Κονικλοτροφείον Ο Βάγγος

Δημιουργός: Βαλές Ντάμα Ρήγας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Εσωτερικό βουδιστικού ναού, καπνισμένο απ' τους αιώνες. Σκοτάδι σχεδόν απόλυτο. Στο κεντρικό κλίτος γυναίκα με μαύρη μαντίλα πεσμένη στά γόνατα. Ένα μοναχικό καντίλι φέγγει μπροστά στο είδωλο του αγίου που ναι πνιγμένο στα τάματα. Τα περισσότερα παριστούν αντρικά ή θηλυκά γεννητικά όργανα ενώ στην άκρη ξεχωρίζουν μερικά που χουν επάνω κώλους ή φούχτες. Ο Άγιος, κάτι μεταξύ Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και Κάρλου του Καστανέντα σιωπά βλοσυρός. Η γυναίκα κοιτάει την εικόνα και κλαίει
ΧατΧατΧατ
Ιιιιιιιιιιιιιιιιικ
ΧατΧατΧατ
ενώ ανάμεσα στους λυγμούς προσεύχεται:
"Άγιε Συρανό μου
ήρθα και φέτος να παρακαλέσω τη χάρη σου να στέρξει να χομε όλοι την υγειά μας, να γεννούν τα ζωντανό μας, να γυαλίζουν τ' άρματά μας, ν' αβγατίζουν τ' αγαθά μας και κοίτα μη μας στείλεις καμιά συμφορά, γιατί θα κόψω να ρχομαι κακομοίρη μου και μετά Κανένας δε θα σκουπίζει την αυλίτσα σου, ούτε θ' αλλάζει το φυτίλι στο καντηλάκι σου, μονάχο σου θα σε παρατήσω να βρωμίσεις στο λέω και πρόσεξε. Όλα κι όλα Άγιε μου, αυτή τη φορά τα χω μαζί σου και δε μου γλιτώνεις γιατί κείνος κει ο Κριστιανός που μου στειλες τις προάλλες δεν ήταν διόλου της προκοπής και με το ζόρι άντεξε μια βδομάδα πριν μπει στην απομαχία. Σε παρακαλώ την επόμενη φορά να μου στείλεις έναν τσίλικο, του κουτιού, χωρίς προβλήματα στην πέψη και πέτρα στη χολή αντί για την ψ...Θου Κύριε με τις πορδίτσες σου και πρόσεξε καλά Άγιε μου γιατί έτσι κι αποφασίσω να πάρω την καρότσα με τα παλιοσιδηρικά και τ' ανάκατα παλιατζούρια μου απ' την αποθήκη σου, η χάρη σου θα μείνει χωρίς λείψανα κι εκκλησιαστικά είδη για το πανηγύρι της μεθαύριο και δε θα βγάλει φράγκο. Γιατί εγώ Άγιε μου δεν είμαι σαν εκείνες τις γάτες που το πρωί τις ταΐζουν οι άνθρωποι στην αυλή τους και το βράδυ τις γαμωσταυρίζουν που τους χαλούν τον ύπνο με τα ζευγαρώματά τους κι ούτε έρχομαι ζητιανεύοντας ψαροκόκαλα. Εγώ είμαι το κούγκαρ με το στιλπνό τρίχωμα κι όχι κανένα γατόπουλο της σκεπής σχώρα μου την έπαρση μα δεν είναι δικά μου λόγια αυτά. Οι τριβόλοι σου τα διαδίδουν ολούθε, κάθε φορά που σου χτυπώ το πορτόθυρο κι εκείνοι με μιας πληθαίνουν και μου κάνουν χαρούλες και στριμώχνονται στην ποδιά μου να τους χαιδέψω κι ύστερα πέφτουν κάτω και κάνουν πως ψοφολογούν για να τους λυπηθώ.
Λοιπόν Άγιε, ξηγημένα πράματα, βόηθα και φέτο να μαστε όλοι καλά κι εγώ θα έρθω και του χρόνου να σ' ανάψω το καντήλι. Κι άκου δω, κοίτα μη στείλεις πάλι ξαφνικά μπροστά μου κανένα Κριστιανό μπας και κολαστώ, γιατί αυτή τη φορά δε θα σου το συγχωρέσω και θα σε ξεγράψω με τέτοια ηλεκτρική ταχύτητα που δε θα πάρεις καθόλου μυρωδιά τα σαράκια και τα άλλα ζούμπερα που θα σου τρων το ξύλινο είδωλο σου λίγο λίγο και προτού το καταλάβεις θα χάσεις το λούστρο σου και θα γίνεις καυσόξυλο και προσάναμμα για το τζάκι..."
Ένα κοριτσάκι με πράσινα ολστάρ χτυπά τον ώμο της μεταρσιωμένης. Αυτή σηκώνεται με κόπο και παραχωρεί τη θέση της, Ακούγονται κλάματα. Το είδωλο παραφυλά αμέτοχο από το μισοσκόταδο της κόγχης του. Απ' το στασίδι του αριστερού ψάλτη μόνος ακροατής τους ικέτες και τις ικέτιδες ενωτίζεται ο Χάρος με το δικράνι.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-09-2009