Εκείνος που ήταν απ' Αλλού…

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Εξόριστος είναι αυτός που βρίσκεται έξω από τα Όρια, έξω από όσα οι άλλοι «Ορίζουν»..

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Από μικρός είχε μια άρνηση να δεχτεί τα περί κυριαρχίας του «κόσμου» στη ζωή του.

Το ότι δηλαδή «Πρέπει» να σκέφτεται το τι θα πουν οι άλλοι, (κοινώς το πώς θα τον κουτσομπολέψουν), και να πράττει ανάλογα.. Ήταν βλέπεις που τότε, δεν ήξερε ακόμα, ότι αυτό ήταν μια ακόμα έκφραση χειραγώγησης από τη μεριά των «αρχόντων του κόσμου τούτου».

Μια χειραγώγηση που ήθελε να μετατρέψει την ομοιομορφία σε αρετή, λες και προχώρησε ποτέ μπροστά η ανθρωπότητα με το να μετατρέψουν τους σε ανθρώπους σε όχλο.. Λες και πήγε κάτι μπροστά όταν ήμασταν όλοι όμοιοι σαν των κοπαδιών τα πρόβατα, όπως στο Μεσαίωνα.. Λες και είμαστε εδώ για να γίνουμε πρόβατα, κι όχι για να εξυψωθούμε σε κάτι άλλο, πιο κοντά σε κείνον που μας έφτιαξε.. Λες και εκείνος δεν μας έδωσε αυτή την εντολή τελικά, το να εξυψωθούμε για να τον συναντήσουμε..

Δεν τα ήξερε τότε όλα αυτά, μα πραγματικά φαινόταν τόσο ανόητα όλα τα «Πρέπει» που του ‘λέγαν, στο παιδικό του μυαλό, όσο και το να προσπαθήσουν να τον πείσουν, ότι το σχολείο είναι κάτι καλό.

Βαρετό ναι, αναγκαίο κακό, για σχετικά αδιευκρίνιστους τότε λόγους, ναι. Μα καλό..; Σε ποιόν τα πουλάτε αυτά μωρέ, σκεφτόταν; Δε μπα να παραμυθιαστείτε, όπως κάνετε οι μεγάλοι μεταξύ σας, και να μ’ αφήσετε να παίξω (να ονειρευτώ, να φτιάξω κόσμους δικούς μου δηλαδή και όχι μόνο), με την ησυχία μου;

Ναι εντάξει, καλά τα πήγαινε στο σχολείο, μια και του έταζαν ανταμοιβές και χαρτζιλίκι για να παίρνει πράγματα που του άρεσαν στα αλήθεια, όπως τα παιχνίδια, τα κόμικς και τα βιβλία που ήθελε. Μα ήταν βαρετό και ανούσιο. Τα πιο όμορφα πράγματα ανιαρά τα έκαμναν. Όσο για το πόσο τα παραποιούσαν, ε καλά, αυτό αργότερα το διαπίστωσε, μα το ένιωθε ακόμα και τότε..

Ήταν φορές που ένιωθε σαν σε φυλακή εκεί μέσα, ειδικά κάτι μέρες με Βοριά και μαύρα σύννεφα, με κρύο, και με έναν καθηγητή γεωγραφίας που επέμενε να αποστηθίζουν ένα σωρό άσχετα πράγματα. Παραγωγή γεωργική της Γκάνα ας πούμε, και το πόσα αυγά παράγει η Γαλλία.. Ότι να ναι, που άλλαζε φυσικά μετά από λίγο.. Δεν ήταν και περίεργο που δεν τα έμαθε ποτέ. Και μάλλον γι αυτό ακόμα και τώρα χάνεται.. Αν ο «αληθινός» ο κόσμος τους είναι ένα μέρος που παράγει σοδιές κι αυγά, ε τι να τον κάνει.. Χάνεται στον δικό τους, και βρίσκει τον Δικό του.. Κι ας λένε αυτοί πως δεν υπάρχει..

Πάντως αυτό για τον «κόσμο» του κολλούσε στο λαιμό.. Τον έπνιγε κάθε φορά που το σκεφτόταν. Γιατί το έβλεπε τι βραχνάς ήταν για τους μεγάλους. Και τους κοντινούς του, μα και στην τηλεόραση (εκείνη με τα δυό κανάλια τότε).

Τους έβλεπε πόσο την ζωή τους στραγγάλιζαν για να γίνουν «αρεστοί» και «αποδεκτοί» για να μην τους «κακολογήσουν».

Μα και στην τηλεόραση, το έβλεπε έντονα. Σε μια σειρά, παλιά ασπρόμαυρη, ξεχασμένη, που όμως εντύπωση του είχε κάνει πολύ.

«Ο Κόσμος κι ο Κοσμάς», την ‘λέγαν. Σε επεισόδια πολλά είχαν γυρίσει, το τι τραβούσε ο Κοσμάς, για να μην πει κάτι «κακό» γι’ αυτόν ο «Κόσμος». Και αν και μικρός, εκείνος απ’ τα ρούχα του έβγαινε να βλέπει τον Κοσμά να μη ζει. Μα για τους άλλους να υπάρχει.

Στο όνομα μια και καλά «αξιοπρέπειας».. Άξιον και Πρέπον λοιπόν.. Και τι ήταν αυτά; Μήπως κάτι που έκανε τον καθένα να νιώθει όμορφα και να είναι ευτυχής; Μήπως κάτι που τον πήγαινε μπροστά, που καλύτερο σαν άνθρωπο τον έκανε; Μήπως τέλος πάντων κάτι στο οποίο συμφώνησε, και που πήγαζε από το ότι η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που του άλλου αρχίζει;

Μπα… Ήταν εκείνα που έλεγαν κάποιοι ότι «Πρέπει». Και μετά τις κουβέντες τους, «κόσμο» τις βαφτίζαν.. Δεν ήξερε τότε ποιοι ήταν αυτοί οι κάποιοι, μόνο τους «εντολοδόχους» τους ήξερε.. Αυτούς που σαν στραβωμένα γραμμόφωνα, τις βουλές των αποπάνω μετάφεραν.. Σχολικά βιβλία, δασκάλοι, η κυρά Κατίνα της γειτονιάς, σοφοί γειτόνοι, κι άλλοι τέτοιοι..

Και ρωτούσε τη γιαγιά του. Καλά αυτός ο Κοσμάς, τόσος χαζός είναι; Δεν καταλαβαίνει το πόσο κακό του κάνει, το πόσο τον καταστρέφει;

Εκείνη όμως, μ’ αυτά την είχαν μεγαλώσει. Κι αν και σε πολλά θέματα είχε προχωρήσει, στα του «κόσμου», είχε μείνει σ’ όσα της έμαθαν… Ήταν και μικρή η κοινωνία στο νησί, ήταν και δύσκολοι οι καιροί, λίγο μετά τη χούντα, είχαν περάσει και πολλά.

Και του έλεγε: «Με τον κόσμο θα ζήσεις παιδί μου, και πρέπει να προσέχεις»..

«Όχι» έλεγε ο μικρός με Πάθος!


«Όχι εγώ! Θα μάθω να ζω για μένα και όχι για τους άλλους, ειδικά αφού έχει σχέση με θέματα που έχουν να κάνουν με το πώς περνάω εγώ και δεν τους ενοχλώ! Θα το δεις γιαγιά!»

Και εκείνη τον κοίταζε..

Και του έλεγε..

«Θα μεγαλώσεις και θα δεις..».

«Καλά εντάξει.. Θα είμαι αλλιώς και θα το δεις!», επέμενε ο μικρός.. Μια και κάθε κύτταρο του ένιωθε πως Δίκιο είχε, μια και το καλό και το κακό, μέσα μας είναι..

Και τα παιδιά το νιώθουν φυσικά, μέρος της καθημερινότητας τους είναι, και δε θεν γραβατωμένους δικηγόρους και νόμους τριακοσίων το Δίκιο για να το ξέρουν.. Το έχουν στην καρδιά τους, το βλέπουν με τα μάτια τους.. Μέχρι να τους τα σκοτεινιάσουμε στο δρόμο για να τα κάνουμε «καλούς και χρήσιμους πολίτες» τούτης της «κοινωνίας»..

Όσο μεγάλωνε καταλάβαινε βέβαια αυτό που του έλεγε η γιαγιά..

Το να είσαι διαφορετικός απ’ τους πολλούς, απ’ το κοπάδι να ξεχωρίζεις, έχει το τίμημά του. Οι πόρτες πιο δύσκολα ανοίγουν, σε κοιτούν πολλοί με μισό μάτι, σε σχολιάζουν, κι όλα τα συναφή… Μια και τους προκαλείς.. Θυμίζοντάς τους το ποιοι ήταν. Το παιδί που μέσα τους έχουν. Εκείνο που ήξερε και ξέρει το Δίκιο. Εκείνο που ασυμβίβαστο είναι ακόμα, κι ας το ‘χουν σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο της ψυχής τους φυλακίσει. Εκείνο που τους φωνάζει πως φτηνά ξεπουληθήκαν, και πως έρμαια της «ασφάλειας» και της «σιγουριάς» γινήκαν. Για τα επτακόσια αργύρια..

Εκείνος ποτές του της «μόδας» δεν ήταν, ούτε και τα πρόβατα του άρεσαν. Τα κατσίκια είναι αλλιώς, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ίσως έχει σχέση πάντως, καθώς μια χαρά σκαρφαλώνουν τα βουνά, και το ότι είναι όπως και να το κάνουμε πιο ανεξάρτητα, έστω κι αν και τα δύο στα κάρβουνα καταλήγουν το Πάσχα.. Μα τα κατσίκια μπορούν και μόνα τους να ζήσουν..

Και συν το χρόνο κατάλαβε..

Πως το τίμημα, θα πληρωθεί.

Ναι μα ποιο τίμημα προτιμάς να πληρώσεις…;

Εκεί είναι το θέμα..

Αυτό το τίμημα που ζητάνε οι της «πολιτείας» οι αρχόντοι..;

Να ξεπουληθείς, μια και όταν ξεχνάς τα όνειρα, τις σκέψεις, τις αρχές και τα πιστεύω σου ξεπουλιέσαι.. Βέβαια θα πει κανείς, μας μαθαίνουν τέτοια να μην έχουμε ή τέλος πάντων να είναι «ευέλικτα». Εντάξει μωρέ, ας σωπάσουμε τώρα αφού μας έταξαν ή μας έβαλαν σε μια θεσούλα, παρόλο που βλέπουμε να καίνε τα δάση, να κλέβουν τα ταμεία, να ρημάζουν τις ζωές τις δικές μας και των παιδιών μας… Μη δίνεις σημασία, ας είμαστε καλά. (και το καλά είναι εκείνα τα 700 τα αργύρια που λέγαμε…).

Μα εκεί είναι το πιο μεγάλο Ξεπούλημα..

Να μαθαίνουν σε ανθρώπους, να γίνονται κοπάδι, και κείνοι να το δέχονται..

Να χάνουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν, να σκεφτούν, να εξελιχθούν, με ποιο αντάλλαγμα..;

Αυτό το μισθουλάκο λοιπόν, καμιά χίλια ευρά στην καλύτερη, κανένα σπιτάκι με δάνειο, αυτοκινητάκι το ίδιο, και βέβαια..

«Κοινωνική καταξίωση»..

Ξεπούλημα λοιπόν, και Λήθη.. Το αντίθετο της Α-λήθειας.. Να μη Θυμάσαι.. Το ποιος είσαι, το τι θα μπορούσες να γίνεις…

Ο μικρός μεγάλωσε λοιπόν, μα πάντα θυμόταν αυτό που έλεγε κάποιος..

«Τι να τα κάνεις όλα τα καλά, και του κόσμου τα πλούτη, αν είναι να χάσεις την ψυχή σου;».

Και ήθελε, και θέλει να την κρατήσει, κι ας μην την έχει δει ποτέ..

Μα τη νιώθει, και την αισθάνεται κάθε φορά που απέναντί του Ανθρώπους έχει.

Κι ας του λένε πως είναι από αλλού.

Αυτό που είπε το τήρησε.

Και ξέρεις κάτι..;

Με τον καιρό κατάλαβε..

Πως κι άλλοι εξόριστοι υπάρχουν εκεί έξω, που τα κοπάδια απεχθάνονται..

Πιο πολλοί απ’ ότι φανταζόταν, απ’ ότι του είπαν..

Αν και αναρωτιέται.. Μήπως τελικά μήπως δεν είναι εκείνοι από αλλού, μα οι άλλοι..; Αυτοί που αφύσικα και άδικα λειτουργούν..; Αυτοί που το Φως ‘θεν να σκοτεινιάζουν..; Αυτοί που αλυσίδες ‘θεν σε Όνειρα να περνούν..

Μήπως, είναι εξόριστος στον ίδιο του τον Τόπο..;

Μια και ξέρει..

Πως σαν κι αυτούς δε θα γίνει..

Κι ας μην έχει τη θεσούλα, ας μην είναι «καταξιωμένος» σαν τους άλλους με τις καρεκλίτσες τους..

Μα θα έχει αυτό που εκείνοι φτηνά ξεπούλησαν..

Αυτό που κανείς να σου πάρει δε μπορεί, αν δεν του το δώσεις..

Τα Όνειρά του θα έχει, συντροφιά στην ψυχή του να κρατούν..

Κι ας του λεν πως Ου- Τοπικά είναι..

Μια και νιώθει..

Πώς όσο τα έχει μέσα του, πάντα θα υπάρχει Ελπίδα..

Τ’ αδέρφια της ψυχής του να συναντήσει, και όλοι οι εξόριστοι μαζί,

Τον Τόπο τους να βρουν, εκεί που θα μπορούν τα Όνειρα ν’ Ανθίσουν..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-08-2009