Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ημερολόγιο παλαιού ψυχιατρείου

Ημερολόγιο παλαιού ψυχιατρείου

Δημιουργός: montekristo

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η σιωπή...
Θα ήταν ένα πολύ καλό μέρος
για να κρυφτείς.
Έχει τόσες εσοχές,
κρύφια σκοτάδια και ημίφωτα
Θα προστάτευαν σχεδόν ιδανικά, είπες,
έναν λιποτάκτη σαν εσένα.
Η αίσθηση της ασφάλειας...
Τι μεγάλη αυταπάτη!

Γιατί δεν άργησες,
να ανακαλύψεις την παρουσία τους.
Το μέρος έμοιαζε με εγκαταλειμμένο
ψυχιατρείο στα προάστια.
Παραδομένο στη φθορά του χρόνου.
Καθόσουν μπρος στο ξεχαρβαλωμένο παράθυρο
και παρατηρούσες τα σπασμένα γυαλιά
στην κορυφή του μαντρότοιχου.
Χαμογέλασες.
Έτσι κι αλλιώς, δεν είχες
καμιά πρόθεση να διαφύγεις.
Οικειοθελώς ήσουν εκεί.
Δεν ήξερες ασφαλώς ακόμη,
πως δεν είσαι ο μοναδικός λιποτάκτης επί της γης
ούτε βέβαια και ο μοναδικός κρυβόμενος
στο παλιό ψυχιατρείο
Και δεν θα ήταν καθόλου εύκολη η συγκατοίκησή σας.

Οι υποψίες της ημέρας,
την νύχτα θα γινόταν βεβαιότητα.
Ολοζώντανη, παρ' όλη την θεατρικότητά της.
Στην αρχή άκουγες μόνο τις ανάσες τους
Ήταν η ώρα που το σούρουπο,
σαν αόρατο χέρι έκλεινε τις βαριές κουρτίνες
Ερχόταν από την μέσα σάλα
Ήχοι...
σαν βήματα χορού
πάνω στα παλιά σανίδια που τρίζαν
Μικρά κομμάτια σοβάδες
που θρυμματιζόταν κάτω από το βάρος των πελμάτων.

Ναί! Εκτός από την κουκουβάγια,
που άλλες φορές την άκουγες
να φτεροκοπά στους διαδρόμους
σαν την ψυχή του ανθρώπου
που απομακρύνεται βιαστικά
κι άλλες φορές σε κάρφωνε
με εκείνα τα φωσφορικά μάτια της,
υπήρχαν κι άλλοι κάτοικοι εκεί.

Όταν το χέρι σου ψηλαφητά,
βρήκε το σκονισμένο διακόπτη
και επιτέλους άναψε το ασθενικό φως.
Τότε αποκαλύφθηκαν όλοι.
Σου έγνεψαν ευγενικά
ή και αδιάφορα, δεν μπόρεσες να διακρίνεις,
για να παραμείνεις.
Το γυμνό ζευγάρι συνέχισε να χορεύει
στην μέση της σάλας.
Γύρω γύρω στους τοίχους ακουμπισμένοι
λες και παραδομένοι στην έκσταση της πρέζας.
Σκιές, φαντάσματα.
Οι υπόλοιποι συγκάτοικοι.
Κάποιος σου έκανε χώρο
κι έκατσες δίπλα του.
Είμαι δολοφόνος, σου είπε
και αυτό το μαχαίρι που απόψε
είναι καρφωμένο στα πλευρά μου,
αύριο θα είναι καρφωμένο πάνω σου.
Έγνεψες συγκαταβατικά.
Το ζευγάρι, στην κορυφή του ρυθμού,
στο απόγειο του πάθους.
Στροβιλιζόταν.
Εκείνος με επιδέξιες κινήσεις
την σήκωσε στον αέρα
και την κράτησε στην αγκαλιά του
Πήρε να θηλάζει την γυμνή της ρόγα.
Κοφτές ανάσες, επιταχυνόμενες...
Ώσπου.
Την έκοψε, λες και δάγκωσε ένα τραγανό φρούτο.
Το αίμα κυλούσε στο παλιό πάτωμα.
Πότισε τα σανίδια
κι ύστερα σχημάτισε μια μικρή λίμνη.
Όλοι σύρθηκαν προς τα εκεί,
βούτηξαν τα χέρια τους στο αίμα
και αγκαλιαστήκαν με μια ύπουλη τρυφερότητα.
Αφήσαν τα κόκκινα σημάδια ο ένας στο κορμί του άλλου.
Σε πλησίασε και σ' αγκάλιασε.
Ήταν τόσο όμορφη
όσο και θλιμένη.
Θυμάσαι? Σου είπε.
Ήσουν στην σκοπιά.
Στο υπερυψωμένο φυλάκιο.
Ξημέρωνε κι εσύ κοιτούσες
το ζευγάρι που φιλιόταν
στον απέναντι δρόμο.
Έτρεμες από το κρύο. Χειμώνας.
Εγώ ήμουν, έλα πάμε.

Το άλλο πρωί, σαν ξύπνησες,
σχεδόν δεν ήξερες που βρισκόσουν.
Κάποιοι δουλεύανε στον πίσω κήπο.
Κινήθηκες με περιέργεια στο παράθυρο
και κοίταξες προσεκτικά, μην σε εντοπίσουν.
Είδες τους εργάτες. Ανοίγαν ένα πηγάδι.
Η πρωινή υγρασία, λαμπύριζε στα πεσμένα φύλλα.
Η δουλειά είχε προχωρήσει.
Ο ένας δεν φαινόταν πλέον,
καθώς ήταν ολόκληρος μέσα στο έδαφος.
Μόνο τον κασμά μπορούσες να δεις
όταν έφτανε στο μέγιστο της τροχιάς του.
Οι άλλοι γελούσαν, πιθανώς
με ένα ανέκδοτο που δεν πρόλαβες να ακούσεις
και τραβούσαν με κουβάδες το χώμα έξω.
Όταν αυτός που έσκαβε
φώναξε θριαμβευτικά:
Νάτο! Νερό!
Την ίδια στιγμή ένιωσες έναν οξύ πόνο
στην ράχη του πέλματος σου,
σαν να το είχε τρυπήσει αιχμηρό μέταλλο
Το αίμα κύλησε ζεστό.
Έψαξες τα πλευρά σου.
Το μαχαίρι ήταν εκεί καρφωμένο.
Στην άκρη των χειλιών σου
η μικρή δαγκωματιά
της θλίψης και της ομορφιάς.
Όλα ήταν εκεί.
Κι εσύ ο ίδιος μοιρασμένος σκορπισμένος
σε πολλούς εαυτούς λιποτάκτες
που σου μοιάζαν και σε συμπληρώναν.
Κακοφτιαγμένα αντίγραφα,
αναπαραγόταν σαν καρκινικά κύτταρα.
Πολλοί λιποτάκτες, που ενώνονταν
σε μια ψυχή, χωρίς καμία προσδοκία σωτηρίας
Σαν την πουτάνα περιμενει στις εσοχές της σιωπής
Για να δοθεί.

Θυμάμαι κάποιο βράδυ, ο δρόμος μ' έφερε
έξω από το παλιό ψυχιατρείο.
Τρόμαξα απ' τα αναπάντεχα φώτα και τις μουσικές.
Προσπέρασα σιωπηλά...


Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-10-2009