Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Φωτιά Και Τιμωρία…

Φωτιά Και Τιμωρία…

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

«Αν σπείρεις Ανέμους, Θύελλες θα θερίσεις …»

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Από τότε που γεννήθηκε είχε μια θλίψη μέσα του. Σαν κάτι να ήταν λάθος σ’ αυτό τον κόσμο. Ένιωθε πως είναι διαφορετικός. Πως δεν είχε σχέση με τους άλλους. Άμυαλα πλάσματα που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η επιβίωση. Μαμ κακά και νάνι που λένε.

Και λόγο της διαφορετικότητάς του, δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός. Αντιπαθούσε τη βλακεία που έβλεπε γύρω του, και τους ομοίους του. Και κείνοι του το ανταπέδιδαν απλόχερα.. Οπότε είχε γίνει ερημίτης. Μοναχικός και χωρίς πολλές συναναστροφές. Ναι του έλειπε η συντροφιά, μα και μ’ αυτούς δεν μπορούσε. Ένιωθε μια απέχθεια γι’ αυτό τον κόσμο, που έφτανε τα όρια της οργής, και του μίσους ίσως, χωρίς να ξέρει ακριβώς το γιατί..

Δεν ήξερε από πού έμαθε να τα σκέφτεται αυτά. Άλλα ένιωθε πως κάτι ήταν λάθος στη ζωή του.. Όλοι οι δικοί του, μια απλή ζωή ζούσαν, και ποτέ δεν έκαναν σκέψεις. Ευτυχώς πριν απομονωθεί, τον είχαν μάθει κάποια πράγματα, ή μάλλον τα είχε αντιγράψει.. Εμ, βλέπεις, έπρεπε στην τελική να μάθει να επιβιώνει..

Έμαθε να ελέγχει το φόβο του, να παρατηρεί τα πάντα, να βρίσκει τροφή και τον κίνδυνο να αποφεύγει.. Έμαθε πώς να στέκεται ακίνητος, πώς να συνδυάζει τους θορύβους με του ανέμου τη φορά, πώς να γίνεται ένα με το περιβάλλον. Το πώς να αναγνωρίζει τα αρπακτικά και πώς να τα αποφεύγει.. Τα αντιπαθούσε πολύ αυτά, μα δεν είχε τη δύναμη να αλλάξει κάτι στη μίζερη ζωή του.

Πιο πολύ όμως φοβόταν και μισούσε εκείνους τους άλλους. Με τα ραβδιά της φωτιάς.. Αυτούς που έβρισκε μπροστά του κάθε φθινόπωρο. Που μόλις τον έβλεπαν φώναζαν:

Λαγός!

Και μετά ρίχνανε φωτιά και βροντές για να τον σκοτώσουν.

Ευτυχώς ήταν γρήγορος, και τους ξέφευγε. Είχε μάθει και τα σκυλιά να μπερδεύει, αν και προϋπέθετε μια ψυχρολουσία σε ρυάκια αυτό. Μα άξιζε το μπάνιο.

Και έτσι περνούσαν οι μέρες του. Μες το φόβο, την ανασφάλεια και τη μοναξιά…

Μέχρι που ήρθε μια μέρα που είδε έναν από κείνους τους αντιπαθητικούς που στεκόταν στα δυό τους τα πόδια.. Σε λάθος εποχή. Τι ήθελε τούτος κατακαλόκαιρο μες το δάσος; Και μάλιστα χωρίς το ραβδί της βροντής..;

Κανονικά θα έπρεπε να αρχίσει να τρέχει, μα κάτι δεν του άρεσε σ’ αυτόν. Και κάτι σαν να του θύμισε, μα δεν μπορούσε τι, να καταλάβει.. Και έμεινε να τον παρακολουθεί κρυφά.

Και το είδε.. Να μαζεύει ξερά κλαδιά. Να τα στοιβάζει. Να ανοίγει το σάκο του και να βγάζει ένα δοχείο. Να τα περιλούζει μ’ ένα υγρό που βρωμούσε απαίσια. Να ρίχνει το υγρό και στα δέντρα. Να βγάζει ένα στουπί. Να το ανάβει. Να το ρίχνει στο σωρό..

Και μετά,

Φωτιά!!!

Αμέσως έφυγε από κει και άρχισε να τρέχει απ’ τις φλόγες μακριά. Τις άκουγε που θέριευαν, μύριζε τον καπνό. Κι έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γιατί έτσι ξερά που ήταν όλα, με τον αέρα που είχε, όλο το δάσος θα καιγόταν.

Γρήγορα απέκτησε και συντρόφους στον αγώνα δρόμου του. Να και η αλεπού πιο κει, που ενώ φυσιολογικά θα τον κυνηγούσε, να τρέχει παρέα του τώρα. Να και η νυφίτσα. Και κάτι δικοί του λαγοί. Και ποντίκια του αγρού, και μια χελώνα να πηγαίνει ασθμαίνοντας πιο πέρα. Και κάτι φίδια. Και τα πουλιά από πάνω. Όλοι έτρεχαν μονιασμένοι να σωθούν. Κι ούτε διαφορές υπήρχαν τότε, ούτε έχθρες. Μια και πιο μεγάλος εχθρός από τη φωτιά δεν υπήρχε.

Αν και κείνος ήξερε.. Είχε δει, ποιος ήταν ο εχθρός!

Έτρεχαν και φαινόταν ότι θα τα κατάφερναν, μια και έφευγαν πλάγια στον άνεμο. Μόνο που μετά από λίγη ώρα, είδαν μια άλλη ομάδα ζώων προς εκείνους να έρχεται.. Μα απ την αντίθετη κατεύθυνση.. Και ένας λαγός, ερημίτης κι εκείνος, του είπε τι είδε..

Η ίδια ιστορία. Ένας δίποδος πιο κάτω φωτιά είχε βάλει. Δεν ήξεραν τι να κάνουν.. Από ολόγυρα, κι άλλοι ερχόντουσαν. Παντού φωτιά, παντού η ίδια ιστορία. Ήταν καταδικασμένοι, μα όχι από της φύσης καταδίκη ή ατύχημα, μα απ’ του εχθρού το μίσος. Του πιο μεγάλου θύτη τα θύματα.. Μόνο κάτι πουλιά κατάφεραν να φύγουν, μα όχι όλα, μια και ο καπνός τα ζάλιζε και κάποια πέφταν, σαν φλεγόμενα αγγελάκια θυσία στου δίποδου την ανοησία..

Η ζέστη πιο έντονη, ο θόρυβος απ’ τα δέντρα που καιγόταν και ούρλιαζαν, το ίδιο. Η στάχτη, οι φλόγες που πλησίαζαν. Η δυσκολία στην ανάσα. Ο τρόμος. Η οργή. Και κείνο το Γιατί;;;

Ένιωθε να χάνεται. Και κει σαν να είδε τη ζωή του από μπροστά του να περνά.. Και τότε κατάλαβε…

Το τί ήταν αυτό που διαφορετικό τον έκανε, μα και το δικό του το Γιατί..

Είδε τον εαυτό του όπως ήταν πριν. Ένας κοιλαράς επιχειρηματίας, αδυσώπητος κι αδιάφορος για όλα. Μόνο το χρήμα τον ένοιαζε. Και τα πάντα έκανε στα χέρια του για να το ‘χει. Και ψέματα είπε, και έκλεψε, και κατέστρεψε ανθρώπους και συνειδήσεις. Και αδιάφορος για τον πόνο που προκαλούσε ήταν. Μέχρι που και..

Ναι που σκότωσε κι όλα..

Τότε που ήθελε να χτίσει μια βίλα. Μα ήταν δάσος.. Που ήθελε να το κάνει οικόπεδο. Να φτιάξει τη βίλα, να κάνει κι άλλες για να βγάλει κι άλλα φράγκα.. Και πλήρωσε κάτι τύπους. Για να βάλουν φωτιά.. Και κάηκαν εκείνοι οι πυροσβέστες. Και σκασίλα του εκείνου. Αφού έχτισε αυτό που ήθελε, δεν τον ένοιαζε έλεγε τότε. Μα δεν είχαν καεί μονάχα άνθρωποι εκεί. Και δέντρα, και πουλιά, και..

…Λαγοί…

Μα σιγά μην το σκεφτόταν εκείνος ο κοιλαράς εαυτός του. Εδώ ανθρώπου σκότωσε τα ζώα θα τον πείραζαν;

Αυτά κατάλαβε καθώς οι φλόγες τον τύλιγαν..

Και την Α-νοησία του επίσης.. Εκείνο που του έλεγαν κάποιοι φίλοι, όταν είχε ακόμα, πριν τους ξεπουλήσει όλους.. Εκείνο το «Έχεις δει μωρέ σάβανο με τσέπες;». Μόνο τον εαυτό που έπλασε, και τις πράξεις του πήρε μαζί του σαν πέθανε..

Και τότε θυμήθηκε και κάτι άλλο, ακόμα πιο τρομαχτικό…

«ΟΧΙΙΙΙΙΙ!!!», πρόλαβε να φωνάξει πριν, πέσει για εκεί απ’ όπου είχε έρθει…

Πριν βρεθεί ξανά στο κελί του, με τον φύλακα Δαίμονά του, να τον κοιτάει ειρωνικά…

Έτρεμε απ’ τον πόνο κι απ’ τη θλίψη του, μα πιότερο από φόβο.. «Όχι πάλι τα ίδια, όχι εδώ σκέφτηκε..». Μα ήξερα πια το γιατί του καλά..

Και μίλησε στο Δαίμονα.

«Τα λάθη μου έχω κάνει και το ξέρω πια. Και βλέπω το γιατί είμαι εδώ. Μα αφού μπορείτε να με κάψετε στα καζάνια όπως τόσο καιρό τώρα, γιατί με στείλατε πάλι πάνω;».

Ο άλλος τον κοίταξε για λίγο συλλογισμένος και είπε. «Κοίτα, το υπουργικό μας συμβούλιο αποφάσισε περικοπές και εξοικονόμηση των καυσίμων υλικών. Είναι βλέπεις που θα έρθει η συντέλεια γρηγορότερα με τις εξυπνάδες που κάνατε, και θα πλακώσουν πολλοί μαζεμένοι εδώ. Οπότε προετοιμαζόμαστε, και προσέχουμε για να έχουμε.»

Και χαμογελαστά συνέχισε. «Αλλά η τιμωρία, τιμωρία, οπότε κάπου πρέπει να σας καίμε και σας. Αν και έχετε λύσει το πρόβλημα, όλο φωτιές ανάβετε, κοντεύετε σαν κόλαση να τα κάνετε όλα εκεί πάνω. Βέβαια αυτό είναι ένα θέμα, αν και μας γλιτώνει από κάμποση δουλειά για τώρα. Γιατί στο τέλος θα έρχεστε εδώ και θα νομίζεται πως κάνετε διακοπές..»

«Και γιατί δεν εκσυγχρονίζεστε, δεν βρίσκεται κι άλλα βασανιστήρια να μας κάνετε;», τον ρώτησε ο επιχειρηματίας.

«Γιατί εμείς έχουμε Αρχές. Εμείς το Δίκιο και το Άδικο το πιστεύουμε! Κι ότι έσπειρες θα θερίσεις, μα όπως στα είπανε, δε θα τα αλλάξουμε στην πορεία σαν εσάς. Σιγά μην ξεπέσουμε εκεί που φτάσατε. Ούτε επίορκοι πολιτικοί, Ούτε ξεπουλημένοι δικαστές, ούτε ασύδοτοι επιχειρηματίες είμαστε!», του είπε ο Δαίμονας.

«Τέρμα λοιπόν οι συζητήσεις, πάω και γω να κάνω διάλειμμα. Σ’ αφήνω..»

«Όχι ούρλιαξε ο άλλος, σε παρακαλώ, μη μ’ αφήνεις ,όχι ακόμα!»

Μα εκείνος έφυγε με το κεφάλι ψηλά και την ουρά να ανεμίζει αγέρωχα.. Αφήνοντας τον να ζει την πιο μεγάλη, την πιο σκληρή του τιμωρία..

Αφήνοντας τον μόνο…

Με τον εαυτό του, και τις πράξεις του…

Αφήνοντας τον μόνο στο κελί που ο ίδιος είχε φτιάξει,

Τη Ζωή και το Φως, που αυτός σκοτείνιασε, αέναα ν’ αναζητά…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-08-2009