Αρραβώνας

Δημιουργός: ατάλαντη

Δεκτά και τ' αρνητικά σχόλια, παιδιά. Δεν παρεξηγούμαι.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Με τι ταχύτητα
απομακρύνθηκε, ο ασαβάνωτος
αστερισμός της μνήμης!
Γέννες αρχέγονες
εικοσιτρείς,
τα μάτια τους γευτήκαν
κι ισόποσους θανάτους.
Μα εκείνη πέταξε,
πουλί,
κι ας ήταν οι αέρηδες
π’ αντίθετα φυσούσαν.

Την έκλαψαν,
ώρες πολλές και μέρες
και τραγούδησαν της θλίψης.
Κι αφού ξαλάφρωσαν την ψυχή,
σκύψαν πάλι,
προς τη γη να κοιτάζουν.
Απόμεινε μονάχα, εκείνος
να την προσμένει.

Εικοσιτρείς φορές
περπάτησε,
στον κήπο με τις τριανταφυλλιές.
Και μια βραδιά
που θέλησ’ ένα ρόδο,
τρυπήθηκε σαν πήγε να το κόψει.
Κι ωσάν το βάλσαμο,
που του κορμιού τον πόνο απαλύνει,
ένα φιλί
στο δάχτυλο, στα χείλη άλλο ένα.

Φως αυγινό μεμιάς
πλημμύρισε, τα κουρασμένα του
τα στήθια.
Ήταν της προσμονής του
η κυρά,
που κατάματα κοιτούσε.
Ίδια στη θύμηση, μα και στην όψη ίδια.
Και του ‘γνεψε,
όπως ο γονιός το παιδί,
να την ακολουθήσει.
Κι εκείνος τον κήπο άφησε
και τα ρόδα.



15-11-2009

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-11-2009