Στη ζωή πριν

Δημιουργός: Jorlin

Παραμυθάκι για τους αθεράπευτα ρομαντικούς...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στον τόπο όπου δεν υπάρχει «εγώ», παρά μονάχα «εμείς», ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αιωρούνταν κάποτε ενωμένα μ’ έναν ασημένιο λώρο. Τη μέρα που ξεκινά η ιστορία μας είχαν επισκεφτεί τον Κήπο των Χαρισμάτων.
«Τι λουλούδια διάλεξες;», ρώτησε η μικρή κοπέλα τον αχώριστο σύντροφό της.
Εκείνος της έδειξε περήφανα ένα μπουκέτο άνθη μάλλον παράξενα. Είχαν χοντρά, δυνατά κοτσάνια και πέταλα που άστραφταν σα να τα ‘χαν ραντίσει με ασημόσκονη. Τα σχήματά τους ήταν αυστηρά, κάποια όλο γωνίες, τρίγωνα, τετράγωνα, και μερικά ολοστρόγγυλα ή ελλειψοειδή. Πώς φωσφώριζαν!
«Τι ωραία!», αναφώνησε εντυπωσιασμένο το κορίτσι. «Τι θα κάνεις ακριβώς μ’ αυτά;»
Και το αγόρι άρχισε ευθύς να της διηγείται το μέλλον του. Θα ασχοληθεί με πράγματα σημαντικά, που λίγοι θα ‘ναι ικανοί να καταλάβουν, είπε. Θα διαπρέψει σ’ έναν τομέα δύσβατο, θα συμβάλλει ούτως ώστε να καλυτερέψει η ζωή των ανθρώπων. Είπε κι άλλα, που δεν έγιναν πλήρως κατανοητά από τη σαστισμένη κοπέλα στο πλάι του. Εκείνη μόνο ένα καταλάβαινε καλά: τα λουλούδια που βαστούσε στα χέρια του τού ταίριαζαν σχεδόν όσο κι η ίδια... Ολοκλήρωναν τη γοητευτική εικόνα του.
«Εσύ;...»
Η κοπελίτσα κοκκίνησε. Συνεσταλμένα του αποκάλυψε τρία ισχνά λουλουδάκια που ‘χε κρυμμένα στον κόρφο της. Οι μίσχοι τους ήταν λιανοί, ασθενικοί σχεδόν, τ’ αγκάθια τους όμως δυσανάλογα μεγάλα, σαν επίτηδες διογκωμένα. Τα πέταλά τους φάνταζαν αλλόκοτα, με σχήματα ρευστά, λαβυρινθώδη, και με χρώματα βαριά... έντονο μωβ... μπλε της πρώιμης νύχτας... και κόκκινο του αίματος. Ανέδιναν δε ένα γλυκόπικρο μείγμα από από ζαλιστικά αρώματα...
Το αγόρι κοίταξε θλιμμένο την κοπέλα.
«Δεν ξέρω γιατί... αλλά νιώθω πως θα υποφέρεις στη ζωή που μας προσμένει...»
«Δεν έχει σημασία... εφόσον θα ‘μαστε μαζί παντοτινά, ‘εμείς’, οι δύσκολες στιγμές, εύκολα θα περνούν!»
Αιωρήθηκαν μέχρι τις παρυφές του Απτού Κόσμου. Πίσω από κάτι νεφελώδεις όγκους, η απεριόριστη όρασή τους μπορούσε να ξεκρίνει λεπτομέρειες από τον περίπλοκο κόσμο που τους περίμενε...
Η κοπέλα έδειξε κάτω με το χέρι της και είπε:
«Βλέπεις εκείνους τους ανθρώπους, που κάθε που η μέρα ξημερώνει, στο ίδιο βαρετό μέρος πηγαίνουν, τα ίδια ανούσια, βαρετά πράγματα κάνουν; Ε... Δε θέλω να ‘μαι σαν κι αυτούς!»
«Σαν ποιους θες να ‘σαι;»
«... Βλέπεις κι αυτούς που όλο τρέχουν, και ακατάπαυστα δεκάδες αφορμές ασήμαντες συλλέγουν, ώστε να τρέχουν κάθε μέρα πιο πολύ; Ε... αυτό ποτέ δε θα το κάνω!»
«Σαν τι θα κάνεις;»
«Δεν ξέρω...»
Μια νευρικότητα πλημμύρισε το κορίτσι. Άρχισε να τρυπιέται με τ’ αγκάθια των λουλουδιών της με φιλήδονη μανία.
Πήρε τα χέρια της στα δικά του, τα φίλησε και είπε:
«Δεν πειράζει... Αφού μαζί θα είμαστε στη βουερή ζωή που μας προσμένει, για πάντα ‘εμείς’, όλα καλά θα πάνε!»
Τα σκούρα μάτια του άστραφταν με τρελή ανυπομονησία.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι διστακτικά.

Και διάβηκαν στιγμές, κι άλλες στιγμές... Στην ίδια άκρη αυτή κι αυτός, το αχώριστο «εμείς», αρμένιζαν συχνά... Το αγόρι αγνάντευε εκστασιασμένο την πρόοδο των πλασμάτων της γης, ενώσω ο ήλιος περνούσε σα φλεγόμενο τόπι κάτω απ’ τα πόδια τους.
«Για δες! Τι βρίσκουν! Τι ανακαλύπτουν! Τι κατακτούν, μόνο με το μυαλό τους! Πώς επεκτείνουν ο ένας τη γνώση του άλλου, πώς εξελίσσεται η τεχνολογία, πόσο προοδεύει η επιστήμη! Σε τούτο το παιχνίδι της αέναης κατάκτησης, της συνεχούς πρωτοπορίας, της ατέρμονης έρευνας, πόσο ποθώ κι εγώ να συμμετάσχω!»
Το κορίτσι, από την άλλη, μονολογούσε αποθαρρυμένο:
«Για δες! Πώς νιώθουν! Πόσο απ’ τους άλλους πιο πολύ! Πόσο καταλυτικά οι έννοιες και τα αισθήματα ορίζουν την ύπαρξή τους! Κι όταν το επιτύχουν ν’ ακουστούν, με εξαίσια χρώματα, με πρόσωπα και σώματα εκφραστικά, με φλεγόμενα γραπτά, πόσο πιο γνήσιους κι ευτυχισμένους κάνουν τους ανθρώπους! Όμως η δική τους η καρδιά είναι βαριά... απόκληροι, φτωχοί κι άσημοι στην πλειονότητά τους ζουν... Στα χέρια τους κρατούν την ομορφιά του κόσμου... που όμως ελάχιστοι γυρίζουν να τη δουν!»
«Πάμε να ζήσουμε!»
«Όχι! Όχι ακόμα...»

Και διάβηκαν στιγμές... κι άλλες στιγμές...

Αυτός είπε:
«Θα φύγω. Έλα μαζί μου!»
«Δε μπορώ. Δεν είναι για μένα ακόμα ώρα...»
«Πώς γίνεται πίσω μου να σ’ αφήσω; ‘Εμείς’, μαζί, δεμένοι είμαστε για πάντα!»
«Φύγε, αφού για σένα έφτασε η ώρα. Και κάτω σαν θα φτάσεις, μη με ξεχάσεις... Να περιμένεις να ‘ρθω να σε βρω, τη μισή ως τότε ζωή μας, ολόκληρη να φτιάξουμε μαζί!»
Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει.
«Θα σε ξεχάσω... Αδύνατον να σε θυμάμαι. Κι εγώ, κι εσύ, στην άλλη τη ζωή σαν θα εισδύσουμε, γραφτό είναι να ξεχάσουμε... Με λίγο αίμα κι άφθονο νερό η μνήμη μας θα ξεπλυθεί, όπως μικροί, γυμνοί κι ανήμποροι θα εγκαινιάζουμε με κλάματα την υλική ύπαρξή μας...»
«Θα ‘ρθει η μέρα η φωτεινή που, δε γίνεται αλλιώς, το νιώθω, θα ξανανταμωθούμε! Τότε, θ’ αρκέσει μόνο στα μάτια να κοιταχτούμε... και στη στιγμή θα γνωριστούμε! Θα ξαναγίνουμε ‘εμείς’!»
Του ‘σφιξε το χέρι, σα για να επισφραγίσει μια άτυπη υπόσχεση.
«Ναι, αλλά... αν αργήσεις;»
«Δηλαδή;»
«Αλλιώς κυλάει ο χρόνος εκεί κάτω, κι αλλιώς για μας εδώ ψηλά... Ίσως με χάσεις απ΄τα μάτια σου, ίσως ξεχαστείς... ίσως καιρό σου πάρει ώσπου να πάψεις να φοβάσαι... Μπορεί όταν στον κόσμο με ψυχή όλο λαχτάρα γι’ αγάπη θα βρεθείς, εγώ να έχω πια αποχωρήσει... αφού μονάχος θα ‘χω ζήσει μια άγλυκη, λειψή ζωή...»
Μια ριπή ψύχρας διαπέρασε το αγαπημένο σύμπλεγμά τους.
«Θ’ αγωνιστώ να μην πολυκαθυστερήσω... Θα περιμένεις;»
«Πώς θα μπορέσω, αν αργήσω να σε ξανασυναντήσω;»
«Μα εμείς πλαστήκαμε έτσι για να ζήσουμε μαζί! Πώς γίνεται αλλιώς να συμβεί... χώρια εμείς στον κόσμο... πάντα μονάχοι στη ζωή;...»

Έπειτα από ένα βλέμμα στερνό σε κείνη, γύρισε το πρόσωπό του στα συναρπαστικά που έμελλαν να ‘ρθουν. Οι μακρινές εικόνες της γης, οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, τον καλούσαν στην αγκαλιά τους. Πήρε φόρα... και βούτηξε.
Εκείνη έμεινε μετέωρη, να τον ακολουθεί στην πτώση του με τα μάτια της. Ο ασημένιος λώρος που τους ένωνε τεντώθηκε, άρχισε να λεπταίνει... Όσο μίκραινε η μορφή του αγοριού, τόσο πιο δυσδιάκριτος γινόταν κι ο λώρος, πρώτα σα μικρό σχοινί, έπειτα σαν κλωστή, στο τέλος μια απειροελάχιστη ίνα... Δε φάνηκε να σπάει όμως. Δεν ακούστηκε ούτε το πιο ανεπαίσθητο «κρακ»...
«Περίμενέ με! Θα ‘ρθω!», φώναξε το κορίτσι, πνιγμένο στην υγρασία των νεφέλων...
Κάτω εκεί, στον τόπο της αγωνίας και του πόνου, εκείνος έβγαινε από ένα τούνελ μυστικό, λουσμένος στο νερό και στο αίμα, μικροσκοπικός, γυμνός και αδύναμος. Σύντομα θ’ άρχιζε να μεγαλώνει, θα μάθαινε να μιλάει πάλι απ’ την αρχή... θ’ άρχιζε μέσα του να λάμπει το τρανό άνθος που ‘χε διαλέξει πάνω... στη ζωή πριν...

Δεν ξέρω το τέλος αυτής της ιστορίας.
Δεν ξέρω αν το ενθουσιώδες αγόρι και το μελαγχολικό κορίτσι, τόσο διαφορετικοί, κι όμως ο ένας το συμπλήρωμα του άλλου, αν έζησαν τελικά μαζί... Αν κατάφεραν να ενώσουν και στην ασφυκτική «κάτω ζωή» την τέλεια ευτυχία τους...
Ένα μόνο ξέρω... κι ένα μπορώ να εκμυστηρευτώ...
Στον Απτό Κόσμο που όλοι εμείς γνωρίζουμε, ίσως πολύ αργά, ίσως και όχι, μια μέρα συναντήθηκαν ξανά... Και, όπως ορθά είχε προβλέψει η κοπέλα, άρκεσε μόνο μια φορά να κοιταχτούν στα μάτια για ν’ αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-09-2009