Γροθιά

Δημιουργός: BioTheologos, Theologos

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το γοργό ποδοβολητό από το μαύρο άτι
έσκισε σαν ξυράφι τον αγέρα της χθεσινής βραδιάς.
Σα σταμάτησε κουρασμένος ο αναβάτης,
λίγο δροσερό νερό να πιουν κι αυτός και το άλογο,
τη δίψα τους να ξεδιψάσουν,
φωνές βάρβαρες ακούστηκαν και θελαν να τον πιάσουν.
Απότομα τελείωσε τούτη η διακοπή.
Το δρόμο πάλι παίρνει βιαστικός να τους ξεφύγει.
Σε μια βραδιά πώς γίνεται χώρες μακρινές
να συναντά, να προσπερνά, ν’ αφήνει,
μα κείνες οι βάρβαρες φωνές να τον ακολουθούν;
Κουράστηκε αλήθεια, τόσο πολύ, να τρέχει.
Γυρίζει οπίσω του κι ανάποδα πλέον προχωρά.
Τι κι αν βάρβαρες ακούγονται οι φωνές
και για σκλαβιά και θάνατο φωνάζουν;
Είναι πλέον έτοιμος κατάματα το φόβο ν’ αντικρύσει.
Κι η κούραση που ένιωθε κι ο φόβος ο παγερός
όλα αιφνής χαθήκαν
σα στο δρόμο φανήκαν κι άλλοι σαν αυτόν.
Του φαύλου κύκλου τη διαδρομή αφήσαν
πορείες άπειρες ακτινωτές στο κέντρο τους οδηγούν.
Όλοι μαζί, τα πέντε δάκτυλα σαν κλείσουν
γροθιά θε να γενούν
που τι φωνές τούτες τις βάρβαρες με μιας θα εσυντρίψουν.
Κουράστηκαν ατέρμονα με φόβο σκοτεινό να προχωρούν,
με αίμα κι ιδρώτα ξανά θα βαφτιστούν.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-08-2009