Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Πες Μου Χωριό Μου ( Του Γεωργίου Κώνστα)

Πες Μου Χωριό Μου ( Του Γεωργίου Κώνστα)

Δημιουργός: pithanos

Από το βιβλίο ΘΕΡΟΣ-ΤΡΥΓΟΣ-ΠΟΛΕΜΟΣ (ποιητικές εικόνες από τα Καλύβια Θορικού)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πες μου χωριό μου τ’ είν’ αυτό
που τόσο σ’ ομορφαίνει
κι’ η Πλάση με ροδόκρινα
και Μαγιανθούς σε ραίνει;
Ποια πες μου θεϊκή γητειά,
ποια κρύφια έχεις χάρη
και λάμπεις μέσ’ στην Αττική
σα Γεναριού φεγγάρι;

Μην είν’ τα σπίτια σ’ αψηλά
παραμυθιών παλάτια
που ηλιαστρονειρολάμπουνε
σ’ όλης της Γης τα πλάτια
απ’ τ’ ασημομαλάματα,
το σμαραγδοκρουστάλλι
το ρουμπινολευκόχρυσο,
το ζαφειρομπριλάντι;

Μην είν’ οι μάντρες σου χωριό
μ’ ωριοπελεκημένες
χρυσόπετρες και φίλντισι
κι αμέθυστους χτισμένες
κι οι σαμαροκορφάδες τους
ασημοχρυσωμένες
μ’ ονειροστόλια τ’ ουρανού
ηλιαστροκεντημένες;

Μην είν’ οι στράτες σου χωριό
δεντρανθοφυτεμένες
κι απ’ τις Χιωρώμες βότσαλα
ιριδωριοστρωμένες
και με στρουμπίλια γαλανά,
με χρυσοπεταλίδες,
μαργαριτάρια, γκούτσιζες
και χρυσοτζαλιαβίδες;

Ποιες κρύφιες πες μου ομορφιές,
ποι’ αστέρια σε φωτίζουν
στα μυστικάτα ηλιανθοί
και θάμπος σε γεμίζουν
και βασιλεύεις βασιλιάς
με σκήπτρο και κορώνα
γλυκό χωριό θεόμορφο
στον Αττικό ροδώνα;

Ποιες πες μου ουράνιες φωνές
ποια μαγική φλογέρα,
ποια κοτσυφογλυκάηδονα
δονούνε τον αγέρα;
Ποια δροσογάλανη χαρά
είν’ ομορφιά μου αιθέρια
που κάνει με και τ’ Άπειρο
κρατώ στα δυο μου χέρια;

Πες μου μυριάκριβο χωριό,
πες μ’ ομορφιά πανώρια
που διώχνεις κάθε θλίψη μου,
κάθε μου στεναχώρια,
κι’ άφατο με γεμίζεις ΦΩΣ,
ΑΓΑΠΗ, ΚΑΛΟΣΥΝΗ,
και γίνομαι ξάφνου θεός
στην Απεραντοσύνη;

Ω! πες μου, πες μου ηλιοχωριό,
πανεμορφιά του Κόσμου,
για την θεομορφάδα σου
μι’ απόκρισή σου δώσ’ μου
τι οι λογισμοί μου σταματούν
στους ηλιαστρουρανούς μου,
για σένα μίλα μου χωριό
τι θα μου φύγει ο νους μου!

Και το χιλιάκριβο χωριό
μου γλυκοξαπαντάει:
Ω! γιε μου μέσ’ στις φλέβες σου
το αίμα μου κυλάει,
στης Μάνας γης τούτης παιδί
που στ’ άγια της τα στήθια
τη ζήση καλοβύζαξες,
θα μάθεις την Αλήθεια.

Με της ψυχής σου τη θωριά
κι’ όχι με της ματιάς σου
με βλέπεις, μα τη νιόδροση
ρώτησε την καρδιά σου
και πες της, ποια νεραΐδονιά
ποιο διαμαντένιο αστέρι,
ποιο γλαυκονειρολούλουδο
ανθεί της στο παρτέρι;

Ρώτα δεντρί που οι ρίζες σου
βαθιά ‘ναι ριζωμένες
στην ταπεινή μου τούτη γης
κι’ είναι παντού απλωμένες
ρώτα και πάλι την καρδιά,
ρώτα την ένα μόνο:
ποια είν’ οπού θρονιάστηκε
στον θεϊκό της θρόνο;

Ρώτα την για την ροδωνιά
π’ ανθεί το Μαγιαπρίλη
π’ ανθεί μοσχοτριαντάφυλλα
αυγή χειμώνα δείλι
στης γειτονιάς της το στρατί,
στις στράτες όλες γύρω
κι’ ωριομεθάει ένα χωριό
με τ’ ακριβό της μύρο;

Ρώτα και τότε θε να δεις
πως δυο γαλάζια μάτια
είναι που ονειρολάμπουνε
στου Άπειρου τα πλάτια.
Αυτά τα μάτια τ’ ακριβά
που θεϊκά γελούνε
είναι που μέσ’ στον Κόσμο σου
όλα τραγουδανθούνε.

Εκείνη είναι το λούλουδο
κι’ εγώ το περιβόλι
και η πανώρι’ αγάπη σου
της γης το μοσχοβόλι.
Εσείς μου δείχνετε το ΦΩΣ
κι’ αστέρι λαμπυρίζω
και σ’ όλα τα Μεσόγεια
σαν ήλιος ξεχωρίζω.

Κι’ όσο για μένα ηλιοδεντρί
μ’ αστράνθια φορτωμένο,
δεν έχω ξέρωρη ομορφιά,
φτωχό είμαι γεννημένο
κι’ έχω την φτώχεια πλούτια μου,
καλύβια για παλάτια
και κάρρα, σούστες, ζωντανά
καστώρες και χαγιάτια.

Μονόριχτα τα πιο πολλά
σπίτια μου είναι φτιαγμένα
κι’ είναι με Μποζναδίτικες
πέτρες γεροφτιαγμένα.
Μ’ από την Θέρμη, τον Γκιουρντά,
το Κάλμθι, τα Μπεντένια,
φερμένες και σκεπάσανε
σουφρέρες από βένια.

Οι πόρτες, όλες καρφωτές
με σύρτια, ζεμπερέκια,
με κολντεμίρια, κλειδωνιές
και γκορυτσιές για πρέκια.
Με παραγώνι’ απλόμορφα,
βάτρες πλακοστρωμένες
και μές’ στο τζάκι σιδροστιές
και σκάρες κρεμασμένες.

Κι’ έχουν πονίτσες μπόλικες
και μια για εικονοστάσι,
που το καντήλι τ’ αργυρό
έχει καλοκρεμάσει
η μάνα σ’ ένα πάτερο
κι’ ανάβει νύχτα μέρα
κι’ ωριοφωτάει την Παναγιά,
την θεϊκή μητέρα.

Κι’ όσο πια για τα δίπατα
σπιτάκια, τα πυργάκια,
π’ ωριομορφοφαντάζουνε
σα να ‘ναι παλατάκια
ωσάν κι’ αυτό του Τρέλιακα,
του Σκόπη, του Λιεβίδη,
του Μητσογκίνη απέναντι
απ’ το παλιό λιοτρίβι,

σαν τ’ άλλο της Τασπέτραινας,
του Μητσοχρήστου πάλι,
του Δόλιου, της Μαρίναινας,
του γέρο-Κωστηπάλλη,
της Σωτηρκαρελλιώταινας,
και του Βασιλγαλάνη
που ‘χει μιλιούνια πρόβατα
που ‘χει τρανή μια στάνη.

Και τα μικρά πυργόπουλα
στις γειτονιές τις άλλες
και κείνα με τις τρίδιπλες
τα σπίτια με καμάρες,
απλά και καθαρόφωτα
και καλασβεστωμένα
που 'ναι στα δέκα δάχτυλα
μονάχα μετρημένα.

Οι μάντρες μου, ξερολιθιά
και μισογκρεμισμένες
και με πηλιούρια, ξελαφτούς
σαμαροστολισμένες.
Μα οι αυλές εφτάπαστρες,
στ’ αγιόκλημα πνιγμένες,
στον διόσμο, στα βασιλικά
και στον ανθό ντυμένες,

από γαζίες, γιασεμιά,
ροδόκρινα, ζουμπούλια,
και γλάστρες με γαρουφαλλιές
στα πέτρινα πεζούλια.
Οι δρόμοι, χωματόδρομοι
άνανθοι, με λακούβες
το ίδιο κι’ οι πλατείες μου
χωμάτινες, με γούβες.

Τότες, η νιότη ήτανε
που η ματιά θωρούσε
μονάχα μέσ’ απ’ την καρδιά
κι’ ο νούς μου δεν μπορούσε
χωριό μου για να στοχαστή
μα τώρα που τ’ αηδόνια
της δροσονιότης πέταξαν
κι’ ήρθαν χειμώνες, χιόνια,

τώρα τα μάτια τ’ ακριβά
για πάντα πουν’ χαμένα
και τα γαλάζια όνειρα
σε μια άκρη πεταμένα,
τώρα χωριό μου τι είν’ αυτό
που τόσο σ’ ομορφαίνει
κι’ η πλάση με ροδόκρινα
και ηλιανθούς σε ραίνει;

Χαμογελώντας το χωριό
μ’ ομορφοξαπαντάει:
Τέτοια μι’ αγάπη σπλάχνο μου
στη λησμονιά δεν πάει.
Τι κι’ αν η μοσχοροδωνιά
σ’ άλλον πια κήπο ανθίζει
και το γλαυκοχρυσάστρο σου
αλλού γλαυκοφωτίζει;

Μέσα στη Μάγια είν’ όλ’ αυτά,
υπάρχει τ’ όνειρό σου
τ’ αχνογαλάζιο, τ’ άφατο,
με 'κείνην στο πλευρό σου
που ζεις το, που το χαίρεσαι
σ’ έν’ άλλο μύστιο χώρο
και το θεσπέσιο κρατάς
στα δυό σου χέρια δώρο.

Η πάναγνη αγάπη σου
για την π’ ωριαγαπούσες
μια φλόγα ήταν ακοίμητη,
γι’ αυτήν καρδιοχτυπούσες
μια ζήση και σκεφτόσουνα,
γι’ αυτήν μονάχα ζούσες
κι’ απ’ το γαλάζιο μύρο της
αγνοκρυφομεθούσες.

Κι’ έγραφες στίχους ποιητή
και γράφεις της ακόμα
και νοερά τη νε κρατάς
και την φιλάς στο στόμα
και στα λιβάδια τρέχετε
πιασμένοι χέρι-χέρι
και με τον Πήγασο μετά
πάτε σε κάποιο αστέρι.

Είδες που η αγάπη σου
για τη νεραΐδοκόρη
με τα χρυσόξανθα μαλλιά
και το γαλάζιο θώρι
είναι βουνό περίτρανο
π’ ως κρύφια ήταν, θα μείνει
και πάντα σου το Ντρίτσανι
της νιότης θάν’ η κρήνη;

Να γιατί πάντα με θωρείς
με της ψυχής τα μάτια
και μαγιολάμπω στ’ άφραστα
του ουρανού σου πλάτια.
Πάντα η χαρά της ομορφιάς
απ’ την καρδιά μας βγαίνει
κι’ είν’ η ΑΓΑΠΗ ομορφιά
π’ όλα τα ομορφαίνει.

Κι’ αν τύχει και ξενητευτείς
και μακριά μου μένεις
θα κλαις σαν το μικρό παιδί,
θα λειώνεις, θα πεθαίνεις
και θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιδικά σου χρόνια,
την πρώτη την αγάπη σου
της νιότης τ’ ανθοκλώνια.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-11-2009