν είναι πιο γρήγορος από εκείνον που κάναμε όταν πηγαίναμε. Είναι ο ίδιος. Και πολλές φορές περισσότερος. Το μυαλό μας είναι εκείνο το οποίο κινείται με διαφορετικές ταχύτητες και αντιλαμβάνεται διαφορετικά κάθε στιγμή τα μέλη αυτής της συμμορίας. Τον χρόνο, τον χώρο, τον τόπο... την απόσταση.

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να διαχειριστούμε καλλίτερα ότι μας προσφέρει. Στιγμές, δευτερόλεπτα, ώρες, μέρες.
Όλα να γίνονται έτσι που να μην χρειάζεται να προσπαθούμε να τον σταματήσουμε ή να τον γυρίσουμε πίσω. Είναι τρένο ασταμάτητο, βράχος που κυλάει και παρασύρει τα πάντα.

Σηκώνομαι από την γωνιά που καθόμουν. Κοντεύει βράδυ. Τα σημάδια της μέρας που φεύγει είναι ορατά στον καθρέπτη μου. Μάτια πρησμένα. Κλαμένα. Μέλη αδύναμα. Το τηλέφωνό μου δεν έχει χτυπήσει. Δεν την έχω ακούσει και χάνω την δύναμη μου ακόμα πιο πολύ. Σέρνομαι από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα. Πέφτω σαν κούτσουρο στο κρεβάτι. Τεντώνομαι και πονάω παντού. Στριφογυρίζω ανούσια, αναζητώντας την μνήμη της δίπλα μου. Τα ίδια σεντόνια έχω και τα μαξιλάρια της απείραχτα. Να τα μυρίζω. Να την νιώθω κοντά. Αγκαλιάζω ένα από αυτά. Γελάω. Πρέπει να σηκωθώ. Βρίσκομαι πάλι στον καθρέπτη στο μπάνιο. Κοιτάζομαι. Τρίβω το πρόσωπο μου σαν να ξύπνησα πριν ένα λεπτό. Κοιτώ αριστερά μου και θυμάμαι να την κρυφοκοιτάζω να πλένεται στην μπανιέρα, χαμογελαστή με το νερό να τρέχει από τους υπέροχους ώμους της στο τόσο επιθυμητό κορμί της. Βγαίνω τρέχοντας έξω και φτάνω στην κουζίνα. Την βλέπω να απολαμβάνει από το δείπνο μας, να πίνει λευκό κρασί και να δοκιμάζει από το γλυκό που της έφτιαξα. Και αμέσως κοιτώ στο σαλόνι. Κουκουλωμένη στον καναπέ μου , λέει κρυώνω λίγο.

Έχει παγωνιά εδώ μέσα σκέφτομαι, και πάω να κλείσω το κλιματιστικό.
Μα είναι κλειστό.
Μα είναι Ιούλιος.

Η απουσία της είναι που παγώνει τα πάντα. Ο χρόνος περνάει και ξαναπερνάει. Αυτός όμως τις στιγμές δεν τις αγγίζει. Τις αφήνει πολύχρωμες να γυρνούν στο σπίτι. Στο μυαλό μου.

Μου λείπεις και την ανάμνηση σου στην αγκαλιά μου να χαμογελάς, η επικίνδυνη αυτή συμμορία δεν μπορεί να την απομακρύνει.Αισθάνομαι τόσα πολλά για εσένα που ο χρόνος δεν τα σβήνει.
Πονάω μέσα μου για το τι έκανα και είπα.Τα δάκρυά μου έχουν αντικαταστήσει τις λέξεις.
Μα οτι και να κάνω, το τρένο του χρόνο δεν σταματά, δεν γυρνά πίσω. Μόνο μια άλλη λέξη μπορεί και κοιτάζει τον χρόνο στα μάτια. Η αγάπη. Εκείνη έχει την δύναμη να συγχωρεί. Εκείνη σταματάει τρένα και συνθλίβει τους βράχους. Εκείνη σε κάνει να πετάς, αδιαφορόντας για τον χρόνο.Αυτή σε κάνει να αντέχεις.Να πονάς. Να την παλεύεις με το πέρασμα του χρόνου.Να κλαίς στο πάτωμα για μία συγχώρεση. Αυτή καλύπτει τις αποστάσεις. Αυτή σε κάνει να ζείς ξανά.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-07-2009